Η πολιορκία και η άλωση του Ζαπαντιού



Λευτέρης Τηλιγάδας

Η πολιορκία και η άλωση του Ζαπαντιού

«Οι Έλληνες, κατά τα διδάγματα των αυθεντών και διδασκάλων των,
έκοψαν τας κεφαλάς των φονευθέντων και τας εκρέμασαν έξωθεν του πύργου των,
κατέναντι των πολιορκουμένων δυστυχών συγγενών των»


Οι πολιορκητές του Βραχωριού, αμέσως μετά την άλωση της πόλης και την εγκατάσταση προσωρινής διοίκησης σ’ αυτήν[1], θέλησαν να απαλλάξουν την περιοχή και από τον άλλο κοντινό, αμιγώς οθωμανικό θύλακα του Κάρλελι. Έτσι, υπό την ηγεσία των Αλεξάκη Βλαχόπουλου, Γιαννάκη Στάικου και Δημήτρη Μακρή, περίπου 2.000 μαχητές ξεκίνησαν, τέσσερις μέρες μετά την άλωση του Βραχωριού —στις 16 Ιουνίου 1821—, εναντίον του Ζαπαντιού.

Από την αρχή της πολιορκίας του Βραχωριού, οι Οθωμανοί του Ζαπαντιού είχαν αντιληφθεί ότι η κατάσταση εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο και για τους ίδιους. Ο οικισμός τους ήταν χτισμένος σχεδόν στο κέντρο του κάμπου, και το ανοιχτό πεδίο καθιστούσε δύσκολη την άμυνα. Η φρουρά της κωμόπολης αποτελούνταν από περίπου 300 ντόπιους, αξιόμαχους πολεμιστές, στους οποίους προστέθηκε μια δύναμη Αλβανών[2] που κατέφθασε από τα περίχωρα αμέσως μετά την έναρξη της εξέγερσης στη Δυτική Ελλάδα, και ιδίως μετά τις βιαιότητες και τις λεηλασίες που συνόδευσαν την άλωση του Βραχωριού. Συνολικά, οι υπερασπιστές του Ζαπαντιού δεν ξεπερνούσαν τους 400 άνδρες[3].

Πρώτο τους μέλημα ήταν να μετατρέψουν το μειονέκτημα του ανοιχτού πεδίου σε πλεονέκτημα. Επέλεξαν τέσσερα από τα πιο ανθεκτικά κτίρια-πύργους και τα δύο τζαμιά της κωμόπολης, γύρω από τα οποία έσκαψαν τάφρους που τις γέμισαν με παλούκια, ενισχύοντας σημαντικά την άμυνά τους[4]. Από το χώμα των τάφρων κατασκεύασαν ισχυρά αναχώματα γύρω από τα έξι αυτά κτίσματα και ταμπουρώθηκαν πίσω από αυτά. Έτσι, όπως είπαμε παραπάνω, κατάφεραν να αντιστρέψουν την αρχική μειονεκτική τους θέση και να υποχρεώσουν τον Βλαχόπουλο και τους συντρόφους του να τους επιτεθούν σε ανοιχτό πεδίο.

Όταν οι εξεγερμένοι από τον Βλοχό και τον Ζυγό έφτασαν μπροστά στις τάφρους, ζήτησαν από τους Ζαπαντιώτες να παραδοθούν. Ο επικεφαλής τους, Γιουσούφ Ζουφλικάρ Αγάς, αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση. Η πρώτη επίθεση που ακολούθησε αποκρούστηκε επιτυχώς, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθέμενους.

Μετά την αποτυχημένη αυτή επίθεση, ο Βλαχόπουλος επανήλθε με πρόταση παράδοσης, παρόμοια με εκείνη που είχαν αποδεχθεί οι Οθωμανοί του Βραχωριού. Ο Ζουφλικάρ, ωστόσο, αρνήθηκε εκ νέου. Αποφασίστηκε τότε να ενισχυθεί το ελληνικό στρατόπεδο με πυροβολικό. Μεταφέρθηκε το κανόνι που είχε αγοραστεί από τον Χένδερσον από το Αγρίνιο και ένα νέο κανόνι από το Μεσολόγγι. Ωστόσο, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Όπως είχε διαπιστωθεί και στην πολιορκία του Βραχωριού, τα δύο πυροβόλα ήταν μικρής ισχύος και περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Ο Κόκκινος γράφει στην ιστορία του:

«Μετεκομίσθη από το Βραχώρι το κανόνι του Χούντερσον και έφεραν από το Μεσολόγγι ένα άλλο ακόμη. Αλλά ούτε πυροβοληταί έμπειροι υπήρχαν εις το ελληνικόν στρατόπεδον, ούτε τα χρησιμοποιούμενα βλήματα ήσαν κατάλληλα διά τα κανόνια, και οι πύργοι και τα ωχυρωμένα τζαμιά του Ζαπαντίου δεν υφίσταντο καμμίαν βλάβην»[5].

Η ανδρεία των αμυνομένων και η συνειδητοποίηση πως η άλωση δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση, οδήγησαν σε αποθάρρυνση πολλούς από τους επιτιθέμενους, αρκετοί από τους οποίους εγκατέλειψαν. Αντίθετα, οι πολιορκούμενοι αναθάρρησαν. Ελπίζοντας σε ενισχύσεις από τις οθωμανικές δυνάμεις της Άρτας, αγωνίζονταν με αυτοθυσία, προκαλώντας απώλειες στους αντιπάλους. Η αποχώρηση πολλών από τους επιτιθέμενους φόρτωσε το βάρος της πολιορκίας αποκλειστικά στη δύναμη της επαρχίας του Βλοχού και στην ευθύνη του Βλαχόπουλου. Εκείνος, βλέποντας πως οι επιθέσεις σε ανοιχτό πεδίο ήταν ακάλυπτες, κατασκεύασε ψηλό οχύρωμα ακριβώς απέναντι από τους πύργους των Ζαπαντιωτών, όπου ταμπουρώθηκαν οι εναπομείνασες ελληνικές δυνάμεις.

Από τις αρχές Ιουλίου άρχισαν να εξαντλούνται τα τρόφιμα των πολιορκημένων, που πλέον τρέφονταν μόνο με ρύζι —το μόνο προϊόν που είχε απομείνει στις αποθήκες. Παρά τις δυσκολίες, το ηθικό τους παρέμενε υψηλό.

Οι μέρες περνούσαν με αψιμαχίες, μέχρι που ο Βλαχόπουλος οργάνωσε τη διάνοιξη ενός μικρού υπόγειου διαδρόμου, με σκοπό να ανατινάξει μέρος της οχύρωσης των Ζαπαντιωτών και να ανοίξει δίοδο προς την κωμόπολη. Πράγματι, στις 18 Ιουλίου το τούνελ ολοκληρώθηκε, τοποθετήθηκε μπαρούτι και πυροδοτήθηκε, προκαλώντας σοβαρό ρήγμα στο περιτείχισμα. Ταυτόχρονα, οι Έλληνες επιτέθηκαν από τέσσερα σημεία. Οι Ζαπαντιώτες, όμως, δεν ξαφνιάστηκαν· όχι μόνο απέκρουσαν την επίθεση, αλλά εξαπέλυσαν ορμητική αντεπίθεση με τα σπαθιά στα χέρια (γιουρούσι).

Σύμφωνα με τον Τρικούπη[6], ο Βλαχόπουλος παρέμεινε στο ταμπούρι δίπλα σε ένα από τα δύο κανόνια για να κατευθύνει την επίθεση. Κατά την αντεπίθεση, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος ο Ζουφλικάρ, οι Οθωμανοί πλησίασαν τόσο πολύ τη θέση του κανονιού, που επιχείρησαν να το κυριεύσουν. Ένας από τους φρουρούς σκοτώθηκε. Τότε, ο Βλαχόπουλος, αναγνωρίζοντας τον Ζουφλικάρ «από τη χρυσή του ενδυμασία», τον σημάδεψε και τον πυροβόλησε από το μετερίζι του, σκοτώνοντάς τον.

Ο θάνατος του Ζουφλικάρ άλλαξε τη δυναμική της μάχης. Ο Κόκκινος γράφει[7]:

«Η έφοδος των Τούρκων ανεκόπη. Οι ευρισκόμενοι πλησίον του Ζουφλικάρ Αγά εσχημάτισαν αμέσως κύκλον περί τον νεκρόν διά να τον αναγείρουν και να τον αποσύρουν εκ του πεδίου της μάχης, ενώ εξακολουθούσε ραγδαίον το πυρ εκ μέρους των Ελλήνων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον το κέντρον των Τούρκων εκάμφθη, ενώ οι απομακρυνθέντες εις την αρχήν της μάχης Έλληνες οπλίται επέστρεψαν και έλαβαν και αυτοί μέρος εις την επίθεσιν. Ο θάνατος του Ζουφλικάρ Αγά εγνώσθη αμέσως παντού και οι Τούρκοι καταπτοηθέντες εκ τούτου ήρχισαν να υποχωρούν από όλα τα σημεία και εκλείσθησαν εκ νέου στα οχυρώματά των».

Αμέσως μετά, ο Βλαχόπουλος και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί προέβησαν σε μια πράξη που δεν τιμά ούτε την πολεμική τους τιμή ούτε την ανθρώπινη υπόστασή τους —μια πράξη που μόνο εγκληματίες πολέμου μπορεί να χαρακτηρίσει: έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών Οθωμανών και τα κρέμασαν έξω από το οχύρωμα, ώστε οι πολιορκημένοι να βλέπουν τους κατακρεουργημένους συγγενείς και γνωστούς τους και να απελπίζονται.

Οι ιστορικοί που αναφέρουν το γεγονός προσπαθούν να μετριάσουν τη φρίκη, επισημαίνοντας πως οι Έλληνες μιμήθηκαν τα πρότυπα των καταπιεστών τους:

«Το μάθημα προήρχετο από τους Τούρκους. Οι εξαγριωθέντες ραγιάδες επαναλάμβαναν ήδη και αυτοί εκείνα που έκαναν επί σειρά αιώνων εις βάρος των οι δυνάσται»[8].

«Οι Έλληνες, κατά τα διδάγματα των αυθεντών και διδασκάλων των, έκοψαν τας κεφαλάς των φονευθέντων και τας εκρέμασαν έξωθεν του πύργου των, κατέναντι των πολιορκουμένων δυστυχών συγγενών των»[9].

Ο Παπατρέχας[10] προσπαθεί να ερμηνεύσει το περιστατικό αναφερόμενος στη βαρβαρότητα της εποχής:

«Η επίδειξη κομμένων κεφαλιών, οι αρμάθες από αυτιά, οι κρεμασμένοι στα άρμπουρα των καραβιών, ακόμα και οι πυραμίδες από κομμένα κεφάλια, ήταν κάτι συνηθισμένο, ήταν μέσα στα πολεμικά ήθη της εποχής… Σ’ αυτές τις άγριες, τις αποτρόπαιες επιδείξεις, οι Τούρκοι υπήρξαν πρώτοι διδάξαντες».

Ωστόσο, όποια κι αν είναι η εξήγηση, το γεγονός παραμένει αποτρόπαιο και δηλωτικό του μίσους που έτρεφαν οι Χριστιανοί του Κάρλελι, ιδίως για όσους είχαν εξισλαμιστεί.

Με τον θάνατο του Ζουφλικάρ Αγά, οι δυνάμεις των Οθωμανών υποχώρησαν και περιορίστηκαν στις οχυρώσεις τους. Την επομένη, καθώς απειλούνταν από λιμό, άρχισαν διαπραγματεύσεις με τον Βλαχόπουλο για την παράδοσή τους. Ζήτησαν να τους επιτραπεί να εγκαταλείψουν την κωμόπολη με τις οικογένειές τους. Ο Βλαχόπουλος αρχικά αρνήθηκε. Μετά από μερικές ημέρες συμφωνήθηκε να αποχωρήσουν άοπλοι και να διασκορπιστούν σε χωριά της επιλογής τους, με σεβασμό στη ζωή και την τιμή τους.

Η συμφωνία, όμως, δεν τηρήθηκε. Όπως αναφέρει ο Χαβέλας:

«Αλλ’ οι μεν εις τον Μακρήν παραδοθέντες απεστάλησαν εις Ζυγόν, ένθα υπό του συρφετού εφονεύθησαν· οι δε εις τον Στάικον παραδοθέντες, λαφυραγωγηθέντες καλώς, απεστάλησαν ως οι πρώτοι (εννοεί τους Βραχωρίτες) εις Άρταν και Πρέβεζαν».

Έτσι, οι επαναστατημένοι οπλαρχηγοί του Κάρλελι επικράτησαν στην περιοχή του Βλοχού και διαχειρίστηκαν τις τοπικές υποθέσεις «εκ των ενόντων» έως τις αρχές της άνοιξης του 1822, οπότε οι κοτζαμπάσηδες της Αιτωλίας, με τη συνεργασία του Βαρνακιώτη, συγκρότησαν την προσωρινή διοίκηση με την επωνυμία «Γερουσία της Δυτικής Ελλάδας», με έδρα το Βραχώρι.

 

——————————————————————————————————————————————————————–
Υποσημείωση: Οι χρονολογίες που καταγράφονται πριν την 16η Φεβρουαρίου 1923 είναι σύμφωνες με την χρονολόγηση των πηγών. Για την αντιστοίχιση με τη σημερινή χρονολόγηση πρέπει στην αντίστοιχη χρονολογία να προστεθούν 13 μέρες.
Παραπομπές: 1. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη αυλή του ερυθρού λέοντος τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, τόμος 1ος, κεφ. ΙΖ, σελ. 267 | 2. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδόσεις Μέλισσα, Έκτη έκδοση, 1974, σελ. 538 | 3. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σελ. 253. | 4. Θεοδώρου Χαβέλα Ιστορία των Αιτωλών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1829, Τόμος 2ος, Αθήνα 1883, σελ. 60 | 5. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο.π, σελ. 267 | 6. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο.π., σελ. 268 | 7. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ο.π., σελ. 539 | 8. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, ο.π., σελ. 539 | 9. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο.π, σελ. 268. | 10. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σ. 254.
Φωτογραφία: H μάντρα του σπιτιού του Ζουφλικάρ Αγά.
(Από την εισήγηση της Τασ. Βερβενιώτη «Ζαπαντ’, η Μεγάλη Χώρα της Σιωπής»)
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν