Κατερίνα Καραδήμα: «Δουλειά μας είναι, να λέμε ιστορίες»


.

Οι άνθρωποι που συνάντησα

– του Λευτέρη Τηλιγάδα

Κατερίνα Καραδήμα

«Δουλειά μας είναι, να λέμε ιστορίες»


Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1981. Έχει σπουδάσει υποκριτική στην Δραματική σχολή «Ίασμος» του Βασίλη Διαμαντόπουλου και έχει παρακολουθήσει, σκηνοθεσία, υποκριτική, διδακτική του θεάτρου, θεατρική αγωγή και θεατρική εμψύχωση στο τμήμα Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει δουλέψει την μέθοδο Στανισλάβσκι, έχει κάνει μαθήματα φωνητικής, έχει συμμετάσχει στο εργαστήριο καλλιτεχνικής έρευνας για το αρχαίο δράμα «Θερινό μαντείο», έχει δουλέψει ως ηθοποιός και ως βοηθός σκηνοθέτη, έχει διδάξει θεατρικό παιχνίδι, αυτοσχεδιασμό, δραματοποίηση κειμένων, παραμυθιών και υποκριτική σε όλες τις ηλικιακές βαθμίδες. Εκείνο όμως που είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το γεγονός, ότι όλη αυτή την γνώση και την εμπειρία που έχει αποκτήσει, κατάφερε να την στεγάσει, σε ένα «Μικρό Θέατρο», το οποίο ενηλικιώθηκε γρήγορα και εδώ και κάμποσα χρόνια ήδη βρίσκεται στην πιο δημιουργικά και παραγωγική του ηλικία. Μια θεατρική υποδομή που αποτελεί πλέον ένα σημαντικό πολιτιστικό σημείο αναφοράς της πόλης του Αγρινίου και της ευρύτερης περιοχής του.

Την προηγούμενη Κυριακή και με αφορμή το ανέβασμα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά της παράστασης «Λυκοχαβιά», το κείμενο της οποίας αποτελεί θεατρική διασκευή του ομότιτλου διηγήματος του Κώστα Μπαρμπάτση (εκδόσεις Κέδρος), συμφωνήσαμε να κάνουμε μια κουβέντα όχι μόνο για την παράσταση, αλλά και για όλη τη λειτουργία του «Μικρού Θεάτρου» από το 2009 μέχρι σήμερα. Να υπογραμμίσω, ότι η κουβέντα μας θα μπορούσε να ήταν διπλάσια σε έκταση. Η «οικονομία» όμως μιας ανάρτησης του διαδικτύου, αλλά και οι απαιτήσεις της καθημερινότητας δεν μας το επέτρεψε. Εδώ είμαστε όμως και ευκαιρίες θα μας δοθούν αρκετές για τη συνέχισή της, αφού η Κατερίνα φροντίζει πάντα να «στήνει» ιστορίες που αγγίζουν βαθιά.

 

 

Λ.Τ.: Πέρασαν ήδη δεκαέξι χρόνια, Κατερίνα, από κείνη τη μέρα που αποφάσισες, να ξεκινήσεις μια εργασία-ψυχής στο Αγρίνιο. Αν γυρίσεις σήμερα και κοιτάξεις πίσω εκείνη την Κατερίνα που ξεκινούσε να πραγματώσει την επιθυμία της και συγκρίνεις εκείνη τη στιγμή με αυτό που η Κατερίνα έχει καταφέρει σήμερα, τι θα έλεγες για το ψυχικό και δημιουργικό ισοζύγιο αυτής της προσπάθειας; Τι ήταν εκείνο που χάθηκε σε αυτή τη διαδρομή (αν χάθηκε) και τι είναι εκείνο που κερδήθηκε από το όποιο προσωπικό «στοίχημα»;

Κ.Κ.: Αρχικά, Λευτέρη, να πω ότι σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την συνέντευξη. Είναι χαρά μου να μιλάμε μαζί. Πάντα είναι!

Δεν ξέρω αν μπορώ να συγκρίνω δύο διαφορετικές φάσεις της ζωής μου ως δύο διαφορετικές Κατερίνες. Είναι η ίδια Κατερίνα που αποφοιτώντας από τη δραματική σχολή, δούλεψε στο θέατρο, δίδαξε σε ομάδες, σκηνοθέτησε και μετά αποφάσισε να το κάνει με τον δικό της τρόπο ξεκινώντας -όπως πολύ ωραία το είπες- μια εργασία ψυχής στο Μικρό Θέατρο, στο Αγρίνιο. Ήταν μια επιθυμία τρελή για εκείνη την εποχή που έκλεινε μέσα ολόκληρους κόσμους, ατμόσφαιρες, ανθρώπους και εμπειρίες. Στο δικό μου μυαλό όμως. Μέχρι αυτό να γίνει πράξη και να βγει προς τα έξω να μοιραστεί, είχε δουλειά και δρόμο μπροστά.

Υπήρξαν άνθρωποι που μου έλεγαν ‘μην το κάνεις, δεν είναι αυτά τα πράγματα για το Αγρίνιο’ και υπήρχε μια φωνή μέσα μου που έλεγε κάν’το. Είναι ένας δρόμος, μια διαδρομή 16 χρόνων που έχει ακόμα τον ίδιο ενθουσιασμό και αγάπη για τη δουλειά και τους ανθρώπους της δουλειάς μου. Είναι η ίδια φωνή και η ίδια παιδική περιέργεια για το επόμενο βήμα και κάπως βήμα το βήμα φτάσαμε στο Μικρό Θέατρο που είναι σήμερα. Δεν ήταν κάποιο στοίχημα. Σιγά σιγά χτίστηκαν όλα.

Τώρα τι να σου πω για το ψυχικό και το δημιουργικό ισοζύγιο; Να σου πω για τους κόπους, τα ξενύχτια, τις αγωνίες που αφορούν στο δημιουργικό και οικονομικό κομμάτι, τα άγχη; Όλα αυτά συνέβησαν και συμβαίνουν. Σε όλες τις δουλειές όμως συμβαίνουν αυτά. Αυτό που έχει σημασία είναι η δημιουργία. Η αντίσταση σε ό,τι σάπιο συμβαίνει γύρω μας με όποιο δημιουργικό τρόπο μπορεί ο καθένας μας. Εγώ μπόρεσα αυτό μέχρι στιγμής. Δεν έχασα. Κέρδισα μόνο. Κέρδισα εμπειρίες, συνεργασίες, εμπιστοσύνη και αγάπη από το κοινό, εμπιστοσύνη και αγάπη από τους ανθρώπους που συνεργάζομαι, από τους μαθητές μου και την πολυτέλεια να δημιουργώ αυτό που οραματίζομαι κάθε φορά. Δεν είναι και λίγο! Ευγνώμων είμαι.

Λ.Τ.: Όλα αυτά τα χρόνια, Κατερίνα, όλος αυτός ο αγώνας και η προσπάθεια υλοποιείται με την παράλληλη λειτουργία στην πόλη του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Αγρινίου με το οποίο, εξ όσων γνωρίζω, είχες συνεργαστεί, πριν αποφασίσεις τη δημιουργία του Μικρού Θεάτρου. Πόση καθοριστική ή μη ήταν εκείνη η εμπειρία για τη συνέχιση της διαδρομής σου;

Σε όλη αυτή τη διαδρομή του Μικρού Θεάτρου μάλιστα, υπήρξαν και κάποιες συνεργασίες στον τομέα της συμπαραγωγής κάποιων έργων. Το πρόσημο σε αυτές τις συνεργασίες με τη δημοτική-περιφερειακή σκηνή του Αγρινίου θα το χαρακτήριζες θετικό ή αρνητικό και γιατί;

Κ.Κ.: Πρώτα απ’ όλα να πω ότι όσο πιο πολύ θέατρο , τόσο το καλύτερο για τους θεατές της πόλης αλλά και για τους ηθοποιούς της πόλης. Είναι εξαιρετικά δημιουργικό να υπάρχουν σε μία πόλη 2 θεατρικές σκηνές και να δρουν παράλληλα. Είναι ένδειξη δημιουργίας και πολιτισμού. Αρκεί η ποιότητα της δουλειάς που προσφέρουμε στους θεατές να είναι πρωταρχικός στόχος.

Η σχέση μου με το ΔηΠεθε Αγρινίου ξεκινάει πολλά χρόνια πριν, από τον καιρό που ήμουν μαθήτρια και παρακολουθούσα τις επαγγελματικές παιδικές παραστάσεις του ως παιδί. Αυτό ήταν καθοριστικό για εμένα. Το ερέθισμα, η ιδέα να μπω στον κόσμο του θεάτρου. Γι’ αυτό και είναι και πολύ σημαντικό να είναι προσεγμένες οι δουλειές στην παιδική σκηνή. Δεν ξέρεις ποια παιδική ψυχή θα αφυπνίσεις και τι θα δημιουργηθεί μέσα από αυτό. Αργότερα έπαιξα ως μαθήτρια και αργότερα ως επαγγελματίας ηθοποιός. Ήταν μια πολύ δημιουργική περίοδος στο ΔηΠεθε τότε. Επίσης δίδαξα στον δήμο για οχτώμιση χρόνια. Εμπιστεύτηκαν τη δουλειά μου άνθρωποι μαθητές, θεατές και άνθρωποι σε υπεύθυνες θέσεις. Τα πήρα όλα αυτά ως προίκα και συνέχισα τον δρόμο μου στο Μικρό Θέατρο.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή των 16 χρόνων του Μικρού Θεάτρου, υπήρξαν δύο συμπαραγωγές με το ΔηΠεθε. Το «Από ‘κει που φύτρωσες» στη κεντρική σκηνή και η «Λυκοχαβιά» μέχρι πέρσι στην πειραματική σκηνή.

Φέτος η Λυκοχαβιά συνεχίζει ως παραγωγή του Μικρού Θεάτρου. Είναι πάντα χαρά μου να συνεργάζομαι με το ΔηΠεθε γιατί νιώθω ότι γυρίζω λίγο πίσω στον παιδικό μου θεατρικό τόπο που κάτι πρέπει να επιστρέψω εκεί. Μια άλλη παράσταση, έναν άλλον κόσμο που μπορεί να αφυπνίσει κάποιον άλλον άνθρωπο. Είναι ένας φορέας που μπορεί να υποστηρίξει πιο μεγάλες παραγωγές και σου δίνει μια άνεση να δημιουργήσεις έναν «κόσμο» πιο «μεγάλο» κάποιες φορές. Μιλάω ουσιαστικά για έναν πιο πολυπληθή θίασο.

Θετικό είναι το πρόσημο. Συνεργάζομαι με ηθοποιούς και τεχνικούς που σέβονται τη δουλειά μου κι εγώ τη δική τους ακόμα και αν δεν είμαστε στον ίδιο φορέα. Πολιτισμός είναι αυτό.

Λ.Τ.: Τα τελευταία χρόνια στην πόλη έχουν ξεκινήσει αρκετά ερασιτεχνικά σχήματα να πειραματίζονται θεατρικά με το ανέβασμα παραστάσεων. Πώς κρίνεις την ύπαρξη, τη λειτουργία τους, αλλά και τους όρους με τους οποίους αναπτύσσεται η θεατρική παιδεία στην περιοχή μας;

Κ.Κ.: Ωραίο είναι αυτό: οι άνθρωποι να ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με το θέατρο σε βιωματικό επίπεδο. Αλλά όσο ωραίο είναι, άλλο τόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει. Μιλάω για την καθοδήγηση αυτών των ανθρώπων. Ποιοι είναι αυτοί που καθοδηγούν ομάδες ανθρώπων και τους διδάσκουν θέατρο; Το αν το αποτέλεσμα μιας παράστασης αρέσει ή δεν αρέσει είναι άλλο κομμάτι. Υποκειμενικό για τον καθένα. Το αν όμως αυτοί που διδάσκουν και σκηνοθετούν είναι επαγγελματίες με πτυχία θεατρικά ή όχι, είναι σοβαρό. Πας το παιδί σου να μάθει μια γλώσσα, Αγγλικά ας πούμε και φροντίζεις να μάθεις και απαιτείς ο καθηγητής να είναι πτυχιούχος, επαγγελματίας και όχι κάποιος που ξέρει κάποια Αγγλικά τουριστικού επιπέδου. Γιατί δεν συμβαίνει και αυτό στο θέατρο;

Φέρουμε ευθύνη για την διαπαιδαγώγηση του κοινού και των ανθρώπων που ασχολούνται με το θέατρο. Το να αποφασίσει κάποιος να διδάξει θέατρο και να σκηνοθετήσει ως τουρίστας, χωρίς να έχει σπουδάσει και μάλιστα σε επαγγελματικές σκηνές είναι κάτι που πρέπει να το ξαναδεί. Από την άλλη τώρα, όταν βρίσκεσαι σε υπεύθυνη θέση και δίνεις βήμα σε ανθρώπους που δεν ξέρουν, δεν έχουν ιδέα και καθοδηγούν άλλους ανθρώπους, φέρεις ευθύνη για τις ψυχές αυτών των ανθρώπων αλλά και για την θεατρική διαπαιδαγώγηση του κοινού. Δεν είναι το θέατρο ελεύθερη φαντασία γενικά και φουλάρι στο λαιμό και μετά ποτό στο χέρι με ύφος περισπούδαστο. Δεν πάμε να κάνουμε ό,τι βλέπουμε έτσι αέρα πατέρα. Είναι γνώση. Σπουδή. Υπήρξε άνθρωπος που με πήρε τηλέφωνο για να του δώσω μια βεβαίωση ότι έχει φοιτήσει στο Μικρό Θέατρο χωρίς να έχει φοιτήσει για να καταθέσει τα χαρτιά του στον Δήμο να διδάξει σε θεατρική ομάδα. Καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάμε;

Το θέμα είναι ποιος βάζει τα όρια και τους φραγμούς σε όλο αυτό το πανηγύρι. Κατά τα άλλα, οι ερασιτεχνικές ομάδες να υπάρχουν και να διαχωρίζονται από τις επαγγελματικές. Ας χτίσουμε πρώτα τις επαγγελματικές με ποιότητα για να μπορούν να παίρνουν σωστά ερεθίσματα οι ερασιτεχνικές. Πρόκειται για τον σεβασμό που πρέπει να δείξουμε στη δουλειά μας.

Λ.Τ.: Μίλησέ μου λίγο για τη λειτουργία του Μικρού Θεάτρου. Ποιοι είναι οι δημιουργικοί άξονες πάνω στους οποίους εδράζεται η λειτουργία του; Ποιες οι συνιστώσες αυτής της τόσο ανατρεπτικά και ταυτόχρονα τόσο δημιουργικής παραγωγής του; Ποιες παραστάσεις θεωρείς σταθμούς στη λειτουργία του και γιατί;

Κ.Κ.: Το Μικρό Θέατρο φτιάχτηκε πρώτα πρώτα για να υπάρξει ως εργαστήρι, όπου οι άνθρωποι – μικροί, μεγάλοι – θα έχουν την ευκαιρία να εκπαιδευτούν θεατρικά. Να εκφραστούν μέσα από το θέατρο αλλά κυρίως να εκπαιδευτούν ως ερασιτέχνες ηθοποιοί, ως θεατές, ως άνθρωποι που σέβονται αυτή την τέχνη. Δεν είναι πρωταρχικός στόχος η παράσταση αλλά η παιδεία, η θεατρική εκπαίδευση. Γι’ αυτό και κάποιος που θέλει να έρθει στο Μικρό Θέατρο και να παίξει σε παράσταση στο τέλος της χρονιάς, δεν μπορεί αν δεν έχει παρακολουθήσει τα μαθήματα του εργαστηρίου.

