...
| Γκυγιώμ Απολλιναίρ |

«Όταν έχεις χρόνο, έχεις ελευθερία»
| Ο ποιητής που έντυσε την Ευρώπη της πρωτοπορίας
με τη μελαγχολία του μέλλοντος |
Ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ υπήρξε παιδί της Ευρώπης των αντιφάσεων, γεννημένος στη Ρώμη το 1880 από Πολωνίδα μητέρα και άγνωστο πατέρα, ανάμεσα στην παρακμή της αριστοκρατίας και την έγερση της νέας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Ο ίδιος προερχόταν από έναν κόσμο όπου τα όρια ανάμεσα στη νομιμότητα και την περιπέτεια, στην αμαρτία και την ελευθερία, ήταν ρευστά. Η μητέρα του, Αντζέλικα ντε Κοστροβίτσκι, γυναίκα ανυπότακτη και θιασώτης του παιχνιδιού, τον μεγάλωσε στα καζίνο του Μονακό και της Ριβιέρας, του έμαθε τις γλώσσες και τις απολαύσεις του κόσμου, αλλά και το αίσθημα του να ανήκει κανείς στο περιθώριο. Από την αρχή, ο Απολλιναίρ βρέθηκε να ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους, όπως αργότερα θα ζήσει ανάμεσα στις μορφές, στα ρεύματα και στις λέξεις. Ορφανός από πατέρα και προικισμένος με μια μητρική σκιά γεμάτη σκάνδαλα και ανεξαρτησία, αναζήτησε στη γλώσσα εκείνη την ταυτότητα που του στέρησε η καταγωγή.
Όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, στα είκοσί του, βρέθηκε στο κέντρο της πιο ρηξικέλευθης εποχής της ευρωπαϊκής τέχνης. Στη Μονμάρτρη και αργότερα στο Μονπαρνάς, ο Απολλιναίρ έγινε η φωνή μιας γενιάς που απέρριπτε τον αστικό καθωσπρεπισμό και αναζητούσε νέες μορφές έκφρασης. Ανάμεσα σε μποέμ, ζωγράφους, ποιητές και μουσικούς, υπήρξε φίλος και συνοδοιπόρος του Πικάσο, του Μπρακ, του Κοκτώ, του Σατί, του Ζακόμπ και του Μπρετόν. Εκεί, μέσα στις ταβέρνες της τέχνης και της φτώχειας, συνέλαβε την ιδέα μιας νέας αισθητικής, που θα απέρριπτε τις στατικές φόρμες του 19ου αιώνα και θα έδινε χώρο στο όραμα, στο παιχνίδι, στο όνειρο. Ο Απολλιναίρ υπήρξε ένας από τους πρώτους θεωρητικούς του κυβισμού, υποστηρίζοντας το έργο των φίλων του όταν ακόμη αυτό προκαλούσε σκάνδαλο. Με το κείμενό του «Οι κυβιστές ζωγράφοι» το 1913, εισήγαγε τον όρο “κυβισμός” για να περιγράψει την ανατομία της πραγματικότητας που επιχειρούσαν οι νέοι δημιουργοί, όπως ο Πικάσο που «μελετούσε κάθε αντικείμενο όπως ένας γιατρός κάνει ανατομία σε ένα πτώμα». Ο Απολλιναίρ αντιλαμβανόταν την τέχνη ως περιπέτεια, όπου ο ποιητής δεν οφείλει να αναπαριστά, αλλά να ανακαλύπτει, να συνθέτει τον κόσμο εκ νέου με τη ματιά του.

Η ζωή του ήταν μια συνεχής αμφισβήτηση των ορίων, ανάμεσα στην ελευθερία και την ενοχή. Το 1907 γράφει την ερωτική νουβέλα «Έντεκα Χιλιάδες Βέργες», έργο που καταδικάστηκε για την τολμηρότητά του, αλλά λειτούργησε ως προφητική αποτύπωση της σεξουαλικής απελευθέρωσης του 20ού αιώνα. Ο Απολλιναίρ, πίσω από την πρόκληση, αναζητούσε την αλήθεια του σώματος και την αλήθεια του λόγου, σε μια εποχή όπου η Ευρώπη ακόμη στέναζε κάτω από την ηθική της Βικτωριανής εποχής. Η γλώσσα του, γεμάτη ένταση και χιούμορ, ταλαντευόταν ανάμεσα στην αμαρτία και στη μεταφυσική. Η σχέση του με τις γυναίκες υπήρξε πάντα πεδίο πάθους και πληγής, από την ανεκπλήρωτη επιθυμία του για την Annie Playden έως τη Μαντλέν Παζ και τη Λουίζ ντε Κολινύ. Μέσα από αυτές τις ερωτικές εμπειρίες γέννησε ποιήματα που έμοιαζαν άλλοτε με τραγούδια της εξορίας και άλλοτε με ωδές στην απώλεια.

Η υπόθεση της κλοπής της Μόνα Λίζα το 1911 θα σημαδέψει οριστικά τη ζωή του. Κατηγορημένος άδικα μαζί με τον Πικάσο ως αρχηγός διεθνούς σπείρας, θα βιώσει τον εξευτελισμό της φυλάκισης και τη δημόσια διαπόμπευση. Από εκείνη τη στιγμή, η μελαγχολία και η ειρωνεία θα διαποτίσουν το έργο του. Το ποίημα «Πλήξη», γραμμένο μέσα στα τείχη του κελιού του, αποτυπώνει την ανθρώπινη συνθήκη της απομόνωσης και της πνευματικής ασφυξίας σε μια εποχή όπου ο πολιτισμός έμοιαζε να σπαράσσεται από τις ίδιες του τις αντιφάσεις. Ο Απολλιναίρ είδε στην Ευρώπη του 20ού αιώνα την ήπειρο των σιδηροτροχιών και των συρματοπλεγμάτων, όπου οι άνθρωποι «δεμένοι από κραυγές» πίστευαν ακόμη στην πρόοδο, ενώ πορεύονταν προς την καταστροφή.
Όταν το 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ποιητής κατατάχθηκε εθελοντής, όχι από τυφλό πατριωτισμό, αλλά από τη βαθύτερη ανάγκη να συμμετάσχει στο ίδιο το πάθος της εποχής του. Στα χαρακώματα της Καμπανίας, με τη λάσπη και το αίμα, έγραψε επιστολές και ποιήματα που μιλούσαν για τον έρωτα, τον φόβο, την ελπίδα της ζωής που επιμένει. Το 1916 τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσμα οβίδας και επέστρεψε στο Παρίσι με μπανταρισμένο κρανίο, φέροντας πάνω του το ίχνος μιας Ευρώπης που αιμορραγούσε. Οι φίλοι του τον έβλεπαν να κυκλοφορεί στους δρόμους με στολή και παράσημα, σαν παράδοξο σύμβολο ενός καλλιτέχνη που δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται μέσα στον πόλεμο.

Το 1917, μέσα σε ένα κλίμα εθνικής εξάντλησης, γράφει το θεατρικό έργο «Οι μαστοί του Τειρεσία», εισάγοντας τον όρο «σουρεαλισμός» για να περιγράψει τη νέα ψυχική περιπέτεια της τέχνης. Για τον Απολλιναίρ, ο σουρεαλισμός δεν ήταν απλώς τεχνική ή αισθητική τάση, αλλά μια στάση απέναντι στην πραγματικότητα, μια πράξη απελευθέρωσης από τη λογική και την ηθική της αστικής Ευρώπης. Ήταν η ποιητική απόπειρα να υπερβεί κανείς το τραύμα του πολέμου και να αναζητήσει το όνειρο εκεί όπου δεν υπάρχει πια ελπίδα.
Ο Απολλιναίρ πέθανε τον Νοέμβριο του 1918, μόλις έξι μέρες πριν τελειώσει ο πόλεμος, από την ισπανική γρίπη που θέριζε την ήπειρο. Ο θάνατός του, σχεδόν συμβολικός, έμοιαζε με το κλείσιμο ενός κύκλου, της Ευρώπης που έζησε τη μέθη της πρωτοπορίας και ξύπνησε μέσα στα ερείπια. Στην κηδεία του, ο Πικάσο και οι φίλοι του αποχαιρέτησαν όχι μόνο έναν ποιητή, αλλά το πνεύμα μιας εποχής που πίστεψε πως η τέχνη μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Τα «Καλλίγραμμα» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του υπήρξαν η τελευταία του χειρονομία προς την ποίηση – ένα παιχνίδι μορφών και λέξεων, όπου η γλώσσα γίνεται εικόνα και η σελίδα χώρος ελευθερίας. Γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος, «όταν έχεις χρόνο, έχεις ελευθερία»· και εκείνος τον χρόνο του τον κατέκτησε με το αίμα, με το όνειρο, με την αδιάκοπη περιπέτεια της ανακάλυψης.
——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T

