.
Ο γέγονε… Γέγονε
| Γεγονότα
1770 – Ο Θεόδωρος Ορλόφ καταπλέει στη Μάνη και παρακινεί τους κατοίκους της να εξεγερθούν κατά των Τούρκων. (Ορλοφικά) Τα Ορλοφικά ήταν μία από τις εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Ελλήνων, στην Πελοπόννησο, πριν από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το σχέδιο της ρωσικής επέμβασης στην Ελλάδα έγινε από τα αδέλφια Αλέξιο (1737 – 1783) και Θεόδωρο (1741 – 1790) Ορλόφ, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768 – 1774.
Ο Αλέξιος Ορλόφ ανέλαβε τη διοίκηση του ρωσικού σώματος, ενώ στις 28 Φεβρουαρίου του 1770 ο αδελφός του Θεόδωρος έφτασε στη Μάνη, όπου ξεκίνησε την επανάσταση. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Μιστρά, όπου και όρισαν προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Ψαρό. Οι αρχικές επιτυχίες οδήγησαν σε επανάσταση κι άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως την Ήπειρο, την υπόλοιπη Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Τον Μάρτη του 1770, κι αφού ελευθερώθηκε η Λακωνία, ο ρώσος λοχαγός Μπάρκοφ πήρε διαταγή από τον Θεόδωρο Ορλόφ να καταλάβει την Τριπολιτσά (Τρίπολη), με μια λεγεώνα από 8000 έλληνες επαναστάτες και 50 Ρώσους. Κατά τη στιγμή της προσέγγισης στην Τριπολιτσά, περίπου χίλιοι εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί έσπασαν τον αποκλεισμό στον Ισθμό, έφτασαν στην Τριπολιτσά κι ενίσχυσαν τη φρουρά της πόλης.
Η σύγκρουση, που αποτέλεσε και το τέλος της επανάστασης, έγινε -σύμφωνα με τους ιστορικούς- στα Τρίκορφα, στις 29 Μαρτίου. Έπειτα από ημίωρο αγώνα κι έναν επιτυχή ελιγμό των αντιπάλων τους, οι Έλληνες εκάμθησαν. Η ήττα υπήρξε εξοντωτική… Φεύγοντας οι Έλληνες και κατά πόδας διωκόμενοι εγκατέλειπαν τα όπλα τους και υποχωρούσαν με μεγάλες απώλειες.
Τη νίκη των Τούρκων ακολούθησε μεγάλη σφαγή εντός της πόλεως, με θύματα περίπου 3.000 Έλληνες, μεταξύ αυτών ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος και αρκετοί άλλοι κληρικοί. Τρεις ημέρες αργότερα, οι εναπομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο.
1943 – Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποχαιρετίσει τον Κωστή Παλαμά, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα. Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία. Οι αρχές της πρωτεύουσας, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων. Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.
«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», απήγγειλε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. «Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε η μια πνοή θριάμβου». Είναι τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσάτσου που περιγράφουν λιτά και παραστατικά τη μεγάλη στιγμή της Ελλάδας.
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης, Γιώργος Κατσίμπαλης, άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά – περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος – ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε και φώναζε με πάθος. Ζήτω η Ελευθερία!».
Κατά τον Πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λόγιους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων. Η φήμη του Κωστή Παλαμά υπήρξε Παγκόσμια . Ήταν ο Ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου», του Ύμνου που συνοδεύει κάθε Ολυμπιακή διοργάνωση.
Και αυτή η φήμη έκανε τους κατακτητές, Ιταλούς και Γερμανούς, να στέκονται αποσβολωμένοι θεατές σε αυτό το ξέσπασμα. Ο ίδιος ο Χίτλερ έστειλε προσωπικό στέφανο στη μνήμη του Κωστή Παλαμά, αεροπορικώς από το Βερολίνο!
Γεννήσεις
1901 – Λάινους Καρλ Πόλινγκ (Linus Carl Pauling, 28 Φεβρουαρίου 1901 – 19 Αυγούστου 1994)ήταν Αμερικανός χημικός, βιοχημικός, ακτιβιστής, συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Ήταν ένας από τους χημικούς του 20ού αιώνα με την μεγαλύτερη επιρροή και κατατάσσεται ανάμεσα στους σημαντικότερους επιστήμονες του 20ού αιώνα.
Ήταν ένας εκ των ιδρυτών των πεδίων της κβαντικής χημείας και της μοριακής βιολογίας.
Για την επιστημονική του δουλειά, ο Λάινους Πόλινγκ έλαβε το Νόμπελ Χημείας το 1954. Το 1962 για το ακτιβιστικό του έργο έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης. Αυτό το γεγονός κάνει το Λάινους Πόλινγκ το μόνο άνθρωπο μέχρι σήμερα που έχει λάβει δύο βραβεία Νόμπελ μόνος του.
Είναι επίσης ένα από τα τέσσερα άτομα που έχουν λάβει δύο βραβεία Νόμπελ· τα άλλα είναι η Μαρί Κιουρί, ο Τζον Μπαρντίν και ο Φρέντερικ Σάνγκερ. Ο Πόλινγκ είναι επίσης ένας από τους δύο ανθρώπους που έχουν κερδίσει βραβεία Νόμπελ σε διαφορετικά πεδία, με την Μαρί Κιουρί να έχει κερδίσει το Νόμπελ Χημείας και το Νόμπελ Φυσικής.
1942 – Μπράιαν Τζόουνς (Lewis Brian Hopkin Jones, 28 Φεβρουαρίου 1942 – 3 Ιουλίου 1969) ήταν Άγγλος μουσικός και ιδρυτής του συγκροτήματος Rolling Stones. Υπήρξε βιρτουόζος στην κιθάρα και τη φυσαρμόνικα, και ήταν ικανός να παίζει ακόμα 29 μουσικά όργανα, στα οποία πέρα από το κλαρινέτο και το σαξόφωνο, ήταν αυτοδίδακτος. Η καινοτόμα χρήση ανατολίτικων μουσικών οργάνων όπως το σιτάρ και η μαρίμπα, που εισήγαγε ο Μπράιαν, άλλαξε αποφασιστικά τον ήχο της ροκ σκηνής. Η θέση που κατέχει στην ιστορία της μουσικής είναι εξέχουσα, όμως εμφανώς υποτιμημένη σε σύγκριση με τη συνεισφορά του.
Σύμφωνα με τον Andrew Loog Oldham στο βιβλίο του Stone Alone, ο Μπράιαν ήταν αουτσάιντερ από την αρχή. Καταρχάς είχε συμφωνήσει να πληρώνεται περισσότερο από τα άλλα μέλη, χωρίς εκείνοι να το ξέρουν. Επιπλέον, από τις πρώτες κιόλας περιοδείες το 1963, δηλαδή όταν δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί, εκείνος ταξίδευε χώρια από τους υπόλοιπους, έμενε σε άλλα ξενοδοχεία και είχε επιπλέον απαιτήσεις. Χαρακτηρίζει τον Μπράιαν ως έναν άνθρωπο ιδιαίτερα συναισθηματικό, που ένιωσε αποξενωμένος μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν παραγωγικός συνθέτης και επειδή έπαψε να τους μανατζάρει. Εξ’ αρχής αντιστάθηκε στη επαγγελματική συμβίωση που απαιτούσε η σωστή λειτουργία ενός συγκροτήματος. Μέρα με τη μέρα, η ζωή γινόταν όλο και χειρότερη γι’ αυτόν, όμως κανείς δεν ευχόταν να σπάσει.
Αν και ιδρυτής των Rolling Stones το 1962 και βασικός διαμορφωτής του ήχου τους, σύντομα επισκιάστηκε από τον κιθαρίστα του συγκροτήματος Κιθ Ρίτσαρντς και από τον τραγουδιστή Μικ Τζάγκερ, ιδιαίτερα όταν οι δυο τους έγιναν πολύ πετυχημένη συνθετική ομάδα το 1965. Η αίσθηση της αποξένωσης από το συγκρότημά του και ο τρόπος ζωής των ροκ σταρ τον οδήγησαν στο να αναπτύξει σοβαρό εθισμό στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Έκανε χρήση LSD και χασίς, όμως αυτό που τον αλλοίωσε ήταν το αλκοόλ. Αυτή η υπερβολή στο αλκοόλ είχε αρνητικές επιπτώσεις στη φυσική κατάσταση του Μπράιαν, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να νοσηλευτεί πολλές φορές. Χειρότερη επίπτωση, όμως είχε στην προσωπικότητά του.Ο ρόλος του στο συγκρότημα υποβαθμίστηκε δραματικά. Του ζητήθηκε να εγκαταλείψει τους Rolling Stones τον Ιούνιο του 1969. Βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του σπιτιού του στο Σάσεξ, λίγες μέρες μετά.
Θάνατοι
1916 – Χένρι Τζέιμς (Henry James, 15 Απριλίου 1843 – 28 Φεβρουαρίου 1916) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, από τους κύριους εκπροσώπους του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, και Μέλος του Τάγματος της Αξίας.
Ο Χένρι πειραματίστηκε με το αφηγηματικό ύφος του μυθιστορήματος και διείσδυσε σε θέματα που έχουν να κάνουν με τη συνείδηση και την αντίληψη του ατόμου. Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του εξωτερικεύονται και παραθέτουν τη δική τους εκδοχή για τη σειρά των πραγμάτων.
Ήταν επίσης ένας από τους θεμελιωτές της κριτικής των λογοτεχνικών έργων και παρότρυνε τους υπόλοιπους συγγραφείς, να παρουσιάζουν την άποψή τους για τον κόσμο μέσα από τα έργα τους.
Έζησε σαράντα χρόνια στην Αγγλία και τα μυθιστορήματά του αναφέρονται συχνά σε Αμερικανούς και στις σχέσεις τους με την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους. Βιογράφοι και κριτικοί έχουν εντοπίσει ότι σημαντικές επιρροές για το έργο του αποτέλεσαν οι Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ερρίκος Ίψεν, Ναθάνιελ Χόθορν και Ιβάν Τουργκένιεφ.
1925 – Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich Ebert, Χαϊδελβέργη, Γερμανία, 4 Φεβρουαρίου 1871 – 28 Φεβρουαρίου 1925) ήταν Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919 – 1925). Γιος ράφτη, ο ίδιος ακολούθησε το επάγγελμα του σαγματοποιού. Συνδικαλίσθηκε και σύντομα (1889) εντάχθηκε στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Αφού για ένα διάστημα είχε δουλέψει σαν εστιάτορας, εν συνεχεία έγινε δημοσιογράφος σε τοπική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα. Πολύ γρήγορα προήχθη σε ηγετικό στέλεχος της τοπικής οργάνωσης της Βρέμης (όπου διέμενε από το 1891), ανέλαβε πρόεδρος του επαγγελματικού του κλάδου και εξελέγη μέλος του τοπικού κοινοβούλιου.
Οι δραστηριότητές του αυξήθηκαν και στα 1905 μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου εκλέχθηκε πρόεδρος του Κόμματος (SPD) με τομέα ευθύνης τα οργανωτικά ζητήματα. Το 1905 ανέλαβε γενικός γραμματέας και το 1912 εκλέχθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Ένα χρόνο μετά (1913) μετά το θάνατο του προέδρου Άουγκουστ Μπέμπελ ο Έμπερτ έγινε πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών (αρχικά από κοινού με τον Χούγκο Χάαζε) και προσπάθησε να διατηρήσει την ακεραιότητα του κόμματος.
Κατά τη διάρκεια του Α΄Π.Π. ο Έμπερτ ακολούθησε φιλοπόλεμη στάση, αλλά συνάντησε αντιδράσεις από το εσωτερικό του κόμματος. Πρόμαχος του κοινοβουλευτισμού, ο Έμπερτ πέτυχε να αποτρέψει το ενδεχόμενο επιβολής των σοβιέτ στα πρότυπα της ΕΣΣΔ κατά τη Νοεμβριανή επανάσταση (1918) και αγωνίσθηκε για την εγκαθίδρυση φιλελεύθερου καθεστώτος.