Τα όρη του Βάλτου
σχηματίζουν ένα ακανόνιστο σχήμα ορεινής πλατφόρμας
που δεν προσεγγίζεται με κάποιον
από τους γνωστούς οδικούς άξονες της ενδοχώρας
- του Κυριάκου Παπαγεωργίου
Πρωτομαγιά του ’23
Ο Βάλτος είναι μια τραχιά επιμήκης ορεινή περιοχή στα δυτικά της ηπειρωτικής χώρας, σφηνωμένη ανάμεσα στα ορεινά κράσπεδα της Ευρυτανίας και στη λεκάνη της Ακαρνανίας και του Αμβρακικού. Σε όλη τη μακριά (και πλατιά) ράχη της Αιτωλοακαρνανίας απομονωμένο σχηματίζεται ένα ακανόνιστο σχήμα ορεινής πλατφόρμας που δεν προσεγγίζεται με κάποιον από τους γνωστούς οδικούς άξονες της ενδοχώρας. Η ακανόνιστη αυτή λωρίδα πυραμιδωτής βουνοπλημμύρας βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του Νομού Αιτωλοακαρνανίας, ενώ πιάνει και μια αρκετά μεγάλη φέτα από το ακραίο νοτιοανατολικό κομμάτι του νομού Άρτας. Είναι εκτεταμένο ορεινό σύμπλεγμα κι ας μην έχει ψηλές κορυφές. Θεωρείται και είναι πολυκόρυφο βουνό που χωρίζεται σε δυο τουλάχιστον πλέγματα ορεινών σχηματισμών, το ένα από τα οποία (και το πιο ενδιαφέρον) διαγράφει μιαν ατελή τραπεζοειδή κάτοψη. Το πλέγμα αυτό κλείνεται από τους υδροκρίτες του Ίναχου ποταμού – από τα δυτικά – και τις τεχνητές λίμνες Κρεμαστών και Καστρακίου, αλλά και τον ποταμό Αχελώο, από τα ανατολικά.
Βάλτος! Από πού να πήρε το όνομά του; Βάλτος δεν είναι παρά ένα έλος από στάσιμα νερά που το όνομά του, μεσαιωνικής καταγωγής, έχει σλαβική προέλευση.
Η εξήγηση είναι απλή. Στα μεσαία ύψη του ορεινού πεδίου υπάρχουν πολλοί, μα πάρα πολλοί ανοιχτοί λάκκοι – νερόλακκοι, που τον χειμώνα και το μεγαλύτερο μέρος της άνοιξης είναι γεμάτοι με νερό κι επομένως βαλτώνουν. Από αυτούς τους νερόλακκους – βάλτους πήρε το όνομά του το συνολικό ανάπτυγμα της οροσειράς.
Ξημερώνοντας ο Θεός τη μέρα στον Εμπεσό, θα πάρουμε την κατεύθυνση, προς το Νέο Χαλκιόπουλο. Αλλά πριν αναχωρήσουμε, θα ανεβούμε στο Κάστρο του Εμπεσού που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της σύγχρονης κωμόπολης. Και λέμε σύγχρονης γιατί ο παλιός Εμπεσός ήταν χτισμένος πάνω σε ψηλό λόφο απ’ όπου αντίκριζε την κοιλάδα του Ίναχου ποταμού και το πέρασμα της Καλάνας.
Η ανάβαση στον λόφο του Κάστρου προϋποθέτει μια σχετική πληροφόρηση γι’ αυτό το περίφημο παλιό ή αρχαίο μνημείο. Κανένας μέχρι σήμερα δεν μπορεί να βεβαιώσει τη χρονολογία κτίσης του Κάστρου αυτού. Και τούτο διότι, από την αυτοψία που πραγματοποιήσαμε, με τις φτωχές εμπειρικές μας γνώσεις, διαπιστώσαμε ότι στο κάτω μέρος της οχύρωσης είναι φυτεμένες απανωτές κυκλώπειας μορφής και πολυγωνικού συστήματος κυβόπετρες. Στην κορυφή του λόφου, που έχει υψόμετρο 300 μέτρα πάνω από το χωριό, υπάρχει ψηλό και καλά διατηρημένο τείχος από λιανόπετρες, ύστερης εποχής (πιθανά μεταβυζαντινής).
Ένας μύθος που επικρατεί – και επικροτεί την αρχαία προέλευση του κάστρου – έχει να κάνει με τον μυθικό Ιδομενέα που εγκατέλειψε την Κρήτη για νάρθει στον Εμπεσό να ιδρύσει το δικό του ανεξάρτητο βασίλειο.
Πέρα από τον μυθολογικό καμβά, είναι γεγονός ότι γύρω από τα τείχη του κάστρου βρέθηκαν τμήματα αρχαίας αγροικίας, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρει η ΣΤ’ Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι σε οικόπεδο του νέου χωριού βρέθηκε ένα αρχαίο πιθάρι και πολλά κεραμικά σκορπισμένα στην κοιλάδα ίσαμε τον ποταμό Ίναχο. Για όποιον επιθυμεί να ανεβεί ώς το κάστρο, τον ενημερώνουμε ότι η πεζοπορική ανάβαση διαρκεί ένα εικοσάλεπτο περίπου και ξεκινάει από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, δυτικά του Εμπεσού. Το κάστρο βρίσκεται σε κωνοειδή λόφο όπου υπάρχει πραγματικό φρούριο με πολεμίστρες και υψηλά τείχη. Από το ύψος του ελέγχεται όλη η κοιλάδα του Ίναχου (από Πατιόπουλο ώς Χαλκιόπουλο).
Η διαδρομή που θα ακολουθήσουμε στη συνέχεια θα έχει αφετηρία τον Εμπεσό και θα γράψει μια πορεία προς το Νέο και από εκεί στο Παλιό Χαλκιόπουλο, με κατεύθυνση τη γέφυρα της Τατάρνας και το Καρπενήσι. Η πορεία αυτή διαγράφεται πάνω κάτω ως εξής: Πεντέμιση χιλιόμετρα από τον Εμπεσό βρίσκουμε το Νέο Χαλκιόπουλο. Από εκεί στρίβουμε αριστερά για Παλιό Χαλκιόπουλο, Τρίκλινο, Γέφυρα Τατάρνας και Καρπενήσι. Η προοπτική μας είναι να βρούμε τη διασταύρωση για το Ασκηταριό του Όσιου Ανδρέα, που εκεί οδηγεί ένα μονοπάτι από τα καλύτερα στον ορεινό διάδρομο της Χώρας.
Το βουνό της Καλάνας που οι χάρτες το αποκαλούν Ψηλοβούνι, έχει υψόμετρο 1.463 μέτρα και φαντάζει πελώριο από αριστερά μας όπως χύνονται οι απότομες και πανύψηλες πλαγιές του. Στα επτά χιλιόμετρα από τη στροφή του Νέου Χαλκιόπουλου παρατηρούμε έναν χωματόδρομο αριστερά μας που μπαίνει σε αραιό δάσος δρυός και πρέμνων και οδηγεί σε ένα Πυροφυλάκειο, αλλά και στην αρχή του μονοπατιού για Όσιο Ανδρέα. Ακολουθούμε για πέντε περίπου χιλιόμετρα τον ανηφορικό αυτό χωματόδρομο ώς να τερματίσει η διαδρομή μας μπροστά σε ένα μεγάλο κτίσμα της Δασικής Υπηρεσίας.
Από εκεί ξεκινάνε τρεις ορειβατικές διαδρομές. Η μεγάλη προς τα επάνω, οδηγεί στην κορυφή της Καλάνας σε τρεις ώρες. Η δεξιά σκαρφαλώνει σε βραχώδες στριφογυριστό μονοπάτι και σε δέκα λεπτά σε βγάζει στο Πυροφυλάκειο. Και η ευθεία οδηγεί ομαλά στην αρχή και απότομα στο τέλος από ελισσόμενο στριφτό μονοπάτι στη Σκήτη του Ερημίτη Οσίου Ανδρέα.
Εμείς θα πάρουμε αρχικά το δεξιό μονοπάτι που ανηφορίζει για πέντε – δέκα λεπτά ώς να πιάσει την κορυφή του Πυροφυλάκειου στα 1.147 μέτρα. Από το σημείο αυτό η θέα που απλώνεται στο εύρος της οπτικής αντίληψης δεν είναι μόνο μεγαλοπρεπής, αλλά και αδιανόητη στον κοινό οπτικό νου, μη συγκρίσιμη με οποιεσδήποτε άλλες θέσεις του ελληνικού ορειβατικού πανθέου.
Η γαλάζια απλωσιά της λίμνης των Κρεμαστών, πρώτα απ’ όλα, με όλες τις παρόχθιες διακυμάνσεις, η στενωσιά του Αχελώου έπειτα μέσα από τα βραχόβουνα και τις πολύπτυχες διαρθρώσεις τους, καθώς και ένα μεγάλο αν όχι ολόκληρο το πανώγραμμα των κορυφών της Ρούμελης και των Αγράφων, προσφέρουν το πολυκόρυφο προικιό τους στο ακάματο βλέμμα του εκστατικού οδοιπόρου.
Θα μείνουμε αιχμάλωτοι αυτής της τεράστιας εικονοκλαστικής εντύπωσης που θα μας ακολουθεί στο μέλλον δέσμιους και εικονολάτρες. Όταν θα επιχειρήσουμε να κατεβούμε από το όραμα αυτό, θα πάρουμε αρχικά με κρύα την καρδιά το δρόμο για τη συνέχιση της διαδρομής μας προς το Ασκηταριό του Ερημίτη Ανδρέα. Αλλά σύντομα όλα θα αποκατασταθούν. To μονοπάτι, ευδιάκριτο, σαφές και ονειρεμένο, μετατρέπει την πορεία μας σε συγκινησιακή δεξαμενή, με έναν πηγαίο οραματικό πλούτο που φθάνει τα όρια του τριπλού κοιτάσματος, γης – νερού και αιθέρα. Εδώ, προχωρώντας, βήμα το βήμα, ψηλαφούμε κι ανιχνεύουμε ένα μωσαϊκό από αμαλγάματα οπτικής πανδαισίας. Το κέλυφος τ’ ουρανού που επιστέφει, με την ίδια ακτινοβολία τη μολυβένια πτυχή των βουνών και τη γαλάζια ροπή των λιμναίων υδάτων, ανακατώνει την τράπουλα του γήινου κόσμου, για να αρθρώσει μια νέα οπτική γλώσσα, τη γλώσσα του ακένωτου θαυμασμού.
Η πορεία – ανάβαση για το κρυφό ασκηταριό του Οσίου Ανδρέα κρατάει ένα μισάωρο περίπου, μέχρι να αποκαλυφθεί από τα βόρεια – βορειοανατολικά της Καλάνας το σπήλαιο – χοάνη που φύλαγε τον Ερημίτη της απόλυτης Ομορφιάς. Της ομορφιάς του κόσμου και της ευκοσμίας…
Η επιστροφή από τέτοια θεωρήματα πάντα θα δημιουργεί πρόβλημα στην αποκαθήλωση της πραγματικότητας. Θα γυρίσουμε στο αρχικό σκέλος της ορειβατικής διαδρομής, στο τρίσταυρο των μονοπατιών για να συνεχίσουμε προς το Τρίκλινο και τη Γέφυρα της Τατάρνας. Από κει και πέρα βέβαια η Ομορφιά και η επιπλοκή των βουνίσιων διακυμάνσεων του Βάλτου θα μας διαφεντεύει μέχρι να πιάσουμε το ωραίο Τρίκλινο από όπου θα κατηφορίσουμε ως τη γέφυρα της Τατάρνας. Εκεί, σε μια ειδυλλιακή γωνίτσα, μετά τη γεφύρωση των 300 μέτρων, θα μας περιμένει ο Κοσμάς, για να μας κεράσει το τσίπουρο του κατευνασμού. Ενός κατευνασμού που είναι απαραίτητος μετά τη σαρωτική περιπέτεια των ωρών που προηγήθηκαν.
Η επιστροφή στον Εμπεσό θα γίνει από άλλον οδικό άξονα, μέσα από τα χωριά Αλευράδα και Πετρώνα, μια ευχάριστη και γραφική διαδρομή που θα μας βγάλει στον Ίναχο ποταμό και στο θρυλικό γεφύρι της Βέργας. Η τελευταία φάση της μέρας θα περιέχει και μια ποταμοδιάσχιση, στο καλύτερο τμήμα του Ίναχου και συγκεκριμένα στην Τούρλα του Κρύου Νερού, λίγο πριν το Νέο Χαλκιόπουλο. Η πεζοπορία δίπλα από το ποτάμι θα μας προσφέρει εναλλακτικές εικόνες παραδείσιας πλοκής.
Όταν φτάσουμε στον Εμπεσό, που βρίσκεται στον βυθό της κλεισούρας των βουνών Καλάνα και Προφήτη Ηλία, η δυνατή τούτη μέρα του ’23 θα κλείσει την οθόνη της μαζί με όλα τα φίλτρα αεραγωγών της μαγιάτικης ευωδίας, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο εικονικών αναμνήσεων που ακόμη δεν έχουν κατασταλάξει, αφού δεν μπορούμε να τις κατατάξουμε ακόμη στο συνηθισμένο κύκλωμα των ελλαδικών μας περιηγήσεων…