Ζαπάντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής

Ζαπάντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής
«Ο εξοστρακισμός του διαφορετικού»

Το Ζαπάντα ή Ζεμπάν ή Ζαπάντ' ή Ζαπάντι ή Μεγάλη Χώρα[1]
βρίσκεται Βορειοδυτικά του Αγρινίου και δεσπόζει της αιτωλικής πεδιάδας
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, εκεί κοντά ήταν κτισμένη μια αρχαία πόλη:
το «παλιό» Αγρίνι,
σύμφωνα με τον προφορικό λόγο των σημερινών κατοίκων της περιοχής[2]

- της Τασούλας Βερβενιώτη -

Η ιστορία του Ζαπάντ’, όπως και των Τούρκο-κρητικών, μπορεί να φωτίσει την αντιθετική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον επίσημο, δημόσιο λόγο του έθνους-κράτους και την ανεπίσημη, λαϊκή (ατομική και κατ’ επέκταση συλλογική) κουλτούρα και μνήμη. Ενώ ο δημόσιος εθνοκεντρικός λόγος μπορεί να ρίξει στη λήθη σημαντικά στοι-χεία της ιστορίας ενός τόπου, η λαϊκή παράδοση έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει στη μνήμη κάποια από αυτά. Στον δημόσιο λόγο το Ζαπάντ’ ονομάζεται σήμερα Μεγάλη Χώρα και η ιστορία του αποσιωπάται. Αντίθετα, στο μη επίσημο λόγο ονομάζεται Ζαπάντι και στη λαϊκή μνήμη μπορεί να ανιχνεύσει κανείς σημάδια από τα περασμένα μεγαλεία του.

Η πολιορκία του Ζαπάντ’

Κάποτε πολιόρκησαν το Ζαπάντ’ 2.000 εχθροί. Έχτισαν έναν πύργο και έφεραν και δύο πυροβόλα. Το Ζαπάντ’ είχε περίπου 400 μαχητές και τέσσερις πύργους. Οι κάτοικοί του, παρόλο που πεινούσαν, αρνιόνταν να δεχτούν τους όρους υποταγής που τους πρότειναν οι πολιορκητές, πολλοί από τους οποίους, βλέποντας ότι η σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων οδηγούσε σε αδιέξοδο, αποχώρησαν. Αυτοί που απέμειναν άνοιξαν ένα λαγούμι, το γέμισαν με μπα-ρούτι και προσπάθησαν να ρίξουν τους πύργους του Ζαπάντ’. Οι μαχητές του όμως δεν έδειξαν να πτοούνται και απάντησαν με μια σφοδρή επίθεση. Οι πολιορκητές υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των πολιορκημένων, οι οποίοι θα νικούσαν -σύμφωνα με τους ιστορικούς- αν δεν είχαν την ατυχία να σκοτωθεί ο αρχηγός τους. Οι πολιορκητές έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών μαχητών του Ζαπάντ’ και τα κρέμασαν στον πύργο τους. Οι πολιορκημένοι τελικά -μετά από 45 μέρες πολιορκία- δέχτηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν με τον όρο οι νικητές να σεβαστούν τη ζωή και την τιμή τους. Αυτοί όμως αθέτησαν τους όρους της συνθήκης. Λαφυραγώγησαν τους ηττημένους και πολλούς τους σκότωσαν[3].

Μέχρι εκείνη την εποχή, το Ζαπάντ’, το Μεσολόγγι και το Αγρίνιο (Βραχώρι) ήταν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας. Μετά την ήττα του το Ζαπάντ’ έπαψε να είναι, παρόλο που η πολιορκία του παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την πολιορκία και την έξοδο των «ελεύθερων πολιορκημένων» του Μεσολογγίου. Επιπλέον και τα δύο γεγονότα συνέβησαν στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Η πολιορκία του Ζαπάντ’ έγινε λίγο νωρίτερα από του Μεσολογγίου, το καλοκαίρι του 1821. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα συνίσταται στο ότι στο Μεσολόγγι οι πολιορκούμενοι ήταν χριστιανοί, ενώ στο Ζαπάντ’ μουσουλμάνοι. Οι χριστιανοί-Έλληνες διεκδικούσαν την εθνική τους ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία. Με την επέμβαση και των «μεγάλων δυνάμεων» πέτυχαν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στην εθνοκεντρική ιστορία του οποίου ο ηρωισμός των κατοίκων του Ζαπάντ’ δεν είχε θέση. Γι΄ αυτό, ενώ το Μεσολόγγι τιμήθηκε και λόγω της ιστορίας του έγινε η πρωτεύουσα του νομού (παρόλο που είναι μικρότερο πληθυσμιακά από το Αγρίνιο) και κάθε χρόνο οργανώνονται γιορτές για να τιμήσουν και να δοξάσουν τον αγώνα και την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων, η ιστορία των μαχητών του Ζαπάντ’ πέρασε στη «Χώρα της σιωπής».

Δημόσιος λόγος: Ο εξοστρακισμός του διαφορετικού

Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να μοιράσει εύσημα ανδρείας ούτε να επαναλάβει τον κοινό τόπο ότι η ιστορία γράφεται από τους νι-κητές. Η επίσημη ιστοριογραφία του ελληνικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε και χάρη στην κατάληψη του Ζαπάντ’, δεν είχε κανένα λόγο να μνημονεύσει τον ηρωισμό των μουσουλμάνων μαχητών του ούτε να γιορτάσει μια νίκη αμαυρωμένη από μια παρασπονδία και από μια αγριότητα, όπως το κόψιμο και το κρέμασμα των κεφαλιών. Η φαντασιακή -όπως την αποκάλεσε ο Benedict Anderson[4]- κοινότητα του έθνους για να υπάρξει έχει ανάγκη από τους ζωτικούς μύθους της και ένας από αυτούς είναι ότι ακόμα και στον πόλεμο η παρασπονδία και η αγριότητα χαρακτηρίζουν τους εχθρούς του έθνους και όχι τους εθνικούς ήρωες, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και οι δημιουργοί του ελληνικού κράτους.

Ο δημόσιος λόγος μπορεί να αποσιωπά και να οδηγεί στη λήθη ιστορικά γεγονότα, το παρελθόν όμως αφήνει τα σημάδια του πάνω στον τόπο και στο τοπίο. Δεν είναι εύκολο να το διαγράψεις. Στον κάμπο της σημερινής Μεγάλης Χώρας παραμένει ως αδιάψευστο σημάδι ενός «άλλου» παρελθόντος ένας μιναρές[5]. Ο μιναρές αυτός με οδήγησε να ε-ρευνήσω την ιστορία της περιοχής, αν και η πολύ ωραία έκδοση της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αιτωλοακαρνανίας δεν τον συ-μπεριλαμβάνει στα αξιοθέατα[6]. Ο δημόσιος λόγος αφήνει απέξω ένα μέρος της ιστορίας του τόπου.

Μια λιγότερο εθνοκεντρική και περισσότερο ανθρωποκεντρική ιστοριογραφία θα μπορούσε να δώσει μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Να συνδέσει το χθες με το σήμερα και να εξηγήσει την ύπαρξη του μιναρέ στους νέους κατοίκους αυτού του τόπου. Να αναφέρει ότι από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα το Ζαπάντ’ ήταν μια μεγάλη κωμόπολη. Είχε 300 σπίτια[7] που περικλείονταν με ψηλούς τοίχους, τρία σχολεία και δύο λουτρά. Ήταν επίσης μεγάλο εμπορικό κέντρο. Είχε 57 μαγαζιά και τρία χάνια για εμπόρους, γιατί κάθε βδομάδα γινόταν μεγάλη εμποροπανήγυρις και τα καπνά του είχαν κατακτήσει τον κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο οι κάτοικοί του αρνήθηκαν επίμονα να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, όπως έκαναν οι μου-σουλμάνοι «αστοί» του Αγρινίου. Πολέμησαν με αυταπάρνηση για το βιος τους, όπως παντού και πάντα πολεμούν οι άνθρωποι, άσχετα σε ποιο έθνος και σε ποια φυλή ανήκουν.

Στην περίπτωση του Ζαπάντ’, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Η ονομασία της πόλης τους (Ζεμπάν, Ζαπάντ’) δεν είναι τούρκικη, είναι σλαβική. Επιπλέον ο τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή (17ος αι. μ.Χ.) τους ονομάζει «ελληνίζοντες»[8]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, οι κάτοικοι του τότε Ζαπάντ’ υποστήριζαν ότι ήταν απόγονοι των αρχαίων «Λαλαίων»[9]. Δεν ήταν Τούρκοι στην καταγωγή αλλά αυτόχθονες μικροϊδιοκτήτες, χριστιανοί, ομαδικά εξισλαμισμένοι[10]. Παντρεύονταν γυναίκες ελληνίδες χριστιανές (δεν ξέρουμε αν υποχρεώνονταν και αυτές να αλλαξοπιστήσουν) και όλες οι οικογένειες μιλούσαν και ελληνικά και τούρκικα. Το γεγονός αυτό δίνει και μια εξήγηση γιατί ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια παλαιοχριστιανική βασιλική (4ος-6ος αι. μ.Χ.), το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της περιοχής[11], συνυπήρχε με τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ’ και μάλιστα, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, «φαίνεται» ότι ο ναός ζωγραφίστηκε ολόκληρος τον 16ο αιώνα, την εποχή που το μουσουλμανικό Ζαπάντ’ βρισκόταν σε μεγάλη ακμή [12]. Η μουσουλμανική θρησκεία δεν έχει γυναικεία θεότητα και η Πανα-γιά ήταν πολύ αγαπητή ακόμα και στις μουσουλμάνες τουρκικής καταγωγής[13].

Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι του Ζαπάντ’ να μην έχουν καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους στο Βραχώρι -όπου παρατηρείται ενδογαμία-, γιατί οι τελευταίοι δεν τους θεωρούσαν γνήσιους Τούρκους αλλά «ελληνίζοντες» και κρυπτοχριστιανούς. Δεν είχαν καλές σχέσεις ούτε και με τους χριστιανούς της περιοχής, γιατί ως εξισλαμισμένοι ήταν αρνησίθρησκοι[14].

Η διαφορετικότητά τους από τις εθνικά κυρίαρχες ομάδες της περιοχής (Έλληνες και Τούρκους) θεωρώ ότι ήταν το μεγαλύτερο στίγμα που έ-φεραν οι κάτοικοι του Ζαπάντ’. Το γεγονός αυτό μαζί με τον πλούτο του βίου τους τούς ώθησε στον ηρωισμό και ταυτόχρονα καταδίκασε την ιστορία τους να περάσει στη «Μεγάλη Χώρα της σιωπής». Οι άνθρωποι -όπου γης- δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ξένο, το αλλότριο, το διαφορετικό. Η δυσκολία της αποδοχής είναι πολύ μεγαλύτερη, όταν κάτι που το θεωρούσαν δικό τους γίνεται αλλότριο. Και για την εποχή στην οποία αναφερόμαστε -πριν τη δημιουργία των εθνικών κρατών- το κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας μιας κοινωνικής ομάδας δεν ήταν το έθνος αλλά η θρησκεία. Γι’ αυτό στην πολυεθνική οθωμανική αυτοκρατορία, παρόλο που οι κάτοικοι του Ζαπάντ’ διατήρησαν τη χριστιανική εκκλησία, τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ’, χτισμένα με σπασμένα τούβλα, που την αυλή τους στόλιζαν θεόρατα κυπαρίσσια (σύμφωνα με τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή), δεν άλλαξαν χρήση, δεν μετατράπηκαν για παράδειγμα σε εκκλησίες, αλλά σε ερείπια αμέσως μετά την ήττα του Ζαπάντ'[15]. Μέσα όμως στην πολυεθνική οθωμανική αυτοκρατορία η περίπτωση των εξι-σλαμισμένων κατοίκων του Ζαπάντ’ δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Η περίπτωση της Κρήτης είναι πολύ πιο ενδεικτική.

 

Παραπομπές: 1. Στην Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 3, σ. 920-21, αναφέρεται ότι η ονομασία Ζαπάντι είναι προγενέστερη της Μεγάλης Χώρας. Ωστόσο στο Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Αρματωλισμός και Κλεφτουριά στην Ακαρνανία και Αιτωλία, Ιστορική – Αρχαιολογική Εταιρεία, σ. 116, υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη Μεγάλη Χώρα, πράγμα που μας κάνει να υποθέσουμε ότι η ονομασία Μεγάλη Χώρα ίσως προϋπήρχε του Ζαπάντ’. Στο Χάρτη του Barnand Randolf (1560), Βλ. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου και της γύρω περιοχής από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, Αγρίνιο 1991, σ. 119, αναφέρεται η ονομασία Ζαπάντα. Από τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή (1668) ονομάζεται Ζεμπάν που σύμφωνα με το συγγραφέα σημαίνει γλώσσα στα σλαβικά. Βλ. στο Ίδιο σ. 128. Σύμφωνα με φίλους που γνωρίζουν σλαβικές γλώσσες ζεμπάν = δυτικά. | 2. Καρύτσα Γ.. Η Ομοσπονδιακή Αιτωλική Πολιτεία και το Αρχαίο Θέρμο, Αθήνα 1996, σ. 99 και Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, 1991 ο.π.. σ. 21. | 3. Για την πολιορκία, τη μάχη και τις συνέπειες της βλ, Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, ο.π., Θεόδωρος Θωμόπουλος, Το Αγρίνιο απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Αθήνα 1954, σ. 62-67, Παπατρέχας, 1991, ό.π.; σ. 252-255, Θόδωρος Μέμος Πολίτης. Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην Επανάσταση του 1821, Έκδοσις Νομαρχίας Αιτωλοακαρνανίας, 1974, σ. 65-68. Θόδωρος Ντετόπουλος, Το Αγρίνιο στην Επανάσταση του 1821, Τύποις Οδυσ. Μπλίκα, Αγρίνιον [1950], σ. 10-12. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στα κείμενα εί-ναι μικρές και δεν αναιρούν τα βασικά γεγονότα. | 4. Benedict Anderson, Imagined Communities. Reflection on the Origin and Spread of Nationalism, Revised Edision, Verso 1991 | 5. Οι φωτογραφίες που αφορούν στο Ζαπάντ’ «τραβήχτηκαν» από εμένα με την πολύτιμη συμπαράσταση της Ελευθερίας Καλαϊτζή, την οποία και δημόσια ευχαριστώ. | 6. Αιτωλοακαρνανία, Φυσικό περιβάλλον. Ιστορία, μνημεία, οικολογικές και πολιτιστικές διαδρομές, Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) Νομού Αιτωλοα-καρνανίας, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ) ΑΕ. | 7. Κάποια από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα. Τα σπίτια είχαν δύο τρία πατώματα και μεγάλη έκταση. Σίγουρα δεν κατοικούνταν από πυρηνικές αλλά από ευρείες οικογένειες καθώς και από υπηρετικό προσωπικό. Βλ. φωτογραφίες 1, 2. | 8. Παπατρέχας, 1991, ό.π., σ. 116, 127-131. | 9. Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., Πολίτης, 1974, ό.π., ο. 65. | 10. Παπατρέχας, 1991, ό.π., σ. 116. | 11. Βλ. Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Αρχείο Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τόμ. θ’. 1961, τχ. 1, Τυπογραφείο Εστία και Αιτωλοακαρνανία, ΤΕΔΚ Ν. Αιτ/νίας. | 12. Παλιούρας Αθανάσιος, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Εκδ. Αρσινόη, Αθήνα 1985, ο. 171. | 13. Η Παναγιά ονομαζόταν από τους μουσουλμάνους «Μεϊρέ Μάνα». Αναφέρεται ότι μια μουσουλμάνα στη διάρκεια του τοκετού της, αφού την αποκαλούσε ως Μεϊρέ Μάνα και το παιδί δεν γεννιόταν, τελικά φώναξε “Παναγία μου» και “λευτερώθηκε”. Βλ. Κριάρη Α., «Αθιβολές», στο Η Καθημερινότητα της δια-πολιτιστικής συνύπαρξης πριν 100 χρόνια, Επιχειρησιακό πρόγραμμα εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ), ΥΠΕΠΘ, Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας, Χανιά – 2000, σ. 16. | 14. Παπατρέχας.. 1991. ό.π., σ. 209, 251.
*Η Τασούλα Βερβενιώτη σπούδασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών και έκανε διδακτορικό στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα “Οι Συναγωνίστριες. Τα Αίτια της Συμμετοχής και η Δράση των Γυναικών στις Εαμικές Αντιστασιακές Οργανώσεις 1941-1944”. Αργότερα εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Princeton. Έχει διδάξει στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ακόμη, διετέλεσε επιμορφώτρια και σχολική σύμβουλος, και έχει εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών και στην Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Εργάστηκε στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, όπου έχει χρηματίσει Θεματική υπεύθυνος Κοινωνικού Γραμματισμού. Έχει συμμετάσχει σε διεπιστημονικές επιτροπές και ομάδες, ενώ διαθέτει πλούσιο ερευνητικό έργο. Η ερευνητική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία των δεκαετιών 1940 και 1950. Έχει γράψει πλήθος άρθρων σε συλλογικούς τόμους και ιστορικά περιοδικά στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Μια από τις τελευταίες της δουλειές αφορά στον ελληνικό εμφύλιο: “Charity and Nationalism”, στο Paola Bacchetta and Margaret Power (επιμ.) “Right-Wing Women: From Con-servatives to Eχtremists Around the World” Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2002.
Το κείμενο με τίτλο, «Ζαπαντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής», αποτελεί εισήγηση της κ. Τασούλας Βερβενιώτη στην Ημερίδα που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (τμήμα σχολών Αγρινίου) στο Αγρίνιο το Σεπτέμβριο του 2000 και δημοσιεύτηκε από το Δήμο Αγρινίου.
Φωτογραφία: Ο περίβολος του σπιτιού του Ζουφλικάρ στο Ζαπάντι.
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Μαρτυρίες