Μνήμη χρονολογίου της 11ης Νοεμβρίου


.

Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

11 Νοεμβρίου 2024

Είναι η 000η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 00 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 00:00 – Δύση ήλιου: 19:02 – Διάρκεια ημέρας: 00 ώρες 00 λεπτά
🌒  Σελήνη 0.0 ημερών.

Χρόνια πολλά στους: Μηνά, Βικέντιο, Βικέντη, Βικεντία, Βικτωρία, Βικτορία,
Βιτωρία, Βίκτωρα, Δράκοντα, Δράκο, Δρακούλη και Δρακούλα


Γεγονότα

 

1912 – Η Συνέλευση της Σάμου με πρόεδρο τον Θεμιστοκλή Σοφούλη κηρύσσει την ένωση με την Ελλάδα. Στις 11 του Νοέμβρη ημέρα Κυριακή , προσέρχεται στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στις 2μ.μ ο Θεμιστοκλής Σοφούλης συνοδευόμενος από τις αρχές του νησιού εκτός από τον Ηγεμόνα , που είχε ειδοποιηθεί να εγκαταλείψει το ηγεμονικό μέγαρο. Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε κατακλύσει την εκκλησία και τους γύρω χώρους , οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και η γαλανόλευκη κυμάτιζε σε όλο το Βαθύ.

Ο Σοφούλης , μη μπορώντας να κρατήσει τα δάκρυά του, διακήρυξε την πανηγυρική ένωση της Σάμου με την Μητέρα Ελλάδα. Οι αγώνες και οι θυσίες του Σαμιώτικου λαού δικαιώνονταν. Το καθεστώς της υποτέλειας γκρεμίζονταν συθέμελα και τη θέση του έπαιρνε η ελευθερία και η δημοκρατία , ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκε ο Σαμιώτικος λαός.

Αλλά, παρ’ όλη την ανείπωτη χαρά που δοκίμασε ο Σαμιώτικος λαός, η επίσημη αναγνώριση δεν είχε ακόμη γίνει από την ελληνική κυβέρνηση και οι υποτιθέμενοι προστάτες μας, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων, δεν αποδέχτηκαν το επαναστατικό καθεστώς και την ένωση. Χρειάστηκαν να γίνουν πάνδημα συλλαλητήρια στην κυρίως Ελλάδα, για να στείλει η κυβέρνηση στις 2 του Μάρτη 1913 στη Σάμο, το θωρηκτόν Σπέτσαι να συνοδεύσει το εμπορικόν Θεσσαλία με δύο λόχους στρατού για την κατάληψη του νησιού.

Στις 2 Μαρτίου ημέρα Σάββατο, παραμονή της Ορθοδοξίας, αγκυροβολούν στο λιμάνι του Βαθιού και παράλληλα περιπολούν ανοιχτά στο πέλαγος, τα αντιτορπιλικά μας Νίκη και Βέλος που είχαν φτάσει από τη Χίο. Με εκδηλώσεις ενθουσιασμού γίνεται δεκτός ο ελληνικός στρατός. Ώρα δοξολογίας ορίστηκε η 1μ.μ στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου. Η ενσωμάτωση πια της Σάμου με την κορμό του έθνους μας, η οποία φάνταζε ως μακρινό όνειρο, ήταν πλέον πραγματικότητα

 

1918 – Οι δυνάμεις της Αντάντ και η Γερμανία υπογράφουν ανακωχή. Λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η 11η Νοεμβρίου του 1918, ημέρα κατά την οποία ο στρατάρχης Ferdinand Foch και ο Matthias Erzberger υπέγραψαν το κείμενο της ανακωχής εκ μέρους των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων και της Γερμανίας, θεωρείται πως έθεσε την επιτύμβια πλάκα στον πλέον αιματοβαμμένο και «αγριότερο», ως τότε, πόλεμο στην ιστορία, που είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1914.

Στην τετραετή και πλέον διάρκειά του, ο πόλεμος αντέστρεψε τον ρου της ιστορίας, εξαναγκάζοντάς την σε οπισθοδρόμηση, άφησε πίσω του εκατόμβες νεκρών, στρατιωτών και αμάχων, υπολογιζόμενων σε 15.000.000, ανάπηρων, εξαθλιωμένων ανθρώπων, ανήμπορων να αντιμετωπίσουν τη ζωή, πόλεις κατεστραμμένες, υπαίθρους μολυσμένες, οικονομίες και κοινωνίες αφανισμένες. Επόμενο ήταν και ο ψυχισμός των ανθρώπων να μην παραμείνει αμετάβλητος και αλώβητος από τις θηριωδίες του πολέμου, σε βαθμό τέτοιο, που να επιτρέπει σε Γάλλο στρατιώτη του μετώπου του Βερντέν να δηλώνει πως «η μακρά περίοδος των συντριπτικά ισχυρών συναισθημάτων έληξε τελικά με τον θάνατο του συναισθήματος».

Την αναγέννηση του συναισθήματος στις ψυχές των ανθρώπων επιχείρησε να υποστασιοποιήσει η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου του 1918, η τελευταία στη σειρά από τις ανακωχές, με τις οποίες τερματίστηκε ο Μεγάλος Πόλεμος, μια και αφορούσε την πρωταίτια της πολεμικής ανάφλεξης, Γερμανία, και η οποία άνοιγε τον δρόμο στους νικητές του πολέμου, για την έναρξη των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων, θέτοντας τις βάσεις για την επαναφορά της ευρωπαϊκής, και γενικότερα πλανητικής, ειρήνης στην πρότερη του πολέμου κατάσταση. Αυτό το πνεύμα απέπνεε και η αθηναϊκή εφημερίδα Έθνος, της 30ής Οκτωβρίου 1918, όταν σε πρωτοσέλιδο άρθρο, με τίτλο «Το τέλος του Πολέμου», ανάφερε, μεταξύ άλλων, σημαντικών, πως : «Από της ενδεκάτης πρωινής της χθες, η Ειρήνη ήπλωσε τας πτέρυγάς της εφ’ ολοκλήρου της γης.

Η κάθαρσις του μεγάλου πολεμικού δράματος, του διαρκέσαντος επί 4 έτη και ισαρίθμους περίπου μήνας επήλθε ραγδαίως εντός ολίγων μηνών, ομού με την εκκαθάρισιν εκείνων, που το προεκάλεσαν. Ο πόλεμος λήγει με την πλήρη, την ολοκληρωτικήν υποταγήν της Γερμανίας και του ομίλου των συνενόχων της. Η κατάρρευσίς της υπήρξεν όντως κεραυνοβόλος, απροσδόκητος, καταπληκτική».

 

1940 – Το πρώτο τζιπ βγαίνει από τη γραμμή παραγωγής. Το επονομαζόμενο τζιπ είναι στρατιωτικό όχημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και από την ονομασία του δημιουργήθηκε μια ολόκληρη γενική κατηγορία που χαρακτηρίζει τα εκτός δρόμου οχήματα.

Το «τζιπάκι», όπως το έχουμε στο μυαλό μας, είναι ένα αυτοκίνητο ανθεκτικό, με μεγάλη ιπποδύναμη, χωρίς οροφή και πόρτες, που έγραψε ιστορία στα πεδία των μαχών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Η ιστορία του ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1940, όταν ο αμερικανικός στρατός ζήτησε από τις αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας ένα όχημα πολλαπλών χρήσεων με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. 9 μήνες αργότερα το πρώτο όχημα αυτού του τύπου βγήκε από τη γραμμή παραγωγής (11 Νοεμβρίου 1940).

Μέχρι το τέλος του μεγάλου πολέμου, 600.000 τζιπ τέθηκαν στη διάθεση του αμερικανικού στρατού. Το πρωτότυπο όχημα της εταιρείας Γουίλις – Όβερλαντ, που αργότερα απορροφήθηκε από την Κράισλερ, είναι αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Jeep.

 

1942 – Η τουρκική Βουλή ψηφίζει νόμο που επιβάλλει έκτακτη εισφορά στην κινητή και ακίνητη περιουσία (Varlik vergisi). Ο νόμος αυτός, όργανο φυλετικού διωγμού, στρέφεται κυρίως εναντίον των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων. Συγκεκριμένα την εποχή εκείνη η τουρκική κυβέρνηση σε αναζήτηση αύξησης εσόδων των ταμείων σε πιθανή εμπλοκή της σε πολεμικές επιχειρήσεις εξέδωσε ειδικό νόμο εφάπαξ φορολόγησης παντός είδους ακινήτων, επιχειρήσεων, εργοστασίων και μεγαλοκαταθετών σε τράπεζες, μη μουσουλμάνων, που τις περισσότερες φορές έφθανε ακόμα και στη πραγματική αξία του ακινήτου ή της επιχείρησής τους.

Ο νόμος της υπέρμετρης αυτής οικονομικής επιβάρυνσης εισήχθη στη τουρκική βουλή από τον τότε πρωθυπουργό Σουκρού Σαράτζογλου – που ηγούνταν μάλιστα του Δημοκρατικού Κόμματος – και ψηφίστηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1942, τον οποίο και προσυπέγραψε ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού.

