Μνήμη χρονολογίου της 20ης Σεπτεμβρίου

20 Σεπτεμβρίου 2024

Είναι η 264η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 102 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:11 – Δύση ήλιου: 19:25
Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 14 λεπτά
🌖  Σελήνη 17.4 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ευστάθιο, Στάθη, Σταθά,
Ευσταθία, Σταθούλα Θεοπίστη και Θεόπιστο

Γεγονότα

 

490 π.Χ. – Έλληνες και Πέρσες συγκρούονται στο Μαραθώνα.

Περίφημη μάχη, που έγινε τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. στην πεδιάδα του Μαραθώνα, μεταξύ των Αθηναίων και των Πλαταιέων με αρχηγό τον Μιλτιάδη και των Περσών με αρχηγούς τον Δάτι και τον Αρταφέρνη. Η κύρια πηγή πληροφόρησης για τη Μάχη του Μαραθώνα, όπως και για το σύνολο των Περσικών Πολέμων, παραμένει ο Ηρόδοτος, ο αποκαλούμενος «πατέρας της ιστορίας».

Η έναρξη της επίθεσης ορίστηκε για το πρωί, προκειμένου να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των αντιπάλων. Η σύγκρουση έγινε στην ομαλή περιοχή κοντά στον τύμβο, όπου βρισκόταν το περσικό στρατόπεδο. Οι Αθηναίοι έπρεπε να διατρέξουν απόσταση 8 σταδίων (περίπου 1,5 χιλιομέτρου) προς τις εχθρικές γραμμές για να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι βολές από τους τοξότες που διέθεταν οι αντίπαλοι.

Οι οπλίτες ήταν παρατεταγμένοι σε πλάτος ίσο με αυτό της περσικής δύναμης. Οι πτέρυγες ήταν ενισχυμένες, ενώ το κέντρο, όπου αντιστοιχούσε το ισχυρότερο τμήμα του περσικού στρατού, ήταν ασθενές. Στο αριστερό άκρο, όπως έβλεπαν προς τον εχθρό, βρίσκονταν οι Πλαταιείς. Στο δεξιό άκρο έλαβε τη θέση του, σύμφωνα με την παλιά συνήθεια, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος.

Το ανίσχυρο κέντρο οδηγούσαν ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, που διέθεταν την απαραίτητη στρατιωτική ικανότητα, ώστε να καλύψουν την εύθραυστη αυτή γραμμή και να καθοδηγήσουν την προγραμματισμένη υποχώρηση.

Όπως είχε σχεδιαστεί, το ελληνικό κέντρο εξασθένησε, αλλά οι πτέρυγες αναπτύχθηκαν και περικύκλωσαν τους Πέρσες, που τελικά τράπηκαν σε φυγή. Μέσα στη σύγχυση, πολλοί Πέρσες που δεν γνώριζαν την περιοχή, έπεφταν στο μεγάλο έλος, όπου οι απώλειες ήταν βαριές. Οι περισσότεροι, όμως, έτρεχαν στα πλοία που ήταν αναπτυγμένα στην ακτή του Σχοινιά. Στη συμπλοκή σώμα με σώμα που ακολούθησε, καθώς οι Πέρσες προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία και οι Αθηναίοι να τους εμποδίσουν και να τα κάψουν, έπεσαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο Κυναίγειρος, αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου.

1925 – Σκοτώνεται σε συμπλοκή με άνδρες της Χωροφυλακής στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας.

Ο Φώτης Γιαγκούλας (… – 20 Σεπτεμβρίου 1925) ήταν θρυλικός Έλληνας λήσταρχος από το χωριό Μεταξάς Κοζάνης. Κατηγορήθηκε για φόνους και ληστείες και αποδείχθηκε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ο Γιαγκούλας δρούσε στον μισό Όλυμπο και στα Πιέρια, την Ελασσόνα και την Κοζάνη, ενώ υπήρξε φίλος και με τον άλλο μεγάλο λήσταρχο, Θωμά Καντάρα. Σε μικρό χρονικό διάστημα η συμμορία του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου, τρομοκρατώντας τους ορειβάτες.

Σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1925 σε συμπλοκή που κράτησε 8 ώρες με χωροφύλακες στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου. Μαζί του σκοτώθηκε και ο συνεργάτης του, Πάντος Μπαμπάνης. Επίσης, σκοτώθηκε ο λήσταρχος Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας. Τα κεφάλια των ληστών εκτέθηκαν σε κοινή θέα στην Κατερίνη, επάνω σε ένα κοντάρι, μπροστά στο κτήριο του δικαστηρίου για να αποθαρρυνθεί η περαιτέρω σύνταξη ληστρικών ομάδων. Σήμερα το κεφάλι του Γιαγκούλα, μαζί με το θρυλικό μαχαίρι του, την «Παρδάλα», με το οποίο εκτιμάται ότι δολοφόνησε 54 ανθρώπους, εκτίθενται στο Μουσείο Εγκληματολογίας (ΕΚΠΑ) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1925 η ζωή και η δράση του Γιαγκούλα αποτέλεσε το θέμα ταινίας του Δημήτρη Καμινάκη με τίτλο Ο λήσταρχος Γιαγκούλας σε μια εμβρυακή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία τελικά δεν προβλήθηκε στις αίθουσες της Θεσσαλονίκης, όπως είχε αναγγελθεί.

 

1942 – Η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων) ανατινάζει τα γραφεία της προδοτικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση) Αθηνών στη διασταύρωση της οδού Πατησίων με τη Γλάδστωνος. Σκοτώνονται έλληνες δοσίλογοι και γερμανοί αξιωματικοί.

Το χτύπημα εναντίον της ΕΣΠΟ προετοιμάστηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε να γίνει το πρωί της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου. Στην επιχείρηση πήραν μέρος τέσσερα άτομα: Ο Περρίκος, ο τεχνικός τηλεπικοινωνιών Αντώνης Μυτιληναίος, ο φοιτητής Νομικής Σπύρος Γαλάτης και η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα. Η βόμβα συναρμολογήθηκε στο σπίτι της Μπίμπα και μεταφέρθηκε από την ίδια και τον Μυτιληναίο με μεγάλη προσοχή έξω από τα γραφεία της ΕΣΠΟ.

Ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης εισχώρησαν στο κτίριο από μια αφύλαχτη πόρτα της οδού Γλάδστωνος και τοποθέτησαν τη βόμβα σ’ ένα άδειο γραφείο στον ημιώροφο. Στον πρώτο όροφο στεγάζονταν τα γραφεία της ΕΣΠΟ και στους υπόλοιπους γερμανικές υπηρεσίες. Ο Γαλάτης άναψε το φιτίλι και αμέσως μαζί με τον Μυτιληναίο απομακρύνθηκαν. Ο Περρίκος και η Μπίμπα παρακολουθούσαν την επιχείρηση από κοντινό ζαχαροπλαστείο, έτοιμοι για κάθε βοήθεια.

Ήταν ακριβώς 12:03 το μεσημέρι, όταν ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και πυκνός μαύρος καπνός σκέπασε την Πατησίων. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός, ώστε οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό, νομίζοντας ότι επρόκειτο για αεροπορική επιδρομή. Το εσωτερικό του κτιρίου κατέρρευσε και πήρε φωτιά. Η πυροσβεστική ξέθαβε νεκρούς από τα ερείπια: 29 μέλη της ΕΣΠΟ και 48 Γερμανοί αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους. Ο αρχηγός της ΕΣΠΟ Σπύρος Στεροδήμος ανασύρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος και εξέπνευσε λίγες μέρες αργότερα. Η ναζιστική οργάνωση, μετά το πλήγμα, διαλύθηκε.
Σχεδόν αμέσως, η Γκεστάπο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών της βομβιστικής επίθεσης. Χρειάστηκαν τη συνδρομή ενός προδότη υπαξιωματικού της Χωροφυλακής, του Πολύκαρπου Νταλιάνη, για να εξαρθρώσουν στις 11 Νοεμβρίου 1942 τον επιχειρησιακό πυρήνα της ΠΕΑΝ. Περρίκος, Μπίμπα, Μυτιληναίος και Γαλάτης συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στα ανακριτικά γραφεία της Γκεστάπο στον Πειραιά. Παρότι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, δεν λύγισαν και δεν μίλησαν. Μάλιστα, ο Αντώνης Μυτιληναίος κατόρθωσε να δραπετεύσει και να διαφύγει στη Μέση Ανατολή.

Τα υπόλοιπα τρία μέλη της οργάνωσης πέρασαν από γερμανικό στρατοδικείο και καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών. Ο αρχηγός της ΠΕΑΝ Κώστας Περρίκος τρις εις θάνατον και 15 χρόνια δεσμά και η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα δις εις θάνατον και 15 χρόνια δεσμά. Ο Γαλάτης καταδικάσθηκε σε θάνατο και 5 χρόνια δεσμά, αλλά τελικά του δόθηκε χάρη, αφού η οικογένειά του πλήρωσε 1.000 λίρες και μεταφέρθηκε σε φυλακές στη Γερμανία. Στις 4 Φεβρουαρίου 1943, ο 37χρονος υποσμηναγός Κώστας Περρίκος εκτελέστηκε στην Καισαριανή, παρά τις μεγάλες προσπάθειες του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία και καρατομήθηκε δια πελέκεως. Ο προδότης Νταλιάνης σκοτώθηκε αργότερα από αντιστασιακούς.

 

1960 – Εγκαινιάζεται στη Θεσσαλονίκη το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.

Η διοργάνωση ξεκίνησε ως εθνικό φεστιβάλ το 1960[6] με την επωνυμία «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» με πρωτοβουλία του Παύλου Ζάννα και με καθοριστική την συμβολή της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη». Από το 1963 έως το 1966 διετέλεσε πρόεδρος ο λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης. Το 1966 μετονομάστηκε σε «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» και λειτούργησε ως εθνικό φεστιβάλ έως το 1991.

Την περίοδο αυτή το Φεστιβάλ παρακολουθεί και παρουσιάζει τις τάσεις της εγχώριας κινηματογραφίας και συνδέεται με την ανάδυση του «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου», ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει τους πιο σημαντικούς κινηματογραφιστές του παγκόσμιου σινεμά. Κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, το Φεστιβάλ αποκτά έντονα πολιτικό χαρακτήρα αντανακλώντας το κλίμα της εποχής και διατηρώντας σταθερά στο επίκεντρό του τον κινηματογράφο του δημιουργού. Το 1981 το Φεστιβάλ περνά από το Υπουργείο Βιομηχανίας όπου υπαγόταν έως τότε, στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Το 1992, κατά την 33η διοργάνωσή του, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διεθνοποιείται υπό τη διεύθυνση του κριτικού κινηματογράφου Μιχάλη Δημόπουλου. Προέδρος του Φεστιβάλ ορίστηκε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος. Το Φεστιβάλ προσανατολίζεται στον νέο ανεξάρτητο διεθνή κινηματογράφο με έμφαση στην ανακάλυψη ανερχόμενων δημιουργών απ’ όλον τον κόσμο και από την περιοχή των Βαλκανίων. Παράλληλα με την παρουσίαση της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, το Φεστιβάλ παρουσιάζει ανεξάρτητες ταινίες, σημαντικές πρεμιέρες, αφιερώματα σε κορυφαίους δημιουργούς –Έλληνες και ξένους– και φιλοξενεί μια σειρά από παράλληλες εκδηλώσεις.

Τον Μιχάλη Δημόπουλο και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο διαδέχτηκαν στη διεύθυνση του Φεστιβάλ η Δέσποινα Μουζάκη ως καλλιτεχνική διευθύντρια και ο Γιώργος Χωραφάς ως Πρόεδρος (2005-2009), ο Δημήτρης Εϊπίδης ως καλλιτεχνικός διευθυντής (2010-2015) και, από το 2016, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης ως διευθυντής, η Ελίζ Ζαλαντό ως γενική διευθύντρια και ο Γιώργος Αρβανίτης ως πρόεδρος.

 

2016 – Καταστρέφεται μεγάλο μέρος του χοτ σποτ της Μόριας στη Λέσβο, από συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων ομάδων μεταναστών.

«Μεγάλης έκτασης επεισόδια σημειώθηκαν το απόγευμα της Δευτέρας (19/09) στο hot spot της Μόριας, όταν ξέσπασαν πυρκαγιές με αποτέλεσμα να σημάνει συναγερμός και οι αρχές να προχωρήσουν στην εκκένωση του καταυλισμού. Όλα ξεκίνησαν από το μεσημέρι όταν δύο φωτιές σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο , αποτέφρωσαν 10 στρέμματα με ελιές ενώ ακολούθησε ένταση μεταξύ προσφύγων διαφορετικών εθνικοτήτων και χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

Το απόγευμα ωστόσο στον χώρο που διαμένουν οι Αφρικανοί κυρίως πρόσφυγες ξέσπασαν βίαια επεισόδια κατά Σύριων την ώρα του φαγητού, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η ακριβής αιτία.

Σύντομα η ένταση επεκτάθηκε και στον υπόλοιπο χώρο του hotspot, όπου άνδρες ήρθαν στα χέρια ενώ άλλοι προσπαθούσαν να προστατεύσουν τις οικογένειές τους. Πολλές οικογένειες μάλιστα έφυγαν άρον άρον από τη Μόρια προκειμένου να γλιτώσουν από τη γενικευμένη ταραχή.

Ένα μεγάλο μέρος του κέντρου κράτησης πυρπολήθηκε από αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες αφρικανών μεταναστών με Σύριους, ενώ υπήρξαν και τραυματίες. Εκατοντάδες άνθρωποι, κυρίως πρόσφυγες αραβικής καταγωγής με τις οικογένειες τους, εγκατέλειψαν το χοτ σποτ φοβούμενοι για την ασφάλειά τους. Πολλοί από αυτούς κοιμήθηκαν στα γύρω λεηλατημένα, ενάμιση χρόνο τώρα, κτήματα ενώ άλλοι με μωρά στην αγκαλιά πανικόβλητοι κινήθηκαν προς τη πόλη της Μυτιλήνης και πολλοί προς το άγνωστο χωρίς κανείς να τους εμποδίζει ή έστω να τους ελέγχει.

Τα πνεύματα ηρέμησαν αργά το βράδυ της Δευτέρας έπειτα από παρέμβαση των ΜΑΤ.

 

Γεννήσεις

 

1878 – Άπτον Σίνκλερ.

Ο Άπτον Σίνκλερ (Upton Sinclair) ήταν αμερικανός μυθιστοριογράφος και πολιτικός ακτιβιστής, στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Το πιο γνωστό έργο του είναι το μυθιστόρημα «Η Ζούγκλα» («The Jungle», 1906), που χαιρετίστηκε από τον ομοϊδεάτη του συγγραφέα Τζακ Λόντον ως «Η Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά της μισθωτής σκλαβιάς».

Ο Άπτον Σίνκλερ γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1878 στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ. Ο πατέρας του δούλευε σε κάβα ποτών και ο αλκοολισμός του σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια. Με έφεση στα γράμματα, αποφοίτησε από το Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης το 1897 και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως δημοσιογράφος.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σημειώθηκε με το έκτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Η ζούγκλα», που κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουαρίου 1906. Το μυθιστόρημα αυτό ήταν αποτέλεσμα δημοσιογραφικής έρευνας για τις συνθήκες που επικρατούσαν στα σφαγεία του Σικάγου, για λογαριασμό της σοσιαλιστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Appeal to Reason» («Έκκληση στην Λογική»). Ενώ ο Σίνκλερ είχε την πρόθεση να προκαλέσει συμπάθεια για τους μετανάστες εργάτες της βιομηχανίας κρέατος, οι οποίοι υπέφεραν από την εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση, το μυθιστόρημά του προκάλεσε εντονότατη αγανάκτηση στην κοινή γνώμη για την κακή επεξεργασία και την ποιότητα του κρέατος που έφθανε στην κατανάλωση. Η αντίδραση αυτή οδήγησε στην ψήφιση ομοσπονδιακών νόμων για τον έλεγχο των τροφίμων. Σχολιάζοντας ο ίδιος ειρωνικά το αποτέλεσμα του έργου του, έλεγε: «Στόχευα στην καρδιά του κοινού, αλλά τυχαία χωρίς να το θέλω το χτύπησα στο στομάχι».

Ακολούθησε μία σειρά μυθιστορημάτων γύρω από θέματα της επικαιρότητας που απασχολούσαν την κοινή γνώμη, κανένα όμως δεν έφθασε την επιτυχία και τις πωλήσεις της «Ζούγκλας». Τα γνωστότερα από αυτά ήταν το «Πετρέλαιο!» (Oil!, 1927), το οποίο αναφερόταν σε μία υπόθεση διαφθοράς κυβερνητικών στελεχών σχετικά με την κυριότητα και την εκμετάλλευση πετρελαιοπηγών, γνωστή ως «Σκάνδαλο του Τίποτ Ντόουμ» και το «Βοστώνη» («Boston», 1928), βασισμένο στην υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι.

Τα μυθιστορήματα του Σίνκλερ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη Ρωσία λίγο πριν και αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Αργότερα, η αντίθεσή του στο κομμουνιστικό καθεστώς επέφερε την πτώση της δημοτικότητάς του στη Σοβιετική Ένωση. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘40, επειδή τα γραπτά του διαπνέονταν από αντιφασιστικό πνεύμα.

Η επόμενη μεγάλη επιτυχία του ήταν μία σειρά έντεκα μυθιστορημάτων εμπνευσμένων από τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, το πρώτο από τα οποία είχε τίτλο «Το τέλος του κόσμου» («World’s End», 1940). Στα μυθιστορήματα αυτά πρωταγωνιστούσε ο Λάνι Μπαντ, ένας απίθανος και αντιφασιστικών πεποιθήσεων ήρωας, ο οποίος βρίσκεται αναμεμιγμένος σ’ όλα τα σημαντικά, κρίσιμα γεγονότα της εποχής. Ένα από αυτά τα μυθιστορήματά του «Τα Δόντια του Δράκου» («Dragon’s Teeth», 1942), τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ το 1943.

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης της δεκαετίας του ‘30, ο Άπτον Σίνκλερ οργάνωσε ένα σοσιαλιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, με σκοπό την καταπολέμηση της φτώχειας στην Καλιφόρνια, γνωστό ως EPIC (End Poverty in California). To 1934, έχοντας προσχωρήσει στο Δημοκρατικό Κόμμα, έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, αλλά ηττήθηκε από τον Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του Φρανκ Μέριαμ (37,75% των ψήφων έναντι 48,87%). Από το 1902 έως 1934 ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ και ήταν υποψήφιος αρκετές φορές για το Κογκρέσο χωρίς επιτυχία.

Το 1960 εξέδωσε μία συλλογή επιστολών που του είχαν απευθύνει διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα με τίτλο «My Lifetime in Letters» και δύο χρόνια αργότερα την αυτοβιογραφία του («The Autobiography of Upton Sinclair»).
Ο Άπτον Σίνκλερ πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 1968 στο Μπάουντ Μπρουκ του Νιου Τζέρσεϊ, σε ηλικία 90 ετών.

 

1924 – Τζέιμς Γαλανός.

Ο Τζέιμς Γκαλάνος γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια (Πενσυλβάνια) των Η.Π.Α. από Έλληνες μετανάστες (με καταγωγή από τη Νάουσα). Αφού τελείωσε το Bridgeton High School στο Νιού Τζέρσεϊ συνέχισε τις σπουδές του στο Traphagen School of Fashion της Νέας Υόρκης όπου και αποφοίτησε το 1943. Κατόπιν και για ένα χρόνο (1944-1945) εργάστηκε σαν βοηθός της Χάτι Κάρνεγκι στη Νέα Υόρκη ενώ το 1946-1947 εργάστηκε στα Columbia Studios του Χόλιγουντ ως σχεδιαστής κοντά στον Jean Louis.

To 1947 και για ένα χρόνο μαθήτευσε δίπλα στον Robert Piguet, στον ομώνυμο οίκο μόδας στο Παρίσι. Το 1948-1949 εργάζεται στον Davidow στη Νέα Υόρκη. Το 1951 στο Λος Άντζελες ιδρύει την James Galanos Originals και όλη του η συλλογή αγοράζεται από τα Saks Fifth Avenue. Από την πρώτη του κιόλας συλλογή οι δημιουργίες του καταξιώνονται για την υψηλή ποιότητά τους αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν ετοιμοφόρετα ενδύματα και όχι δημιουργίες υψηλής ραπτικής. Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη του επίδειξη και ταυτόχρονα ανοίγει δική του μπουτίκ στη Νέα Υόρκη. Το 1980 δημιουργεί τα Parfums Galanos και το 1984 τα Galanos Furs.

Συνταξιοδοτήθηκε το 1998 αλλά αφοσιώθηκε στην άλλη μεγάλη αγάπη του, τη φωτογραφία. Δημιουργίες του υπάρχουν στις συλλογές μεγάλων μουσείων όπως των Smithsonian Institution, Metropolitan Museum, Brooklyn Museum, Philadelphia Museum, Ohio State University, Dallas Museum of Art.

Κατά καιρούς οι δημιουργίες του Γκαλάνος φορέθηκαν από διάφορες διάσημες γυναίκες όπως οι Νταϊάνα Ρος,Ρόζαλιντ Ράσελ, Ιβάνα Τραμπ, Γκρέις Κέλι, Τζάκι Ωνάση, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και οι πρώτες κυρίες των των ΗΠΑ Νάνσι Ρέιγκαν και Λέιντι Μπερντ Τζόνσον.
Πέθανε στο Δυτικό Χόλιγουντ στις 30 Οκτωβρίου 2016 σε ηλικία 92 ετών.

 

1934 – Σοφία Λόρεν.

Η Σοφία Λόρεν (Sophia Loren) είναι Ιταλίδα ηθοποιός βραβευμένη με Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία του Βιττόριο ντε Σίκα Η ατιμασμένη (La Ciociara, 1960). Θεωρείται από πολλούς η πιο δημοφιλής Ιταλίδα ηθοποιός της γενιάς της και είναι επίσης διάσημη ως ένα παγκόσμιο σύμβολο του σεξ.

Η Λόρεν γεννήθηκε με το όνομα Σοφία Βιλάνι Σικολόνε στην κλινική Βασίλισσα Μαργαρίτα (Regina Margherita) της Ρώμης στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 με γονείς τους Ρικάρντο Σικολόνε και Ρομίλντα Βιλάνι. Οι γονείς της απέκτησαν και μια δεύτερη κόρη, τη Μαρία, το 1938. Ο Ρικάρντο αρνήθηκε να παντρευτεί τη Ρομίλντα, αφήνοντάς τη χωρίς υποστήριξη. Η μητέρα της ήταν καθηγήτρια πιάνου που φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός, Η Ρομίλντα μαζί με τις δύο κόρες της, Σοφία και Μαρία, επέστρεψαν στην πατρίδα της στο Ποτσουόλι (Pozzuoli), κοντά στη Νάπολη, όπου και μεγάλωσαν μαζί με την αδερφή της με τη βοήθεια της γιαγιάς της Σοφίας.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,το λιμάνι και τα εργοστάσια πυρομαχικών στο Ποτσουόλι έγιναν συχνά στόχοι βομβαρδιστικών επιθέσεων από τους συμμάχους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής, καθώς η Σοφία έτρεχε προς το καταφύγιο, χτυπήθηκε από το θραύσμα μιας οβίδας στο σαγόνι. Στη συνέχεια, η οικογένεια μετακόμισε στη Νάπολη όπου την περιμάζεψαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς.

Μετά τον πόλεμο, η Σοφία και η οικογένειά της επέστρεψαν στο Ποτσουόλι. Η γιαγιά Λουίζα μετέτρεψε το σαλόνι του σπιτιού σε μπαρ, όπου σέρβιρε σπιτικό λικέρ από κεράσι. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η ντροπαλή Σοφία σέρβιρε και έπλενε τα πιάτα. Σε ηλικία 14 ετών η Λόρεν συμμετείχε στο διαγωνισμό ομορφιάς Μις Ιταλία και, παρότι δεν κέρδισε, αναδείχθηκε σε μία από τις πρώτες φιναλίστ. Αργότερα ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής και επιλέχθηκε ως κομπάρσα στην ταινία Κβο βάντις, αφετηρία στην κινηματογραφική της καριέρα. Τελικά άλλαξε το όνομά της σε Σοφία Λόρεν.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το άστρο της Λόρεν στο Χόλιγουντ άρχισε να λάμπει με ταινίες όπως αυτές του 1957: Το παιδί και το δελφίνι (Boy on a Dolphin) και Υπερηφάνια και πάθος (The Pride and the Passion), στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Κάρι Γκραντ.

 

Θάνατοι

 

1949 – Νίκος Σκαλκώτας.

Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Καταγόταν από την Τήνο και προερχόταν από οικογένεια μουσικών με το επίθετο Σκαλκώτος. Ο πατέρας του Αλέκος, φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας, άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει βιολί με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς».

Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Γρήγορα, όμως, θα προσανατολιστεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον «πάπα της πρωτοπορίας» Άρνολντ Σένμπμπεργκ, ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μαζί του έμεινε ως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία που του προσέφερε ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με την γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Ακολούθησε η δημιουργική κρίση, που κράτησε έως το 1935.

Τον Μάιο του 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ παίρνει τον δρόμο της εξορίας για τις ΗΠΑ, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος (Φιλοκτήτης Οικονομίδης, Μανώλης Καλομοίρης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Σπύρος Φαραντάτος), παρότι ήταν γνωστή η αξία του.

Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. Ισχυρίζονταν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν ήταν τρελός! Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους.

Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον Σκαλκώτα. Για να ζήσει δέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.

Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Το νήμα της ζωής του κόπηκε ξαφνικά στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από μια περισφιγμένη κήλη που την είχε αμελήσει. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, που τον γνωρίζουμε ως πρωταθλητή Ελλάδας στο σκάκι.

Ο Σκαλκώτας ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά τον θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του (Γ.Γ. Παπαϊωάννου, Γιώργος Χατζηνίκος κ.ά.), που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα» για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του, που περιλαμβάνει πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια). Το 60% των προχωρημένων έργων του ακολουθεί ένα δικής του επινόησης δωδεκαφθογγικό σύστημα, ενώ το 40% ανήκει σε άλλα σειραϊκά, «ελεύθερα» συστήματα σύνθεσης.

 

1957 – Ζαν Σιμπέλιους.

Ο Ζαν Σιμπέλιους είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες του ύστερου ρομαντισμού και εθνικό σύμβολο στη χώρα του τη Φινλανδία.

Ο Γιόχαν Γιούλιους Κρίστιαν Σιμπέλιους γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1865 στην πόλη Χεμινλίνα του Μεγάλου Δουκάτου της Φινλανδίας, ενός αυτόνομου τμήματος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, από γονείς σουηδικής καταγωγής. Από τα μαθητικά του χρόνια, επηρεασμένος από ένα θείο του, ήθελε να τον αποκαλούν Ζαν (η γαλλική εκδοχή του ονόματος του).

Από μικρός ενδιαφέρθηκε για την μουσική και άρχισε να μαθαίνει βιολί. Το 1885, ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, αλλά τά εγκατέλειψε προς χάριν της μουσικής.

Ο Σιμπέλιους θεωρείται σημαντικός ανανεωτής της φόρμας και του είδους της συμφωνικής μουσικής και του συμφωνικού ποιήματος. Πηγή έμπνευσής του υπήρξαν οι μύθοι της πλούσιας φιλανδικής παράδοσης, καθώς και το περίφημο επικό ποίημα «Καλεβάλα», ένα από τα μεγαλύτερα έργα της σκανδιναβικής λογοτεχνίας.

Ο Σιμπέλιους δεν είναι απλά ένας συνθέτης, αλλά εθνικός ήρωας για τους Φινλανδούς, όπως για τους Έλληνες ο Κολοκοτρώνης. Με την δράση και το έργο του προσδιόρισε την «φινλανδικότητα» σε μια εποχή που η χώρα του ήταν υποδουλωμένη στους Ρώσους. Το 1899 έγραψε το «Τραγούδι των Αθηναίων» (Aternanes Sang ) σε ποίηση Βίκτωρ Ράιντμπεργκ, που εξυμνεί την ανδρεία και το πνεύμα ανεξαρτησίας των αρχαίων Αθηναίων, με προφανή σκοπό να διεγείρει το πατριωτικό συναίσθημα των υπόδουλων Φιλανδών.

Γνωστότερα έργα του είναι τα: «Φινλάντια», «Ο Κύκνος της Τουονέλα» από την «Σουίτα Λεμινκέινεν», «Σουίτα της Καρελίας», «Θλιμμένο Βαλς» («Valse Triste») και «Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα».Ο Ζαν Σιμπέλιους πέθανε σε ηλικία 91 ετών, στις 20 Σεπτεμβρίου 1957, στην αγροικία του στην περιοχή Αϊνόλα του Ελσίνκι.

Την ημέρα εκείνη συνεδρίαζε η γενική συνέλευση του ΟΗΕ και με το άγγελμα του θανάτου του ο προεδρεύων σερ Λέσλι Μανρό από την Νέα Ζηλανδία ζήτησε ενός λεπτού σιγή από τους παρισταμένους, λόγοντας, «Ο Σιμπέλιους ανήκε σε όλο τον κόσμο. Με την μουσική του εμπλούτισε την ζωή της ανθρωπότητας»

 

1971 – Γιώργος Σεφέρης.

Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του ’30».
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) – δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες – και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.

Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».

Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.

Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.

Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.

Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia