Μια μέρα σαν σήμερα, 27 Απριλίου 1397,
πέθανε στα 46 του χρόνια ο φιλόσοφος, συγγραφέας
και δημοσιογράφος Αντόνιο Γκράμσι.
Ο Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci) ήταν ο τέταρτος γιος του αλβανικής καταγωγής Φραντσέσκο Γκράμσι που ήταν χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος και της Πεππίνα (Τζιουζεππίνα) Γκράμσι, κόρη εφοριακού υπαλλήλου. Γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1891 στην πόλη Άλες της Σαρδηνίας.
Ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το πορτρέτο του (κεντρική εικόνα) με κίνητρο, όπως δήλωσε, να εμπνεύσει σε καιρό κρίσης επέλεξε να χαράξει την σκέψη του Γκράμσι ότι «η κρίση συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι, ενώ το παλιό πεθαίνει, το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί: Σε αυτό το μεσοδιάστημα κάνει την εμφάνισή της μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά συμπτώματα».
Ο Γκράμσι σπούδασε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Εκεί μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες και στα 1913 έγινε μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Πολύ σύντομα αναδείχτηκε σε καθοδηγητικό στέλεχός του. Το 1914 παίρνει το πτυχίο του και τον επόμενο χρόνο περνά στη σύνταξη της σοσιαλιστικής εφημερίδας του Τορίνο «Il grido del popolo» (Η Κραυγή του Λαού) και λίγο αργότερα στη σύνταξη του κεντρικού οργάνου του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Avanti» (Εμπρός) – αρχισυντάκτης τού οποίου είχε διατελέσει μέχρι το 1914 ο μετέπειτα φασίστας Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι – και της εβδομαδιαίας «L’ Ordine Nuovo» (H Νέα Τάξη).
Το 1920 καθοδηγεί την μεγάλη απεργία των εργατών για την υπεράσπιση των εργοστασιακών επιτροπών του Τορίνο και διατυπώνει το πολιτικό πρόγραμμα-μανιφέστο «Για την ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Στις 21 Ιανουαρίου 1921 ιδρύει μαζί με τον Αμεντέο Μποντρίγκα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (μετέπειτα ΙΚΚ), διάσπαση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Με την άνοδο των φασιστών στην εξουσία, το ΙΚΚ τίθεται εκτός νόμου και ο Γκράμσι φυλακίζεται. Το 1926 καταδικάζεται σε είκοσι χρόνια κάθειρξη με τον εισαγγελέα να εκστομίζει την φράση «για είκοσι χρόνια πρέπει να κάνουμε αυτό το μυαλό να πάψει να δουλεύει». Εξορίζεται και στη συνέχεια φυλακίζεται κοντά στο Μπάρι. Μέσα σε μια δεκαετία στη φυλακή, η υγεία του κλονίζεται. Έπειτα από κινητοποιήσεις μεταφέρεται σε νοσοκομείο φυλακών στην πόλη Φόρμια και αργότερα στη Ρώμη, όπου πεθαίνει στις 27 Απριλίου 1937.
Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα. Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή τους, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία, λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.
Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιώνιων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τους φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.
Από τι προέρχεται η ανησυχία: Από το γεγονός ότι η πράξη είναι «τυφλή», από το γεγονός ότι δρούμε για να δρούμε. Εντούτοις δεν είναι αλήθεια πως ανήσυχοι είναι μόνο οι τυφλά «δραστήριοι»: Συμβαίνει η ανησυχία να οδηγεί στην ακινησία: Όταν τα κίνητρα για δράση είναι πολλά και αντιτιθέμενα, τότε ακριβώς η ανησυχία γίνεται «ακινησία».
Μπορούμε να πούμε ότι η ανησυχία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ταυτότητα θεωρίας και πράξης, πράγμα που επίσης σημαίνει ότι υπάρχει μια διπλή υποκρισία: Δηλαδή δρα κανείς ενώ στη δράση ενυπάρχει μια θεωρία ή δικαίωση σιωπηρή που δεν θέλει να την ομολογήσει, και «ομολογεί» ή επικαλείται μια θεωρία που δεν ανταποκρίνεται στην πρακτική. Η σύγκρουση αυτή μεταξύ αυτού που γίνεται και αυτού που λέγεται, προκαλεί ανησυχία, δηλαδή δυσαρέσκεια, μη ικανοποίηση.
