Μίλτος Σαχτούρης: «Πάντα θα ‘χουμε ανάγκη από ουρανό»

Με καταγωγή από την Ύδρα, ο Μίλτος Σαχτούρης,
γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα
και έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005

  • Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας

Με καταγωγή από την Ύδρα, ο Μίλτος Σαχτούρης, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Τα Νέα Ελληνικά», «Τραμ», «Το Δέντρο», «Η Λέξη» και «Νέα Εστία».

Το έργο του καθαρά ποιητικό και έχει κυκλοφορήσει στις συλλογές: «Οι Λησμονημένοι» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Έκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998).

Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α’ Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο τον εξπρεσιονισμό.

Υπερτονίζει το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά τη φαντασία και την παραίσθηση, όχι όμως και τη συνειρμική εκφορά του λόγου. Είναι ποιητής του ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους μιας ολόκληρης εποχής. Κι όμως, η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη. Ο δημιουργός της ομολογεί «Πάντα θα ‘χουμε ανάγκη από ουρανό».

Στο «Εργοβιογραφικό Λεξικό» της «Εκδοτικής Αθηνών» σημειώνεται, μεταξύ άλλων: «(…) η εκλεκτική στάση του Σαχτούρη, ως προς το ρόλο της ποίησης και τα όριά της υπογραμμίζει και την ηθική διάσταση του έργου του θεωρώντας ότι η λογική που επιβάλλεται στον άνθρωπο είναι μια λογική μη ανθρώπινη, καταλογίζει ο,τιδήποτε το τερατώδες ή το αποτρόπαιο σε δυνάμεις που είναι πέρα από την ικανότητά μας να τις αντιληφθούμε και τέτοιες δυνάμεις ενσαρκώνονται στην ποίησή του σε μορφές ζώων ή γενικά φανταστικών όντων. Αυτό που διαφυλάσσει για τον άνθρωπο είναι ουσιαστικά η απόλυτη αλλά και ανώφελη αθωότητά του, η αθέλητη ανάμειξή του σε συμβατικές καταστάσεις που είναι έξω από τη βαθύτερη φύση του και που τον απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο από την ελπίδα να εναρμονιστεί με τον κόσμο».

Έργα του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.

 

Σε πρώτο πρόσωπο

 

H ποίηση είναι μια ανάγκη του ποιητή

«H ποίηση είναι μια ανάγκη του ποιητή και δεν έχει καμιά σχέση σε πόσους αρέσει αυτό που γράφει. O ποιητής γράφει και υπάρχουν άνθρωποι, κάποιοι άνθρωποι, που υποφέρουν όπως υποφέρει κι αυτός και τον κατανοούν! Eίναι ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι περιέργως πιάνουν το ποίημα… Mερικές φορές οι αποδέκτες του ποιήματος είναι κι αμόρφωτοι! Στο Mαρούσι, όπου ήμουν τότε που έκανα κούρα λόγω φυματίωσης, ήταν ένας τσαγκάρης. Tου διάβασα τη «Λησμονημένη» –που είναι πολύ δύσκολο ποίημα, που δεν φαίνεται πως είναι ερωτικό– κι άρχισε να κλαίει γιατί του θύμισε έναν έρωτά του… Aυτός ο άνθρωπος είχε πάει μέχρι την τετάρτη δημοτικού! Aπό την άλλη, η ποίηση είναι ζήτημα μεγάλης καλλιέργειας! Πολλοί νέοι θα ήταν καλύτεροι ποιητές αν ξέρανε ξένες γλώσσες για παράδειγμα… Θα γράφανε καλύτερα. Δεν είναι τυχαίο που ο Eμπειρίκος ήταν γλωσσομαθής, ο Eλύτης το ίδιο… O Eγγονόπουλος είχε σπουδάσει στη Γαλλία… Kι εγώ αν δεν ήξερα γαλλικά και γερμανικά, δεν ξέρω τι θα έγραφα… (Θανάσης Λάλας «Μίλτος Σαχτούρης: Ένα ωραίο ποίημα δηλώνεται μόνο του! Αυτοσυστήνεται…»)

Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο

«Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου.

Πάντα ορισμένοι με μια ευαισθησία αλλιώτικη, που έχουν ανάγκη την ποίησή μου, θα με καταλαβαίνουν. Μερικοί θυμώνουν όταν τους επισημαίνεις την έλλειψη ευαισθησίας που τους αποκλείει από τη μέθεξη. Ένας συνταγματάρχης μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει τον Μπετόβεν, αλλά επιμένει ότι μπορεί και κρίνει όλη την ποίηση. Δεν χρειάζεται να έχεις σχέση με την ποίηση για να συγκινηθείς. Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας.» (Πηγή https://www.lifo.gr)

 

Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη

 

 

O Βρασίδας Καραλής  για τον Μίλτο Σαχτούρη

O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο , αναφέρει: «Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.

Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ’ όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας» (Πηγή: Περιοδικό Διαβάζω, Βρασίδας Καραλής: «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη»)

 

Διαβάστε ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη ΕΔΩ

 


AgrinioStories