...
Ο γέγονε… Γέγονε|
Γεγονότα
1821 – Η Μάχη στο Δραγατσάνι. Ο Ιερός Λόχος υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ηττάται στο Δραγατσάνι από υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις. Έπειτα από λίγες μέρες, ο Υψηλάντης θα περάσει τα αυστριακά σύνορα, θα συλληφθεί από τους Αυστριακούς και θα φυλακιστεί. Τα πρώτα ελληνικά τμήματα ξεκίνησαν προς την κατεύθυνση του Δραγατσανίου στις 3/15 Ιουνίου 1821, με άσχημες καιρικές συνθήκες και έφτασαν στην περιοχή στις 6/18 Ιουνίου.
Οι θέσεις που κατέλαβαν οι Έλληνες στους πρόποδες των γύρω βουνών παρείχαν πλεονεκτήματα, και ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων του Δραγατσανίου Καρά Φεϊζ, για να αντιμετωπίσει τα ελληνικά τμήματα, άρχισε να κατασκευάζει οχυρώματα και συγχρόνως να πυρπολεί τμήμα του χωριού.
Ενώ όμως ο Υψηλάντης, που βρισκόταν σε απόσταση τριών ωρών από το σημείο της μάχης, συσκεπτόταν με το Γεωργάκη Ολύμπιο, ο χιλίαρχος Βασίλειος Καραβίας, στις [22 Φεβρουαρίου 1821] και παρά τις αντίθετες διαταγές για καμιά ελληνική κίνηση, επιτέθηκε με 800 ιππείς εναντίον της μονής Σερμπανεστίου, όπου είχαν οχυρωθεί οθωμανικές δυνάμεις.
Ωστόσο η επίθεση απέτυχε και πολλοί από τους ιππείς εγκατέλειψαν τoν αγώνα και έφυγαν προς το γειτονικό δάσος. Ο Νικόλαος Υψηλάντης, επικεφαλής του Ιερού Λόχου, έσπευσε προς βοήθεια με 375 αξιωματικούς και οπλίτες, αλλά η αποχώρηση του τμήματος του Καραβία ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμούν μόνοι τους χωρίς την υποστήριξη ιππικού.
Έτσι ο Ιερός Λόχος, πριν προλάβει να οργανωθεί σε σχηματισμό μάχης, δέχτηκε επίθεση από το τουρκικό ιππικό, αρνούμενος το κάλεσμα να παραδοθεί, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές απώλειες. Ο σημαιοφόρος του λόχου, 25 αξιωματικοί και 180 στρατιώτες έπεσαν νεκροί, ενώ 37 Ιερολοχίτες αιχμαλωτίστηκαν. Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός Νικόλαος Υψηλάντης και ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ, συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας.
1907 – Καπετάν Άγρας. Εκείνη τη μέρα, οι κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ, Κασάπτσε, Χαντούρη και Ζλατάν, παραβαίνοντας τις συμφωνίες, συνέλαβαν τον Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, ενώ οι υπόλοιποι από τη συνοδεία αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι.
Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμαλώτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων. Μάλιστα στο Σαρακηνό (τότε Σαρακίνοβο), που ήταν το ορεινό κέντρο των κομιτατζήδων και το οποίο αποκαλούνταν “Μικρή Σόφια”, οι Βούλγαροι δε σεβάστηκαν ούτε την τιμή των δύο Ελλήνων αγωνιστών.
Τελικά, τη νύχτα της 7ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας).
Το γεγονός τάραξε τους Έλληνες της περιοχής και η προδοσία των Βουλγάρων φανάτισε τους Έλληνες αντάρτες, με αποτέλεσμα ο ελληνικός αγώνας να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση και περισσότερες επιτυχίες.
1942 – Η Μάχη του Μίντγουεϊ. Η ναυμαχία του Μίντγουεϊ, διεθνώς Μάχη του Μίντγουεϊ (Battle of Midway) υπήρξε μια από τις πιο φημισμένες συγκρούσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό. Η ναυμαχία έλαβε το όνομά της από την ατόλη Μίντγουεϊ (νήσος σε απόσταση περίπου 2.000 χλμ ΒΔ των νήσων Χαβάη), που αποτέλεσε το θέατρο των εν λόγω επιχειρήσεων μεταξύ αμερικανικού και ιαπωνικού στόλου.