Η δε προθεσμία καταβολής του ήταν μόλις 30 ημέρες. Όσοι δεν κατάφερναν να αποδώσουν τον φόρο αυτό μέσα στη τακτή αυτή προθεσμία, συλλαμβάνονταν και στέλνονταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων της επαρχίας Ερζερούμ στην ανατολική Ανατόλια και στο Ντιγιάρμπακιρ.

Αντιθέτως, ο αντίστοιχος φόρος που επιβλήθηκε στους Τούρκους έφτανε στο 5% των περιουσιακών τους στοιχείων και όσοι δεν μπόρεσαν να τον πληρώσουν καταδικάστηκαν σε πολύ ελαφρύτερες ποινές.Από τον κυριολεκτικά εξοντωτικό αυτό νόμο επήλθε τεράστια καταστροφή κυρίως των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης, εναντίον των οποίων ουσιαστικά και στρέφονταν ο νόμος αυτός, καθώς ειδικά για τις μειονότητες ο φόρος υπολογιζόταν από τις τοπικές αρχές αυθαίρετα, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο συντελεστή, αλλά κυριολεκτικά από ένα καπρίτσιο της στιγμής.

Τεράστιες περιουσίες χάθηκαν τότε ή και εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια άτομα από τις μειονότητες που καταστράφηκαν, έφτασαν ακόμα και στην αυτοκτονία. Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον γύρω στους 2.000 εύπορους οικογενειάρχες οδηγήθηκαν στα καταναγκαστικά έργα, ένας αριθμός των οποίων πέθανε εκεί από τις κακουχίες.

Όμως η εφαρμογή αυτού του νόμου επέφερε παράλληλα μία τρομερή αύξηση της τιμής των αγαθών προκειμένου να μειωθούν οι όποιες απώλειες, με συνέπεια να βαρύνει ακόμα περισσότερο τις οικονομικά χαμηλότερες τάξεις. Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1944 λόγω διεθνών πιέσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και πλέον είχε επέλθει τεράστια οικονομική εξαθλίωση των θρησκευτικών μειονοτήτων. Μετά την κατάργηση του νόμου, όσοι είχαν οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα γύρισαν στα σπίτια τους. Η κυβέρνηση της Τουρκίας υποσχέθηκε να τους αποδώσει πίσω και τις περιουσίες τους, αλλά στην πράξη δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο σε κανέναν.

 

1950 – Σμήνος ελληνικών πολεμικών αεροσκαφών αναχωρεί για την Κορέα, προκειμένου να λάβει μέρος στις εκεί επιχειρήσεις, υπό τις δυνάμεις του ΟΗΕ (Πόλεμος της Κορέας). Η Ελλάδα ήταν ένα από τα 53 κράτη-μέλη που υποστήριξαν την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1950 του Συμβουλίου Ασφαλείας και ένα από τα 21 κράτη-μέλη που συνεισέφεραν δυνάμεις.

Η ελληνική συμμετοχή αποτελούνταν από ενισχυμένο τάγμα και από σμήνος της Πολεμικής Αεροπορίας. Η αρχική αποστολή του «Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος εις Κορέαν» (ΕΚΣΕ) αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Νοεμβρίου 1950, με 54 αξιωματικούς και περίπου 800 υπαξιωματικούς και άνδρες.
Σε ό,τι αφορά στην αεροπορική συμμετοχή, η Ελλάδα συμμετείχε με το 13ο Σμήνος Μεταφορικών Αεροσκαφών που αποτελούνταν από 9 αεροσκάφη C-47 Dacota και 67 αξιωματικούς και οπλίτες (25 ιπτάμενο προσωπικό και τα υπόλοιπα προσωπικό εδάφους).

Στις 11 Νοεμβρίου 1950, ημέρα Σάββατο, το 13ο Σμήνος απογειώνεται από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας με προορισμό την Κορέα, ακολουθώντας το δρομολόγιο Ελευσίνα, Ρόδος Λευκωσία, Νταχράν, Καράτσι , Νέο Δελχί, Καλκούτα, Μπανγκόγκ, Σαϊγκόν, Φιλιππίνες, Οκινάουα και άφιξη στην αεροπορική βάση Itazuki στο Kyushu της Ιαπωνίας την 1η Δεκεμβρίου.ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΟΡΕΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Στις 3 Δεκεμβρίου, τα ελληνικά φτερά προσγειώνονται στο έδαφος της Κορέας και εντάσσονται αμέσως, λόγω της αναγκαίας άμεσης συμμετοχής του σμήνους στις επιχειρήσεις συνεπεία της κρίσιμης καταστάσεως που δημιούργησε η ταχεία επέλασις των κινεζικών δυνάμεων, στην 21η Μοίρα Μεταφορών της 374ης Αμερικανικής Πτέρυγας Μάχης, η οποία αργότερα ονομάσθηκε 6461η Μοίρα, η επονομαζόμενη «Kyushu Gypsies» .

Επειδή η 21η Μοίρα -η οποία αργότερα μετονομάσθηκε σε 6461η Μοίρα Μεταφορών- δεν είχε κάποια μόνιμη βάση επιχειρήσεων στην Κορέα, αλλά μετακινείτο συνεχώς από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο αναλόγως των αναγκών, έγινε γνωστή με το όνομα Kyushu Gypsy Squadron.

 

2002 – Το σχέδιο Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού, που συνέταξε ο γ.γ. του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, παραδίδεται στην Κυπριακή Δημοκρατία, στην τουρκοκυπριακή πλευρά και στις εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία. Ο έλληνας πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, και ο κύπριος πρόεδρος, Γλαύκος Κληρίδης, δηλώνουν ότι «το σχέδιο είναι διαπραγματεύσιμο».

Μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974 στην Κύπρο, οι τούρκικες δυνάμεις έλεγχαν το 38% του εδάφους, ενώ υπήρξε και ανταλλαγή πληθυσμού το 1975. Από τότε, υπήρξαν διάφορες πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού, σχεδόν όλες υπό την επίβλεψη του ΓΓ του ΟΗΕ, ωστόσο όλες αποτύγχαναν.

Τον Δεκέμβριο 1999, ξεκίνησαν ξανά εκ του σύνεγγυς συνομιλίες για προετοιμασία του εδάφους για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ο Ραούφ Ντενκτάς και Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ο Κόφι Ανάν με ειδικό του Σύμβουλο για τον Κυπριακό τον Άλβαρο ντε Σότο.

Ο Κόφι Ανάν υπέβαλε Σχέδιο για συνολική επίλυση του Κυπριακού. Η αρχική του μορφή (το αποκαλούμενο σήμερα σχέδιο Ανάν Ι) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2002 και το δεύτερο αναθεωρημένο σχέδιο στις 10 Δεκεμβρίου 2002 (Σχέδιο Ανάν ΙΙ). Στις 26 Φεβρουαρίου 2003 υπεβλήθη το Σχέδιο ΙΙΙ. Ακολούθησε η εκλογή του Τάσου Παπαδόπουλου στις προεδρικές εκλογές του 2003.[2] Τον Μάρτιο του 2004 παρουσιάστηκε η πέμπτη και τελική μορφή του σχεδίου.

Παρότι ο Κόφι Ανάν ήθελε να παρουσιάσει ένα σχέδιο προερχόμενο μόνο από τις διαπραγματεύσεις των δυο κοινοτήτων, προ του συνεχιζόμενου αδιεξόδου, αναγκάστηκε να τελειώσει το κείμενο μόνος του.

 

Γεννήσεις

 

1885 – Τζορτζ Πάτον (George Smith Patton, 11 Νοεμβρίου 1885 – 21 Δεκεμβρίου 1945) ο νεότερος, ήταν Αμερικανός στρατηγός, ένας από τους ικανότερους διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων των Συμμάχων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ειδικότητα στη διοίκηση των τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων μονάδων. Ήταν αλαζόνας, εκκεντρικός, ματαιόδοξος και θεωρούσε τους στρατιώτες τόσο αναλώσιμους όσο τις σφαίρες. Παράλληλα όμως ήταν ειλικρινής και ακέραιος χαρακτήρας, ατρόμητος στη μάχη και με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Μπορούσε να εμπνεύσει τρόμο στους αντιπάλους του και σεβασμό στους συμμάχους του.

Ο Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο νεότερος ήταν γιος του Τζωρτζ Σμιθ Πάττον του πρεσβύτερου (1856-1927) και της Ρουθ Γουίλσον (1861-1928). Γεννήθηκε στο Σαν Γκάμπριελ της Καλιφόρνιας στις 11 Νοεμβρίου του 1885. Οι γονείς του ήταν εύποροι και με μεγάλη ιστορία ως οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νομικός αλλά είχε σπουδάσει σε στρατιωτική ακαδημία, ο παππούς του από τη πλευρά της μητέρας του ήταν πολιτικός και μεγάλος γαιοκτήμονας, ο προπάππους του Χίου Γουήντον Μέρσερ ήταν στρατηγός στην Αμερικανική επανάσταση και ο παππούς του, από τη πλευρά του πατέρα του, Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο πρώτος ήταν ταξίαρχος στον Αμερικανικό Εμφύλιο.

Ο Τζωρτζ Πάττον φοίτησε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία και ήταν ιδιαίτερα καλός στη φιλοσοφία, στους αρχαίους συγγραφείς και στην νεότερη ιστορία αλλά ταυτόχρονα ήταν τραγικά απαράδεκτος στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες. Του δόθηκε η άδεια να φοιτήσει στη στρατιωτική ακαδημία της Βιρτζίνια και ένα χρόνο μετά μετατέθηκε στην ανώτατη στρατιωτική σχολή του Γουέστ Πόιντ, την πιο φημισμένη μέχρι σήμερα σχολή στρατιωτικών. Λόγω των χαμηλών γνώσεων του στα μαθηματικά, αποφοίτησε, πιο αργά από τους συμφοιτητές του, από τη σχολή το 1909 και διορίσθηκε αξιωματικός του ιππικού. Όσο φοιτούσε στη σχολή Γουέστ Πόιντ, γνώρισε την κόρη ενός πλούσιου βιομηχάνου, την Μπέατρις Άγιερ, με την οποία παντρεύτηκε μετά την αποφοίτησή του.

Ο Τζωρτζ Πάττον διακρίθηκε ως αθλητής, μέσα και έξω από τη σχολή. Μάλιστα το 1912 πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, εκπροσωπώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και το στρατό τους. Αγωνίστηκε στο μοντέρνο πένταθλο και κατέλαβε την Πέμπτη θέση. Το 1913 φοίτησε στην Γαλλική Σχολή Ιππικού και με την αποφοίτησή του έγραψε ένα εγχειρίδιο για την σωστή χρήση της σπάθης.

 

1928 – Κάρλος Φουέντες. Ο Κάρλος Φουέντες γεννήθηκε στον Παναμά, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως μέλος του μεξικανικού διπλωματικού σώματος. Στη δεκαετία του ’30, ο πατέρας του διορίστηκε πρέσβης του Μεξικού στις Ηνωμένες Πολιτείες, με έδρα την Ουάσινγκτον. Στην Πόλη του Παναμά ο νεαρός Φουέντες σπούδασε ιστορία και γεωγραφία του Μεξικού. Θα περνούσαν αρκετά χρόνια για να γνωρίσει το Μεξικό από κοντά. Στο μεταξύ έζησε στο Σαντιάγο τη Χιλής, το Μπουένος Άιρες, όπου δέχθηκε την επιρροή σημαντικών προσωπικοτήτων των λατινοαμερικάνικων γραμμάτων, όπως ο Πάμπλο Νερούδα και ο Νταβίδ Αλφάρο Σικέιρος.

Στο Μεξικό, ο Φουέντες πήγε στα 16 του χρόνια και εισήχθη στην προπαρασκευαστική τάξη για το Κολλέγιο. Ξεκίνησε να εργάζεται ως συνεργαζόμενος δημοσιογράφος με το περιοδικό HACKERS DOWNLOAD και κέρδισε την πρώτη θέση στο λογοτεχνικό διαγωνισμό του Κολλεγίου Φρανσές Μορέλος. Αργότερα πήρε τον πτυχίο της Νομικής από το Πανεπιστήμιο UNAM. Το 1950 ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου έκανε σπουδές Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης.
Το 1954 δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα με τίτλο Οι μασκαρεμένες μέρες. Μαζί με τον Εμανουέλ Καρμπάγιο διηύθυνε την “Revista Mexicana de Literatura” (Μεξικανική Επιθεώρηση Λογοτεχνίας), ενώ μαζί με τους Βίκτορ Γκονσάλες Ολέα και Ενρίκε Γκονσάλες Πεδρέρο διηύθυνε το περιοδικό “El Espectador” (Ο Θεατής).

Ο Κάρλος Φουέντες περιέγραψε στο μυθιστόρημά του Η πιο διαυγής περιοχή το Μεξικό των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Επέστρεψε στην περιγραφή του Μεξικού, αυτή τη φορά των δεκαετιών του ’80 και του ’90, στο μυθιστόρημα Κριστόμπαλ Νονάτο.
Στη δεκαετία του ’60, έζησε στο Παρίσι, στη Βενετία, το Λονδίνο και στην Πόλη του Μεξικού. Το 2001, το μυθιστόρημά του Αύρα, το οποίο είχε γράψει το 1962, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός σκανδάλου στην Πόλη του Μεξικού. Μία καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η Χεορχίνα Ράβαγο, απολύθηκε διότι πρότεινε την ανάγνωση του εν λόγω έργου στους μαθητές του Ινστιτούτου “Félix Félix de Jesús Rougier”, όπου φοιτούσε και η κόρη του τότε Υπουργού Εργασίας, Κάρλος Αβασκάλ Καρράνσα.
Στη δεκαετία του ’70, ο Φουέντες εργάστηκε στο Ινστιτούτο Γούντροου Ουΐλσον της Ουάσινγκτον. Ο Φουέντες υπήρξε πρέσβης του Μεξικού στη Γαλλία κατά την περίοδο 1972 – 1978, αλλά παραιτήθηκε όταν ο πρώην πρόεδρους του Μεξικού, Γουστάβο Ντίας Ορδάς, γνωστός ως ηθικός αυτουργός της σφαγής των φοιτητών έξω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, διορίστηκε πρέσβης του Μεξικού στην Ισπανία.
Το 1979, ο Φουέντες έλαβε το Διεθνές Βραβεία Αλφόνσο Ρέγιες, το 1984 το Εθνικό Βραβείο Επιστημών και το 1987 το Βραβείο Θερβάντες. Το 1992 του απονεμήθηκε το ΣΤ’ Βραβείο Ιβηροαμερικανικής Λογοτεχνίας. Το 1994 τιμήθηκε με το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστούριας.

 

1974 – Λεονάρντο Ντι Κάπριο (Leonardo Wilhelm DiCaprio, 11 Νοεμβρίου 1974) είναι Αμερικανός ηθοποιός. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, ο Ντι Κάμπριο ξεκίνησε την καριέρα του με τηλεοπτικές διαφημίσεις πριν συμμετάσχει σε τηλεοπτικές σειρές, όπως Santa Barbara και Growing Pains στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε στην κωμωδία τρόμου Critters 3 το 1991. Έλαβε αναγνώριση με δευτερεύοντες ρόλους στις ταινίες Τι Βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ (What’s Eating Gilbert Grape, 1993), Σταγόνες Αγάπης (Marvin’s Room, 1995) και Το Τέλος της Αθωότητας (The Basketball Diaries, 1995). Πήρε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο Romeo + Juliet το 1996 και έγινε παγκοσμίως γνωστός με την ταινία Τιτανικός (Titanic) σε σκηνοθεσία του Τζέιμς Κάμερον, τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών μέχρι το 2010.

Κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ το 2016, για την ερμηνεία του στην ταινία η Επιστροφή. Έχει ακόμη βραβευτεί με τη Χρυσή Σφαίρα Α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στις ταινίες Ιπτάμενος Κροίσος (The Aviator, 2004), Ο Λύκος της Wall Street (The Wolf of Wall Street, 2013) και η Επιστροφή (The Revenant, 2015). Οι ταινίες Το Νησί των Καταραμένων (Shutter Island, 2010) και Inception (2010) συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εμπορικών επιτυχιών της καριέρας του.
Ά

λλες ταινίες στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει είναι οι: Πιάσε Με Αν Μπορείς (Catch Me If You Can, 2002), Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York, 2002), Ματωμένο Διαμάντι (Blood Diamond, 2006), Ο Πληροφοριοδότης (The Departed, 2006) και Ο Δρόμος της Επανάστασης (Revolutionary Road, 2008). Επίσης, έχει λάβει σαν ηθοποιός άλλες πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ. Ο Ντι Κάμπριο είναι ιδιοκτήτης μίας εταιρίας παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, της Appian Way Productions, που εδρεύει στην Καλιφόρνια.

 

Θάνατοι

 

1950 – Αλέξανδρος Διομήδης. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 1875 και ήταν γιος του Νικολάου Διομήδη, νομικού, και της Ελένης Φιλαρέτου. Καταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια νομικών και πολιτικών Διομήδη-Κυριακού. Ο παππούς του Διομήδης Κυριακός ήταν καθηγητής νομικής και πρωθυπουργός. Καθηγητής νομικής ήταν και ο θείος του Βασίλης Οικονομίδης.

Η οικογένεια Κυριακού ήταν μεγάλη ναυτική σπετσιώτικη οικογένεια που προσέφερε πολλά στην επανάσταση του 1821. Λόγω της μεγάλης οικογενειακής παράδοσης, σπούδασε νομική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, αλλά συνέχισε τις σπουδές του ειδικευόμενος στα οικονομικά στη Βαϊμάρη, το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Λειψία, όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ.

Το 1905, διορίστηκε υφηγητής του διοικητικού δικαίου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και ήταν ανταποκριτής των εφημερίδων «Νέες Ημέρες» της Τεργέστης και «Νέος Ελεύθερος Τύπος της Βιέννης» ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως δικηγόρος. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910.

Στην αρχή της καριέρας του διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Από το 1910 μέχρι το 1918 εκλεγόταν βουλευτής Σπετσών με το κόμμα των Φιλελευθέρων και διετέλεσε υπουργός Οικονομικών από το 1912 μέχρι το 1915 στην πρώτη Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και προσωρινός υπουργός Εξωτερικών (από 13 Δεκεμβρίου 1918 έως 20 Νοεμβρίου 1919), αναπληρωτής του υπουργού Νικολάου Πολίτη Το 1918 έγινε συνδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Το 1922, υπήρξε συνιδρυτής της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», διετέλεσε προσωρινά υπουργός Οικονομικών και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας (1923-1929)[8] με την οποία ασχολήθηκε, με κάποιες διακοπές, μέχρι το έτος 1949. Διετέλεσε πρώτος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος[9] την περίοδο από το 1928 έως το 1931 και πρόεδρος του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου. Το 1945 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Το 1949 ορκίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη τον οποίο και διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία για έξι μήνες την περίοδο από τις 30 Ιουνίου 1949 έως τις 6 Ιανουαρίου 1950.

Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1950 και ήταν νυμφευμένος με την Ιουλία Ψύχα, κόρη του Γεωργίου Ψύχα και της Ζηνοβίας Σαλβάγου, οικογένειας της διασποράς από την Αλεξάνδρεια, με σημαντική κοινωνική δράση. Με τον θάνατό του κληροδότησε μέρος της περιουσίας του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με σκοπό να δημιουργηθεί βοτανικός κήπος, που άρχισε σταδιακά από το 1961 έως το 1975 και πήρε το όνομα της γυναίκας του και του ιδίου ως «Βοτανικός Κήπος Ιουλίας και Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους». Εξέδωσε πολλές οικονομικές μελέτες ενώ ασχολήθηκε και με την βυζαντινή ιστορία.

 

1990 – Αλέξης Μινωτής. Γεννήθηκε στα Χανιά στις 8 Αυγούστου 1900. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξης Μινωτάκης. Από ηλικίας 15 χρόνων δημοσίευσε ποιήματα του στο φιλολογικό περιοδικό Διόνυσος της Κωνσταντινούπολης υιοθετώντας το επίθετο Μινωτής Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο γυμνάσιο διορίστηκε υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών, μετέπειτα Εθνική Τράπεζα, των Χανίων.

Το 1921 ήλθε στην Αθήνα και άρχισε ως ερασιτέχνης ηθοποιός να εμφανίζεται “επί σκηνής” με διάφορα θεατρικά συγκροτήματα – θιάσους. Αργότερα όμως επιδόθηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός λαμβάνοντας μέρος και σε επαρχιακές θεατρικές περιοδείες με τους θιάσους Βεάκη και Νέζερ παρουσιάζοντας τον “Οιδίποδα τύραννο”.

Προκειμένου εντωμεταξύ ν’ αντιμετωπίσει τις οικογενειακές αντιρρήσεις για το επάγγελμα που είχε διαλέξει αναγκάσθηκε να κόψει (περιορίσει) το επίθετό του, αν και αυτό δεν μείωσε τη ρήξη που είχε με τον πατέρα του για πολλά χρόνια.

Αργότερα προσλήφθηκε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με το θίασο της οποίας και σημείωσε το 1925 τη πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο έργο του Αρτζιμπάσεφ Πόλεμος που υποδυόταν τον ρόλο του βιολιστή, έτσι δεν άργησε αν και αυτοδίδακτος ν’ αναγνωρισθεί η εξέχουσα καλλιτεχνική μορφή του μεταξύ των Ελλήνων πρωταγωνιστών της δραματικής σκηνής. Ιστορικής επιτυχίας θεωρήθηκαν οι παραστάσεις του στο πρωτοποριακό τότε συγκρότημα της “Ελεύθερης Σκηνής” το 1930. Στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε από τους καλύτερους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, στις παραστάσεις του οποίου στην Αγγλία (1939) με τον “Άμλετ” του Σαίξπηρ κρίθηκε από τους Άγγλους κριτικούς ως Παγκόσμιος καλύτερος Άμλετ των τελευταίων 50 ετών.

Ο Αλέξης Μινωτής υποδύθηκε σχεδόν όλους τους ρόλους σε όλα τα θεατρικά είδη, από φάρσες μέχρι μελοδράματα (όπερες) και από κωμωδία μέχρι τραγωδία, δημιουργώντας μια καριέρα διεθνούς ακτινοβολίας. Κυριότεροι δημιουργικοί ρόλοι του Αλέξη Μινωτή ήταν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους των έργων: “Ιούλιος Καίσαρ” και “Άμλετ” του Σαίξπηρ, “Δον Κάρλος” του Σίλλερ, “Ιβάν ο τρομερός”, “Πέερ Γκυντ”, “Μάκβεθ”, “Βασιλιάς Ληρ”, “Βρυκόλακες” κ.ά.

Το 1940 νυμφεύτηκε την Κατίνα Παξινού και μαζί εμφανίζονταν στο Βασιλικό Θέατρο που δημιούργησαν. Στη περίοδο όμως της κατοχής στην Ελλάδα (1941) ο Αλέξης Μινωτής κατέφυγε στις ΗΠΑ. Το 1946 ο Μινωτής εισήλθε στο Χόλυγουντ και έλαβε μέρος στη κινηματογραφική ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ Υπόθεση Νοτόριους (Notorious) μαζί με τον Κάρι Γκραντ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Την ίδια χρονιά συμμετείχε ακόμη στη ταινία Ο φυγάς (The Chase) μαζί με την Μισέλ Μοργκάν. Από εκεί το 1952 προσκλήθηκε από το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα (μαζί με την Κατίνα Παξινού) για έκτακτες εμφανίσεις σε αρχαία δράματα και στους “Βρυκόλακες” του Ίψεν. Τότε ανταποκρινόμενος στο αίτημα της Βασίλισσας Φρειδερίκης για γύρισμα χολιγουντιανής ταινίας στην Ελλάδα συμμετείχε στο Παιδί και το δελφίνι με την Σοφία Λόρεν που γυρίστηκε στην Ύδρα.

Το ίδιο έτος μετά τις παραστάσεις στην Ελλάδα συμμετείχε στις παραστάσεις αρχαίων δραμάτων του Εθνικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Στις παραστάσεις εκείνες ο “Οιδίπους Τύραννος” του Σοφοκλή ανέβηκε με δική του σκηνοθεσία. Επίσης σκηνοθέτησε στη συνέχεια τις τραγωδίες “Εκάβη” (1955) και “Μήδεια” (1956) του Ευριπίδη στις οποίες πρωταγωνίστησε η Κατίνα Παξινού, καθώς και τις τραγωδίες “Αντιγόνη” (1956), με πρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού και “Οιδίπους επί Κολωνώ”, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Το 1958 ανέβασε στην Αμερική (Dallas Civil Opera) και στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο την όπερα του Κερουμπίνι Μήδεια με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας. Η παράσταση εκείνη κρίθηκε ως βάση υψηλού υποδείγματος σύγχρονης σκηνοθεσίας μελοδράματος (όπερας). Επίσης εμφανίσθηκε και στο Μπρόντγουεϊ στην “Ηλέκτρα” με την Μαρίκα Κοτοπούλη.

Ο Αλέξης Μινωτής είχε επίσης λάβει μέρος και στη ξένη κινηματογραφική επιτυχία Γη των Φαραώ με την Τζόαν Κόλινς.
Τελευταία εμφάνισή του στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ήταν το καλοκαίρι του 1989 με τον ρόλο που υπήρξε για τον ίδιο όχι μόνο σκηνικό αλλά και προσωπικό αγώνισμα μιας ολόκληρης ζωής, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή.

Κατά τη μεταπολίτευση, ο Αλέξης Μινωτής ήταν ένα από τα πρόσωπα κύρους στα οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέθεσε νευραλγικές θέσεις, με σκοπό τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής κοινωνίας.

Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990 μένοντας πιστός στη μνήμη της συζύγου του Κατίνας Παξινού μέχρι τον θάνατό του.

 

1990 – Γιάννης Ρίτσος. (Μονεμβασιά, 1 Μαΐου 1909 – Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 1990) Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, είκοσι δύο μυθιστορήματα, 1 θεατρικό έργο και μελέτες.

Τα έργα του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς όταν το ΚΚΕ βρισκόταν στη παρανομία.

Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.

Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάντρ Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά και άλλα. Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia