Το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο
συγκεντροποιείται όλο και περισσότερο.
Τα εθνικά πρωταθλήματα γίνονται βαρετά
και επαναλαμβανόμενα και έτσι απαξιώνονται
- από το προφίλ του
Βασίλη Παπαστεργίου
Στην Γαλλία, που είχε παραδοσιακά ένα από τα πιο αμφίρροπα πρωταθλήματα – με 6 διαφορετικές πρωταθλήτριες στην δεκαετία του 90 – η Παρί Σαιν Ζερμαίν έχει πάρει 9 στα 11 τελευταία και η οικονομική της επάρκεια – ας είναι καλά η βασιλική οικογένεια του Κατάρ! – εγγυάται ότι αυτό θα συνεχίζεται για πολλά χρόνια, καθώς η ψαλίδα με τις υπόλοιπες ομάδες όλο και διευρύνεται.
Ακόμα και στην Αγγλία η Μάντσεστερ Σίτυ έχει πάρει 5 από τα 6 τελευταία πρωταθλήματα, μια κυριαρχία ασυνήθιστη για το παραδοσιακά πολυκεντρικό αγγλικό ποδόσφαιρο. Χάρη στις ευγενικές χορηγίες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων βέβαια.
Στα καθ’ημάς ο Ολυμπιακός έχει πάρει 21 από τα 26 τελευταία πρωταθλήματα.
Από την καθιέρωση του Τσάμπιονς Λιγκ το 1992, πρωταθλήτριες Ευρώπης έχουν στεφθεί 14 ομάδες από 7 χώρες, ενώ τα προηγούμενα 31 χρόνια (1961-1992), αυτό είχε συμβεί με 18 διαφορετικές ομάδες από 10 χώρες.
Το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο συγκεντροποιείται όλο και περισσότερο. Τα εθνικά πρωταθλήματα γίνονται βαρετά και επαναλαμβανόμενα και έτσι απαξιώνονται.
Με όχημα την αναχρηματοδότηση των ήδη ισχυρών μέσα από τον μηχανισμό του Τσάμπιονς Λιγκ, τις αλλαγές που επέφερε η υπόθεση Μποσμάν, την κυριαρχία του στοιχήματος και των τηλεοπτικών μεταδόσεων, το αθλητικό χρήμα συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο, η ψαλίδα ανάμεσα στους μεγάλους και στους μικρούς διευρύνεται χαοτικά, η ποδοσφαιρική εμπειρία γίνεται βαρετά επαναλαμβανόμενη. Οι ίδιες μεγάλες ομάδες ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ συναντιούνται και στα εθνικά κύπελλα σε διπλές αναμετρήσεις. Κορεσμός.
Πόσα Ρεάλ-Μπαρτσελόνα ή πόσα Ολυμπιακός -ΠΑΟΚ να αντέξει να δει κανείς μέσα σε ένα χρόνο με πραγματική λαχτάρα;
Ταυτόχρονα το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο γίνεται ο τόπος για την προσγείωση στο Ευρωπαϊκό έδαφος και την νομιμοποίηση των δεσποτειών του αραβικού κόσμου, αλλά και την αύξηση των κερδών και των επενδύσεων διαφόρων πολυεθνικών funds.
Όπως σωστά γράφει στο τελευταίο HUMBA ο Νίκος Ραδικόπουλος “το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει – προ καιρού – φτάσει στο σημείο “ωριμότητας” που κάθε ελεύθερη αγορά, που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού τείνει: στο ολιγοπώλειο”.
Σε αντίστιξη προς αυτό, στην κοιτίδα του σύγχρονου καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, τον τίτλο της πρωταθλήτριας του NBA τα τελευταία χρόνια τον έχουν κατακτήσει 8 διαφορετικές ομάδες.
Οι Αμερικανοί πιθανόν αντιλαμβάνονται την ανάγκη να περιφρουρήσουν τον ανταγωνισμό και επομένως το ενδιαφέρον του κόσμου και εισάγουν στοιχεία ρύθμισης (salary cap, δηλαδή πλαφόν δαπανών για αμοιβές των αθλητών, αλλά και το δικαίωμα επιλογής του καλύτερου νέου παίκτη από την πιο αδύναμη ομάδα) για να περιφρουρήσουν την ανταγωνιστικότητα του πρωταθλήματός τους.
Φέτος για παράδειγμα, την πρώτη επιλογή στα ντραφτ, που ήταν ο Γουεμπανιάμα, την είχαν οι Σπερς, που δεν προκρίθηκαν καν στα play off.
Το NBA δεν παύει να είναι μια ακραία εμπορευματοποιημένη διοργάνωση – και μάλιστα κλειστή χωρίς ανόδους και υποβιβασμούς – αλλά φροντίζει να κρατά ένα στοιχείο πολυφωνικότητας και αληθινού ενδιαφέροντος.
Με αυτά τα δεδομένα, το ζήτημα είναι τι κάνουμε οι φίλαθλοι για αυτό που είναι το περισσότερο σημαντικό από τα λιγότερο σημαντικά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο. Προσωπικά εδώ και κάποιον καιρό ασχολούμαι πλέον με μικρότερα πρωταθλήματα, εκεί που χτυπά κάτι από την καρδιά του παλιού ποδοσφαίρου, εκεί που επιβιώνει λίγο από το παλιό πάθος.
Το σημαντικό όμως, γιατί δεν είναι δυνατόν να μείνει κανείς ασυγκίνητος από το ανώτερο επίπεδο των αθλημάτων, είναι να τεθούν κανόνες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για να προστατευθεί το άθλημα.
Λιγότεροι αγώνες, λιγότερα διπλά παιχνίδια (ή μάλλον καθόλου διπλά παιχνίδια) στα εθνικά κύπελλα, κατάργηση των playoffs και όλων αυτών των αχρείαστων ανοησιών, πλαφόν δαπανών.
Και το κυριότερο: κανόνες πάνω στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ομάδων. Ο Γερμανικός κανόνας του 51% για την διασπορά των μετοχών των ομάδων στους φιλάθλους είναι ένας δρόμος για να μην φθάσουμε στο σημείο – πολύ σύντομα – να μην είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τίποτα πια από το Μεγάλο Παιχνίδι.