Μία, όχι και τόσο γνωστή πτυχή
της τοπικής μας ιστορίας:
η λαϊκή αυτοδιοίκηση στο Αγρίνιο,
από την απελευθέρωση ως την κατάλυσή της από τους Βρετανούς
Η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση του Αγρινίου
γράφει ο Κώστας Σαλατούρας
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως θεσμός της Λαϊκής Εξουσίας, ενσάρκωνε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και πραγματοποιούσε το όραμα του ΕΑΜ για ανοικοδόμηση ενός κράτους με δημοκρατικό πολίτευμα. Στο βραχύβιο διάστημα λειτουργίας της (14/09/1944 – 31/03/1945), παρά τις αδυναμίες και τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει εξαιτίας των συσσωρευμένων προβλημάτων που προκάλεσε ο πόλεμος και η συνακόλουθη πολιτική αστάθεια, η Λαϊκή Τοπική Αυτοδιοίκηση κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη και να εξασφαλίσει μια ευρυθμία στην καθημερινή ζωή της πόλης, με το λαό να οργανώνεται και να συμμετέχει ενεργά στη διοίκηση του δήμου, προσφέροντας ευσυνείδητα και ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του για το συλλογικό συμφέρον.
Δυστυχώς, όμως, με την ήττα του ΕΑΜικού κινήματος το Δεκέμβρη και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στη Βάρκιζα, η λειτουργία της παύτηκε βίαια από την παρεμβατική βρετανική πολιτική, καθώς στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της, επανέφερε την προπολεμική πολιτική εξουσία, η οποία για να εδραιωθεί, έπρεπε να διαλύσει τους λαοκρατικούς θεσμούς που δημιουργήθηκαν επί κατοχής.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τη σπουδαιότητα του λαοπρόβλητου αυτού θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και, θέλοντας να αποδοθεί ένας φόρος τιμής στους συμπατριώτες μας που εργάστηκαν εκείνη την περίοδο με αυταπάρνηση για ένα καλύτερο αύριο για τον τόπο μας-με τις προσδοκίες τους, τελικά, να μένουν ανεκπλήρωτες, αξίζει να γίνει μια αναφορά στο έργο και στον επαίσχυντο τρόπο με τον οποίο τερματίστηκε η λειτουργία της.
Οι θεσμοί της Λαϊκής Εξουσίας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη, εφαρμόστηκαν για τη διοίκηση των ανταρτοκρατούμενων απ’ το ΕΑΜ περιοχών στη διάρκεια της κατοχής, σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα και την επιθυμία του ελληνικού λαού για αληθινή δημοκρατία[1]. Η αρχή έγινε το 1942 στην Ευρυτανία (Κώδικας Ποσειδώνας) για να καταχωρηθεί αργότερα στα επίσημα κείμενα του ΕΛΑΣ και της ΠΕΕΑ. Στις συνεδριάσεις του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες το 1944, με την Πράξη 55, θεσπίστηκε ο «Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης», σύμφωνα με τον οποίο οριζόταν ότι: «η τοπική αυτοδιοίκηση, θεμελιώδης θεσμός του δημόσιου βίου των Ελλήνων, είναι η οργανωμένη λαϊκή εξουσία που ασκείται με αιρετούς αντιπροσώπους και απευθείας με τις συνελεύσεις του λαού για τη διοίκηση του χωριού, της πόλης και της επαρχίας».[2] Επρόκειτο, πράγματι, για μια κατάκτηση, αφού από συστάσεως του ελληνικού κράτους, η τοπική διοίκηση –παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις- ήταν συγκεντρωτική και αντιλαϊκή, ενώ επί μεταξικής δικτατορίας είχε καταλυθεί εντελώς, στερώντας από το λαό τη δυνατότητα να ασκεί τη διοίκηση του τόπου του.[3]
Μετά την απελευθέρωση, η Λαϊκή Εξουσία επεκτάθηκε και στις πόλεις, καλύπτοντας το κενό που δημιούργησε η αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων. Έχοντας κατά νου τις συνέπειες του πολέμου, το θολό πολιτικό τοπίο και τον υπονομευτικό ρόλο των Βρετανών, οι ΕΑΜικοί υπεύθυνοι επιδίωξαν η Λαϊκή Εξουσία να εδραιωθεί σε μια νέου τύπου νομιμότητα και δικαιοσύνη και φρόντισαν στην ανάδειξη των οργάνων της να συμμετέχουν πρόσωπα που να είναι της εμπιστοσύνης του λαού, ώστε να μην μετατραπεί σε έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό αυθαιρεσιών και αυταρχισμού, αλλά να είναι παράγοντας ομαλότητας, σταθερότητας και ασφάλειας για τους πολίτες.[4]
Στο Αγρίνιο, με την παράδοση του Τάγματος Ασφαλείας στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, δεν παρουσιάστηκε κανένα κενό διοίκησης, καθώς οι υπεύθυνοι των απελευθερωτικών επιτροπών εγκαταστάθηκαν αμέσως στην πόλη. Την ασφάλεια την ανέλαβε η Εθνική Πολιτοφυλακή με διοικητή το Δημήτριο Βύσιο-Μανιάκη και οργανώθηκε ανακριτικό τμήμα για να εξετάσει τις περιπτώσεις των Ταγματασφαλιτών που είχαν διαπράξει εγκληματικές πράξεις στη διάρκεια της κατοχής.[5] Η Περιφερειακή Επιτροπή του ΕΑΜ κατόρθωσε κι έπεισε τον πολύπαθο λαό του Αγρινίου να μην προβεί σε πράξεις αυτοδικίας και αντεκδίκησης κατά των ανδρών του Τάγματος Ασφαλείας, καθώς την τιμωρία τους θα την αναλάμβανε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με την επιστροφή της στην Ελλάδα.[6] Έτσι, με τις παραινέσεις τους για αυτοσυγκράτηση, ομοψυχία και ενότητα, οι αναταραχές αποτράπηκαν και οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις της πόλης τήρησαν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην Κυβέρνηση.
Στη μεγάλη λαϊκή συνέλευση που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε κλίμα ενθουσιασμού, εγκρίθηκε η προσωρινή Λαϊκή Επιτροπή Αυτοδιοίκησης -όπως αυτή είχε οριστεί στα Πρωτόκολλα παράδοσης- για να ασκήσει την εξουσία της Δημοτικής Αρχής, έως ότου προκηρυχθούν εκλογές. Μέλη ήταν οι Κώστας Καζαντζής, Νίκος Καρμανίδης, Νίκος Πολυμερίδης, Χρήστος Μπανιάς, Ιωάννης Ροντήρης, Χριστόφορος Καπελλάκης και Αθανάσιος Κακογιάννης.[7]
Όσον αφορά στη συνέλευση των πολιτών, ως κυρίαρχο λαϊκό όργανο της αυτοδιοίκησης, στο εξής μπορούσε να εκλέγει τους αντιπροσώπους, να τους ελέγχει και να λύνει απ’ ευθείας τα τοπικά ζητήματα.[8]
Στο σύντομο διάστημα λειτουργίας της προσωρινής Λαϊκής Επιτροπής, δημιουργήθηκαν διάφορες επιτροπές με καθορισμένες δραστηριότητες η κάθε μία, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της πόλης. Σ’ αυτές, μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι, ανεξαρτήτου φύλου και επικεφαλής τέθηκαν μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, με το δήμαρχο -ορίστηκε ο δικηγόρος και Εθνοσύμβουλος Θανάσης Κακογιάννης- να έχει την εποπτεία τους.[9]
Τέλη του Σεπτέμβρη προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη της Δημοτικής Αρχής. Ψήφισαν όλοι οι κάτοικοι και εκλέχθηκε ένα δεκαπενταμελές συμβούλιο με δήμαρχο πάλι τον Θανάση Κακογιάννη. Σημειώνεται, ότι ο δήμαρχος δεν ήταν πλέον πιο πάνω από το δήμο και το δημοτικό συμβούλιο, αλλά ήταν πρώτος σε ίσους που ασκούσε συλλογικά τη διοίκηση του δήμου και όχι σαν μονάρχης.[10]
Το νέο Δημοτικό Συμβούλιο όρισε τη Δημαρχιακή Επιτροπή, ώστε να κατανείμει τις αρμοδιότητες στις επιτροπές που είχαν οριστεί για τις διάφορες υπηρεσίες. Μέλη της ήταν οι Βασίλης Κουτσοδήμας, ο Χριστόφορος Καπελλάκης, ο Αριστείδης Παρθένης και η Βασιλική Σβώλη, έχοντας ως προεδρεύοντα τον ίδιο το δήμαρχο.[11]
Η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση είχε περιορισμένες δυνατότητες για την αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων του δήμου και των κατοίκων. Παρόλα αυτά, εργάστηκαν όλοι με τα μέσα που διέθεταν με ζήλο για να ανασυγκροτήσουν την πόλη και να ανακουφίσουν το βασανισμένο λαό της.[12]
Αρχικά, η Δημοτική Αρχή προσπάθησε να δημιουργήσει ένα οικονομικό κεφάλαιο για τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις της, καθώς έσοδα δεν υπήρχαν από πουθενά και η οικονομία ήταν εντελώς κατεστραμμένη. Ένα χρηματικό ποσό του Δήμου που υπήρχε σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, κάλυψε το πρώτο διάστημα τους μισθούς των υπαλλήλων και τα οφειλόμενα εργατικά ημερομίσθια για την καθαριότητα της πόλης. Η επιτροπή καθαριότητας, έστω και με περιορισμένο αριθμό εργατών, συνέχισε το έργο της, πραγματοποιώντας, επιπλέον, με την εθελοντική εργασία πολιτών, την εκτέλεση μικρών έργων.[13]
Στην συνέχεια, ζήτησε κι έλαβε ενίσχυση, τόσο σε τρόφιμα, όσο και σε πετρέλαιο για τον ηλεκτροφωτισμό και τη λειτουργία του αντλιοστασίου της πόλης, από την Επιμελητεία του Αντάρτη, κατόπιν αίτησης του Δήμου στο κλιμάκιο της Ηπείρου.[14]
Με απόφασή της αυξήθηκαν τα ενοίκια των καταστημάτων της δημοτικής αγοράς και μισθώθηκαν άλλα, ανάλογα με το εμβαδόν και τη θέση τους στο κτίριο. Για τις ανάγκες των παιδικών συσσιτίων, επιβλήθηκε στα ελαιοτριβεία της πόλης και της γύρω περιοχής μια φορολογία-παρακράτηση 20% και συντάχθηκε ένας κατάλογος εισφοράς των κατοίκων-ελαιοπαραγωγών. Τα μισθώματα καταβάλλονταν σε είδος, οι δε εισφορές βασίστηκαν στην εθελοντική προσφορά και όχι στη φορολόγηση.[15]