Ένα άλλο μεγάλο κομμάτι τώρα, έχει να κάνει με τις θεματικές που καταπιάνομαι στο δημιουργικό μιας παράστασης. Για μένα είναι το ίδιο σημαντικό με το κομμάτι της εκπαίδευσης. Έχει σημασία να έχεις να πεις κάτι μέσα από τις παραστάσεις. Κάτι που να μπορεί ο θεατής να συνδεθεί σε όποιο επίπεδο, να εμπλακεί συναισθηματικά και εν τέλει να αφυπνιστεί. Ποιο είναι το punctum που μας έλεγε και ο Μαρμαρινός, το κέντρισμα, το κέντρο μιας δουλειάς, μιας ιστορίας.

Οι δημιουργικοί άξονες του Μικρού Θεάτρου έχουν κυρίως κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα. Έχει σημασία να μιλάμε για πράγματα που μας απασχολούν, που συμβαίνουν, που μας θυμώνουν, που μας εξυψώνουν. Πράγματα που ως βασικό στοιχείο έχουν την αλήθεια. Την αλήθεια του έρωτα, την αλήθεια της αδικίας, την αλήθεια. Τα παιδιά θα σου μιλήσουν για το άδικο στο σχολείο και για τα όνειρα. Οι έφηβοι θα σου μιλήσουν για το σώμα, τη σεξουαλικότητα και την οικογένεια. Οι ενήλικες για τα βαρίδια της ζωής και για την αδικία. Όλα αυτά είναι αλήθειες που ζυμώνονται θεατρικά και βρίσκουν φωνή μέσα από ένα κείμενο ή μια ιδέα και γίνονται παράσταση.

Παραστάσεις που θεωρώ σταθμούς ενδεικτικά, είναι:

  • Η παράσταση με τα καπνά: «Από πρώτο χέρι», σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη που πήγε 4 χρόνια (Μικρό Θέατρο, Bios, θέατρο Θησείον και ΚΘΒΕ).
  • Οι βρεφικές παραστάσεις: «Κοίτα» και «Έξω, πάνω, μέσα, κάτω», σε σύλληψη – σκηνοθεσία δική μου και μουσική του αγαπημένου Φοίβου Δεληβοριά. (Μικρό θέατρο, θέατρο Πόρτα και ΚΘΒΕ).
  • Το «Τίποτα» από το τμήμα ενηλίκων του εργαστηρίου, σε σύλληψη και σκηνοθεσία δική μου, που βραβεύτηκε ως καλύτερη παράσταση στο φετινό φεστιβάλ του δήμου Ζωγράφου.
  • Η «Λυκοχαβιά» του Κώστα Μπαρμπάτση, σε σκηνοθεσία δική μου, που παίζεται για δεύτερη χρονιά και τώρα ξεκινάει το ταξίδι της.

Λ.Τ.: Όλα αυτά τα χρόνια, Κατερίνα, το Μικρό θέατρο έχει κατορθώσει να διαμορφώσει ένα δικό του κοινό, το οποίο το στηρίζει και το δυναμώνει στις επιλογές του. Ποια θα έλεγες ότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του; Πόσο καθοριστικός είναι ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί μαζί του;

Κ.Κ.: Πολύ καθοριστικός. Το να ανοίξεις διάλογο με το κοινό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτα πρώτα παίρνεις υλικό χρήσιμο για τη δουλειά μας και έπειτα, αμέσως αμέσως το εμπλέκεις. Όταν αυτή η σχέση στηρίζεται στην αλήθεια, την ειλικρίνεια και τον σεβασμό, τότε δημιουργείται μια ουσιαστική επικοινωνία. Μιλάω για το δημιουργικό κομμάτι. Για παράδειγμα κάποιες φορές χρειάστηκε να πάρουμε συνέντευξη από ανθρώπους συμπολίτες μας για να δημιουργήσουμε μια παράσταση. Όπως στο «Από πρώτο χέρι». Εκεί συνέβησαν μαγικά πράγματα γιατί κουβαλούσαμε πάνω μας ζωές ανθρώπων που ήρθαν να δουν πώς το κάναμε. Και ευθύνη είχε, και συγκίνηση είχε και μαγεία είχεκαι μνήμη είχε. Αυτός ο διάλογος ας πούμε ήταν καθοριστικός.

Ένας άλλος διάλογος είναι αυτός που δημιουργείται μέσα από την ταύτιση. Πώς μπορεί ο θεατής να ταυτιστεί με αυτό που βλέπει. Συναισθηματικά, κοινωνικά, πολιτικά.. Αν αυτό το καταφέρουμε σαν επαγγελματίες μέσα από μια παράσταση, αυτόματα έχει χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Ο τρόπος που θα μιλήσεις σε κάποιον μέσα από τη δουλειά σου χωρίς να υποτιμάς τη νοημοσύνη του, σεβόμενος και τον ίδιο αλλά και την τέχνη σου ταυτόχρονα είναι η αρχή και η διαδρομή μιας ειλικρινούς σχέσης.

Ένα τρίτος διάλογος είναι τα όρια, οι φραγμοί. Κι εδώ έχει να κάνει με την εκπαίδευση του κοινού που λέγαμε. Η παράσταση ξεκινάει 9 μμ. Δεν μπορείς να έρθεις και μισή και να μπεις με την ησυχία σου μέσα γιατί σημαίνει ότι δεν σέβεσαι τη συμφωνία μας. Ότι δηλαδή η παράσταση ξεκινάει στις 9 μμ. Είναι άδικο για τους υπόλοιπους θεατές και για τους συντελεστές της παράστασης. Είναι ασέβεια. Άρα δε μπορείς να μπεις. Σε σέβομαι με τη δουλειά που με τόσο κόπο και αγωνία σου παρουσιάζω και με την φιλοξενία μου, με σέβεσαι με την συνέπειά σου και την ησυχία σου. Τίμιο είναι αυτό νομίζω.

Λ.Τ.: Να έρθουμε τώρα την παράσταση που παρουσιάζεται ξανά αυτές τις μέρες στο Μικρό Θέατρο. Είναι η θεατρική διασκευή ενός συγκλονιστικού για πολλούς λόγους διηγήματος του Κώστα Μπαρμπάτση με τον τίτλο «Λυκοχαβιά». Ένα διήγημα με πολλές ιδιαιτερότητες και στη γλώσσα και στην αφηγηματική του ανάπτυξη, το οποίο πριν δω την παράσταση είχε ήδη κατακτήσει την δική του ξεχωριστή θέση μέσα μου, ως λογοτεχνικό έργο. Ποια εμπόδια έπρεπε να ξεπεράσει η θεατρική μεταφορά του και τι είναι εκείνο που σε δυσκόλεψε ή σε διευκόλυνε πιο πολύ σ’ αυτή;

Να συμπληρώσω βέβαια ότι, κατά την άποψή μου και κρίνοντας από τη συνολική σου διαδρομή σε αυτό το επίπεδο διαθέτεις πλούσια εργαλεία για τέτοιου είδους μεταφορές και ανασυνθέσεις των κωδικοποιήσεων.

Κ.Κ.: Σε ευχαριστώ πολύ για τη σκέψη αυτή. Ο αφηγηματικός λόγος είναι ένα είδος θεάτρου και ένα εργαλείο συνάμα που αγαπώ πολύ. Αυτό που είχαμε να κάνουμε ήταν να αφηγηθούμε μια ιστορία. Αυτή είναι η δουλειά μας έτσι κι αλλιώς. Να λέμε ιστορίες. Γι’ αυτό και πιστεύω, ας μου επιτρέψεις, ότι κάνουμε την πιο ωραία δουλειά του κόσμου.

Η Λυκοχαβιά του Κώστα Μπαρμπάτση ήταν το διήγημα που ένιωσα ότι είμαι σπίτι μου. Ένα διήγημα με ντοπιολαλιά, που μιλάει για τον τόπο μου και για μια ιστορία βαθιάς αδικίας με φωνές που είχα μέσα στο κεφάλι μου από πάντα. Το πρώτο πράγμα που είχα να κάνω ήταν να σεβαστώ τη γραφή. Να βρω το κέντρο της ιστορίας. Μετά να παντρέψω μία σειρά από συνειρμούς που μου γεννήθηκαν σε σχέση με την ιστορία του Ζάρκου και του Τσίλια. Να βρούμε κοινό κώδικα με τους ηθοποιούς και το κείμενο, πράγμα που συνέβη με πολύ συγκινητικό τρόπο στις πρόβες και πολλά άλλα.. Και να αφήσουμε την ιστορία ελεύθερη να ταξιδέψει προς τον άνθρωπο.

Αυτό που με δυσκόλεψε στην αρχή ήταν τα μπρος πίσω στον χρόνο που κάνει στην ιστορία ο Κώστας. Αυτό ήταν κάτι που το σκέφτηκα πολύ σκηνικά. Δεν είχε νόημα όμως να το αλλάξω γιατί θα άλλαζα τις ισορροπίες και δεν έπρεπε να γίνει. Το αντιμετώπισα σαν να γυρνάω σελίδα σε ένα βιβλίο ,εξ’ου και οι παύσεις στις σκηνικές αλλαγές. Αλλά ταυτόχρονα εξέφρασα και την ενδεχόμενη σύγχυση του αναγνώστη με τον χρόνο μέσα από ατάκες που ταυτίζονται με τη σκέψη ενός αναγνώστη ή ενός θεατή όπως «Κάτσι κάτσι, που είσι τώρα; Μπερδεύτ΄κα!». Έτσι, απλά και ανάλαφρα.

Το καλό με τον αφηγηματικό λόγο είναι ότι με το ένα πόδι είσαι στην αφήγηση, με το άλλο στους ρόλους της ιστορίας και με τα δύο χέρια είσαι ο αληθινός σου εαυτός που απορεί, θυμώνει, συγχύζεται, ταυτίζεται. Είσαι κομπέρ. Και αυτοί οι καταπληκτικοί κομπέρ άνθρωποι ηθοποιοί που συνεργάζομαι είναι ο Αιμίλιος Αλεξανδρής, η Σπυριδούλα Κουμπούρη και η Μαριάννα Νικολογιάννη. Περήφανη γι’ αυτή την συγκυρία!

Λ.Τ.: Είναι ορατοί οι παραλληλισμοί που η παράσταση αναδεικνύει και παραβολικά και σημειολογικά με τη σημερινή πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό και δεν θα σε ρωτήσω για το πόσο αυτή η Ξηρομερίτικη μυθολογία μέσα από τους συμβολισμούς της κατορθώνει να ανεβάσει επί σκηνής, τα όσα αντιμετωπίζουμε σήμερα ως κοινωνία. Θα σε ρωτήσω όμως για το τέλος, το οποίο φυσικά και δεν θα μαρτυρήσω. Αυτή η τραγικότητα όμως της τελευταίας σκηνής για όσα δεν μπόρεσαν να διασωθούν και παρά το γεγονός ενός «συμβιβασμού», πόσο καθοριστική είναι για το αποτύπωμα που αφήνει αυτή η ιστορία;

Κ.Κ.: Για μένα, σε αυτή τη φοβερή ιστορία, δεν υπάρχει ίχνος συμβιβασμού πουθενά. Μία ιστορία που κυκλώνεται δύο φορές με το ίδιο τέλος, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ίχνος συμβιβασμού. Ο Τσίλιας και πιο πριν ο πατέρας του δεν συμβιβάστηκαν με την βαρβαρότητα των άλλων. Δεν παραδόθηκαν στη σάπια εκμετάλλευση και τον εμπαιγμό και έκαναν αυτό που οδηγούσε στην ελευθερία και ας το πλήρωσαν ακριβά. Έχει μέσα ένα « Άι στο διάολο , δεν θα μι κάν’ τι εσείς σαν τα μούτρα σας». Δε λέω πιο πολλά γιατί θα το προδώσω. Αισιόδοξο όμως είναι το μήνυμα και βαθιά επαναστατικό.

Λ.Τ.: Μπαίνουμε στη τελευταία εβδομάδα που μπορεί κάποιος να δει την παράσταση. Θεωρείς ότι την Κυριακή που έρχεται θα είναι η τελευταία παράσταση ή θα υπάρξει και κάποια παράταση;

Κ.Κ.: Δεδομένου ότι η παράσταση παίζεται για δεύτερη χρονιά και έχει πάει πολύ καλά, νομίζω ότι έχει κάνει τον κύκλο της. Θα κλείσουμε εδώ και ίσως ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο αργότερα.

Λ.Τ.: Όπως είπαμε και παραπάνω «η Λυκοχαβιά» ετοιμάζεται «να ταξιδέψει» και σε άλλες πόλεις. Υπάρχει κάποιος προγραμματισμός ήδη ή τώρα καθορίζεται;

Κ.Κ.: Όχι, δεν υπάρχει κάποιος προγραμματισμός άμεσος. Είμαστε σε συζητήσεις αυτόν τον καιρό και προσπαθούμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η συνέχεια της Λυκοχαβιάς.

Λ.Τ.: Κάθε χρόνο το «Μικρό Θέατρο», Κατερίνα -εκεί προς τον Μάιο με Ιούνιο- παρουσιάζει την καινούργια του παράσταση. Υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε, να πούμε σήμερα γι’ αυτή;

Κ.Κ.: Ναι, Λευτέρη, τον Ιούνιο παρουσιάζεται η νέα παράσταση του τμήματος ενηλίκων του Μικρού Θεάτρου, όπως κάθε χρόνο, με αυτούς τους συγκινητικά αφοσιωμένους μαθητές- συνεργάτες που δουλεύω χρόνια μαζί τους. Ξεκινάμε μαζί χέρι χέρι από τον Σεπτέμβριο με τα μαθήματα του εργαστηρίου και καταλήγουμε σε παράσταση στο τέλος της χρονιάς. Αυτή τη χρονιά δουλεύουμε «Το παλτό» του Νικολάι Γκόγκολ.

 

 

Η τραγικότητα της τελευταίας σκηνής, ο (εντός εισαγωγικών) «συμβιβασμός», το αισιόδοξο του: «δεν θα μι κάν’ τι εσείς σαν τα μούτρα σας», είναι σίγουρα παράμετροι που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ξανά τη κουβέντα με την Κατερίνα, για ακόμα ουσιαστικότερο διάλογο με την ιστορία. Αυτό όμως δεν είναι που καταφέρνουν τελικά οι καλές παραστάσεις; Να τις συζητάς με τους φίλους σου, να γίνονται μέρος του δικού σου προβληματισμού και του δικού τους.  Ας είναι αυτή η τελευταία παράγραφος ένα ακόμα κίνητρο για να μην χάσετε αυτή τη υπέροχη παράσταση, που εκτός από σήμερα (Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025) θα παιχτεί στο «Μικρό Θέατρο», άλλες δύο φορές πριν το τέλος της: το Σάββατο 15 και την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025.