.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
26 Νοεμβρίου 2024
Είναι η 331η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 35 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 00:00 – Δύση ήλιου: 19:02 – Διάρκεια ημέρας: 00 ώρες 00 λεπτά
🌒 Σελήνη 0.0 ημερών.
Χρόνια πολλά στους: Στυλιανό, Στέργιο, Στέλιο, Στελή, Τέλη, Τέλιο, Στέλα,
Στεργιανή, Στεργιούλα, Στυλιανή, Στέλλα, Τέλα, Τελία, Τελίτσα, Στελίνα και Νίκωνα.
Γεγονότα
1812 – Αρχίζει στη Ρωσία η μάχη της Μπερεζίνα, που θα διαρκέσει έως τις 29 Νοεμβρίου και θα καταλήξει σε πανωλεθρία των γάλλων εισβολέων του Ναπολέοντα.
Η εισβολή στη Ρωσία είχε εξελιχθεί σε μία στρατιωτική επιχείρηση χωρίς αντικειμενικό στόχο. Μόνη διέξοδος για τον Ναπολέοντα ήταν η οπισθοχώρηση, η οποία εξελίχθηκε σε καταστροφή, λόγω της πρώιμης έλευσης του χειμώνα, αλλά και των συνεχών παρενοχλήσεων από το ιππικό των Κοζάκων και τους άνδρες του Κουτούζοφ.
Η καταστροφή για τη Μεγάλη Στρατιά ολοκληρώθηκε κατά τη διέλευση του ποταμού Μπερέζινα (στην περιοχή της σημερινής Λευκορωσίας), όταν δέχθηκε επίθεση από δύο ρωσικές στρατιές (26 – 28 Νοεμβρίου 1812).
Από τότε η λέξη Μπερέζινα είναι το συνώνυμο της καταστροφής για τους Γάλλους.
1942 – Κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους η ταινία – θρύλος του Μάικλ Κέρτιζ «Καζαμπλάνκα», με πρωταγωνιστές τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Η Καζαμπλάνκα (αγγλικά: Casablanca) είναι ρομαντικό δράμα παραγωγής 1942, σκηνοθετημένο από τον Μάικλ Κερτίζ, βασισμένο σε θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπέρνετ, Τζόαν Άλισον, με τίτλο Everybody Comes to Rick’s. Πρωταγωνιστούν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ο Πολ Χένριντ. Η ταινία τοποθετείται στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επικεντρώνεται στο δίλημμα ενός Αμερικανού που ζει στην Καζαμπλάνκα, ο οποίος έχει να επιλέξει μεταξύ της γυναίκας που αγαπάει και της βοήθειας που μπορεί να δώσει σε έναν Τσεχοσλοβάκο αντιστασιακό, σύζυγο της αγαπημένης του, ο οποίος θέλει να διαφύγει από τη γαλλοκρατούμενη Καζαμπλάνκα του Μαρόκο, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα κατά του Γ’ Ράιχ.
Η Ιρίνα Νάιμοντ πείθει τον παραγωγό Χαλ Ουόλις να αγοράσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, ώστε να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1942. Το σενάριο είχε ανατεθεί αρχικά στα αδέλφια Έπσταϊν Τζούλιους και Φίλιπ. Ωστόσο, παρά την αντίσταση από το στούντιο, πάνε να δουλέψουν επάνω στο σενάριο μιας σειράς του Φρανκ Κάπρα, το Why We Fight. Παράλληλα το σενάριο της ταινίας ανατέθηκε στον Χάουρντ Ε, Κοχ, μέχρι οι αδελφοί Επστέιν να επιστρέψουν, ένα μήνα αργότερα. Ο Κέισι Ρόμπινσον, βοηθούσε για 3 βδομάδες στο σενάριο, η συμμετοχή του όμως θα κατέληγε ανεπίσημη. Ο Ουόλις αρχικά ήθελα για σκηνοθέτη της ταινίας τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό τη δεδομένη χρονική στιγμή, έτσι στη συνέχεια κατέληξε στον Μάικλ Κερτίζ. Η φωτογράφιση ξεκίνησε 25 Μαΐου του 1942 και τα γυρίσματα στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Τα γυρίσματα της ταινίας έλαβαν χώρο, εξ ολοκλήρου στα στούντιο της εταιρείας Warner Bros. σε μία πόλη της Καλιφόρνιας, το Μπέρμπανκ, με μοναδική εξαίρεση κάποια γυρίσματα στο αεροδρόμιο Van Nuys Airport, στο Βαν Άις, του Λος Άντζελες.
