Μνήμη χρονολογίου της 30ης Νοεμβρίου


.

Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

30 Νοεμβρίου 2024

Είναι η 335η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 31 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:21 – Δύση ήλιου: 17:06 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 45 λεπτά
🌑  Σελήνη 28.7 ημερών

Χρόνια πολλά στους: Ανδρέας, Αντρέας, Ανδρίκος, Αντρίκος, Ανδριάνα, Ανδρούλα, Ανδριανή, Άντρια


Γεγονότα

 

1874 – Επεισόδια σημειώνονται στην Ελληνική Βουλή, καθώς ο προϋπολογισμός ψηφίζεται από την κυβέρνηση Βούλγαρη χωρίς τη νόμιμη απαρτία. («Στηλιτικά»). Συγκεκριμένα κατά την ΣΤ΄ Βουλευτική Περίοδο και ειδικότερα στις 4 Φεβρουαρίου του 1874 μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Ε. Δεληγιώργη που είχε μόλις 20 ημέρες βίο, κλήθηκε ν΄ αναλάβει ο κομματάρχης Δημήτριος Βούλγαρης, ο επιλεγόμενος “τζουμπές”, που είχε πλειοψηφήσει, ο οποίος και σχημάτισε κυβέρνηση στις 9 Φεβρουαρίου.

Επελθούσης όμως διαφωνίας μεταξύ αυτού και των άλλων αρχηγών κομμάτων αναγκάσθηκε να παραιτηθεί. Επειδή όμως δεν κατέστη τότε δυνατόν να σχηματιστεί κυβέρνηση παρέμεινε ο ίδιος στην εξουσία όπου και διέλυσε τη Βουλή.

Στις 25 Ιουλίου συνήλθε η νέα Βουλή όπου η μεν πλειοψηφία αποτελούνταν από οπαδούς του Βούλγαρη πλην όμως δεν συγκροτούσαν την απαραίτητη απαρτία για νομοθετικό έργο. Κατά το άρθρο 56 του τότε Συντάγματος επί συνόλου 190 βουλευτών απαρτία λογίζονταν η παρουσία τουλάχιστον 96 βουλευτών. Οι δε προσκείμενοι βουλευτές στον Βούλγαρη ήταν μόνο 85.

Παρά ταύτα στις 30 Νοεμβρίου του 1874 η κυβέρνηση με παρουσία 85 βουλευτών προχώρησε στη ψήφιση του προϋπολογισμού του έτους. Οι αντιπολιτευόμενοι τότε θεώρησαν την απόφαση αυτή αντισυνταγματική και αποχώρησαν και η κυβέρνηση κήρυξε τη λήξη της συνόδου. Στις 5 Μαρτίου του 1875 συγκλήθηκε η Βουλή σε έκτακτη σύνοδο. Επειδή όμως και τότε η κυβερνώσα παράταξη δεν ευρέθηκε σε απαρτία, παρισταμένων μόνο 81 βουλευτών, η κυβέρνηση δίνοντας άλλη ερμηνεία στο σχετικό άρθρο του συντάγματος συνέχισε το νομοθετικό της έργο. Τότε όλοι οι άλλοι αρχηγοί συνασπίστηκαν σε κοινό αγώνα κατά της κυβέρνησης δημιουργώντας πορείες και έκτροπα, προπηλακίζοντας τους κυβερνητικούς βουλευτές όπου βρίσκονταν ή εμφανίζονταν. Όλος ο αντιπολιτευόμενος τότε τύπος ξεσήκωσε τη κοινή γνώμη απαιτώντας να γράφονται καθημερινά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τα ονόματα των βουλευτών αυτών προκειμένου έτσι ο λαός να γνωρίζει με ποιους και χωρίς απαρτία η Βουλή ψήφιζε σοβαρά νομοσχέδια, κατά το πρότυπο που εφάρμοζαν στην αρχαία Αθήνα με τις ατιμωτικές στήλες που αναγράφονταν τα ονόματα μη πατριωτών. Εξ αυτού τα γεγονότα αυτά έμειναν στη νεότερη ιστορία με το όνομα στηλιτικά.

Τελικά τα έκτροπα αυτά, μετά και από παρέμβαση του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ εξανάγκασαν τον Βούλγαρη σε παραίτηση όπου στις 27 Απριλίου του 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης σχημάτισε κυβέρνηση και διέλυσε τη Βουλή αποκαθιστώντας την τάξη.

 

1925 – Ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος απαγορεύει στις γυναίκες να φορούν κοντές φούστες (άνω των 30 πόντων από το έδαφος) όταν βγαίνουν έξω.  Ο βραχύβιος δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος ανήλθε στην πρωθυπουργία της χώρας το 1925 με το «κίνημα της 25ης Ιουνίου». Πριν όμως οι πολιτικοί του αντίπαλοι καταφέρουν να τον ανατρέψουν το 1926, με το «κίνημα του Κονδύλη», πρόλαβε και αυτός… ν’ αφήσει «έργο», στέλνοντας στην εξορία άνευ δίκης εκατοντάδες «εχθρούς» του.
Πέρα από αυτό ο Πάγκαλος προκειμένου να αποφύγει την κρεβατομουρμούρα, έβγαλε και έναν από τους πιο αστείους νόμους που έχουν βγει ποτέ στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, μια ημέρα η σύζυγος του δικτάτορα αποφασίζει να επισκεφθεί τον άνδρα της στο πρωθυπουργικό γραφείο. Εκεί η Αριάδνη Σκλιά-Σαχτούρη, συναντά μια νεαρή, εργαζόμενη κοπέλα η οποία περιφέρεται φορώντας… ξεδιάντροπα μια φούστα μέχρι το γόνατο.
Η πρώτη κυρία εξοργίζεται και επιτίθεται λεκτικά στους εμβρόντητους αστυνομικούς οι οποίοι «της επιτρέπουν να κυκλοφορεί με τα πόδια της ολόγυμνα, σκανδαλίζοντας τους άνδρες», ανάμεσα στους οποίους, βέβαια, ήταν και δικός της.
Από την φασαρία ο δικτάτορας βγήκε από το γραφείο του και προκειμένου να ηρεμήσει την έξαλλη γυναίκα του, απευθύνθηκε προς τον τότε Αστυνομικό διευθυντή των Αθηνών Ιωάννη Καλυβίτη και του είπε πως πραγματικά το θέαμα δεν είναι… ωραίο!
Για να πείσει, μάλιστα, για το πόσο το πιστεύει αυτό, έδωσε εντολή να δημιουργηθεί μια διάταξη η οποία θα έπρεπε άμεσα να τεθεί σε εφαρμογή και που θα προέβλεπε πως οι γυναίκες που θα κυκλοφορούσαν στο δρόμο με φούστες που απείχαν περισσότερο από 30 εκατοστά από το έδαφος θα συλλαμβάνονταν και θα οδηγούνταν στο δικαστήριο!
Και επειδή σε ένα δικτάτορα κανείς δεν φέρνει αντίρρηση μέσα σε λίγες ημέρες η συγκεκριμένη διάταξη ήταν έτοιμη για να εφαρμοστεί.
«Κατόπιν διαταγής του Προέδρου της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται και υποβάλλεται εις το Υπουργείον Εσωτερικών προς έγκρισιν αστυνομική διάταξις, δι’ ης απαγορεύονται αι κονταί φούσται των γυναικών. Το κατώτατον άκρον της φούστας δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά του μέτρου. Εις τον περιορισμόν τούτον υπάγονται άπασαι αι γυναίκες από του 12ου έτους και άνω. Αι παραβάτιδες θα παραπέμπωνται εις το επ’ αυτοφώρω πταισματοδικείον, συνυπεύθυνοι θα είναι και οι γονείς αυτών. Η εφαρμογή θα αρχίση από 15 Δεκεμβρίου».
Το καθεστώς έδωσε 15 ημέρες προθεσμία στις γυναίκες προκειμένου να προσαρμόσουν την γκαρνταρόμπα τους. Μετά τη λήξη της διορίας ακολούθησαν στιγμές απείρου κάλλους. Οι αστυνομικοί άφησαν τα γκλοπ και έπιασαν τις μεζούρες. Κυκλοφορούσαν στους δρόμους και έψαχναν για… φούστες.

 

1963 – Μετά τις διακοινοτικές ταραχές στην Κύπρο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υποβάλλει στους Τουρκοκυπρίους σειρά προτάσεων για την εξομάλυνση της κατάστασης («13 σημεία»). «Ο πρόεδρος Μακάριος προχώρησε στις 30 Νοεμβρίου 1963 σε υποβολή προτάσεων προς τον αντιπρόεδρο δρα Φαζίλ Κιουτσούκ για βελτίωση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι προτάσεις κοινοποιήθηκαν αυθημερόν και στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Οι προτάσεις, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα του βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας.

Η υποβολή των προτάσεων Μακαρίου, έστω προς συζήτηση, θα δημιουργούσε κατάλληλο κλίμα με σκοπό την καλύτερη λειτουργία του Συντάγματος, αφού ζητήματα όπως το φορολογικό, η στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών και συγκρότησης του Κυπριακού Στρατού παρέμεναν αρρύθμιστα. Ολα αυτά, και η εμφανής προετοιμασία τουρκοκυπριακών κύκλων για μια σύγκρουση, αποτελούσαν εξ ορισμού παράγοντες αποσταθεροποίησης, γεγονός που προκαλούσε εύλογα ελληνοκυπριακές ανησυχίες. Δεν ήταν τυχαία άλλωστε και η δημιουργία της ελληνοκυπριακής παράνομης ένοπλης «Οργάνωσης Ακρίτας», εις γνώση του Αρχιεπισκόπου.

Τα «13 σημεία» επένδυαν στη δυνατότητα να πεισθεί η Τουρκία να διαπραγματευτεί και εδράζονταν στην πεποίθηση του Αρχιεπισκόπου ότι με τη βρετανική στήριξη θα ακολουθούσε ένας κύκλος διαπραγματεύσεων. Ο Αρχιεπίσκοπος προσδοκούσε: α. Στη βρετανική υποστήριξη που θα απέτρεπε τουρκική επέμβαση για να μη διαταραχθεί η ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. β. Στη στήριξη από την αντιζυριχική στάση του Γ. Παπανδρέου που βρισκόταν στην εξουσία από τις 3 Νοεμβρίου 1963. γ. Στην επίσης αναμενόμενη στήριξη της ΕΛΔΥΚ σε περίπτωση αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων. δ. Στην εκτίμηση ότι η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου –που θα έφερνε ρήγματα στη δυτική συμμαχία– θα προσέκρουε στη θέληση των ΗΠΑ να τον αποτρέψουν. ε. Στην εκτίμηση ότι ο σοβιετικός παράγοντας δεν θα έμενε ασυγκίνητος σε περίπτωση έντασης.» (Πηγή)

 

1979 – Κυκλοφορεί στη Μεγάλη Βρετανία ένα από τα θρυλικά άλμπουμ της ροκ, το «The Wall» των Pink Floyd και πουλάει μέσα σε δύο εβδομάδες 6 εκατομμύρια αντίτυπα.

Το The Wall είναι το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού progressive rock συγκροτήματος Pink Floyd , που κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου 1979 από την Harvest /EMI και την Columbia / CBS Records . Πρόκειται για μια ροκ όπερα που εξερευνά τον Pink, έναν κουρασμένο ροκ σταρ του οποίου η τελική αυτοεπιβαλλόμενη απομόνωση από την κοινωνία σχηματίζει έναν εικονιστικό τοίχο.

Το άλμπουμ γνώρισε εμπορική επιτυχία, ανέβηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts για 15 εβδομάδες και έφτασε στο νούμερο τρία στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αρχικά έλαβε και καλές και κακές κριτικές από κριτικούς, πολλοί από τους οποίους το βρήκαν υπερβολικό και επιτηδευμένο, αλλά αργότερα έλαβε επαίνους ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών και ένα από τα καλύτερα έργα του συγκροτήματος.

 

Γεννήσεις

 

1667 – Τζόναθαν Σουίφτ (Jonathan Swift, 30 Νοεμβρίου 1667 – 19 Οκτωβρίου 1745) ήταν Ιρλανδός σατιρικός, δοκιμιογράφος, πολιτικός αρθρογράφος, ποιητής και κληρικός στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πατρικίου στο Δουβλίνο.

Ο Τζόναθαν Σουίφτ γεννήθηκε στο Δουβλίνο και σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ. Έφυγε το 1689 για την Αγγλία αλλά επέστρεψε το 1694, αφού απέτυχε ως πολιτικός. Πίσω στην πατρίδα του εντάχθηκε στην Εκκλησία και έγινε πρωτοπρεσβύτερος του Αγίου Πατρικίου το 1713. Παράλληλα με τα εκκλησιαστικά καθήκοντά του, ο Σουίφτ ήταν ένας χαλκέντερος πολιτικός σχολιαστής. Το γνωστότερο έργο του, «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», μια φανταστική περιήγηση σε χώρες γιγάντων και νάνων, περιέχει μία πικρή σάτιρα και ανελέητη κριτική για τη σύγχρονή του κοινωνία και τις αγγλοϊρλανδικές σχέσεις.

Η προσωπική ζωή του και ιδιαίτερα η φιλία του με δύο νεότερες γυναίκες, την Έστερ Τζόνσον (γνωστότερη ως Στέλλα) και την Έστερ Βάνομρι, προκάλεσαν επικρίσεις. Προς το τέλος της ζωής του έπασχε από το σύνδρομο Μενιέρ, μία νόσο του έσω ωτός, που οδήγησε πολλούς να θεωρήσουν ότι ήταν τρελός.

 

1835 – Μαρκ Τουέιν. Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες.

Οι εντυπώσεις του από τη ζωή στον ποταμό Μισσισσιππή οφείλονται στην ίδια την προσωπική του εμπειρία. Η πόλη που μεγάλωσε καθώς και οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τουαίην, τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876). Αν και η πρώτη μόρφωσή του ήταν μικρή, ωστόσο μπόρεσε ν’ αντλήσει το υλικό που απαθανάτισε σε πολλά του έργα από τη ζωή της παιδικής του ηλικίας.

Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει την εφημερίδα Hannibal Journal, στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις ανατολικές και στις δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., εργαζόμενος ως τυπογράφος.

Έπειτα από δέκα χρόνια, ενώ ταξίδευε για δουλειές στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ξαφνικά να γίνει οδηγός ποταμόπλοιου, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο. (Περισσότερα ΕΔΩ)

 

1874 – Γουίνστον Τσόρτσιλ Ο Τσώρτσιλ γεννήθηκε στο Ανάκτορο Μπλενχάιμ της κομητείας της Οξφόρδης και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας ευγενών, δευτερότοκος γιος του πολιτικού Ράντολφ Χένρυ Σπένσερ Τσώρτσιλ και της Αμερικανίδας Τζένης Τζέρομ (κόρης του Λέοναρντ Τζέρομ, τραπεζίτη και ιδιοκτήτη των New York Times).

Σπούδασε αρχικά στη σχολή Χάρροου, όπου επέδειξε ενδιαφέρον για την αγγλική φιλολογία και την ιστορία και κατόπιν στη στρατιωτική ακαδημία. Αξιωματικός του ιππικού από το 1895, παρακολούθησε τον ίδιο χρόνο, ως στρατιωτικός παρατηρητής, τις επαναστατικές εξελίξεις στην Κούβα και το 1896 εντάχθηκε στα βρετανικά στρατεύματα των Ινδιών. Το 1898 εντάχθηκε στις βρετανικές δυνάμεις της Αιγύπτου και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις ανακατάληψης του Σουδάν.

Τις σχετικές στρατιωτικές εμπειρίες και εντυπώσεις του κατέγραψε στο βιβλίο του «Ο ποτάμιος πόλεμος» (The River war, 2 τ., 1989). Στη συνέχεια παραιτήθηκε από το στράτευμα και διεκδίκησε χωρίς επιτυχία βουλευτική έδρα στη περιφέρεια Όλνταμ (1899). Μετά την αποτυχία του αυτή προτίμησε να φύγει στη Νότια Αφρική, όπου είχε ξεσπάσει ο πόλεμος των Μπόερς και να αναλάβει και πάλι καθήκοντα πολεμικού ανταποκριτή της εφημερίδας Morning Post του Λονδίνου.

Το 1900 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος (Τόρις) αρνούμενος να ταυτισθεί στη συνέχεια με πολλές από τις επιλογές των συντηρητικών κυβερνήσεων, όπως τις σχετικές με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, τις αποικιακές ρυθμίσεις και κυρίως με το θεσμοθετούμενο σύστημα προστατευτικού δασμολογίου. Οι διαφωνίες του αυτές οδήγησαν στην αποχώρησή του από τη συντηρητική παράταξη (1904) και την ένταξή του στους Φιλελεύθερους με τους οποίους επανεξελέγη βουλευτής του 1906. (Περισσότερα ΕΔΩ)

 

Θάνατοι

 

1866 – Τζον Μέρσερ. Γεννήθηκε στη Σαβάνα της Τζόρτζια. Ο παππούς του, Τζορτζ Άντερσον Μέρσερ ο πρεσβύτερος, ήταν νομικός και υπηρέτησε ως στρατηγός κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, από την πλευρά της Συνομοσπονδίας. Την περίοδο της ανασυγκρότησης των ΗΠΑ, συμμετείχε στη Γενική Συνέλευση της Τζόρτζια. Ο πατέρας του, Τζορτζ Άντερσον Μέρσερ ο νεότερος, εργάστηκε επίσης ως νομικός και απέκτησε τον Τζόνι Μέρσερ με τη δεύτερη σύζυγό του, Λίλιαν Μπάρμπαρα Τσιούτσεβιτς (Lillian Barbara Ciucevich), κροατικής και ιρλανδικής καταγωγής.

Η παρουσία της οικογένειας της μητέρας του στη Σαβάνα χρονολογείται από τη δεκαετία του 1870. Μεγαλώνοντας σε ένα αξιοσέβαστο οικογενειακό περιβάλλον, με υψηλές διασυνδέσεις, ο Μέρσερ είχε τη δυνατότητα να λάβει την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και να έρθει σε επαφή με τις τέχνες και τη μουσική, στην περίοδο της λεγόμενης τζαζ εποχής, μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την οικονομική ύφεση του 1929. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, φοίτησε στη σχολή Γούντμπερι Φόρεστ, στη Βιρτζίνια. Ήδη από νεαρή ηλικία, συμμετείχε στα μουσικά δρώμενα της Σαβάνας τραγουδώντας και παίζοντας γιουκαλίλι (ukulele) στο Μικρό Θέατρο (Little Theater) της πόλης, ενώ έλαβε μέρος και σε διαγωνισμούς μουσικής. Οικονομικές δυσχέρειες της οικογένειάς του άλλαξαν ριζικά τα σχέδια του Μέρσερ, ο οποίος αντί να φοιτήσει σε κάποιο κολέγιο αναζήτησε την τύχη του στο χώρο της βιομηχανίας του θεάματος, μετακομίζοντας στην πόλη της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Αρχικά εργάστηκε ως ηθοποιός, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα άφησε το στίγμα του συνθέτοντας μουσική και γράφοντας στίχους για παραστάσεις θιάσων του βαριετέ. Πρώτη φορά δημοσιεύτηκαν στίχοι του για το τραγούδι Out of Breath (and Scared to Death of You), το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην παράσταση The Garrick Gaieties (1930), όπου γνώρισε επίσης τη μετέπειτα σύζυγό του Τζίντζερ Μίχαν (Ginger Meehan). Η φήμη του άρχισε να εδραιώνεται μετά τη συμμετοχή του στη μεγάλη ορχήστρα του Πολ Γουάιτμαν. Συνεργάστηκε, ως τραγουδιστής ή συνθέτης, με τους σημαντικότερους τζαζ μουσικούς της εποχής, όπως ήταν η Μπίλι Χόλιντεϊ, ο Λάιονελ Χάμπτον και ο Ντιούκ Έλινγκτον. Συγχρόνως εργάστηκε ως στιχουργός για αρκετές παραγωγές του Χόλιγουντ.

Περισσότερο γνωστές είναι οι συνεργασίες του με τον Φρεντ Αστέρ και τον Μπινγκ Κρόσμπι. Το 1939 συμμετείχε στο δημοφιλές ραδιοφωνικό πρόγραμμα Carmen Caravan του Μπένι Γκούντμαν. Το 1942, μαζί με τους Μπάντι Ντεσίλβα και Γκλεν Γουόλικ, ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Capitol Records στο Χόλιγουντ, η οποία έγινε σύντομα ανταγωνιστική έναντι των τριών μεγαλύτερων εταιρειών RCA Victor, Columbia και Decca. Ο ίδιος ήταν πρόεδρος της εταιρείας και κυνηγός ταλέντων. Συνέχισε να γράφει τραγούδια για μιούζικαλ και βραβεύτηκε, ως στιχουργός, με τέσσερα Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού για τις συνθέσεις On the Atchison, Topeka and the Santa Fe (1946), In The Cool, Cool, Cool Of The Evening (1951), Moon River (1961) και Days of Wine and Roses (1962). Κατά τη δεκαετία του 1950, η επιτυχία του ροκ εντ ρολ, αλλά και η άνθιση του μπίμποπ ιδιώματος, είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί το ακροατήριο του Μέρσερ. Στις τελευταίες επιτυχίες του ανήκουν τα τραγούδια I Wanna Be Around (1962) και Summer Wind (1965) που εκτέλεσαν οι Τόνι Μπένετ και Φρανκ Σινάτρα αντίστοιχα.

Πέθανε τον Ιούνιο του 1976 και τάφηκε στη Σαβάνα. Προς τιμή του μετονομάστηκε το θέατρο της πόλης και ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τζόνι Μέρσερ. Το αρχείο του διατηρείται σήμερα στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Τζόρτζια.

 

1900 – Όσκαρ Ουάιλντ. Ο Όσκαρ Γουάιλντ (πλήρες όνομα Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’Φλάχερτι Γουίλς Γουάιλντ, αγγλ. Oscar Fingal O’Flahertie Wills Wilde, 16 Οκτωβρίου 1854 – Παρίσι, 30 Νοεμβρίου 1900) ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός.

Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ’ όλη τη δεκαετία του 1880, γεύτηκε τη δόξα ως θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στις μέρες μας έχει γίνει γνωστός για τα ευφυολογήματά του, το μοναδικό του μυθιστόρημα (Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ), τα θεατρικά έργα του, τις συνθήκες φυλάκισής του καθώς και τον πρόωρο θάνατό του.

Οι γονείς του ήταν επιφανείς Δουβλινέζοι διανοούμενοι, με Αγγλικές ρίζες. Ο Όσκαρ από μικρός έμαθε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με τις κλασικές σπουδές, επιδεικνύοντας από μικρή ηλικία κλίση προς τον Κλασικισμό, τόσο στο Δουβλίνο όσο και αργότερα στην Οξφόρδη. Έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του με το νεόκοπο αλλά ανερχόμενο ρεύμα του Αισθητισμού, το οποίο ίδρυσαν δύο από τους καθηγητές του, οι Γουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 – 1894) και Τζον Ράσκιν (John Ruskin, 1819 – 1900).

Μετά το πανεπιστήμιο, ο Γουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο όπου εντάχθηκε στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους. Ως εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού ασχολήθηκε με όλες τις μορφές διανόησης: εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, έδωσε ομιλίες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη» και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων ως δημοσιογράφος. Γνωστός για το οξυδερκές πνεύμα, τις εξεζητημένες εμφανίσεις και τους πνευματώδεις διαλόγους του, ο Γουάιλντ έγινε μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τελειοποίησε τις ιδέες του σχετικά με την ανωτερότητα της τέχνης σε μια σειρά από διαλόγους και δοκίμια, ενώ ενσωμάτωσε σκέψεις του για την παρακμή, την δολιότητα και την ομορφιά στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (The picture of Dorian Grey, 1890).

Η δυνατότητα που του παρείχε, να αναλύσει σε βάθος λεπτομέρειες του Αισθητισμού καθώς και να καταπιαστεί με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έστρεψε τον Γουάιλντ στο θέατρο. Έγραψε το θεατρικό Σαλώμη (Salome, 1891) στο Παρίσι, στα γαλλικά, έργο που δεν ανέβηκε στην Αγγλία παρά μόνο χρόνια αργότερα, εξαιτίας της απαγόρευσης έργων με Βιβλικό περιεχόμενο στο αγγλικό θέατρο. Ανεπηρέαστος από τις αντιδράσεις, ο Γουάιλντ έγραψε τέσσερις ακόμα κοινωνικές σάτιρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, οι οποίες τον έκαναν έναν από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του ύστερου Βικτωριανού Λονδίνου. Στο απόγειο της φήμης του, και ενόσω το αριστούργημά του.

Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (The importance of being Earnest, 1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Γουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας (John Douglas, 9th Marquess of Queensberry, 1844 – 1900) για συκοφαντία. Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Γουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (Lord Alfred Douglas, 1870 – 1945). Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο ετών. Στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Γουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στη σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία). Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα.

Το 1897, στην φυλακή, έγραψε το Εκ Βαθέων (De Profundis), μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων που εκδόθηκε το 1905, όπου αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, δημιουργώντας ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην πρότερη φιλοσοφία της απόλαυσης. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιν (1898), ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι , τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.

 

2015 – Μηνάς Χατζησάββας. Ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, από τους σπουδαιότερους της γενιάς του. Διακρίθηκε, ακόμη, ως διηγηματογράφος και σεναριογράφος. Ο Μηνάς Χατζησάββας γεννήθηκε το 1948, στην Αθήνα. Σπούδασε υποκριτική στη σχολή «Le Cours Simon» των Παρισίων και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1969.

Στην πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση υποδύθηκε τον Πάρη στο «Ρήσο» του Ευριπίδη (1965), σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη. Μία παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1965 στο Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους θιάσους της Κατερίνας Ανδρεάδη, της Αντιγόνης Βαλάκου, των Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του πρωτοποριακού θιάσου «Ελεύθερο Θέατρο» (1970-71) και για περισσότερο από δέκα χρόνια βασικό στέλεχος του «Ανοιχτού Θεάτρου» του Γιώργου Μιχαηλίδη (1984-1998). Το διάστημα 2000-2003 συνεργάστηκε με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας, στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στο ελεύθερο θέατρο, ενώ την περίοδο 2010-2014 συνεργάσθηκε ξανά με το Εθνικό Θέατρο. Η τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο ήταν το καλοκαίρι του 2015, στο έργο «Οι Τυφλοί, ή ο ήχος των μικρών πραγμάτων σε μεγάλο σκοτεινό τοπίο» του Μορίς Μαίτερλινκ, σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Στενή υπήρξε και η σχέση του Μηνά Χατζησάββα με το αρχαίο δράμα. Έπαιξε σε τραγωδίες και κωμωδίες στην Επίδαυρο. Υποδήθηκε, μεταξύ άλλων, τον Ιππόλυτο στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη (1989), τον Βλέπυρο στις «Εκκλησιάζουσες» (1992), τον Ιεροκλή στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, τον Διόνυσο στις πολυσυζητημένες «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ (1997), τον Αγαμέμνονα στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου (2008), τον Δαρείο στους «Πέρσες» σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ (2009), ενώ συμμετείχε στις παραστάσεις «Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού (2011), «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (2012) και «Αγαμέμνων» του Αισχύλου (2013).

Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αισθηματική ταινία του Κώστα Ασημακόπουλου « Όμορφες Μέρες» (1970). Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε περισσότερες από 30 ταινίες γνωστών σκηνοθετών του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, όπως ο Βασίλης Βαφέας, η Τόνια Μαρκετάκη, ο Νίκος Γραμματικός, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, ο Σωτήρης Γκορίτσας και ο Αλέξανδρος Αβρανάς. Τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο β’ ανδρικού ρόλου στη Θεσσαλονίκη («Lilly’s story» του Ροβήρου Μανθούλη και «Τα παιδιά του Κρόνου» του Γιώργου Κόρρα) και μία φορά με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου («Κλειστή στροφή» του Νίκου Γραμματικού). Κύκνειο άσμα του στη μεγάλη οθόνη ήταν η συμμετοχή του στην ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Ένας άλλος κόσμος» (2015), όπου ερμηνεύει έναν ακροδεξιό, που μισεί τους πρόσφυγες.

Η τηλεοπτική του παρουσία υπήρξε επίσης πλούσια. Το μεγάλο κοινό τον γνώρισε 1993 δίπλα στη Μυρτώ Αλικάκη στο ερωτικό δράμα «Αναστασία», ενώ υποδύθηκε χαρακτηριστικούς ρόλους στις σειρές «Νυχτερινό δελτίο» (1998 – 1999), «Κόκκινος κύκλος», «10η εντολή» και «Άμυνα ζώνης».
Με το ψευδώνυμο Πρόδρομος Μαυρίδης εξέδωσε τρεις συλλογές διηγημάτων, με τους τίτλους «Σπέρμα», «Η Χαμένη» και «Δύο Σταγόνες Βροχή». Με το ίδιο ψευδώνυμο συνεργάστηκε σε σενάρια και το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Η Ζωή Ενάμισυ χιλιάρικο» της Φωτεινής Σισκοπούλου.

Ο Μηνάς Χατζησάββας πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 2015 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», σε ηλικία 67 ετών. Είχε βεβαρημένο ιστορικό, με καρδιολογικά προβλήματα και νοσηλευόταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας του αθηναϊκού νοσοκομείου από τις 23 Νοεμβρίου, έχοντας υποστεί αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Σε μία συνέντευξη του, το καλοκαίρι του 2015 στο περιοδικό «Αθηνόραμα», είχε σχεδόν προφητικά μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο: «Η ζωή μας είναι ό,τι είμαστε, τελεία και παύλα. Γι’ αυτό θέλω να δουλεύω, να δουλεύω, να δουλεύω. Αν δεν είχα τη δουλειά μου να με κρατάει, δεν ξέρω τι θα έκανα… Όσο έχω ακόμη δυνάμεις, ας παιδεύομαι».

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *