...
Λευτέρης Τηλιγάδας
Μεσολόγγι, Αγρίνιο, Τεπελένι
191 μέρες στα χιόνια της Ιστορίας
Η πορεία Μεσολόγγι – Αγρίνιο – Τεπελένι δεν ήταν μια απλή διαδρομή
Ήταν η πορεία μιας γενιάς που έζησε την υπέρβαση του εαυτού της στα βουνά της Ηπείρου
και γύρισε ―όσοι γύρισαν― με την πικρή επίγνωση πως η θυσία τους είχε γίνει ήδη προπαγάνδα
Ο Οκτώβριος του 1940 βρίσκει την Ελλάδα μέσα σε ένα παράξενο μείγμα πειθαρχίας και σιωπής. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου έχει ήδη καταπνίξει κάθε πολιτική φωνή, έχει φυλακίσει αντιφρονούντες και εξορίσει κομμουνιστές, προβάλλοντας ωστόσο τον εαυτό του ως «εθνικό αναμορφωτή». Ο Ιωάννης Μεταξάς, στρατιωτικός με ευρωπαϊκή παιδεία αλλά αυταρχική ψυχολογία, παρουσιάζει το κράτος του σαν πατέρα–προστάτη, που λειτουργεί με δύο βασικά συνθήματα: «Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών» και «Τάξη, πειθαρχία, εργασία»· αυτά είναι τα δύο τρίπτυχα τού καθεστώτος του. Στη θέση της δημοκρατίας υψώνεται ένα κράτος–φύλακας, στη θέση του δημόσιου λόγου, μια εκκωφαντική σιωπή που καλύπτει τα πάντα κάτω από το δόγμα «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια». Κι όμως, όταν ο πόλεμος θα φτάσει στα σύνορα, κανένα σύνθημα δεν θα μπορέσει να υποκαταστήσει την αγωνία ενός λαού για ελευθερία. Οι στρατιώτες που επιστρατεύονται από τη Ρούμελη και την Αιτωλοακαρνανία δεν φεύγουν για να υπερασπιστούν ένα καθεστώς· φεύγουν για να υπερασπιστούν τα χωράφια τους, τα σπίτια τους και τους ανθρώπους τους.
Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου, με 2.800 άνδρες και 103 αξιωματικούς, λαμβάνει εντολή επιστράτευσης στις 19 Οκτωβρίου. Στο Αγρίνιο, όπου συγκεντρώνεται, ο ενθουσιασμός θυμίζει εθνική γιορτή· κάτω όμως από τις σημαίες και τα τραγούδια φωλιάζει η φτώχεια και η επίγνωση ότι η χώρα είναι μόνη, χωρίς συμμάχους. Ο λαός ξεσπά, ο Μεταξάς υπογράφει τα διατάγματα, και η Ιστορία αρχίζει να κυλά προς το αναπόφευκτο.
Στις 25 Οκτωβρίου το Σύνταγμα αναχωρεί για το μέτωπο. Οι Ευζώνοι προχωρούν μέσα στη βροχή και τη λάσπη· η διαδρομή Μεσολόγγι–Αγρίνιο–Άρτα ολοκληρώνεται σε δύο μόλις ημέρες, με τα μεταγωγικά να βουλιάζουν στους χωματόδρομους. Στις 28 Οκτωβρίου, την ώρα που οι στρατιώτες βρίσκονται ακόμη καθ’ οδόν, η είδηση διαδίδεται σαν σεισμός: η Ιταλία εισέβαλε από την Ήπειρο. Η Ελλάδα εκείνη τη στιγμή είναι εντελώς μόνη. Η Βρετανία έχει δεσμευθεί «ηθικά», όχι όμως και στρατιωτικά. Ο Μεταξάς, αν και φιλοβρετανός, γνωρίζει πως η χώρα του είναι απλώς ένα πιόνι στο πολιτικοστρατιωτικό σκάκι των αυτοκρατοριών, και το «Όχι» του —που αργότερα έγινε θρύλος— υπήρξε περισσότερο προϊόν ενός διπλωματικού αδιεξόδου παρά μια ηρωική υπέρβαση της συγκυρίας.