Έλαβε χώρα κάπου έξι μήνες μετά την καταστροφή στο Περλ Χάρμπορ, μεταξύ 4 και 7 Ιουνίου 1942 και θεωρείται σημείο στροφής της μέχρι τότε ακατάσχετα νικηφόρας πορείας των Ιαπώνων στον Ειρηνικό. Αρκετοί ιστορικοί την χαρακτήρισαν το «Ελ Αλαμέιν» του Ειρηνικού, αλλά κάπου 50 χρόνια αργότερα άλλοι μελετητές την θεώρησαν «ανέλπιστη νίκη», η οποία ωστόσο για πρώτη φορά έδρασε ως ισχυρό αντίβαρο στην εξαιρετικά μειονεκτική θέση των ΗΠΑ από την αρχή του πολέμου έναντι της Ιαπωνίας.
Το πραγματικό σημείο καμπής στον Ειρηνικό υπήρξε 5 μήνες αργότερα στην αεροναυμαχία της Σάντα Κρουζ (25-27 Οκτωβρίου 1942) όπου, αν και το αποτέλεσμα μπορεί να κριθεί ισόπαλο, εντούτοις οι Ιάπωνες εγκατέλειψαν για πάντα την κατακτητική τους οδό μετά από διπλή ήττα (Σάντα Κρουζ στη θάλασσα και Γκουανταλκανάλ στην ξηρά) οπότε και αυτοπεριορίστηκαν έκτοτε στη διατήρηση μιας αμυντικής ζώνης στα μητροπολιτικά τους ύδατα, χωρίς ποτέ πια να μπορέσουν να επεκταθούν περισσότερο.
Γεννήσεις
1778 – Τζορτζ Μπράιαν Μπράμελ. Αν δεν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, θα μπορούσε να τον έχει επινοήσει η πένα ενός συγγραφέα. Ο Τζορτζ Μπράιαν Μπρούμελ έμεινε στην Ιστορία ως Beau (=ωραίος) Μπρούμελ, όχι μόνο για την εξωτερική εμφάνισή του, αλλά κυρίως για τη μανιώδη ενασχόλησή του με τις παραμέτρους της ανδρικής γοητείας. Κληρονόμος μιας διόλου ευκαταφρόνητης περιουσίας και σπουδαγμένος στα κολέγια του Ίτον και του Όριελ έζησε τη ζωή του στα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου αναπτύσσοντας μια εμμονή με την κομψότητα και το στιλ. Το πέρασμά του από αυτόν τον κόσμο παρέμεινε αξιομνημόνευτο για αρκετούς λόγους. Ένας από αυτούς ήταν η φιλία του με τον πρίγκιπα και μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Δ’.
Ο Μπρούμελ, ως εστέτ φιγούρα της αγγλικής αριστοκρατίας στην εποχή του, αλλά και ως αξιωματικός του τάγματος των Ουσάρων, σε μια περίοδο που οι αξιωματικοί έραβαν μόνοι τους τις στολές τους, έφερε την επανάσταση. Δημιούργησε το πρότυπο του δανδή, που βασίζει ένα μεγάλο μέρος του κύρους του στο ντύσιμο.
Τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του για τον ενδυματολογικό κώδικα ασπάστηκε πρώτος από όλους ο Γεώργιος Δ’, αλλά και η στρατιωτική αριστοκρατία του καιρού του. Το δόγμα του στενού παντελονιού και του σακακιού που αγκαλιάζει το σώμα είχε περάσει ανεπιστρεπτί στα γονίδια κάθε καθωσπρέπει άντρα μαζί με βασικές οδηγίες για την καθημερινή υγιεινή: βούρτσισμα δοντιών, ξύρισμα και μπάνιο καθημερινά.
Μπορεί ο ωραίος Μπρούμελ να μην είχε αίσιο τέλος στη ζωή του, καθώς κυνηγημένος από τα χρέη του αναγκάστηκε να διαφύγει στη Γαλλία, όπου πέθανε πάμπτωχος και παράφρων, αλλά τα θέσφατά του για την ανδρική μόδα τού χάρισαν ένα λούστρο αθανασίας. Σήμερα θεωρείται αυτός που έβαλε τις βάσεις για το ανδρικό κοστούμι.
1958 – Πρινς. Αμερικανός τραγουδοποιός, με κριτική και εμπορική αποδοχή. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους της σύγχρονης αμερικάνικης λαϊκής μουσικής με παγκόσμια παρουσία. Στο έργο του ενσωματώνει ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, από τη σόουλ, το ριθμ εντ μπλουζ και το φανκ, έως την ποπ και το ροκ.
Ήταν γνωστός για τη φανταχτερή σκηνική παρουσία του, με εκκεντρικό ντύσιμο και μακιγιάζ. Έχει πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους, γεγονός που τον κατατάσσει στους πιο εμπορικούς καλλιτέχνες όλων των εποχών.
Κέρδισε επτά Γκράμι, μία Χρυσή Σφαίρα κι ένα Όσκαρ για την ταινία «Purple Rain» (1984). Εισήχθη στο «Πάνθεον του ροκ εντ ρολ» («Rock and Roll Hall of Fame») το 2004 και κατέχει την 27η θέση στον κατάλογο με τους «πιο επιδραστικούς μουσικούς του ροκ εντ ρολ» του περιοδικού Rolling Stone.
O Πρινς Ρότζερς Νέλσον (Prince Rogers Nelson) γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1958 στη Μινεάπολη της πολιτείας Μινεσότα των ΗΠΑ. Ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά του πιανίστα και συνθέτη της τζαζ Τζον Νέλσον (1916-2001) και της τραγουδίστριας της τζαζ Μάτι Ντέλα Σόου (1933-2002). Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική και σε ηλικία 18 ετών υπέγραψε το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο με τη Warner. To 1979 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο, με τίτλο «Prince», που έγινε πλατινένιος.
Οι τρεις επόμενοι δίσκοι του – «Dirty Mind» (1980), «Controversy» (1981) και «1999» (1982) – απασχόλησαν ευρύτατα κοινό και κριτικούς με τους ερωτικούς στίχους και το μείγμα φανκ, χορευτικής μουσικής και ροκ.
To 1984 έγραψε το σάουντρακ και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Purple Rain», που τον έκανε παγκόσμια γνωστό. Με τους Revolution, το συγκρότημά του, κυκλοφόρησε τους δίσκους «Around the World in a Day» (1985) και «Parade» (1986). Μετά τη διάλυσή τους, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Sign o’ the Times» (1987) και τρία ακόμη άλμπουμ, προτού συστήσει το νέο του συγκρότημα «New Power Generation» το 1991.
To 1993, ενώ βρισκόταν σε διαμάχη με τη Warner για τους όρους του συμβολαίου του, υιοθέτησε το «σύμβολο της αγάπης» ως όνομα και άρχισε να κυκλοφορεί σωρηδόν δίσκους για να απαλλαγεί από το συμβόλαιό του. Το 1998 υπέγραψε στην Arista και από το 2000 άρχισε να χρησιμοποιεί και πάλι το όνομα Prince. Ιδιαίτερα παραγωγικός, κυκλοφόρησε 16 άλμπουμ, με τελευταίο το «Hit n Run Phase Two», που κυκλοφόρησε στις 12 Δεκεμβρίου 2015.
Ο μικροσκοπικός το δέμας Πρινς (είχε ύψος 1,58 μ.) είχε συνδεθεί ερωτικά με γνωστές καλλιτέχνιδες, όπως η Κιμ Μπέισινγκερ, η Μαντόνα, η Κάρμεν Ηλέκτρα, η Απολλωνία (Κοτέρο), η Σίλα Εσκοβέδο (Sheila E.) κ.ά. Τέλεσε δύο γάμους, που κατέληξαν σε διαζύγιο. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε ένα αγοράκι, που πέθανε μία εβδομάδα μετά τη γέννησή του. Από το 2001 ήταν πιστό μέλος της Εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Ο Πρινς πέθανε από υπερβολική δόση οπιοειδών αναλγητικών φαρμάκων στο σπίτι του στο Τσανχάσεν της Μινεσότα στις 21 Απριλίου 2016, σε ηλικία 57 ετών.
Θάνατοι
1954 – Άλαν Τιούρινγκ | Ήταν Άγγλος μαθηματικός, καθηγητής της λογικής, κρυπτογράφος και θεωρητικός βιολόγος. Θεωρείται ο «πατέρας της επιστήμης υπολογιστών», χάρη στην πολύ μεγάλη συνεισφορά του στο γνωστικό πεδίο της θεωρίας υπολογισμού κατά τη δεκαετία του 1930, αλλά και της τεχνητής νοημοσύνης, χάρη στο λεγόμενο τεστ Τούρινγκ, την οποία πρότεινε το 1950: έναν τρόπο για να διαπιστωθεί πειραματικά αν μία μηχανή έχει αυθεντικές γνωστικές ικανότητες και μπορεί να σκεφτεί.
Το έργο του από τη δεκαετία του ’30 προσέδωσε στην ως τότε άτυπη έννοια του αλγορίθμου μία επίσημη, αυστηρή μαθηματική διατύπωση μέσω της λεγόμενης Μηχανής Τούρινγκ. Ακόμα, ο Τούρινγκ διατύπωσε από κοινού με τον Αλόνζο Τσερτς την περίφημη εικασία του, ευρέως αποδεκτή, σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε μαθηματικό μοντέλο υπολογισμού είναι είτε ισοδύναμο είτε υποδεέστερο της Καθολικής Μηχανής Τούρινγκ, επομένως αυτή περιγράφει τον ευρύτερο δυνατό υπολογιστή γενικού σκοπού: είναι θεωρητικά ικανή να υπολογίσει ό,τι είναι δυνατό να υπολογιστεί αλγοριθμικά.
Οι επιστημονικές συνεισφορές του Τούρινγκ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ δημόσια κατά τη διάρκεια της ζωής του επειδή η εργασία του ήταν απόρρητη. Στο Μπλέτσλεϊ Παρκ (Bletchley Park), κέντρο της Βρετανικής Υπηρεσίας Αντικατασκοπείας, ήταν το κεντρικό πρόσωπο στην αποκρυπτογράφηση των γερμανικών στρατιωτικών κωδικών, όντας ο προϊστάμενος της Ομάδας 8. Η ομάδα αυτή ήταν που επιφορτίστηκε με την αποκωδικοποίηση της γερμανικής κρυπτογραφικής συσκευής Enigma.
Μετά τον Πόλεμο, σχεδίασε έναν από τους πρώτους ηλεκτρονικούς προγραμματίσιμους ψηφιακούς υπολογιστές στο Εθνικό Φυσικό Εργαστήριο, όπως λεγόταν, και κατασκεύασε μια δεύτερη υπολογιστική μηχανή στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Ο Τούρινγκ πέθανε το 1954, 16 μέρες πριν τα 42α γενέθλιά του από δηλητηρίαση από κυάνιο. Έρευνα προσδιόρισε το θάνατό ως αυτοκτονία, αλλά είναι γνωστό ότι τα στοιχεία επίσης στηρίζουν την πιθανότητα τυχαίας δηλητηρίασης. Το Βραβείο Τούρινγκ, η ύψιστη επιστημονική διάκριση στον χώρο της πληροφορικής από το 1966 κι έπειτα, ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του.
1980 – Χένρι Μίλερ. Ο Χένρυ Μίλλερ γεννήθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Μπρούκλιν. Το 1909 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και συνέχισε να φοιτά στο κολέγιο City College της Νέα Υόρκης, όπου όμως παρέμεινε τελικά μόνο για δύο μήνες.
Εγκαταλείποντας το κολέγιο, ο Μίλλερ εργάστηκε για ένα μεγάλο διάστημα σε πολλές διαφορετικές δουλειές. Το 1917 παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Beatrice Sylvas Wickens, με την οποία απέκτησε και ένα παιδί. Το 1920 προσελήφθη ως διευθυντής απασχόλησης τηλεγραφικής εταιρείας ενώ την ίδια περίπου εποχή θεωρείται πως άρχισε να ασχολείται με την λογοτεχνία, γράφοντας τα πρώτα του βιβλία, τα οποία όμως δεν δημοσιεύτηκαν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά το θάνατό του.
Την περίοδο 1928-1929, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την εργασία του από το 1924 και αφοσιωμένος στο λογοτεχνικό του έργο, έζησε για αρκετούς μήνες στην Ευρώπη μαζί με την δεύτερη σύζυγό του Τζουν Μάνσφιλντ, η οποία και τον συντηρούσε οικονομικά. Τον επόμενο χρόνο, εγκαταστάθηκε μόνος στο Παρίσι, όπου έζησε περίπου μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συντηρούμενος κυρίως χάρη στη συνδρομή φίλων του. Το φθινόπωρο του 1931, ο Μίλλερ προσελήφθη ως διορθωτής κειμένων στην εφημερίδα Chicago Tribune και ειδικότερα για την έκδοση που κυκλοφορούσε τότε στο Παρίσι. Για την πρόσληψή του σημαντικό ρόλο είχε ο στενός του φίλος Alfred Perlès, δημοσιογράφος της εφημερίδας. Ο ίδιος ο Μίλλερ, χρησιμοποίησε το όνομα του τελευταίου προκειμένου να δημοσιευτούν δικά του άρθρα, καθώς ως διορθωτής δεν είχε το δικαίωματα να δημοσιεύει προσωπικά κείμενα.
Η είσοδος του Μίλλερ στους λογοτεχνικούς κύκλους σημειώθηκε με την δημοσίευση του μυθιστορήματος του Τροπικός του Καρκίνου, βιβλίο που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1934 χρηματοδοτούμενο από την Αναΐς Νιν και που αποτυπώνει τα πρώτα χρόνια αυτοεξορίας του Μίλλερ στο Παρίσι. Το πρωτότυπο χειρόγραφο του Μίλλερ είχε ολοκληρωθεί στην πραγματικότητα δύο περίπου χρόνια νωρίτερα. Ο Τροπικός του Καρκίνου είχε σημαντική απήχηση, καταγράφοντας συγχρόνως περισσότερες από δύο εκατομμύρια πωλήσεις τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του.
Ο Μίλλερ εγκατέλειψε το Παρίσι το 1939, μετά τη δημοσίευση του Τροπικού του Αιγόκερω, ο οποίος μαζί με τον Τροπικό του Καρκίνου παρέμειναν απαγορευμένα και ανέκδοτα βιβλία στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το επόμενο διάστημα επισκέφτηκε την Ελλάδα όπου έζησε για περίπου έξι μήνες. Σε αυτή την περίοδο επισκέφτηκε την Αθήνα, την Πελοπόννησο αλλά και αρκετά από τα νησιά της Ελλάδας και γνωρίστηκε με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, από τον οποίο είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του βιβλίου του Κολοσσός του Μαρουσιού. Στο έργο αυτό, που δημοσιεύτηκε το 1941, ο Μίλλερ περιέγραψε το σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα φροντίζοντας παράλληλα να προβάλλει τις σκέψεις του για την ευρύτερη σημασία της Ελλάδας.
Επέστρεψε στην Αμερική το 1940 και για ένα διάστημα ταξίδεψε ανά την χώρα, γεγονός που οδήγησε και στην έκδοση του Κλιματισμένος εφιάλτης (Air-conditioned Nightmare), έργο ταξιδιωτικό αλλά και κριτικό απέναντι στα ήθη της αμερικανικής κοινωνίας. Το 1944 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ της Καλιφόρνιας, όπου έζησε μέχρι το 1963 και εξακολούθησε να γράφει. Σε αυτό το διάστημα ολοκλήρωσε και δημοσίευσε αρκετά έργα, μεταξύ των οποίων η αυτοβιογραφική τριλογία Η Ρόδινη Σταύρωση, αποτελούμενη από τα βιβλία Sexus (1949), Plexus (1953) και Nexus (1960) καθώς και το Ο καιρός των δολοφόνων (1956), που αποτυπώνει τη σχέση του Μίλλερ με το έργο του γάλλου ποιητή Ρεμπώ. Το 1961 εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική o Τροπικός του Καρκίνου προκαλώντας δικαστικές διαμάχες περί λογοκρισίας του έργου που κατέληξαν οριστικά στην μη απαγόρευση του το 1964.
Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια της ζωής του έζησε στο Λος Άντζελες. Μετά το θάνατό του, το 1980, αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο Μπιγκ Σερ όπου έζησε και το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia
.