...
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
| 15 Απριλίου 2025 |
Είναι η 105η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 260 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:49 – Δύση ήλιου: 20:01 – Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 12 λεπτά
🌖 Σελήνη 16.9 ημερών
| Χρόνια πολλά στους: Λεωνίδα, Λεωνίδη, Λεώ, Λεωνιδία και Κρήσκη
| Γεγονότα
1825 – Ο Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή πολιορκεί το Μεσολόγγι, το οποίο θα πέσει ένα χρόνο αργότερα με την ηρωική έξοδο.
Η Τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου (συχνά αναφέρεται και ως δεύτερη πολιορκία) ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Ήταν το γεγονός που έδωσε έμπνευση στο Διονύσιο Σολωμό να γράψει τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Πραγματοποιήθηκε από 25 Απριλίου του 1825 έως 10 Απριλίου του 1826 οπότε και τερματίστηκε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.
Η πολιορκία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη από τον Απρίλιο του 1825 μέχρι τον Οκτώβριο του 1825 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Κιουταχή και η δεύτερη από τον Δεκέμβριο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και του Κιουταχή από κοινού.
Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τον οπλαρχηγό Δημήτριο Μακρή. Το 1822, μετά την ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι και πολιόρκησαν την πόλη. Η Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε δύο μήνες και έληξε με αποτυχία των τουρκικών δυνάμεων να κυριεύσουν την πόλη. Στα μέσα του 1823 οι τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα εκστρατεία που περιλάμβανε πολιορκία και κατάληψη του Μεσολογγίου. Μετά από σκληρές μάχες που δόθηκαν στην περιοχή της Ευρυτανίας τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι. Οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάστηκαν για πολιορκία όμως τα τουρκικά στρατεύματα προτίμησαν να πολιορκήσουν το Αιτωλικό. Το γεγονός αυτό αναφέρεται συχνά ως Πολιορκία του Αιτωλικού & Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
1850 – Αίρεται ο ναυτικός αποκλεισμός των ελληνικών λιμανιών από τους Άγγλους, εξαιτίας της υπόθεσης Πατσίφικο (Παρκερικά).
Μια από τις πρώτες σοβαρές διπλωματικές κρίσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του 1840, όταν ο Βρετανός υπήκοος Δαυίδ Πατσίφικο, Εβραίος και πρώην πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα, κατήγγειλε καταστροφή της περιουσίας του από πλήθος που αντέδρασε στην απαγόρευση του εθίμου του «καψίματος του Ιούδα». Η ελληνική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει το έθιμο το 1847, φοβούμενη διπλωματικό επεισόδιο λόγω της παρουσίας μέλους της οικογένειας Ρότσιλντ στην Αθήνα.
Ο Πατσίφικο, βλέποντας ότι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημά του για αποζημίωση, απευθύνθηκε στη βρετανική κυβέρνηση. Η απάντηση ήταν σφοδρή: το 1850, η Μεγάλη Βρετανία επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, προχωρώντας σε κατασχέσεις πλοίων και παρεμπόδιση εμπορικών δραστηριοτήτων. Η επιθετική αυτή στάση του Λονδίνου, υπό την καθοδήγηση του υπουργού Εξωτερικών Πάλμερστον και την εκτέλεση του ναυάρχου Ουίλιαμ Πάρκερ, θεωρήθηκε κλασικό δείγμα «διπλωματίας της κανονιοφόρου».
Παρά τις οικονομικές επιπτώσεις, η ελληνική κυβέρνηση απέσπασε τη στήριξη του λαού αλλά και των άλλων δύο προστάτιδων δυνάμεων, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις, ο αποκλεισμός τερματίστηκε στις 15 Απριλίου 1850 και η υπόθεση παραπέμφθηκε σε διεθνή διαιτησία.
Το επεισόδιο έμεινε στην ιστορία ως «Παρκερικά» ή «Πατσιφικά», και αποτελεί μέχρι σήμερα εμβληματικό παράδειγμα των διεθνών πιέσεων που δέχθηκε η Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της.
1912 – Ο «Τιτανικός» βυθίζεται, έπειτα από ένα φοβερό χτύπημα με παγόβουνο στο Βόρειο Ατλαντικό.
Στις 14 Απριλίου 1912, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το υπερωκεάνιο Τιτανικός, το μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο πλοίο της εποχής του, συγκρούστηκε με παγόβουνο στον Βόρειο Ατλαντικό, νοτιοανατολικά της Νέας Γης. Παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να αποφύγει τη σύγκρουση, με ελιγμούς και μείωση ταχύτητας, το πλοίο έπλεε ήδη με τη μέγιστη ταχύτητα — μια τακτική συνηθισμένη για τη γρήγορη διέλευση περιοχών με παγόβουνα.
Η σύγκρουση αποδείχθηκε μοιραία. Το παγόβουνο προκάλεσε εκτεταμένο ρήγμα στο κύτος, διαπερνώντας πέντε στεγανά διαμερίσματα – ένα παραπάνω από το όριο που θα επέτρεπε την επιβίωση του πλοίου. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται σταδιακά και στις 02:20 της 15ης Απριλίου, δύο ώρες και σαράντα λεπτά μετά τη σύγκρουση, χάθηκε στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού. Λίγο πριν τη βύθιση, το κύτος του Τιτανικού κόπηκε στα δύο, καθώς η πλώρη, βυθιζόμενη πρώτη, παρέσυρε την πρύμνη με αφόρητη πίεση. Από τους 2.340 επιβαίνοντες, περισσότεροι από 1.500 άνθρωποι χάθηκαν. Μόλις 700 διασώθηκαν μέσα από σωσίβιες λέμβους, παρακολουθώντας την τραγωδία να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους.
Το ναυάγιο, που χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο τραγικά «εν καιρώ ειρήνης», κινητοποίησε διεθνές ενδιαφέρον. Οι διασωθέντες περισυνελέγησαν από το πλοίο RMS Carpathia, που έφτασε στην περιοχή στις 03:30. Ο Τιτανικός ήταν ένα από τα πρώτα πλοία που εξέπεμψαν το νέο σήμα κινδύνου SOS, αντικαθιστώντας το παλαιότερο CQD.
1920 – Σάκο και Βαντσέτι. Στις 15 Απριλίου 1920, μια αιματηρή ληστεία στη Μασαχουσέτη θα εξελιχθεί σε μία από τις πιο αμφιλεγόμενες δίκες του 20ού αιώνα. Δύο ένοπλοι πυροβόλησαν και σκότωσαν τον ταμία και τον φρουρό της βιομηχανίας υποδημάτων “Slater and Morrill”, αρπάζοντας 15.776 δολάρια και διαφεύγοντας με όχημα, αφού σκόρπισαν καρφιά στο οδόστρωμα για να αποτρέψουν καταδίωξη.
Οι αρχές υποψιάστηκαν αναρχικούς και λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 5 Μαΐου, συνέλαβαν τους Νίκολα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Οι δύο Ιταλοί μετανάστες, γνωστοί για τις ριζοσπαστικές πολιτικές τους απόψεις, οδηγήθηκαν σε δίκη με ελάχιστα στοιχεία. Ο Σάκο κρατούσε ένα όπλο και ο Βαντσέτι έναν λόγο για δημόσια εκδήλωση – αλλά κανένα δεν αποδείκνυε ενοχή.
Η δίκη ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1920, ενώ η κοινή γνώμη διχάστηκε έντονα. Η επίθεση στη Γουόλ Στριτ λίγες μέρες αργότερα, που αποδόθηκε σε συντρόφους τους, ενίσχυσε το κλίμα φόβου. Παρά την έλλειψη αποδείξεων και τις διεθνείς εκκλήσεις για επανεξέταση, οι δύο άνδρες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν το 1927.
Η υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι παραμένει έως σήμερα σύμβολο δικαστικής πλάνης και πολιτικής προκατάληψης, ενώ έχει εμπνεύσει δεκάδες έργα, ταινίες και τραγούδια για την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης.
1955 – Ο Αμερικανός πλασιέ Ρέι Κροκ ανοίγει το πρώτο του εστιατόριο McDonald’s στο Ντε Πλέινς του Ιλινόι.
Το πρώτο κατάστημα McDonald’s είχε ιδρυθεί αρκετά νωρίτερα, το 1940, από τους αδελφούς Ρίτσαρντ και Μορίς ΜακΝτόναλντ στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνιας. Το 1948 εισήγαγαν μια ρηξικέλευθη ιδέα για την εποχή: ένα μοντέλο γρήγορης εστίασης βασισμένο στις χαμηλές τιμές, στην ταχύτατη εξυπηρέτηση και στη γραμμή παραγωγής για την προετοιμασία των προϊόντων.
Το 1953 ξεκίνησαν να επεκτείνουν την επιχείρησή τους με τη μέθοδο της δικαιόχρησης (franchising), κρατώντας το εμπορικό σήμα και τους βασικούς κανόνες λειτουργίας υπό τον έλεγχό τους, ενώ τα μεμονωμένα καταστήματα διαχειρίζονταν από συνεργάτες. Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε και το εμβληματικό λογότυπο με τις «Χρυσές Αψίδες» (Golden Arches), που έμελλε να γίνει παγκόσμια αναγνωρίσιμο. Ο Ρέι Κροκ, τότε αντιπρόσωπος της εταιρείας και υπεύθυνος για τη λειτουργία του ένατου καταστήματος της αλυσίδας, είδε το εμπορικό δυναμικό της ιδέας και αγόρασε την εταιρεία το 1961. Την ίδια χρονιά ίδρυσε και το “Πανεπιστήμιο Χάμπουργκερ” (Hamburger University), ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για την κατάρτιση των συνεργατών και του προσωπικού της εταιρείας.
Ο Κροκ ήταν επίσης ο αρχιτέκτονας της παγκόσμιας εξάπλωσης των McDonald’s: το 1967 ανοίγει το πρώτο κατάστημα εκτός ΗΠΑ, στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά, ενώ το 1971 εγκαινιάζεται το πρώτο ευρωπαϊκό McDonald’s κοντά στο Άμστερνταμ.
Σήμερα, περίπου 45 εκατομμύρια πελάτες εξυπηρετούνται καθημερινά από περισσότερα από 30.000 εστιατόρια McDonald’s σε 119 χώρες. Η εταιρεία αποτελεί πλέον σύμβολο της παγκοσμιοποίησης και του αμερικανικού τρόπου ζωής, ενώ δεν λείπει και από τον δημόσιο διάλογο, συχνά δεχόμενη κριτική για ζητήματα όπως η παχυσαρκία, η επιχειρησιακή ηθική και η κοινωνική ευθύνη απέναντι στους καταναλωτές.
Γεννήσεις
1452 – Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. | Ήταν Ιταλός πολυμαθής της Ύστερης Αναγέννησης, ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Η «Μόνα Λίζα» θεωρείται το διασημότερο πορτρέτο στην ιστορία της τέχνης, ενώ ο «Μυστικός Δείπνος» είναι ο πιο ανατυπωμένος θρησκευτικός πίνακας. Το σχέδιό του «Ο Βιτρουβιανός Άνθρωπος» έχει αναδειχθεί σε πολιτιστικό σύμβολο.
Γεννήθηκε στο Βίντσι, κοντά στη Φλωρεντία, εκτός γάμου, από τον συμβολαιογράφο Πιέρο ντα Βίντσι και μια χωρική, την Κατερίνα. Μαθήτευσε δίπλα στον Αντρέα ντελ Βερόκκιο και εργάστηκε στο Μιλάνο, τη Ρώμη, τη Βενετία και, προς το τέλος της ζωής του, στη Γαλλία. Παρά την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, θεωρείται ο κατεξοχήν «Αναγεννησιακός Άνθρωπος», με εξαιρετικό εύρος γνώσεων και ανεξάντλητη εφευρετικότητα.
Ο ντα Βίντσι άφησε χιλιάδες σημειώσεις με σχέδια και επιστημονικές παρατηρήσεις γύρω από την ανατομία, τη μηχανική, τη γεωλογία και την οπτική. Οραματίστηκε πτητικές μηχανές, άρματα, ηλιακούς συλλέκτες και μηχανές πρόσθεσης, ενώ του αποδίδονται πρώιμες ιδέες για το αλεξίπτωτο και το ελικόπτερο. Ελάχιστες από τις εφευρέσεις του υλοποιήθηκαν, καθώς οι τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής ήταν περιορισμένες.
Παρά την τεράστια επιρροή του, πολλά από τα επιστημονικά του ευρήματα δεν δημοσιεύτηκαν, περιορίζοντας την επίδρασή τους στην εξέλιξη των αντίστοιχων πεδίων. Ωστόσο, το έργο και η προσωπικότητά του παραμένουν σύμβολα ανθρώπινης δημιουργικότητας και διανοητικής ανησυχίας.
1489 – Ο Κοτσά Μιμάρ Σινάν Αγά υπήρξε κορυφαίος αρχιτέκτονας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ρίζες που αποδίδονται σε ελληνική (ως Ιωσήφ Δογάνογλου), αρμενική ή τουρκική οικογένεια από την Καππαδοκία. Κατά την επικρατούσα άποψη, γεννήθηκε στους Αγίους Αναργύρους ή την Καισάρεια και εντάχθηκε στο σώμα των Γενιτσάρων μέσω του παιδομαζώματος. Ο πατέρας του, λιθοξόος και ξυλουργός, τον μύησε από νωρίς στη μελέτη των σελτζουκικών μνημείων.
Στην Κωνσταντινούπολη εκπαιδεύτηκε στο Παλάτι και στον Ιππόδρομο, υπό την καθοδήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Πάργαλη Ιμπραήμ Πασά. Εισήλθε στη στρατιωτική σχολή και διακρίθηκε ως ιππέας και μηχανικός του στρατού, συμμετέχοντας στις εκστρατείες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Οι εμπειρίες του στο πεδίο τον κατέστησαν δεξιοτέχνη στη στρατιωτική αρχιτεκτονική, χτίζοντας γέφυρες, κάστρα και οχυρώσεις.
Το 1538 διορίστηκε επίσημα πρώτος αυτοκρατορικός αρχιτέκτονας, θέση που διατήρησε επί τεσσάρων σουλτάνων (Σελίμ Α΄, Σουλεϊμάν Α΄, Σελίμ Β΄ και Μουράτ Γ΄). Το έργο του σηματοδότησε την κορύφωση της κλασικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής, επηρεάζοντας βαθιά την ισλαμική τέχνη και αρχιτεκτονική. Ο συνδυασμός μακροβιότητας, ταλέντου και εμπειρίας του επέφερε καινοτομίες τόσο στη θρησκευτική όσο και στην κοσμική δόμηση.
Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1588 και ενταφιάστηκε δίπλα στο τζαμί του Σουλεϊμάν, επισφραγίζοντας τη ζωή ενός από τους πλέον χαρισματικούς δημιουργούς της Ανατολής.
1935 – Σταύρος Παράβας. Γεννήθηκε στα Τουρκοβούνια. Οι γονείς του ήταν Μικρασιάτες. Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του βγήκε από μικρός στη βιοπάλη, κάνοντας διάφορα θελήματα. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, δίπλα σε σημαντικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες της εποχής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία το 1955.
Καθιερώθηκε κυρίως μέσα από τη συμμετοχή του σε μουσικές κωμωδίες και επιθεωρήσεις, όπου ξεχώρισε με το πηγαίο χιούμορ, τις σωματικές του εκφράσεις και την ευχέρεια στον αυτοσχεδιασμό. Έπαιξε σε πολυάριθμες παραστάσεις, αλλά και σε ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, συχνά σε ρόλους κωμικών χαρακτήρων με κοινωνικές ή σατιρικές αποχρώσεις.
Μεταξύ των πιο γνωστών του κινηματογραφικών εμφανίσεων είναι οι ταινίες Ο Ψεύτης, Ο Ατσίδας, Ένας ξέγνοιαστος παλαβιάρης, ενώ ιδιαίτερα αγαπητός έγινε και με τη συμμετοχή του σε ρόλους λαϊκών τύπων, περιθωριακών ή ανθρώπων του μόχθου. Παράλληλα, διακρίθηκε και στο θέατρο πρόζας, υποδυόμενος πιο δραματικούς ρόλους, αποδεικνύοντας την υποκριτική του ευελιξία.
Ήταν άνθρωπος έντονης πολιτικής και κοινωνικής ευαισθησίας, ενώ για ένα διάστημα εξορίστηκε λόγω των απόψεών του κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Απεβίωσε το 2008, αφήνοντας πίσω του σημαντικό έργο και ένα αναγνωρίσιμο, αγαπημένο στίγμα στην ελληνική θεατρική και κινηματογραφική μνήμη.
Θάνατοι
1865 – Ο Αβραάμ Λίνκολν | Ο 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της αμερικανικής ιστορίας. Γεννημένος στις 12 Φεβρουαρίου 1809 σε μια αγροτική οικογένεια στο Κεντάκι, ο Λίνκολν ξεκίνησε τη ζωή του υπό δύσκολες συνθήκες. Ορφανός από μητέρα σε ηλικία μόλις εννέα ετών, μεγάλωσε με τη θετή του μητέρα, η οποία τον στήριξε στην πνευματική του ανάπτυξη. Από μικρός συνδύασε τη σκληρή αγροτική εργασία με το πάθος του για τη μάθηση.
Αφού υπηρέτησε στο στρατό και δραστηριοποιήθηκε στην πολιτική σκηνή του Ιλινόις, ο Λίνκολν εξελέγη στο Κογκρέσο το 1846. Ωστόσο, ήταν η επιστροφή του το 1854, εν μέσω του εθνικού διχασμού για τη δουλεία, που τον καθιέρωσε πολιτικά. Οι λόγοι του κατά της δουλείας τον κατέστησαν ηγετική φυσιογνωμία του νεοσύστατου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και, τελικά, πρόεδρο το 1860.
Η εκλογή του υπήρξε καταλύτης για την απόσχιση των Νότιων Πολιτειών και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου. Καθοριστική στιγμή της προεδρίας του ήταν η Διακήρυξη Χειραφέτησης το 1863, με την οποία έθεσε νομικά τις βάσεις για την κατάργηση της δουλείας. Επανεξελέγη το 1864, εν μέσω πολέμου, με σύνθημα την ενότητα και την ειρήνη. Στην εναρκτήρια ομιλία της δεύτερης θητείας του, στις 4 Μαρτίου 1865, κάλεσε σε συμφιλίωση, δηλώνοντας: «χωρίς κακία για κανέναν, με ευσπλαχνία για όλους».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 15 Απριλίου 1865, ο Λίνκολν δολοφονήθηκε, αφήνοντας πίσω του μια βαριά κληρονομιά: έναν ενωμένο, ελεύθερο, αλλά ακόμα πληγωμένο λαό.
1896 – Ο Γεώργιος Βιζυηνός | Κορυφαία μορφή της νεοελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Μεγάλωσε σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, ορφανός από πατέρα σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Οι οικογενειακές τραγωδίες τον σημάδεψαν βαθιά και έγιναν το υλικό που επεξεργάστηκε με μοναδικό τρόπο στο λογοτεχνικό του έργο.
Διανοητής με πλατιά μόρφωση και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ο Βιζυηνός μετέφρασε ξένες μπαλάντες, έγραψε φιλοσοφικές και ψυχολογικές μελέτες, σχολικά εγχειρίδια και συνέβαλε σε εγκυκλοπαίδειες. Ωστόσο, η μεγάλη του συμβολή εντοπίζεται στα διηγήματά του, όπου η προσωπική και συλλογική μνήμη συναντούν την επιστημονική παιδεία και την ψυχολογική εμβάθυνση.
Το ύφος του είναι πολυεπίπεδο, με λόγια και ιδιωματικά στοιχεία, και η αφηγηματική του τεχνική –με εστίαση στον ψυχισμό των χαρακτήρων, τη δραματική ένταση και τη συνύφανση ιστορικού και αφηγηματικού χρόνου– παραμένει πρότυπο. Με έργα όπως Το Αμάρτημα της μητρός μου και Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, άνοιξε νέους δρόμους στη νεοελληνική διηγηματογραφία, καθιερώνοντας την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο ως εργαλείο βαθιάς ψυχογράφησης.
Πέθανε το 1896 σε ψυχιατρικό άσυλο, παραγκωνισμένος από την κοινωνία, αλλά αφήνοντας πίσω του ένα έργο που έμελλε να αναγνωριστεί μεταγενέστερα ως θεμέλιο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Οι επιστολές του και πολλά ποιήματα σώζονται, ενώ το σύνολο του έργου του έχει αποτυπωθεί σε σύγχρονες εκδόσεις υψηλής επιστημονικής φροντίδας.
1980 – Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ | Κορυφαίος φιλόσοφος του 20ού αιώνα, πέθανε στις 15 Απριλίου 1980 αφήνοντας πίσω του ένα έργο που σφράγισε τη σύγχρονη σκέψη. Γεννημένος το 1905 στο Παρίσι, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού υπαρξισμού και της φαινομενολογίας, ενώ ταυτόχρονα διακρίθηκε ως μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και πολιτικός ακτιβιστής.
Με πυρήνα του στοχασμού του την έννοια της ελευθερίας και την ευθύνη της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Σαρτρ υποστήριζε ότι ο άνθρωπος «καταδικάζεται να είναι ελεύθερος», απορρίπτοντας κάθε απόπειρα να αποδώσουμε την πορεία της ζωής μας σε εξωτερικές δυνάμεις ή θεϊκή πρόνοια. Η στάση του απέναντι στην εξουσία ήταν σταθερά επικριτική, είτε αυτή εκφραζόταν μέσω του καπιταλιστικού συστήματος είτε μέσω απολυταρχικών κρατών.
Στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Το είναι και το μηδέν (1943), Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός (1946) και Κριτική της διαλεκτικής λογικής (1960). Πέρα από τη φιλοσοφία, ο Σαρτρ επηρέασε βαθιά και τη λογοτεχνία, αρνούμενος μάλιστα το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964, θεωρώντας πως «ένας συγγραφέας δεν πρέπει να γίνεται θεσμός».
Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του υπήρξε η μακρόχρονη, ανοιχτή σχέση του με τη φιλόσοφο και φεμινίστρια Σιμόν ντε Μποβουάρ. Μαζί αμφισβήτησαν τα ήθη και τις αξίες της αστικής κοινωνίας, προσδιορίζοντας έναν ριζοσπαστικό τρόπο σκέψης και ζωής.
Η σκέψη του Σαρτρ παραμένει ζωντανή, επηρεάζοντας τη σύγχρονη κοινωνιολογία, τη θεωρία της λογοτεχνίας και τη μετααποικιακή κριτική.