Στο Αγρίνιο, οι κάτοικοι αποχαιρετούν τους Ευζώνους με δάκρυα στα μάτια. Λίγες ώρες αργότερα, ιταλικά αεροπλάνα διασχίζουν τον ουρανό της πόλης ― ο πρώτος ήχος του πολέμου. Το Σύνταγμα προχωρεί προς το Ρίβιο, το Μακρυνόρος και το Πέτα, για να τεθεί υπό τη διοίκηση της VIII Μεραρχίας του στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, του αξιωματικού που θα γίνει σύμβολο της αντίστασης στην Ήπειρο. Δεκαπέντε ελληνικά τάγματα και δεκαέξι πυροβολαρχίες αντιπαρατίθενται σε τέσσερις ιταλικές μεραρχίες —Φεράρα, Σιένα, Κενταύρων και Ιππικού— εξοπλισμένες με άρματα μάχης, αεροπορία και σαράντα χιλιάδες άνδρες. Κι όμως, οι πρώτες μέρες του πολέμου αποκαλύπτουν κάτι απροσδόκητο: ο στρατός που ο Μεταξάς είχε κρατήσει πειθαρχημένο μέσα στα στεγανά του καθεστώτος του αποδεικνύεται απρόβλεπτος στο πεδίο. Πολεμά με αυτενέργεια, με πείσμα, με ένα πνεύμα που δεν χωρά σε καμία προπαγάνδα. Το Καλπάκι αντέχει, οι Ιταλοί αποκρούονται, κι η φράση «Ο στρατός κρατά» αρχίζει να ψιθυρίζεται με ανακούφιση σε κάθε χωριό.
Στις αρχές Νοεμβρίου, οι Ευζώνοι του Μεσολογγίου μεταφέρθηκαν στη Θεσπρωτία, εκεί όπου οι Ιταλοί απειλούσαν να εισβάλουν από την παραλία της Ηγουμενίτσας. Πολέμησαν στα βουνά και στις χαράδρες, μέσα στη βροχή και στη λάσπη, μέχρι που οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Πρώτος νεκρός του Συντάγματος ο στρατιώτης Χρήστος Ασημακόπουλος, που σκοτώθηκε στον καταυλισμό του Μπισδουνίου, την ώρα που ξυριζόταν -τραγική ειρωνεία- στη ρίζα ενός δέντρου.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η ελληνική αντίσταση μετατράπηκε σε αντεπίθεση. Η προέλαση στην Αλβανία, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 έως τις αρχές Ιανουαρίου 1941, ήταν ένα ποτάμι ανθρώπινης θέλησης. Οι Ευζώνοι πέρασαν τα σύνορα, κατέλαβαν υψώματα και χωριά, προχώρησαν μέσα σε απερίγραπτο ψύχος και πείνα. Στο Αργυρόκαστρο, στο Δέλβινο, στους Αγίους Σαράντα, οι κάτοικοι τους υποδέχθηκαν σαν απελευθερωτές, ραίνoντάς τους με άνθη. Μα πίσω από τις θριαμβολογίες κρυβόταν η εξάντληση: το ογδόντα τοις εκατό των ανδρών ήταν ανυπόδητοι, ο ανεφοδιασμός ανεπαρκής, τα τραύματα και οι παγοπληξίες αμέτρητες. Στην Αθήνα, το καθεστώς μιλούσε για «Ελλάδα αήττητη» και ταυτοχρόνως απέφευγε να αναγνωρίσει την ανθρώπινη θυσία. Ο Μεταξάς χρησιμοποιούσε το έπος του στρατού για να θωρακίσει το κύρος του· κι έτσι, η πρώτη νίκη μετατράπηκε σε εργαλείο εξουσίας.
Το Τεπελένι ήταν ο επόμενος στόχος. Ένα φυσικό φρούριο ανάμεσα σε βουνά και χαράδρες, με τα στενά της Κλεισούρας να σχηματίζουν ένα γιγάντιο Η ― όπως έλεγαν οι αξιωματικοί ―, ήταν το σημείο όπου ο εχθρός είχε αποφασίσει να δώσει την τελευταία του μάχη. Από τον Δρίνο ως τον Αώο, κάθε βράχος ήταν σκαμμένος, κάθε πλαγιά γεμάτη συρματοπλέγματα και πολυβολεία. Οι Έλληνες έπρεπε να διασχίσουν ένα τοπίο απρόσιτο, κάτω από συνεχή πυρά πυροβολικού και βομβαρδισμούς από τον αέρα. Παρ’ όλα αυτά, στις 18 Δεκεμβρίου έφθασαν ως το χωριό Χόρμοβα, αντικρίζοντας απέναντι, μόλις δυόμισι χιλιόμετρα μακριά, το Λέκλι ― την πύλη του Τεπελενίου.
Η μάχη εκεί έμελλε να γίνει θρύλος και τραγωδία μαζί. Τη νύχτα της 28ης Δεκεμβρίου, έπειτα από βομβαρδισμό τριών ωρών, έξι λόχοι του 2/39 κατέβηκαν στις χαράδρες για να κόψουν τα συρματοπλέγματα. Προχώρησαν χωρίς κάλυψη, μέσα στη χιονοθύελλα, απέναντι σε τριπλές σειρές πολυβόλων. Όταν ξημέρωσε, το πεδίο ήταν σπαρμένο με σώματα. Σαράντα ένας νεκροί και δεκάδες τραυματίες για ένα βήμα γης. «Ήταν μια επίθεση αυτοκτονίας», γράφει ο Μπιρπίλης, «ένας παραλογισμός που μας στοίχισε τους πιο γενναίους». Ολόκληρο το Α΄ Σώμα Στρατού καθηλώθηκε στα υψώματα του Γκόλικο· οι παγοπληξίες και η πείνα έγιναν πιο επικίνδυνες από τα όπλα του εχθρού. Ο χειμώνας του 1941 ήταν ο σκληρότερος των τελευταίων δεκαετιών, κι όμως οι Έλληνες δεν υποχωρούσαν. Το Τεπελένι έπρεπε, έλεγαν, να πέσει πριν τελειώσει ο χρόνος ― κι όμως δεν έπεσε ποτέ.
Στην Αθήνα, η πραγματικότητα έφτανε διαστρεβλωμένη. Η προπαγάνδα μιλούσε για «θρίαμβο της φυλής», ενώ στα βουνά της Αλβανίας στρατιώτες έθαβαν συντρόφους τους κάτω από τον πάγο. Ο Μεταξάς πέθανε τον Ιανουάριο του 1941, αφήνοντας πίσω του ένα καθεστώς χωρίς πυρήνα, και ο διάδοχός του Κορυζής προσπάθησε μάταια να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις των Άγγλων και τη σκιά της Γερμανίας. Η πολιτική εξουσία ζούσε στην αυταπάτη μιας επικείμενης νίκης, ενώ ο στρατός στην Ήπειρο γνώριζε πως οι δυνάμεις του είχαν φτάσει στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Ο Διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου, Μάρκος Δράκος, ζήτησε να αντικατασταθούν οι εξαντλημένες Μεραρχίες και το Γενικό Στρατηγείο τον απομάκρυνε ως ηττοπαθή. Ήταν το προοίμιο της κατάρρευσης.
Στις 26 Φεβρουαρίου, μέσα σε ομίχλη και λεπτή χιονόπτωση, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν αντεπίθεση στο Γκόλικο. Δύο τάγματα Αλπινιστών κατέλαβαν προσωρινά τα υψώματα 1615 και 1723. Οι Ευζώνοι αντεπιτέθηκαν και, μέσα σε λίγες ώρες, ανέκτησαν τις κορυφές. Σαράντα επτά Έλληνες και εκατόν σαράντα πέντε Ιταλοί έμειναν στο πεδίο, «αδελφωμένοι στον ίδιο ύπνο», όπως γράφει μια μαρτυρία. Το ύψωμα άλλαξε χρώμα από τα αίματα. Για τους άνδρες του 2/39 δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο παρά η υποχρέωση να κρατήσουν αυτά τα βουνά, που είχαν γίνει σύμβολο όσο και τάφος. Σ’ εκείνα τα υψώματα χάθηκαν διακόσιοι εβδομήντα πέντε από τους δικούς τους ― τα δύο τρίτα όλων των νεκρών του Συντάγματος.
Όταν στις 6 Απριλίου οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, ο στρατός της Ηπείρου εξακολουθούσε να μάχεται στην Αλβανία, αγνοώντας ότι η πατρίδα είχε ήδη καταρρεύσει. Η Θεσσαλονίκη είχε πέσει, η Μακεδονία είχε χαθεί, κι όμως στα βουνά του Τεπελενίου οι Έλληνες συνέχιζαν να πολεμούν για λίγα μέτρα γης. Το ηθικό κατέρρεε μέρα με τη μέρα· ο Διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου έστελνε απεγνωσμένα τηλεγραφήματα προς το Γενικό Στρατηγείο: «Σώσατε τον στρατόν από τους Ιταλούς». Η κυβέρνηση στην Αθήνα διαλυόταν· ο Κορυζής αυτοκτόνησε· κι έτσι, στις 20 Απριλίου, οι Σωματάρχες της Ηπείρου, με επικεφαλής τον Τσολάκογλου, υπέγραψαν στο Βοτονάσι τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς ― μια πράξη που χαρακτηρίστηκε προδοσία, αλλά που στην ουσία ήταν η ύστατη προσπάθεια να σωθούν δεκάδες χιλιάδες εξαντλημένοι στρατιώτες.
Στο Τεπελένι, το 2/39 αγνοούσε τα πάντα. Οι άνδρες πολεμούσαν ακόμα, ελπίζοντας ότι η άνοιξη θα έφερνε τη λήξη του πολέμου. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Το χιόνι άρχιζε να λιώνει, κι εκεί που ξεπρόβαλλαν τα πρώτα λουλούδια, αποκαλύπτονταν τα πτώματα των άταφων συντρόφων. Στις 16 Απριλίου, διατάχθηκε επείγουσα σύμπτυξη. Οι Ευζώνοι κατέβηκαν μέσα στη νύχτα από το Δόντι, οδηγούμενοι από το τηλεφωνικό σύρμα της Μεραρχίας. Πίσω τους έμειναν οι νεκροί και οι σημαίες διπλωμένες. Οι τελευταίες ριπές των οπλοπολυβόλων προς τα σαρκοβόρα που κατέφθαναν δεν ήταν μάχη· ήταν τιμή, αποχαιρετισμός. Το Πάσχα τούς βρήκε στο χωριό Χρυσοδούλη, πίσω πια στα ελληνικά σύνορα. Εκεί έμαθαν ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Η επιστροφή ήταν αργή, σχεδόν βουβή. Στο Μπισδούνι και στη Βουνοπλαγιά, οι Ευζώνοι παρέδωσαν τα όπλα σε Γερμανούς υπαξιωματικούς. Ο πυροβολάρχης Κ. Βερσής, που είχε πολεμήσει από την πρώτη μάχη, αυτοκτόνησε πάνω στα κανόνια του ― μια πράξη που φώτιζε τη συνείδηση μιας γενιάς που δεν άντεχε την ήττα. Στις 3 Μαΐου 1941, τα υπολείμματα του Συντάγματος επέστρεψαν στο Μεσολόγγι. Εκατοντάδες νεκροί, σχεδόν χίλιοι τραυματίες, εκατοντάδες παγόπληκτοι και αιχμάλωτοι· μόνο σαράντα τρεις είχαν ταφεί στην ελληνική γη. Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί, στα βουνά της Αλβανίας, χωρίς σταυρό, χωρίς όνομα.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν έζησε για να εκμεταλλευτεί τη δόξα των στρατιωτών του. Όμως οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις φρόντισαν να κρατήσουν ζωντανό το «έπος του ’40» απογυμνωμένο από την ανθρώπινη ουσία του. Ο ηρωισμός έγινε μύθος, ο Μεταξάς ξαναβαφτίστηκε εθνάρχης, και οι ανώνυμοι Ευζώνοι που πάγωσαν στα βουνά ξεχάστηκαν πίσω από τις παρελάσεις. Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου ― οι τσολιάδες της Ρούμελης ― έμειναν στη μνήμη μόνο όσων είχαν χάσει δικούς τους και σε κάτι ξεθωριασμένες αφίσες των στους τοίχους των σχολικών κτιρίων. Κι όμως, η ιστορία τους δεν ανήκει σε κανένα καθεστώς· είναι η ιστορία ενός λαού που πολέμησε ενάντια στον φόβο και στην πείνα και που στη συνέχεια δεν υποτάχτηκε σε κανέναν κατακτητή.
Εκεί, στα χιονισμένα βουνά του Τεπελενίου, τελειώνει το έπος και αρχίζει η σιωπή. Οι φαντάροι του 2/39 που επέστρεψαν δεν μίλησαν πολύ, αφού όσοι έμειναν δεν είχαν πια φωνή. Ο πόλεμος που ξεκίνησε με το «Όχι» του Μεταξά, ήταν ο πόλεμος των ανώνυμων ανθρώπων που, χωρίς να ξέρουν ιδεολογία, έγιναν οι αληθινοί φορείς της ελευθερίας. Κι ίσως αυτή η διαδρομή από το Μεσολόγγι ως το Τεπελένι να μην είναι απλά και μόνο μια πορεία ενός στρατιωτικού σχηματισμού, αλλά ένα χρονικό της σύγκρουσης ανάμεσα στην αυθεντική αξιοπρέπεια ενός λαού και στη διαρκή προσπάθεια της ηγεσίας του -της όποιας ηγετικής γραφειοκρατίας του- να οικειοποιηθεί τη θυσία του.
Υ.Γ. Το κείμενο αντλεί τις πληροφορίες του από το άρθρο του Ιπποκράτη Μπιρμπίλη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αρχείον Αγρινίου», Τεύχος 20 – Οκτώβριος Νοέμβριος 2019, σελ. 3 – 10 με τίτλο: 2/39 Σ.Ε. Μεσολογγίου | Απ’ το Μεσολόγγι στο Τεπελένι – Ένα οδοιπορικό 191 ημερών ,που αναδημοσιεύσαμε αυτές τις μέρες πριν από ένα χρόνο στο Agriniostories.gr.
Φωτογραφία: Ψηλά η κορυφή Δόντι, κάτω το Τεπελένι
και μπροστά του η συμβολή του Αώου με τον Δρίνο
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