Αν και η Καζαμπλάνκα είχε πρωτοκλασάτους συντελεστές, με την παραγωγή της δεν ασχολήθηκαν αρκετά, καθότι δεν αναμενόταν να υπάρξει κάποια έκπληξη. Ήταν απλώς μία από τις εκατοντάδες ταινίες που παράγονται στο Χόλλυγουντ, κάθε χρόνο. Η Καζαμπλάνκα την πρώτη της παγκόσμια προβολή την έκανε στη Νέα Υόρκη στις 26 Νοεμβρίου 1942, ενώ στις ΗΠΑ στις 23 Ιανουαρίου του 1943. Η ταινία ήταν επιτυχημένη στην πρώτη της προβολή, αλλά μετά την εισβολή των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δημοσιότητα και να την κυκλοφορήσουν 2-3 εβδομάδες αργότερα. Η φήμη της ταινίας μεγάλωσε και το κοινό την αγκάλιασε. Η ταινία έλαβε οκτώ υποψηφιότητες και κέρδισε τρία Όσκαρ, ανάμεσα τους Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας, οι αξέχαστες στιχομυθίες της και η μουσική της, έγιναν όλα πασίγνωστα στην λαϊκή κουλτούρα. Η ταινία σταθερά, ακόμα και σήμερα, κατατάσσεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
1956 – Ο επικοντιστής Γιώργος Ρουμπάνης κατακτά το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης, με επίδοση 4,50 μ. Ο Γιώργος Ρουμπάνης, γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου 1929 στη Θεσσαλονίκη και κατάγεται από την Στεμνίτσα Αρκαδίας.
Αρχικά εντάχθηκε στο δυναμικό του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου και εν συνεχεία μετεγγράφηκε στον Πανελλήνιο Γ.Σ.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 στη Μελβούρνη, κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στο άλμα επί κοντώ, με άλμα 4.50, μετά από επίπονο αγώνα διάρκειας 8 ωρών.
Το 1956 του απονεμήθηκε το Αθλητικό Βραβείο του ΠΣΑΤ, ως καλύτερος αθλητής της χρονιάς. Αποσύρθηκε από τον αθλητισμό το 1961. Μαζί με το Δημήτρη Θανόπουλο ίδρυσε το Σύλλογο Ελλήνων Ολυμπιονικών, το 1985.
1963 – Στο πλαίσιο της καθιέρωσης της δωρεάν παιδείας στη χώρα μας, αρχίζουν οι πρώτες εγγραφές φοιτητών και σπουδαστών στις ανώτατες σχολές, χωρίς την καταβολή διδάκτρων.
Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου το 1963, και ιδίως μετά τις εκλογές του 1964, με πρωθυπουργό και υπουργό παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου, υφυπουργό τον Λουκή Ακρίτα και γενικό Γραμματέα τον Ε. Π. Παπανούτσο, προχώρησε στην υλοποίηση των προεκλογικών της εξαγγελιών για τα εκπαιδευτικά, εξασφαλίζοντας την ψήφιση του νομοσχεδίου που έμεινε στην ιστορία ως νόμος της Μεταρρύθμισης Παπανδρέου – Παπανούτσου.
Ποιο όμως ήταν το φάσμα των παρεμβάσεων;
1) Κατάργηση των οποιονδήποτε οικονομικών επιβαρύνσεων για σπουδές και στις τρεις βαθμίδες ( υλοποίηση των εξαγγελιών για «δωρεάν παιδεία») 2) Επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννέα χρόνια. 3) Διαίρεση της Μέσης εκπαίδευσης σε δύο ανεξάρτητους κύκλους. 4) Καθιέρωση (παρά την συνταγματική δέσμευση) της δημοτική γλώσσας στο δημοτικό σχολείο και ως ισότιμης στις άλλες βαθμίδες. 5) Ριζική αναμόρφωση του τρόπου επιλογής των υποψηφίων για τα πανεπιστήμια (με την καθιέρωση του «ακαδημαϊκού απολυτηρίου»)
1983 – Η μεγαλύτερη κλοπή του κόσμου. Ράβδοι χρυσού, αξίας 40 εκατομμυρίων δολαρίων, «κάνουν φτερά» από το αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου. Το σχέδιο ήταν άρτια οργανωμένο. Στόχος είχε τεθεί η αποθήκη «Brinks Mat» του αεροδρομίου Χίθροου στο Λονδίνο, καθώς φημολογούνταν πως εκεί φυλάσσονταν 3 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας σε μετρητά. Η δουλειά ήταν «inside job», καθώς υπήρχε η βοήθεια ενός από τους άντρες της ασφάλειας. Έξι κουκουλοφόροι μπήκαν μέσα, ακινητοποίησαν τους φύλακες και άνοιξαν την κεντρική είσοδο της αποθήκης. Έμειναν όμως έκπληκτοι… Εκεί που περίμεναν να αντικρίσουν δεσμίδες με μετρητά, είδαν να ορθώνονται μπροστά τους… 10 τόνοι χρυσού σε ράβδους, αξίας 26 εκατομμυρίων λιρών. Προορισμός τους ήταν η Άπω Ανατολή.
Φυσικά, οι ράβδοι χρυσού τους ανέτρεψε τα σχέδια, καθώς δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις όλο αυτό το βάρος. Κάποιοι από την ομάδα έφυγαν για να αναζητήσουν μεγαλύτερο μεταφορικό μέσο και αντί να κάτσουν στην αποθήκη πέντε λεπτά όπως υπολόγιζαν έμειναν… δύο ολόκληρες ώρες!
Η Σκότλαντ Γιαρντ τους εντόπισε πιο εύκολα απ΄ότι ακόμα και οι ίδιοι να υπολόγιζαν. Ανάμεσα στους συνήθεις υπόπτους, διαπίστωσαν τους συγγενικούς δεσμούς του «εγκέφαλου» της ληστείας με τον φύλακα που ήταν συνεργός και η συμπεριφορά του οποίου είχε ήδη κινήσει υποψίες. Παρά την εξάρθρωση όμως, η υπόθεση παραμένει… ανοιχτή, καθώς τρεις από τους δέκα τόνους χρυσού δεν βρέθηκαν ποτέ!
Γεννήσεις
1861 – Ιωάννης Βελισσαρίου (Πλοέστι Ρουμανίας, 26 Νοεμβρίου 1861 – Κρέσνα, 13 Ιουλίου 1913) ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη Μάχη του Μπιζανίου όπου η ελληνική νίκη οφείλεται στην αποφασιστικότητά του, αναγκάζοντας τον οθωμανικό στρατό να παραδοθεί άνευ όρων.
Ο Βελισσαρίου αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Στρατιωτικής Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρέσνας τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Γεννήθηκε στην Ρουμανία το 1861. Ο πατέρας του ήταν εύπορος κτηματίας και είχε μεταναστεύσει στη Ρουμανία από την Κύμη Εύβοιας. Ενω η καταγωγή της οικογένειας ήταν από τα Ψαρά από όπου έφυγαν πρόσφυγες μετά την καταστροφή του 1824.
Στις 11 Μαρτίου 1881, έχοντας τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές του, ο Βελισσαρίου κατετάγη στον Στρατό ως κληρωτός, προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του προήχθη, ως εθελοντής, στον βαθμό του δεκανέα. Το 1884, και ενώ είχε ήδη προαχθεί στον βαθμό του λοχία ή του επιλοχία, κατατάχθηκε κατόπιν εξετάσεων στη δεύτερη εκπαιδευτική σειρά της Στρατιωτικής Σχολής Υπαξιωματικών (ΣΣΥ), από την οποία αποφοίτησε στις 7 Οκτωβρίου 1887 ως ανθυπολοχαγός πεζικού.
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1894 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1897, ο ανθυπολοχαγός Βελισσαρίου διετέλεσε αστυνόμος. Με την έναρξη των επιχειρήσεων του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, βρέθηκε να υπηρετεί ως διμοιρίτης στον 4ο Λόχο του ΙΙΙ/5 Τάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στη 2η Ελληνική Ταξιαρχία. Εκεί έδειξε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας του διατηρώντας τη θέση του στη διάβαση της Μελούνας, ακόμη και όταν όλες οι γειτονικές, φίλιες δυνάμεις είχαν συμπτυχθεί.
1909 – Ευγένιος Ιονέσκο. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο Βελισσαρίου υπηρέτησε ως διοικητής τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού, της ΙΙας Μεραρχίας, συμμετέχοντας από την πρώτη ημέρα στις επιθετικές επιχειρήσεις. Η Μάχη του Σαρανταπόρου, αποτέλεσε μάλιστα μία από εκείνες στις οποίες για μία ακόμη φορά διακρίθηκε για τις ηγετικές του δυνάμεις.
Αργότερα συμμετείχε στη Μάχη του Μπιζανίου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Οι τελευταίες ξεκίνησαν από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1912 και συνεχίστηκαν και το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 1913, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου στις επιχειρήσεις αυτές υπαγόταν στο 1ο Σύνταγμα Ευζώνων. Κατά τις πρώτες ημέρες μάλιστα, τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι και νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα.
Μετά την αποτυχία των παραπάνω επιχειρήσεων, στις 16 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διαταγές για νέα επίθεση ενάντια στα Ιωάννινα. Σύμφωνα με το σχέδιο των επιχειρήσεων η κύρια ενέργεια θα εκδηλωνόταν από τα δυτικά, με το Β΄ Τμήμα Στρατιάς, με σκοπό την υπερκέραση του Μπιζανίου, ενώ ταυτόχρονα από το κέντρο και τα ανατολικά θα εκδηλωνόταν παραπλανητική επίθεση, με ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού.
Στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο Βελισσαρίου συμμετείχε μεταξύ άλλων και στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά, όπου το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων ενεργούσε υπό τις διαταγές της VIης Μεραρχίας. Κινούμενος έφιππος και ακάλυπτος περνούσε από τις θέσεις όλων των ανδρών του για να τους εμψυχώνει. Έτσι είχε κερδίσει την προσωνυμία «μαύρος καβαλάρης». Στις 16:00 της 21 Ιουνίου ο ταγματάρχης Βελισσαρίου με το τάγμα του εισήλθε στον Λαχανά. Αμέσως μετά μαζί με τον 1ο λόχο του 4ου Συντάγματος Πεζικού (υπό τον λοχαγό Γεώργιο Ζήρα) ξεκίνησαν καταδίωξη των υποχωρούντων Βουλγάρων, χωρίς να τους δώσουν χρόνο για να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν αμυντικά στα παρακείμενα υψώματα, προκαλώντας τους τον πανικό.
Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στην μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης. Σύντομα, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μάχες, τον ρόλο εμπροσθοφυλακής ανέλαβε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελισσαρίου. Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει» και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό. Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του. Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά. Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή.
Όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε τον θάνατό του λέγεται πως είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».
1915 – Μαρία Πλυτά. Η Μαρία Πλυτά γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1915 στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά την Κατοχή, εκδόθηκαν δύο μυθιστορήματά της, τα Δεμένα φτερά (1944) και οι Αλυσίδες (1946).
Σύντομα την κέρδισε ο κινηματογράφος και το 1947 συμμετείχε ως καλλιτεχνική διευθύντρια στην ταινία Μαρίνος Κονταράς του Γιώργου Τζαβέλλα.
Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε η Πλυτά ήταν Τα αρραβωνιάσματα (1950), στην οποία πρωταγωνίστησαν οι Ντίνος Ηλιόπουλος και Αιμίλιος Βεάκης. Κατά τα γυρίσματα της ταινίας της Η λύκαινα (1951), η Πλυτά δεν έμεινε μόνο στη σκηνοθεσία, αφού είχε γράψει και το σενάριο της ταινίας, παίρνοντας μέρος επίσης και στον φωτισμό και το μοντάζ της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και το 1986 ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της, σε ένδειξη αναγνώρισης της κινηματογραφικής προσφοράς της. Ανάμεσα στις επιτυχίες της ήταν το 1962 η ταινία Ο λουστράκος με πρωταγωνιστή τον Βασιλάκη Καΐλα. Ήταν επίσης στιχουργός τραγουδιών[9], ενώ είχε συγγράψει και δύο θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο.
Θάνατοι
1956 – Τόμι Ντόρσεϊ (Thomas Francis Dorsey Jr., 19 Νοεμβρίου 1905 – 26 Νοεμβρίου 1956) ήταν Αμερικανός τρομπονίστας, μπαντλίντερ και συνθέτης της τζαζ κατά την περίοδο που μεσουρανούσαν οι μεγάλες ορχήστρες. Ήταν γνωστός ως ο “Ευαίσθητος Κύριος του Σουίνγκ” εξαιτίας του λεπτού τρόπου που έπαιζε το τρομπόνι του.
Γνωστό του τραγούδι ήταν το “I’m Getting Sentimental Over You”. Απέκτησε φήμη με τις τεχνικές του ικανότητες στο τρομπόνι. Ήταν ο νεότερος αδερφός του επικεφαλής ορχήστρας (μπαντλίντερ) Τζίμι Ντόρσεϊ. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Τομ ακολούθησε καριέρα με πολλές επιτυχίες. Είναι περισσότερο γνωστός για τα τα έργα του “Opus One”, “Song of India”, “Marie”, “On Treasure Island”, και την μεγαλύτερη επιτυχία του , το σινγκλ “I’ll Never Smile Again”. Απεβίωσε σε ηλικία 51 ετών στην οικία του στο Γκρίνουιτς του Κονέκτικατ το 1956. Την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει να λαμβάνει τακτικά υπνωτικά χάπια σε βαθμό που πνίγηκε στιν ύπνο του έπειτα από την κατανάλωση ενός πλούσιου γεύματος.
Το 1982 το τραγούδι “I’ll Never Smile Again” (του 1940) έγινε το πρώτο από τα τρία τραγούδια του που εισήχθη στην Αίθουσα Δόξας των Γκράμι (Grammy Hall of Fame). Το τραγούδι-σήμα κατατεθέν του “I’m Getting Sentimental Over You” εισήχθη το 1998, μαζί με το τραγούδι “Marie” σε στίχους του Ίρβινγκ Μπέρλιν το 1928. Το 1996 κυκλοφόρησε από τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία μια αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων για τους αδερφούς Ντόρσεϊ.
Ο Τόμι Ντόρσεϊ εισήχθη μετά θάνατο στην Αίθουσα Δόξας των Γκράμι, με ένα ειδικό βραβείο Γκράμι που θεσμοθετήθηκε το 1973για να τιμηθούν τα ηχογραφήματα που είναι τουλάχιστον 25 ετών και που έχουν “ποιοτική ή ιστορική σημασία”.
2018 – Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Γεννήθηκε στην Πάρμα της τότε φασιστικής Ιταλίας στις 16 Μαρτίου 1941. Ο πατέρας του ήταν ο ποιητής Τζοζέπε Μπερτολούτσι. Η μητέρα του γεννήθηκε στην Αυστραλία, από Ιταλό πατέρα και Ιρλανδέζα μητέρα. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Νινέτα (Τζιοβανάρντι), δασκάλας, και του Ατίλιο Μπερτολούτσι, ο οποίος ήταν ποιητής, φημισμένος ιστορικός τέχνης, ανθρωπολόγος και κριτικός θεάτρου.
Μεγαλωμένος σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον, ο Μπερτολούτσι ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία 15 ετών και σύντομα έλαβε αρκετά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Premio Viareggio για το πρώτο του βιβλίο.
Η δουλειά του πατέρα του βοήθησε στην καριέρα του: ο γηραιότερος Μπερτολούτσι είχε βοηθήσει τον Ιταλό σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι να κυκλοφορήσει το πρώτο του μυθιστόρημα και ο Παζολίνι ανταπέδωσε προσλαμβάνοντας τον Μπερνάντο Μπερτολούτσι ως βοηθό σκηνοθέτη στην Ρώμη για την ταινία Accattone (1961). Στη συνέχεια σκηνοθέτησε και ο ίδιος, δίνοντας κάποια αριστουργήματα, όπως το πολυδιάστατο Κομφορμίστας και το αμφιλεγόμενο Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι.
Ο επίσης σπουδαίος σκηνοθέτης Ζαν-Λυκ Γκοντάρ τον κατηγόρησε ότι παραδόθηκε στη Χολυγουντιανή βιομηχανία και έχασε εντελώς το προσωπικό και ιδιαίτερο σκηνοθετικό στυλ του, το οποίο είχε στο παρελθόν.
Ο Μπερτολούτσι υπήρξε άθεος και μαρξιστής, ενώ για μια περίοδο εντάχθηκε και στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Μπερτολούτσι είχε έναν αδερφό, τον θεατρικό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Τζουζέπε Μπερτολούτσι (27 Φεβρουαρίου 1947 – 16 Ιουνίου 2012). Ξάδερφός του ήταν ο κινηματογραφικός παραγωγός Τζιοβάνι Μπερτολούτσι (24 Ιουνίου 1940 – 17 Φεβρουαρίου 2005), με τον οποίο συνεργάστηκε σε αρκετές ταινίες.
2020 – Εύα Κοταμανίδου. Γεννήθηκε το 1936 στην Νέα Φιλαδέλφεια, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο έγινε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης με την παράσταση “Το πανηγύρι” του Δημήτρη Κεχαΐδη, στο ρόλο της Μαρίκας. Ακολούθησαν οι παραστάστεις, Καρέλκες του Ιονέσκο με τον Χατζημάρκο, επίσης στο Θέατρο Τέχνης, η Αγγέλα του Σεβαστίκογλου, ο Μαρά Σάντ στο ρόλο της Σιμόνης Εβράρ κ.α. Στο θέατρο συνεργάστηκε ακόμη με τον Γιάννη Τσαρούχη (Τρωάδες), την Αλίκη Γεωργούλη, την Άννα Συνοδινού (Ηλέκτρα, Αντιγόνη του Μπρεχτ), το Νίκο Κούρκουλο (Όπερα της Πεντάρας) κ.α.
Το 1975, με την εμβληματική ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος» έκανε την εμφάνισή της στον κινηματογράφο και βραβεύτηκε για την ερμηνεία της στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Γιοχάνεσμπουργκ. Κατόπιν έπαιξε στις ταινίες του Αγγελόπουλου Οι κυνηγοί (1977), Μεγαλέξαντρος (1980), Τοπίο στην ομίχλη (1988) και Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995) και Τριλογία 1: Το λιβάδι που δακρύζει (2004).
Έπαιξε επίσης στις ταινίες «Η Καγκελόπορτα» του Δημήτρη Μακρή (1978), «Ρόζα» του Χριστόφορου Χριστοφή (1982), «Το αίμα των αγαλμάτων» του Τώνη Λυκουρέση (1982), «Το ευτυχισμένο πρόσωπο της Λεωνόρας» του Ντίνου Μαυροειδή (1982), «Το τελευταίο στοίχημα» του Κώστα Ζυρίνη (1989), «Δονούσα» της Αγγελικής Αντωνίου (1992) και «Ζωή χαρισάμενη» του Πατρίς Βιβανκό (1993). Για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Ρόζα» και «Ζωή Χαρισάμενη» βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε σε επιλεγμένες σειρές της ΕΡΤ: «Λεηλασία μιας ζωής» (1978), «Το φως του Αυγερινού»(1980), «Παράξενα ελληνικά διηγήματα» (1981), «Ο Πατούχας» (1984), «Προς Οφρύνιο» (1984), «Η φυλή των ανθρώπων» (1995) και «Χωρικά Ύδατα» (1998).
Στις εκλογές του Ιουνίου και του Νοεμβρίου του 1989 εξελέγη βουλευτής Β’ Αθηνών με τον Συνασπισμό. Στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 ήταν υποψήφια βουλευτής Επικρατείας με τη Δημοκρατική Αριστερά.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia