Λευτέρης Τηλιγάδας
Στο στόχαστρο οι Παπαστραταίοι
Το στρατοδικείο της 27ης Μαϊου του 1948 και η κατάρρευση μιας κατηγορίας
Μια τομή στον μεταπολεμικό ελληνικό δημόσιο βίο και την ηθική της «εθνικοφροσύνης»
Στις αρχές του 1948, εν μέσω του ελληνικού Εμφυλίου, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται από μια δίκη με ιδιαίτερο πολιτικό βάρος: τρεις επιφανείς βιομήχανοι, οι αδελφοί Παπαστράτου, κάθονται στο εδώλιο του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών με την κατηγορία ότι ενίσχυαν οικονομικά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και, κατ’ επέκταση, τον ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ. Η υπόθεση, ωστόσο, δεν αφορούσε μόνο το περιεχόμενο των εγγράφων που δήθεν προέρχονταν από το ΚΚΕ, αλλά και τη σκοτεινή διαδρομή με την οποία αυτά έφτασαν στις αρχές. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οργάνωση «Χ» – μετονομασθείσα σε «Εθνικόν Αγροτικόν Κόμμα Χιτών» – και μια σειρά στελεχών της, όπως ο περιβόητος Χούμπαυλης. Η Χ, αυτοπροσδιοριζόμενη ως αδιάλλακτα εθνικόφρων, επέλεξε να μην παραδώσει τα στοιχεία στις αρμόδιες αρχές, αλλά να τα δημοσιοποιεί τμηματικά στο λαθρόβιο έντυπό της, συνοδευόμενα από απειλές και εκβιασμούς.
27 Μαΐου 1948 — Με βασικό κατηγορούμενο τον Γιάννη Παπαστράτο, πρόεδρο της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου και σημαίνουσα προσωπικότητα της οικονομικής ζωής της χώρας ξεκινάει η περίφημη «δίκη των Βιομηχάνων». Η κατηγορία; Σοκαριστική: χρηματοδότηση του ΚΚΕ και των ενόπλων ομάδων του κατά την κρίσιμη περίοδο από το 1946 έως το 1948. Η υπόθεση δεν εκτυλίσσεται σε νομικό κενό. Αντιθέτως, φέρει τη σφραγίδα βαθιών ρηγμάτων εντός του μπλοκ εξουσίας και πιθανών επιχειρηματικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο του στρατηγικής σημασίας καπνεμπορίου. Οι κατηγορίες μοιάζουν να λειτουργούν και ως προειδοποίηση προς όσους θα τολμήσουν να ενισχύσουν έστω και κατ’ ελάχιστον τους «κομμουνιστοσυμμορίτες».
Οι κατήγοροι και το φαντασιακό της ενοχής
Η δικογραφία στηρίζεται σε αμφιλεγόμενα έγγραφα –υποτίθεται προϊόντα του ΚΚΕ–, σε λογιστικά δεδομένα που παρουσιάζουν οικονομικές συναλλαγές και σε… πακέτα τσιγάρων No 7 με κόκκινο περιτύλιγμα. Το προϊόν, σύμφωνα με την κατηγορία, διακινούνταν για τη στήριξη των ανταρτών. Πολλά από τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνονται έωλα ή ευθέως πλαστά, ωστόσο η διαδικασία συνεχίζεται με εντυπωσιακή ταχύτητα.
Κατήγοροι δεν είναι άλλοι από πρόσωπα με σκοτεινό παρελθόν: πρώην δοσίλογοι, μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας και της παρακρατικής οργάνωσης «Χ», που μεταμορφώνονται σε υπερασπιστές της πατρίδας υπό τον μανδύα της «εθνικοφροσύνης».
Η απολογία Παπαστράτου
Ο Γιάννης Παπαστράτος εκτός από βιομήχανος υπήρξε και ενεργός πολιτικός, με σπουδές στη Νομική και σταδιοδρομία στο Κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων του Καφαντάρη. Εκλέχθηκε γερουσιαστής και αργότερα βουλευτής, διακρινόμενος για τη γνώση του στα φορολογικά και ιδιαίτερα στα θέματα του καπνικού τομέα. Κατά τη δικτατορία του Μεταξά, συντάσσεται με το κυρίαρχο οικονομικό ρεύμα, στηρίζοντας την πολιτική της αυτάρκειας και της εγχώριας παραγωγής. Η δράση του, τόσο οικονομική όσο και πολιτική, υπήρξε κομβική στην ανάπτυξη του Αγρινίου, ενώ το όνομά του ταυτίστηκε με τη φιλανθρωπία και την πρόοδο της περιοχής.
Ο Γιάννης Παπαστράτος αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε συνεργασία ή ενίσχυση του κομμουνιστικού κινήματος. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι είχε δεχθεί απειλές από τον ΕΛΑΣ και είχε ειδοποιήσει σχετικά τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, ο οποίος του συνέστησε να αρνηθεί οποιαδήποτε παροχή. Καταθέτει, μάλιστα, σχετική επιστολή του Παπανδρέου ως τεκμήριο της αλήθειας του. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών του, ο Παπαστράτος αναφέρει ότι το εργοστάσιο του επλήγη σοβαρά κατά τις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών — γεγονός που, όπως υποστήριξε, δεν θα συνέβαινε αν πράγματι ήταν ευνοούμενος των κομμουνιστών.
Για το περίφημο «κόκκινο πακέτο» τσιγάρων, η απάντησή του ήταν περιεκτική και δηκτική: «Αστείος ισχυρισμός». Το προϊόν κυκλοφορούσε ήδη από την προπολεμική περίοδο και διαφημιζόταν σε όλες τις εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Αριστεράς. Σε μια αιχμηρή αποστροφή, υπονόησε πως η δίκη αποτελεί κατασκευασμένη σκευωρία με στόχο οικονομική εξόντωση, ενοχοποιώντας ανθρώπους της «Χ» για εκβιαστικές πιέσεις.
Η επόμενη μέρα
Η ομόφωνη απόφαση των στρατοδικών για την αθώωση των κατηγορουμένων φαίνεται πως δεν έκλεισε απλώς τη δίκη, αλλά άνοιξε νέες δυνατότητες προπαγάνδας. Η υπόθεση χρησιμοποιήθηκε ως επικοινωνιακό εργαλείο εντός και εκτός συνόρων για να απαντήσει στις διεθνείς καταγγελίες περί αυταρχισμού και μαζικών εκτελέσεων από τα στρατοδικεία. Ο Τύπος πανηγύριζε: «Η απόφαση θα ακουσθεί πέραν των συνόρων… εις την Ελλάδα απονέμεται πραγματική Δικαιοσύνη». Η «Δίκη των Βιομηχάνων» ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή δικαστική υπόθεση. Ήταν αντανάκλαση των βαθιών ρωγμών μιας κοινωνίας σε πόλεμο – όχι μόνο με τα όπλα, αλλά και με τη μνήμη, το συμφέρον και την ιδεολογία. Μπορεί οι Παπαστράτοι να αθωώθηκαν, αλλά το σήμα είχε ήδη σταλεί: στην Ελλάδα του 1948, η πίστη στην «πατρίδα» περνούσε μέσα από το ταμείο. Και όποιος δεν συμμορφωνόταν, κινδύνευε να βρεθεί στο εδώλιο.
Μία ημέρα μετά την έκδοση της απόφασης, η εφημερίδα Ελευθερία, υπό τη διεύθυνση του Παύλου Κόκκα, δημοσίευσε πρωτοσέλιδο άρθρο με τον δηκτικό τίτλο «ΧΟΥΜΠΑΥΛΗΣ & ΣΙΑ», στο οποίο ασκούσε δριμύτατη κριτική στην Οργάνωση Χ και τους μάρτυρες κατηγορίας. Το άρθρο όχι μόνο υποστήριζε την αθωότητα των κατηγορουμένων, αλλά κατέγραφε με βιτριολικό ύφος την εγκληματική και αναξιόπιστη φύση των βασικών μαρτύρων της υπόθεσης:
«Πρώτος και βασικός μάρτυς της κατηγορίας: ο Χούμπαυλης […] Με τέσσαρα ονόματα, τρεις ηλικίες, τρία επαγγέλματα, εξ καταδίκας […] Πέραν τούτου και κατά σειράν: ψευδοκομμουνιστής, ταγματασφαλίτης, πράκτωρ της Ειδικής Ασφάλειας, “οπλατζής” […] Και τέλος στέλεχος της Χ. Ο κατάλληλος άνθρωπος εις την κατάλληλον θέσιν.»
Η εφημερίδα συνεχίζει παρουσιάζοντας και τους υπόλοιπους μάρτυρες – τον Αναστασάκο με 36 καταδίκες, τον Κωστάκο (ή “Χασάπη”) που «σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Χούμπαυλη», καθώς και τον μονόφθαλμο Καλύβα. Η σύνθεση του προφίλ των μαρτύρων κατηγορίας αποτυπώνει αυτό που ο συντάκτης της Ελευθερίας χαρακτηρίζει ως “ανθρώπινον υπόκοσμον” που επιχειρεί να επιβάλει τον εαυτό του ως φρουρό της εθνικοφροσύνης:
«Αρκούν αυτοί, νομίζομεν, διά να σχηματίση κανείς αντίληψιν περί του ανθρωπίνου υποκόσμου που εμφανίζεται θρασύτατος […] ως διαφεντευτής και ενσαρκωτής της εθνικοφροσύνης.»
Το άρθρο κορυφώνεται με την καταδίκη της προσπάθειας της Χ να εμφανιστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, κάτι που επιφυλάσσεται θεσμικά στο κράτος και όχι σε οργανώσεις με ιδιωτική ατζέντα:
«Τώρα ο λαός είναι πολιτικός ενάγων. Ο λαός που δεν ανέχεται να βρωμίζουν τον πατριωτισμόν του τέτοια καθάρματα.»
Η παρέμβαση της Ελευθερίας δεν υπήρξε απλώς μία δημοσιογραφική αποκάλυψη. Αποτέλεσε σημείο καμπής στη δημόσια συζήτηση για τον ρόλο της Οργάνωσης Χ, την αξιοπιστία των «εθνικοφρόνων» μηχανισμών και τα όρια του πατριωτισμού ως πολιτικού εργαλείου. Σε μία περίοδο όπου ο εμφύλιος διχασμός μεταφραζόταν συχνά σε εκβιασμούς, διώξεις και εξοντώσεις χωρίς θεσμικές εγγυήσεις, η ξεκάθαρη στάση της εφημερίδας ανέδειξε την ανάγκη διαχωρισμού ανάμεσα σε θεσμική νομιμότητα και παρακρατική αυθαιρεσία.
Η υπόθεση Χούμπαυλη φανερώνει ότι οι απόπειρες κατασκευής κατηγοριών δεν είναι απλώς παρανομίες· είναι ενδείξεις συστημικής ηθικής σήψης. Και η δημόσια αποδόμησή τους, όπως έκανε η Ελευθερία, αποτελεί πράξη δημοκρατικής αυτοάμυνας σε εποχές θεσμικού εκφυλισμού.
——————————————————————————————————- ————————————————————————————-
Πηγές
ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο 30/5/1948, σελ.5 | ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 28/5/1948, σελ.5 | ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 1/6/1948, σελ.5 | ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 29/5/1948, σελ.1 | ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 30/5/1948, σελ.1 ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 29/5/1948, σελ.3 | ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 28/5/1948, σελ.3 | ΕΜΠΡΟΣ Φύλλο: 28/5/1948, σελ.1
Φωτογραφία: Οι Παπαστραταίοι
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν