Αυτοβιογραφικόν, του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη

Η αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη, με τίτλο “Η ζωή μου”,
δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο Μπουκέτο το 1940,
και σταμάτησε (απότομα) στα γεγονότα του 1917,
όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940 και ίσως εξαιτίας αυτού

Ο Τάκης Σπετσιώτης στο εξαιρετικό βιβλίο του Χαίρε Ναπολέων,
παραθέτει 5 σελίδες από τις 9
της αυτοβιογραφίας του Λαπαθιώτη, με τίτλο «Η ζωή μου».
Η αυτοβιογραφία δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες
στο Μπουκέτο το 1940, και σταμάτησε (απότομα)
στα γεγονότα του 1917, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940

Αυτοβιογραφικές σελίδες

[…] Εγώ όμως παράλληλα μ’ αυτά άρχισα να γράφω ποιήματα και δράματα, που τα παράσταινα στο σπίτι, σ’ ένα αυτοσχέδιο μικρούλι θεατράκι, με χρωματιστά χαρτένια πρόσωπα και με σκηνογραφίες και αυλαία δικής μου, εντελώς, επινοήσεως! Έν’ απ’ αυτά τα έμμετρά μου δράματα έλαβε τύχη κάπως ιδιαίτερη: Μου το τύπωσε, για δώρο, ο πατέρας μου και το μοίρασα σε φίλους, άαόμα και σε μερικούς κα­θηγητές μου… Τίτλος του καθώς κι η υπόθεσή του ρωμαϊκής εμπνεύσεως αρχαίας: Νέρων ο Τύραννος, δράμα εις δύο πράξεις!

Έπαιζα ακόμα και κωμωδίες μονόπρακτες του Λάσκαρη, του Κορομηλά και του Αννίνου: Ήταν το Ζητείται υπηρέτης, ο Θάνατος του Περικλέους, η Ελενίτσα της οδού Αγχέσμου, κι άλλα. Μάζευα τα ξαδέρφια μου, αρσενικά και θηλυκά, κι έπαιζα μόνος μου όλα των τα πρόσωπα, κάνοντας τις διάφορες φωνές.

Στον Νέρωνα τον Τύραννο υπήρχε κι ένας αναχρονισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος, η Οκταβία έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε, απ’ το φλογερό τον έρωτά του:

Αλλά, Οκτάβίε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη;
Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;

Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε:

Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Τις αφορμή σε θίγει;

Κι έτσι το έργο είδε άμεμπτο το φως, σ’ άψογους κι ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους.

[…] Μια απ’ τις ταχτικές μας επισκέψεις ήταν, με τη μητέρα μου, και τότε και κατόπι, στο γειτονικό μας σπίτι – στην άλλη άκρη ακριβώς του τετραγώνου – της Σοφίας Τρικούπη, της αδελφής του Χαριλά­ου. Η μητέρα μου, καθώς το ξαναείπα, ήταν δεύτερή τους ανιψιά κι έζησε στο σπίτι τους μικρή επί καιρό. Την αγαποϋσαν εξαιρετικά κι οι δυο, κι είχαν αναλάβει τη μόρφωση και την ανατροφή της με μέριμνα τελείως πατρική. Έτρωγε πάντα δίπλα στον Χαρίλαο, που της δίδασκε, καλόβολα, το φέρεσθαι, την εθιμοτυπία στο τραπέζι. Κι ως τον καιρό ακόμα που παντρεύτηκε, την είχαν κλείσει σε διά­φορα σχολεία, στο αγγλικό παρθεναγωγείο του Χιλλ, στην Πλάκα, έπειτα στις Καλόγριες, και τέλος στο Αρσάκειο. Κι ο Χαρίλαος κι εμένα μ’ αγαπούσε, καθώς μου διηγόταν η μητέρα μου, αν κι εγώ δεν τον θυμούμαι ζωντανό, εκτός από την ύστατην εικόνα του νεκρού προσώπου του, στο φέρετρο, που έχω ήδη αναφέρει πιο μπροστά. Αλλά τη Σοφία, υστερότερα, την επισκεπτόμεθα συχνά, στο έρημο, κατάκλειστο, μαυροντυμένο σπίτι της, με τους λίγους κι εκλεκτούς του επισκέπτες – ιέρεια παράδοξη κι αθέατη της μνήμης του μεγάλου αδελφού της.

[…] Ο πατέρας μου, συμμαθητής και φίλος του Αριστομένους Προβελεγγίου, με πάει σπίτι του να τον επισκεφθούμε. Εκεί συνάντησα και τον Πέτρο Ραΐση, το μεταφραστή του Χάινε, νεαρό λόγιο, λεπτόν, ωχρό, ψηλόν, που πέθανε λιγάκι υστερότερα στην ακμή της ηλικίας του και στην αρχή της αξιόλογης δράσεώς του. Κι ο Προβελέγγιος, ο γλυκός κι ευγενικός στους τρόπους και την έκφραση, με την ποιητι­κότατη μορφή, σε κάποια παρατήρηση, νομίζω του πατέρα μου, ότι η ποίηση πολύ μ’ απασχολεί, και θα ‘ταν ίσως πιο καλά να μετριάσω τους παιδιάστικούς μου οίστρους, του είπε: «Και αν έχει το δαιμόνιον;…». και με τη μητέρα μου κάποτε, όταν θέλαμε να τον αναφέρουμε, δε λέγαμε πιά τ’ όνομά του, αλλά γελώντας τον βαφτίσαμε «Δαιμόνιον»

[…] Μετά τις εξετάσεις και τις θερινές διακοπές που επακολούθησαν, ήρθε η εποχή να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο. Ακόμα δεν είχ’ αποφασίσει τίποτε για το δρόμο που θ’ ακολουθούσα. Μερικές βολιδοσκο­πήσεις του πατέρα μου και της μητέρας μου αν θα ήθελα να γίνω στρατιωτικός η και ναυτικός, με βρήκαν αδιάλλαχτα αντίθετο και στις δυο αυτές απόψεις. Πρέπει να τονίσω ότι οι γονείς μου δεν με στενοχώρησαν ποτέ για να πάρω την απόφασή μου. Μ’ άφησαν ολότελα ελεύθερο να διαλέξω τη σταδιοδρομία μου. Ήταν βέβαιο πώς η μελλοντική μου ασχολία κι ο καθαυτό προορισμός μου θα ήταν η φι­λολογία. Αλλά τούτο, που ήταν ολοφάνερο, δεν απέκλειε την είσοδό μου σ’ ένα ορισμένο στάδιο, υποτιθέμενο βιοποριστικό, όπως έκαναν και κάνουν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Και βρισκόμουν, μαζί με τον πατέρα μου, μπροστά στο χτίριο του Πανεπιστημίου χωρίς να ‘χω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω.

«Ε, λοιπόν», μου λέει, «πού θέλεις να σε γράψω;».

Σκέφτηκα, και πέταξα στην τύχη: «Άς γραφτώ στα Νομικά!».

Είχα ζυγίσει προηγουμένως όλες τις ενδεχόμενες σχολές, που θα μπορούσα να γραφτώ, και πίστεψα πώς η Νομική ήταν η πιο ενδεδειγμένη: δεν ήθελα να γίνω ούτε δάσκαλος ούτε φυσικομαθημα­τικός, ούτε, φυσικά, και θεολόγος! Όλ’ αυτά τα είχα ήδη αποκλείσει. δεν έμενε παρά η Νομική, γιατί αυτή μου άφηνε ελεύθερες κινήσεις για το μέλλον. Ας γραφόμουν μια φορά εκεί και βλέπαμε τί θα ‘κανα αργότερα…

Και γράφτηκα στα Νομικά, αν και λίγο συμπαθώντας τα κι εκείνα. Αλλά ήταν «το μη χείρον» άρα «βέλτιστον».

[…] Τον Κωστή Παλαμά πρωτογνώρισα περίπου τότε έτσι: Είχε προ­κηρυχθεί από το Πανεπιστήμιο ένας ποιητικός διαγωνισμός, δεν θυμάμαι για ποια περίσταση, κι ένα απόγευμα παρουσιάστηκα στη Γραμματεία να πληροφορηθώ τους όρους του. Με δέχτηκε ο Παλαμάς – Γενικός Γραμματεύς του Πανεπιστημίου επί πολλά χρόνια – στο γραφείο του. Με κοίταξε με τα βαθειά του μάτια, τα ερευνητι­κά, ανασηκώνοντας τα πυκνά του φρύδια, και περιεργαζόμενός με μ’ ενδιαφέρον (φαινόμουν δα για νεαρός ποιητάκος, αφού ζητούσα τέ­τοιες πληροφορίες), μου ’δωσε ό,τι ζητούσα ευγενικά, περιποιητικά, με καλοσύνη. Κι ένα άλλο απόγευμα, στο σπίτι τού Πολίτη, σε μια συ­γκέντρωση που απαγγείλαμε και παίξαμε και πιάνο, ήρθε κι η σειρά μου ν’ απαγγείλω κι εγώ κάτι. Απάγγειλα δραματικά κάποιο ποίημά μου, που επιγραφόταν «Ο Τρελός», και τελείωνε μ’ έναν κλαυσίγελω:

Κι έχω απομείνει, μοναχά,
εγώ, ο τρελός! Χα, χα, χα, χα!

Όταν τελείωσα, ο Παλαμάς πλησίασε και μου ’σφιξε σιωπηλά το χέρι. Κι αυτό, το άφωνό του, θερμό συγχαρητήριο, με συγκίνησε, θυμάμαι, πολύ βαθύτερα παρά αν μου ‘λεγε κοινές φιλοφρονήσεις ή κι αν πρόφερε έστω και μια λέξη ενθαρρυντική κι επιεική! Και το λογάριασα αυτό με πιο ικανοποίηση, παρά τα τυπικά χειροκροτήματα της κατά­μεστης και φωτισμένης σάλας

[…] Σε κάποιαν απ’ αυτές τις παραδόσεις, ο Χρηστομάνος μάς ανήγγειλε πως την ερχόμενη φορά θα μάς παρουσίαζε τον παλιό του μα­θητή της «Νέας Σκηνής» και φίλο, ποιητή ‘Άγγελο Σικελιανό, που μό­λις είχε έρθει από την Αμερική, και που μου τον είχαν ήδη δείξει στην οδό Σταδίου, με τα ξανθά, ποιητικά, μεγάλα του μαλλιά και την αέτεια ματιά. Και πραγματικά, ο Σικελιανός ήρθε κι ο Χρηστομάνος μάς πα­ρουσίασε έναν-έναν στη σειρά, προτού μας απαγγείλει, όπως επρόκειτο, κομμάτια από τον Αλαφροΐσκίωτό του. Πρώτος ήμουν εγώ, και θυμάμαι ακόμα τα λόγια με τα οποία ο Χρηστομάνος υπογράμμισε τη σύστασή μας: «Ο κ. Ν. Λ., με τον οποίον, κάποτε αργότερα, θα συναντηθείτε και στις κορυφές του Παρνασσού!». Ο Σικελιανός μάς έσφιξε τα χέρια, κι άρχισε ν’ απαγγέλλει, με τη βροντερή, παλλόμενη, εντυπωσιακή, γνωστή φωνή του. Τα τζάμια των παραθυριών έτρε­μαν απ’ τον αδρό, μεστόν, αρρενωπό παλμό της! Αυτό το είδος της απαγγελίας, καθώς μας είχεν ήδη πει ο Χρηστομάνος, πρώτη φορά τ’ ακούγαμε και μείναμε κατάπληκτοι! Και τις τόσες, υστερότερα, φορές που μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ξανακούσω, το ίδιο ακα­θόριστο συναίσθημα εκπλήξεως και ταραχής εξακολουθούσε να μου δίνει, και θα μου δίνει πάντα υποθέτω

[…] Κάνοντας, όσο συντομότερα μπορώ, την ψυχολογική μου ανασκόπηση, ανακαλύπτω πως αυτό το αίσθημα είναι το κυρίαρχο, το μόνιμο, το θεμελιώδες της ζωής μου. Κι ένα φυσικό και συνεπές αι­σθηματικό του παρακλάδι, η βαθειά, βαθυτάτη, ανέκαθεν, αφοσίωση κι αγάπη μου στα ζώα. Τα ζώα, με την όψη που μάς δείχνονται, είναι οι πιο αδικημένοι σύντροφοί μας – τόσο αδικημένα κι απ’ τη φύση όσο κι απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους: αδικημένα απ’ τη φύση πρώτα, γιατί τους λείπουν τ’ απαραίτητα εφόδια -τα ηθικά και υλικά μαζί- για ν’ αντιμετωπίσουν τους ανθρώπους. Αδικημένα κι από τους ανθρώπους, που τα τυραννούν, τα κατατρέχουν και τα εκμεταλλεύονται σκληρά. Είναι πολύ ελάχιστοι οι άνθρωποι που τα συμπαθούν πραγματικά και που τα σέβονται αυτά καθ’ εαυτά, χω­ρίς ιδιοτέλειες και υπολογισμούς. Ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ. Τ’ αγαπώ θερμά, ανυπολόγιστα – πιο θερμά και πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους!

[…] Ένα πρωί, μόλις είχα ξυπνήσει, ο πατέρας μου μπήκε στην κρε­βατοκάμαρά μου και μας ανήγγειλε, εμένα και της μητέρας μου, ότι εξερράγη κίνημα στρατιωτικό, εναντίον της τότε κυβερνήσεως. Ήταν τότε αντισυνταγματάρχης, και πηγαίνοντας στην υπηρεσία του βρήκε τους στρατώνες άδειους κι όλο το στρατό μαζί με τους αξιωματικούς του φευγάτο στο Γουδί, όπου είχε εγκατασταθεί η αρχηγία του ιστορικού κινήματος. Αρχηγός όλης εκείνης της κινήσεως ήταν ο Νικόλαος Ζορμπάς, συνταγματάρχης του πυροβολικού και υποκινητής της.

Ο πατέρας μου, βολιδοσκοπημένος πρωτύτερα για να λάβει μέρος, είχε κρατήσει στάση επιφυλακτική, και ήταν από τους λίγους που δεν είχαν συμμετάσχει, αλλά ούτε, καθώς άλλοι, κι αντιδράσει. Και το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου με το μικρό μου φίλο, βρήκα το σπίτι μου κατάφωτο, κόσμο ν’ ανεβοκατεβαίνει, αξιωματικούς στη σάλα, και τη μητέρα μου στην πόρτα, που συγκινημένη μου ανήγγειλε: «Ξέρεις, ο πατέρας σου έγινε υπουργός!…». Και θυμάμαι που με φίλησε

 

 

[…] Λίγο πρωτύτερα, η λίγο υστερότερα, ήταν που ξέσπασε και το περίφημο, και ιστορικό πιά, σκάνδαλο της Ανεμώνης! Το σκάνδαλο αυτό έδειχνε την αθωότητα αλλά κι ακινησία της εποχής εκείνης, που οι παραμικρότερες κινήσεις των ανθρώπων έπαιρναν διαστάσεις, κι απασχολούσαν τις εφημερίδες, ελλείψει άλλων πιο σπουδαίων γε­γονότων. Η Ανεμώνη ήταν ένα περιοδικό νεανικό, συνηθισμένο, που το εξέδιδε μια τριάδα φιλολογικών νεοσσών – ο Γιάννης Μηλιάδης, ο αγαπητός μου σήμερα αρχαιολόγος, ο Σπύρος Σολάτσης, υπάλληλος βιβλιοπωλείου τότε (πέθανε νεότατος, μερικά χρόνια μόλις υστερότερα), κι ο Μπάμπης Οικονομόπουλος, λιγότερο ασχολούμενος με τη φιλολογία, κι έπειτα διά της Σχολής των Ευελπίδων αξιωματικός του Ιππικού. Με είχαν παρακαλέσει και μένα να τους δίνω πού και πού συνεργασία, έτσι όπως γίνεται συνήθως. Στο τρίτο φύλλο, η στο τέταρτο – δεν καλοθυμούμαι – έτυχε μια σύμπτωση περίεργη: όλα σχεδόν τα περιεχόμενά του, μηδέ της συνεργασίας τού Παλαμά και τοϋ Βλαχογιάννη εξαιρουμένων, μιλούσαν γι’ απολαύσεις, ή άφηναν υπαινιγμούς για ωραιοπάθειες. Ο Παλαμάς είχε ένα «Αμαρτωλό Τρα­γούδι»! Εγώ είχα το γνωστό, έκτοτε, και χιλιοειπωμένο:

Κι ήταν οι μπερντέδες κόκκινοι,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι.

Και την άλλη μέρα, ο Τσοκόπουλος μ’ ένα χρονογράφημά του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, καυτηριάζοντας την υλιστική κι ανήθικη ύλη του περιοδικού, και υποδεικνύοντας τ’ άτοπα που εγκυμονούσε, κυκλοφορώντας σ’ αθώα χέρια νέων! Ο Μελάς, στην «Εστία», επέπεσε δριμύτερος, με τον τίτλο: «Σάρκα! Σάρκα!»… Το πράγμα πήρε φωτιά αμέσως και στις άλλες εφημερίδες. Σάτιρες, βρισιές επακολούθησαν, τυμπανοκρουσίες υπέρ της ηθικής, πύρινα άρθρα, με στοιχεία κεφαλαία – και συγχρόνως συνεντεύξεις με τους δράστας, φωτογραφίες των διευθυντών και των συνεργατών της Ανεμώνης και, τελοσπάντων, γενική κατακραυγή! Μες στην παραζά­λη αυτή των επιθέσεων, άλλοι από τους υπευθύνους κρύφτηκαν κι άλλοι απάντησαν πολύ προκλητικά, υπερθεματίζοντας σε τολμηρές εκφράσεις. Βγήκε κατόπιν κι άλλο φύλλο – το τελευταίο της φτω­χής της Ανεμώνης – ακόμα τολμηρότερο κι εκείνο. Θρύλοι δημιουργήθηκαν κακόβουλοι, κι η υπόθεση πήρε όψη καθαρού κοινωνικού σκανδάλου! Και διαδόθηκε ευρύτατα ακόμα, πως εγώ ήμουν ο πραγ­ματικός διευθυντής, και πως μεταχειρίστηκα σαν όργανα, γι’ αριβιστικούς, κακούς σκοπούς, τα καημένα τα παιδιά που την εξέδιδαν…

Εγώ γελούσα με τις διαδόσεις, κι έκανα τον ταχτικό περίπατό μου τ’ απογέματα – και υπήρχαν άνθρωποι καλοί κι απλοϊκοί που έφριτταν με την αναίδειά μου! Αλλά υπήρξαν και οι λογικοί και οι δίκαιοι – οι φρόνιμοι και οι υπερασπιστές μας! […]

 

Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click στο Posted in Πρόσωπα