Στην πραγματικότητα οι ηλικιωμένοι «διευθύνουν τη ζωή, αλλά προσποιούνται πως δεν (την) διευθύνουν, ότι αφήνουν τη διεύθυνση στους νέους Αλλά υπάρχει και μια τρίτη υποκρισία: Για να εξηγήσουν την ανησυχία αναζητούν μια πλασματική αιτία, η οποία αφού δεν την δικαιολογεί και δεν την εξηγεί. δεν επιτρέπει να δουν πότε θα τελειώσει αυτή η ανησυχία. Αλλά όταν τοποθετούμε το ζήτημα έτσι το απλουστεύουμε. Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Έτσι χρειάζεται να παίρνουμε υπόψη μας ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι της δράσης δεν συμπίπτουν με τους διανοουμένους και εξ άλλου ότι υπάρχουν οι σχέσεις μεταξύ των παλιών και νέων γενιών.
Τις μεγαλύτερες ευθύνες σ’αυτή την περίπτωση έχουν οι διανοούμενοι και μάλιστα οι πιο ηλικιωμένοι. Η μεγαλύτερη υποκρισία ανήκει στους διανοουμένους και μάλιστα στους ηλικιωμένους διανοουμένους. Στην πάλη των νέων κατά των παλιότερων, ακόμα και στις χαοτικές μορφές της περίπτωσης, υπάρχει η αντανάκλαση αυτής της καταδικαστικής κρίσης, η οποία είναι άδικη μόνο στη μορφή.
Αυτός που κυριαρχεί δε μπορεί να λύσει την κρίση, αλλά έχει τη δύναμη να εμποδίζει να τη λύσουν άλλοι, δηλαδή έχει μόνο τη δύναμη να παρατείνει την ίδια την κρίση. Στην πραγματικότητα οι ηλικιωμένοι «διευθύνουν τη ζωή, αλλά προσποιούνται πως δεν (την) διευθύνουν, ότι αφήνουν τη διεύθυνση στους νέους. Όμως σ΄αυτά τα πράγματα και η «προσποίηση» έχει σημασία. Οι νέοι βλέπουν πως τα αποτελέσματα της δράσης τους είναι αντίθετα με τις προσδοκίες τους, πιστεύουν ότι «διευθύνουν και κάνουν πώς πιστεύουν και γίνονται όλο και πιο ανήσυχοι και ανικανοποίητοι.
Αυτό που επιδεινώνει την κατάσταση είναι το ότι πρόκειται για μια κρίση, η οποία εμποδίζει να αναπτυχθούν τα στοιχεία της λύσης με την απαραίτητη ταχύτητα. Αυτός που κυριαρχεί δε μπορεί να λύσει την κρίση, αλλά έχει τη δύναμη να εμποδίζει να τη λύσουν άλλοι, δηλαδή έχει μόνο τη δύναμη να παρατείνει την ίδια την κρίση. Απλοϊκά θα μπορούσε ίσως κανείς να πει ότι αυτό είναι αναγκαίο ακριβώς για να προετοιμαστούν και αναπτυχθούν τα πραγματικά στοιχεία της λύσης, δεδομένου ότι η κρίση είναι τόσο σοβαρή και απαιτεί τόσο εξαιρετικά μέσα, που μόνο όποιος είδε την κόλαση μπορεί να αποφασίσει να τα μεταχειριστεί χωρίς να τρέμει και να διστάζει.
Η βιογραφία είναι γραμμένη από τον Λεωνίδα Καλούση
Φωτογραφία: Mural 213 τμ σε τοίχο πολυκατοικίας στη Φλωρεντία που φιλοτεχνήθηκε το 2020 από τον Ιταλό καλλιτέχνη δρόμου Jorit.
AgrinioStories