«Δεν είναι προτιμότερη η ανεμελιά της φτώχειας,
παρά ο φόβος που ζείτε τώρα;
Δεν έχετε ιδέα πόσο τρομακτική είναι η φτώχεια, κύριε»
«Ήμουν 20 χρόνων παιδί. Είχα φύγει από τη φτώχεια και την αθλιότητα και είχα έρθει σε μια χώρα που θαυμάζαμε την ιστορία της. Δέκα χρόνια δούλευα στα πορτοκάλια, στο Άργος. Παράνομος, ναι, αλλά, από το ’99 που πήρα την κάρτα, ήρθα στην Αθήνα και άνοιξα αυτό εδώ το μαγαζάκι». Λεφτά έβγαλε, και βγάζει. Τόσα, που ούτε να τα ονειρευτεί δεν μπορούσε στο Μπαγκλαντές. Με αυτά έκτισε σπίτι, δικό του και των γονιών. Βοήθησε αδέρφια, ξαδέρφια και άλλους συγγενείς. «Μεγάλος είναι ο Αλλάχ», λέει.
Τον ρωτάω αν έχει πάει στην Ακρόπολη. «Όχι». Αν έχει κατέβει στη θάλασσα, μια βόλτα. «Όχι». Αν έχει φάει σε ένα εστιατόριο. «Όχι, μόνο σε σπίτια». Αν έχει περπατήσει στην Πάρνηθα, στον Υμηττό, στην Πεντέλη. «Όχι». Αν παρακολουθεί τηλεόραση. «Όχι». Αν του αρέσει κάποιος ηθοποιός ή τραγουδιστής μας. Αν συμπαθεί κάποια ποδοσφαιρική μας ομάδα. «Όχι» σε όλα
[…]
Τέσσερις φορές τον ληστέψανε στο μαγαζί. Τις δύο φορές, οι δράστες ήταν ξένοι. Τον χτύπησαν κιόλας, τη μία φορά πολύ. Κατέληξε και αυτός στο νοσοκομείο, όπου τον μετέφεραν, λέει, Έλληνες πελάτες του, που τον αγαπούν και τον νοιάζονται. «Ζω με τον φόβο καθημερινά. Εδώ και λίγους μήνες, ήρθαν από το Μπαγκλαντές η γυναίκα μου με τα τέσσερά μας παιδιά, δύο αγόρια, δύο κορίτσια».
– Πώς τους φαίνεται η ζωή εδώ; «Σπάνια βγαίνουν από το διαμέρισμα. Πού να πάνε;»
– Σχολείο; «Δεν υπάρχει. Τους μαθαίνω εγώ».
– Γιατί μένετε εδώ; «Γιατί στην πατρίδα μας είμαστε πολύ φτωχοί».
– Και εδώ, καθόλου ασφαλείς. Δεν είναι προτιμότερη η ανεμελιά της φτώχειας, παρά ο φόβος που ζείτε τώρα;
Στην τελευταία ερώτηση δεν απαντά. Ζυγίζει πάλι τη σκέψη και τα λόγια του: «Δεν έχετε ιδέα πόσο τρομακτική είναι η φτώχεια, κύριε».