Δύο γερμανικές φάλαγγες
φτάνουν στην Περιφέρεια του ΠαναιτωλίουΗ πρώτη από την οδική αρτηρία Αγρινίου – Μεσολογγίου
και η δεύτερη από την οδική αρτηρία Αγρινίου – Θέρμου
Κείμενο - Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας
Όπως γράψαμε στη χθεσινή μας ανάρτηση (Δείτε ΕΔΩ), μετά την μάχη της Ερμίτσας και για τον φόβο των αντιποίνων η οργάνωση του εφεδρικού ΕΛΑΣ Παναιτωλίου τοποθέτησε κοντά στην Ερμίτσα βάρδιες παρατηρητών, έτσι ώστε όταν αντιληφθούν γερμανικές φάλαγγες να πλησιάζουν προς το χωριό να ειδοποιήσουν με ένα ποδήλατο τους κατοίκους και όσους έπρεπε να ειδοποιηθούν για να κρυφτούν. Βάρδια εκείνη την ώρα της Μεγάλης Δευτέρας στη γέφυρα της Ερμίτσας ήταν ένας νέος του χωριού με το όνομα Κώστας Μπαλτάκος, ο οποίος μόλις είδε τη φάλαγγα να πλησιάζει διέσχισε όλο το κεντρικό δρόμο του χωριό ενημερώνοντας όλους όσους κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα για την άφιξη των Γερμανών. Η φάλαγγα αυτή η οποία αποτελούνταν από φορτηγά αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα άρματα μάχης φτάνοντας στη γέφυρα της Ερμίτσας σταμάτησε και οι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να απλώνονται βορειοδυτικά και βόρεια του Παναιτωλίου από τη γέφυρα της Ερμίτσας μέχρι τη λίμνη και μέχρι το ύψος του Αη-Γιάννη του Ριγανά αντίστοιχα.
Η δεύτερη φάλαγγα, όμοια σε οχήματα με την πρώτη, έστριψε δεξιά στον κόμβο του Καινούργιου και σταμάτησε στην περιοχή του σπιτιού του Πολίτη, λίγο πριν το σημείο που αρχίζουν οι στροφές του δρόμου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το εργοστάσιο επεξεργασίας ελαιών του Κορδάτου. Από εκεί ένα μέρος της Γερμανικής δύναμης άρχισε να απλώνεται προς τα βορειοδυτικά, έτσι ώστε να αποκλειστεί όλο τον βορειοανατολικό τόξο του χωριού, ενώ ένα άλλο τμήμα άρχισε να αραιώνει μέχρι τη λίμνη, δημιουργώντας το νοτιοανατολικό τόξο αυτού του αποκλεισμού. Ο σχεδιασμός όριζε πως οι γερμανικές δυνάμεις που θα επιχειρούσαν τον αποκλεισμό θα προχωρούν προς το χωριό αποκλείοντας κάθε πεδίο διαφυγής.
Ο Μπαλτάκος διασχίζοντας με το ποδήλατό του τον κεντρικό δρόμο του Παναιτωλίου και ενημερώνοντας τους και κατοίκους για τον ερχομό των Γερμανών κατευθύνονταν προς το Καινούργιο χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τη δεύτερη φάλαγγα., ώσπου ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με τους Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί ήδη σε όλη την βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Στην προσπάθεια του να διαφύγει, οι Γερμανοί στρατιώτες των τραυμάτισαν σοβαρά και τον συνέλαβαν.
Καθώς προχωρούσαν οι Γερμανοί στρατιώτες με πυροβολισμούς και προπηλακισμούς, σφίγγοντας τον κλοιό προς το εσωτερικό του Παναιτωλίου, οδηγούσαν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους προς το κέντρο του χωριού. «Η κατάσταση ήταν απελπιστική, οι πυροβολισμοί συνεχής ο κίνδυνος τραυματισμού αμέσως», αναφέρει ο Κώστας Νικολακόπουλος[1].
Με αυτό τον τρόπο όλοι οι κάτοικοι του χωριού μαζεύτηκαν στα δύο πεζοδρόμια του κεντρικού δρόμου από το σπίτι του Γιώργου Κατσιμάρη (ανατολικά) μέχρι τα σπίτια του Θανάση Ρακόπουλου και Γιώργου Ζήση. Κάποια στιγμή ο Γερμανός αξιωματικός που ήταν στη μέση του δρόμου, πάνω στον οποίο ήταν στημένα τα μυδράλια των Γερμανών διέταξε μέσω τους διερμηνέα του να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στο βορεινό πεζοδρόμιο του δρόμου.
«Η αγωνία μας έφτασε στο κατακόρυφο», γράφει ο Νικολακόπουλος. Και συνεχίζει: «Ο φόβος της ομαδικής εκτέλεσης κυριάρχησε. Ακούγονται οι πρώτες φωνές και τα πρώτα κλάματα. Και όταν όλοι ήρθαν και στοιβάχτηκαν στο επάνω πεζοδρόμιο, ακούστηκε νέο φοβερό παράγγελμα, όχι από τον διερμηνέα, αλλά από τον ίδιο τον Γερμανό αξιωματικό προς τους στρατιώτες του. και εκείνοι αμέσως με αστραπιαίες κινήσεις άρπαξαν όλα τα φονικά τους μέσα και γύρισαν όλες τις κάννες των όπλων τους επάνω μας. […] Παγώσαμε όλοι. Όσοι άνδρες και γυναίκες είχαν μανδήλια τα έβγαλαν και όλη εκείνη η λαοθάλασσα κυμάτιζε από άσπρα μανδήλια, ενώ τα κλάματα ακουγόταν σε όλη τη συγκέντρωση»[2].
Ο Γερμανός αξιωματικός συνεννοήθηκε για λίγα λεπτά με τη διοίκηση του Αγρινίου και αμέσως μετά διέταξε να τοποθετηθούν τα πολυβόλα από τη μέση του δρόμου στο απέναντι πεζοδρόμιο και ο Γερμανός ζήτησε να εμφανιστεί μπροστά του ο Πρόεδρος του χωριού. Πρόεδρος στο χωριό εκείνη την εποχή ήταν ο Δημήτρης Τραπεζιώτης [3] ο οποίος βγήκε αμέσως στο δρόμο. Ο Γερμανός αξιωματικός τότε «…χωρίς να πει καμία κουβέντα και σα να ήθελε να ξεσπάσει επάνω του όλη του τη μανία, του τράβηξε ένα γερό χαστούκι, πράγμα που μας κακοφάνηκε και μας λύπησε για τον Πρόεδρο», αναφέρει ο Νικολακόπουλος[4] και του ζήτησαν να τους δείξει κάποια συγκεκριμένα σπίτια για να τα κάψουν[5].
Στη συνέχεια διέταξαν όλους τους άνδρες του χωριού να κατεβούν στο δρόμο και να στοιχιθούν σε τριάδες ή τετράδες, ενώ τα γυναικόπαιδα τα άφησαν ελεύθερα να γυρίζουν στο σπίτι τους. Όταν στο δρόμο έμειναν μόνο οι άντρες, τους διέταξαν να προχωρήσουν και με πεζοπορία τους οδήγησαν στο Αγρίνιο.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή οι Γερμανοί που κρατούσαν αιχμάλωτο τον αιμόφυρτο Μπαλτάκο στο κουρείο του Γιώργου Ντζάλα (βρισκόταν στην ανατολική γωνία του σπιτιού του Παύλου Τσιλιμπώκου), τον έβγαλαν έξω και οδηγώντας τον προς το στενό ανάμεσα στα σπίτια του Παύλου και του Κώστα Τσιλιμπώκου, εκεί που βρισκόταν μέχρι πρόσφατα το υποκατάστημα της Αγροτικής τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ[6].
Τους Παναιτωλιώτες, όταν έφτασαν στο Αγρίνιο, τους οδήγησαν στη φυλακή των καπναποθηκών Παπαπέτρου. Εκεί, τους πέρασαν σχεδόν όλους από ανάκριση και την Μ. Τετάρτη τους άφησαν σχεδόν όλους ελεύθερους. Κράτησαν μόνο δέκα, τους οποίους οδήγησαν στις φυλακές της Αγίας Τριάδας.
Κλείνοντας το κείμενο της σημερινής ανάρτησης θα αντιγράψουμε ένα απόσπασμα από την δημοσίευση του Βασίλη Πατρώνη, που τυπώθηκε σε δύο συνεχής εκδόσεις του «Αρχείου Αγρινίου» με γενικό τίτλο «Ο σκληρός Απρίλης του 44» στην οποία αναφέρεται ότι:
«Τελικά, αν το Παναιτώλιο σώθηκε τη Μεγάλη Δευτέρα του 1944 (καταβάλλοντας τον ελάχιστο φόρο αίματος), αυτό οφείλεται σε μια σειρά συγκυριακούς λόγους, που θα μπορούσαν όμως με το πρώτο απρόβλεπτο επεισόδιο να ανατραπούν: Το γερμανικό απόσπασμα που στάθμευε στο χωριό είχε γενικά καλή εικόνα για τους κατοίκους και δεν ξεχνούσε το γεγονός ότι οι ντόπιοι είχαν περιθάλψει ένα Γερμανό τραυματία που έφτασε αιμόφυρτος στο χωριό μετά τη μάχη της Γουρίτσας στις 13 Ιουλίου 1943. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, οι Γερμανοί φαίνεται ότι πείσθηκαν (βλέποντας τη μαζική παρουσία των ανδρών στο κέντρο του χωριού, 300-500 σύμφωνα με τις πηγές) ότι ελάχιστοι είχαν φύγει προσχωρώντας στην αντίσταση, ότι επρόκειτο, δηλαδή, για ένα «φιλήσυχο» χωριό και περιόρισαν τα αντίποινα στο ελάχιστο.
Σύμφωνα με τον Κ. Νικολακόπουλο ωστόσο, ο πραγματικός σωτήρας του χωριού ήταν ο 20χρονος Μπαλτάκος, που πριν συλληφθεί και εκτελεστεί, πρόλαβε να ειδοποιήσει τους αντάρτες που κρύβονταν εκείνη τη μέρα στο χωριό «με γενειάδες, στολές και με αυτόματα όπλα» όπως λέει, ώστε να διαφύγουν την τελευταία στιγμή από το γερμανικό κλοιό. Αν σημειωνόταν συμπλοκή μαζί τους, λέει ο Νικολακόπουλος, αν έστω ένας Γερμανός στρατιώτης έπεφτε νεκρός από τα πυρά τους, το χωριό δύσκολα θα απέφευγε το ολοκαύτωμα»[7].
Πηγές: 1.Κωνσταντίνος Ι. Νικολακόπουλος, Αντιστασιακά και άλλα θέματα, Εκδόσεις Πασχέντη, Αγρίνιο 2006, σελ. 61.| 2. Κωνσταντίνος Ι. Νικολακόπουλος, Αντιστασιακά και άλλα θέματα, ό.π., σελ. 65. | 3. Δημήτρης Τραπεζιώτης: Παππούς του μετέπειτα Δημάρχου Θεστιέων Δημήτρη Τραπεζιώτη, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος της κοινότητας Παναιτωλίου, από το 1943 έως το 1946. | 4. Κωνσταντίνος Ι. Νικολακόπουλος, Αντιστασιακά και άλλα θέματα, ό.π., σελ. 67. | 5. Όπως αναφέρει ο Νικολακόπουλος στη συνέχεια, δεν είναι απολύτως σίγουρος, τι ακριβώς ζητήθηκε από τον Τραπεζιώτη. Γεγονός πάντως είναι ότι μερικά σπίτια του Παναιτωλίου πυρπολήθηκαν από τους Γερμανούς. | 6. Κωνσταντίνος Ι. Νικολακόπουλος, Αντιστασιακά και άλλα θέματα, ό.π., σελ. 100. |7. Βασίλη Πατρώνη, Ο σκληρός Απρίλης του 44 (Μέρος 2ο), «αρχείο Αγρινίου», τεύχος 6ο, Ιούνιος 2018, σελ. 6.
Φωτογραφία: Ο χάρτης του μπλόκου
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες