Συνέβη 27 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

27 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 331η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 34 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:18 – Δύση ήλιου: 17:07
– Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 49 λεπτά
🌕  Σελήνη 14.8 ημερών

 

Γεγονότα

 

1826 – Ο άγγλος φαρμακοποιός Τζον Γουόκερ εφευρίσκει τα σπίρτα. Το σπίρτο είναι ένα αναλώσιμο αντικείμενο που ανάβει φωτιά κατ’ επιθυμία, υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Τα σπίρτα πωλούνται σε περίπτερα, υπεραγορές και άλλα καταστήματα, σε πακέτα. Το σπίρτο συνήθως αποτελείται από ένα μικρό ξυλάκι (ή σκληρό χαρτονάκι) του οποίου η μία άκρη είναι καλυμμένη από κάποιο υλικό, η κεφαλή του σπίρτου, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει το στοιχείο φώσφορος, όπως αναφέρει η wikipedia.org Η κεφαλή θα ανάψει από τη θερμότητα που θα προκαλέσει η τριβή της με κάποια κατάλληλη επιφάνεια. Πριν τον Τζον Γουόκερ είχαν προηγηθεί οι προσπάθειες του Ρόμπερτ Μπόιλ γύρω στα 1680 με φωσφόρο και θείο, οι οποίες όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Τα πρώτα σπίρτα είχαν διάφορα προβλήματα: η φλόγα δεν ήταν σταθερή και η αρχική αντίδραση ήταν αρκετά βίαιη· επιπλέον, η μυρωδιά που ανέδιδε το σπίρτο ήταν δυσάρεστη. Παρά τα προβλήματα αυτά, τα νέα σπίρτα συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του αριθμού καπνιστών.

 

 

1847 – Κίνημα υπό τον λοχαγό της Οροφυλακής Νικόλαο Μερεντίτη στην Πάτρα. Ο Μερεντίτης με τον βαθμό του λοχαγού τοποθετήθηκε στο τάγμα Οροφυλακής Πάτρας, που διοικούσε ο αντισυνταγματάρχης Ευθύμης Στορνάρης. Δεν πέρασε πολύ καιρός από την ανάληψη υπηρεσίας και ο Μερεντίτης τέθηκε υπό παρακολούθηση για συνωμοτικές ενέργειες με την παρακίνηση του Θεοδωράκη Γρίβα. Εκείνη την περίοδο αρκετοί στρατιωτικοί πολιτικοί φίλοι του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη είχαν δυσαρεστηθεί μαζί του εξαιτίας της αδυναμίας του να προωθήσει διάφορα προσωπικά τους αιτήματα.
Τον Σεπτέμβριο του 1847, ο Κωλέττης όντας πρωθυπουργός πέθανε και ο Όθωνας διόρισε στην θέση του τον Κίτσο Τζαβέλλα, επιφανή αγωνιστή του 21, αλλά άπειρο πολιτικά για την τόσο υψηλή θέση, ο οποίος όμως έχαιρε της εκτίμησης του στρατεύματος. Ο θάνατος του πάτρωνά του φαίνεται ότι θορύβησε τον Μερεντίτη, καθώς είχαν φτάσει σε αυτόν πληροφορίες ότι ο λόχος του επρόκειτο να διαλυθεί και ο ίδιος να απολυθεί από την Οροφυλακή. Έτσι αποφάσισε να δράσει.
Έχοντας μυήσει αξιωματικούς και οπλίτες δύο λόχων του τάγματος του, το βράδυ της 27ης προς την 28η Νοεμβρίου 1847, συνέλαβε τον διοικητή του Ευθύμη Στορνάρη, εξουδετέρωσε τις αστυνομικές αρχές της Πάτρας, αλλά απέτυχε να συλλάβει τον εκτελούντα χρέη νομάρχη Αχαίας-Ήλιδος Κωνσταντίνο Ροντόπουλο, ο οποίος τις επόμενες ημέρες θα ηγηθεί της καταστολής του στασιαστικού κινήματος.
Στην συνέχεια οι κινηματίες κατευθύνθηκαν στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, όπου ο Μερεντίτης απαίτησε και έλαβε 25.000 τάλληρα, «εν ονόματι του Συντάγματος και του Χριστού», ενώ από το Δημόσιο Ταμείο και το Τελωνείο απαίτησε τα διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή ποσά. Οι κινηματίες είχαν εγκαταστήσει το στρατηγείο τους στο «Ξενοδοχείον των Τεσσάρων Δυνάμεων» της Πάτρας. Στο μπαλκόνι κρέμασαν δύο σημαίες, την εθνική και μια αυτοσχέδια δική τους (κυανή με λευκό σταυρό), παραπλανώντας ένα κόσμο με αντιοθωνικά αντανακλαστικά, ο οποίος συγκεντρώθηκε μπροστά από ξενοδοχείο και τους επευφημούσε με συνθήματα, όπως «Ζήτω η 3η Σεπτεμβρίου», «Κάτω οι Τύραννοι της Πατρίδος», «Ζήτω το Σύνταγμα» και «Ζήτω η Ελευθερία».
Η βασιλεία του Όθωνα (1832-1862) σημαδεύτηκε από σειρά ενόπλων εξεγέρσεων με πολιτικά αιτήματα. Σε μια από αυτές, που εκδηλώθηκε στην Πάτρα με ασαφή όμως κίνητρα («ληστοστασιαστική» την χαρακτήρισε η κυβέρνηση Τζαβέλλα), πρωτοστάστησε ο λοχαγός της Οροφυλακής Νικόλαος Μερεντίτης.
Ο Μερεντίτης ήταν ένας μικροπλαρχηγός της Επανάστασης του 21, ο οποίος μετά την απελευθέρωση επιδόθηκε σε ληστείες, όπως πολλοί όμοιοί του. Πολιτικός φίλος του Ιωάννη Κωλέττη, του πρωτομάστορα του ρουσφετιού και εμπνευστή της Μεγάλης Ιδέας, εξαργύρωσε την αφοσίωσή του με μια θέση αξιωματικού στην Οροφυλακή, το αστυνομικό σώμα που είχε ιδρυθεί για την καταπολέμηση της ληστείας στην ύπαιθρο χώρα.
Την επομένη οι κινηματίες επιτέθηκαν στο Φρούριο της πόλης και μετά από πεισματώδη μάχη το κατέλαβαν. Ένας στρατιώτης έχασε την ζωή του, ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν. Ο Μερεντίτης ήταν πλέον κυρίαρχος της πόλης, έχοντας και την υποστήριξη σημαντικών παραγόντων της Πάτρας, όπως του Αντωνάκη Καλαμογδάρτη και του μετέπειτα πρωθυπουργού Μπενιζέλου Ρούφου.
Τα νέα για την ανταρσία έφτασαν γρήγορα στην Αθήνα και η κυβέρνηση Τζαβέλλα, έχοντας να αντιμετωπίσει σοβαρά εσωτερικά και εξωτερικά (επεισόδιο Μουσούρου) προβλήματα αποφάσισε να δράσει άμεσα. Έθεσε σε επιφυλακή της στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά στην Πάτρα και εξουσιοδότησε τον υποστράτηγο Παναγιωτάκη Νοταρά να κινηθεί εναντίον των στασιαστών. Πρόλαβε όμως ο νομάρχης Ροντόπουλος να συγκροτήσει απόσπασμα από 400 άνδρες της Εθνοφυλακής και να τεθεί σε καταδίωξη των στασιαστών.
Ο Μερεντίτης μεθυσμένος από την επιτυχία του άρχισε να απαιτεί χρήματα και από τους πλούσιους Πατρινούς, οι οποίοι θορυβηθέντες ζήτησαν την προστασία των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων στην Πάτρα (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Αυστρίας). Αυτός που ανταποκρίθηκε ήταν ο Άγγλος πρόξενος Γουντ, οποίος διέταξε τον πλοίαρχο του αγγλικού πολεμικού «Spitfire» να αποβιβάσει ναύτες για την προστασία όχι μόνο των Άγγλων και των Επτανησίων κατοίκων της Πάτρας, αλλά και των εμπόρων και επιχειρηματιών της πόλης.
Στις 4 το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου, οι άνδρες του Ροντόπουλου, συνεπικουρούμενοι από ένα λόχο ακροβολιστών υπό τον λοχαγό Φρουδάκη εισήλθαν στην Πάτρα και επιτέθηκαν στους «ληστοστασιαστές», όπως τους χαρακτήριζε η κυβέρνηση, την ώρα που αυτοί ήταν έτοιμοι να επιβιβαστούν στο αγγλικό πλοίο που θα τους μετέφερε στα τότε αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Η μάχη ήταν πεισματώδης και κράτησε αρκετή ώρα. Σύμφωνα με την αναφορά του υπουργού Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη προς τον βασιλιά οι στασιαστές έχασαν δύο άνδρες, είχαν δεκαπέντε τραυματίες, ενώ τέσσερις συνελήφθησαν. Από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων δύο ακροβολιστές σκοτώθηκαν και ένας τραυματίστηκε.
Κατόπιν συμφωνίας, οι άνδρες του Μερεντίτη επιβιβάστηκαν τελικά στο αγγλικό πολεμικό πλοίο, το οποίο, στις 4 Δεκεμβρίου, αναχώρησε με προορισμό την Λευκάδα και στην συνέχεια την Κέρκυρα, όπου επιτράπηκε να αποβιβαστουν μόνο οι τραυματίες.Η διαταγή του άγγλου αρμοστή ήταν κανένα νησί των Επτανήσων να μην δεχθεί τους στασιαστές. Έτσι το «Σπιτφάιρ» με μια στάση στην Ζάκυνθο, έφτασε στην Μάλτα, στις 11 Δεκεμβρίου, όπου αποβίβασε τους στασιαστές.
Εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί διπλωματικό θέμα, καθώς ο Μερεντίτης είχε μαζί τους και τα χρήματα που είχε αφαιρέσει από την Εθνική Τράπεζα και το Δημόσιο Ταμείο. Η λύση δόθηκε από τον άγγλο ναύαρχο Πάρκερ, ο οποίος διέταξε να επιστραφούν τα χρήματα στην Ελλάδα και άφησε ελεύθερους τους στασιαστές.
Ο Όθωνας πίστευε ότι πίσω από το κίνημα του Μερεντίτη βρισκόταν η Αγγλία, η οποία ήθελε να του δημιουργήσει προβλήματα επειδή ακολουθούσε φιλορωσική ή φιλογαλλική πολιτική κατά περίπτωση. Ο Μερεντίτης άφραγκος πλέον επανήλθε στην Ελλάδα και επιδόθηκε σε αυτό που ήξερε να κάνει καλά, τις ληστείες. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1849 η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Η Εθνική» έγραψε ότι ο Μερεντίτης σκοτώθηκε σε συμπλοκή κάπου στην Ευρυτανία.

 

1912 – Η Αλβανία παρουσιάζει τη νέα σημαία της, τον δικέφαλο αετό του Βυζαντίου σε φόντο κόκκινο. Η σημαία της Αλβανίας είναι ένας δικέφαλος αετός, χρώματος μαύρου στη μέση της σημαίας. Το φόντο είναι κόκκινο και συμβολίζει το αίμα που χύθηκε για την ανεξαρτησία της χώρας. Ο δικέφαλος αετός προέρχεται από το θυρεό του εθνικού ήρωα της χώρας, Γεωργίου Σκεντέρμπεη ή Καστριώτη. Ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιείται ως ενωτικό σημείο αναφοράς ενός πληθυσμού με χριστιανούς και μουσουλμάνους. Σημειώνεται ότι η σημαία της χώρας είναι παρόμοια με τη πολεμική σημαία της πάλαι ποτέ πανίσχυρης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία ήταν επίσης κόκκινη με μαύρο δικέφαλο αετό και την οποία υιοθέτησε ο Γεώργιος Καστριώτης αγωνιζόμενος εναντίον του Σουλτάνου, μετά την Άλωση της Πόλης, υψώνοντάς την στο κάστρο του στην Κρούγια της Αλβανίας. Υιοθετήθηκε, με τη σημερινή της μορφή χωρίς το κίτρινο αστέρι της εποχής του Κομμουνισμού, στις 7 Απριλίου 1992. Η χώρα έχει Σύνταγμα από τις 28 Νοεμβρίου 1998.

 

 

1978 – Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν ιδρύει το PKK, που μάχεται για την ανεξαρτησία του Κουρδιστάν.Το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (κουρδικά: Partiya Karkerên Kurdistanê‎, PKK, /ˈpekaka/, τουρκικά: Kürdistan İşçi Partisi), γνωστό και ως Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, είναι μια κουρδική οργάνωση που εδρεύει στην Τουρκία και το Ιράκ. Από το 1984, το PKK έχει εμπλακεί σε ένοπλη σύγκρουση με το τουρκικό κράτος, με αρχικό στόχο την επίτευξη ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, μετατρέποντάς το αργότερα σε αίτημα για ίσα δικαιώματα και κουρδική αυτονομία στην Τουρκία.
Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1978 στο χωριό Φις (κοντά στο Λίτζε) από μια ομάδα Κούρδων φοιτητών με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Η ιδεολογία του ΡΚΚ ήταν αρχικά μια συγχώνευση επαναστατικού σοσιαλισμού και κουρδικού εθνικισμού, επιδιώκοντας την ίδρυση ενός ανεξάρτητου, σοσιαλιστικού κράτους στην περιοχή, το οποίο επρόκειτο να γίνει γνωστό ως Κουρδιστάν. Η αρχική εξήγηση που δόθηκε από το PKK γι’ αυτό ήταν η καταπίεση των Κούρδων στην Τουρκία. Μέχρι τότε, η χρήση της κουρδικής γλώσσας, της αμφίεσης, της λαογραφίας και των ονομάτων απαγορεύτηκε στις περιοχές που κατοικούσαν Κούρδοι. Οι λέξεις “Κούρδοι”, “Κουρδιστάν” ή “Κουρδικά” απαγορεύτηκαν επίσημα από την τουρκική κυβέρνηση. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, η κουρδική γλώσσα απαγορεύτηκε επισήμως στη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Πολλοί που μιλούσαν, δημοσίευαν ή τραγουδούσαν στα κουρδικά συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.Το PKK σχηματίστηκε στη συνέχεια, ως μέρος μιας αυξανόμενης δυσαρέσκειας για την καταπίεση των Κούρδων της Τουρκίας, σε μια προσπάθεια να καθιερωθούν γλωσσικά, πολιτιστικά και πολιτικά δικαιώματα για την εθνική κουρδική μειονότητα της Τουρκίας.

 

Γεννήσεις

 

1701 – Άντερς Κέλσιους (Anders Celsius) γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου του 1701 στην Ουψάλα. Σουηδός φυσικός και αστρονόμος, ο οποίος επινόησε την εκατονταβάθμια κλίμακα θερμοκρασιών. Στον ελληνόφωνο κόσμο είναι γνωστός ως Κέλσιους ή Ανδρέας Κέλσιος. Γιος καθηγητής αστρονομίας, εγγονός μαθηματικού και ταλαντούχος μαθηματικός ο ίδιος από νεαρής ηλικίας, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας και το 1730 έγινε καθηγητής αστρονομίας στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του καριέρας ίδρυσε το Αστεροσκοπείο της Ουψάλας και μελέτησε διεξοδικά το βόρειο σέλας, δημοσιεύοντας μία συλλογή από 316 παρατηρήσεις του το 1733. Το 1736, ως μέλος ερευνητικής αποστολής, συνεισέφερε στην επαλήθευση της θεωρίας του Νεύτωνα ότι η Γη είναι ελαφρώς πεπλατυσμένη στους πόλους.
Το 1742 περιέγραψε το θερμόμετρό του, στο πλαίσιο μιας ανακοίνωσής του στη Σουηδική Ακαδημία, μία ανακάλυψη που του χάρισε την «αθανασία». Η κλίμακα που πρότεινε για τη μέτρηση της θερμοκρασίας έχει εκατό βαθμούς, με το σημείο πήξης του νερού στους 100 βαθμούς και το σημείο ζέσης στους μηδέν. Η θερμοκρασιακή κλίμακα του Κελσίου, αντεστραμμένη από τον συμπατριώτη του βοτανολόγο Κάρολο Λινναίο το 1745, με την πάροδο του χρόνου επικράτησε στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Το συγγραφικό έργο του Κελσίου περιλαμβάνει τις μελέτες: «Διατριβή σχετικά με μία νέα μέθοδο προσδιορισμού της απόστασης του Ηλίου από τη Γη» (Dissertatio de nova methodo distantiam solis a terra determinandi, 1730), «Πραγματεία σχετικά με τις παρατηρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Γαλλία για τον καθορισμό του σχήματος της Γης» (De observationibus pro figura telluris determinanda in Gallia habitis, Disquisitio, 1738) και το εκλαϊκευτικό σύγγραμμα «Αριθμητική για τη νεολαία της Σουηδίας» (1741). Ο Άντερς Σέλσιους πέθανε από φυματίωση στις 25 Απριλίου του 1744, σε ηλικία μόλις 42 ετών.

 

1928 – Αλέκος Αλεξανδράκης. Γιος δικηγόρου από τη Μάνη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1928 στην Αθήνα. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της εποχής και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Αγαπημένο του άθλημα ήταν η ξιφασκία και στα 15 του έγινε μέλος της εθνικής ομάδας.
Ένα χρόνο αργότερα μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, θέλοντας να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Μία παράσταση, όμως, του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, του άλλαξε τη ζωή. Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και πέρασε πρώτος. Ο Δημήτρης Χορν ήταν τόσο σίγουρος για το ταλέντο του Αλέκου, που είχε στοιχηματίσει για την επιτυχία του.
Τον καιρό εκείνο, η Κατερίνα (Ανδρεάδη) έψαχνε για έναν «ζεν πρεμιέ», για το έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια». Ο νεαρός ηθοποιός την επισκέφτηκε με λουλούδια στο σπίτι της μαζί με την Άννα Συνοδινού και πήρε το ρόλο. Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949 και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε κριτικούς και κοινό. «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους, ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο», έγραψε χαρακτηριστικά ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην Καθημερινή.
Εντύπωση έκανε και στον Φιλοποίμηνα Φίνο, ο οποίος του πρότεινε να παίξει στον κινηματογράφο. Την ίδια, κιόλας, χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου. Ακολούθησαν αμέτρητες άλλες, και όλοι συμφωνούσαν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο ηθοποιό και τον μεγαλύτερο γόη της εποχής. Η απήχησή του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν άνευ προηγουμένου.
Στη γοητεία του είχε υποκύψει πρώτη η Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους, όμως, δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Αλεξανδράκης προτίμησε να ακολουθήσει την Κατερίνα σε μία περιοδεία. Στο Σουδάν γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, Μαρτζ Βάλβη, με την οποία παντρεύτηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια, όσο κι αυτός με την Κλοντ Σαμπαντού, μια πανέμορφη Γαλλίδα.
Το 1956, παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη. Μαζί ανέβασαν στο θέατρο «Γκλόρια» της Πλατείας Αμερικής, το «Πικνίκ», ενώ συμμετείχαν σε πορείες ειρήνης και δημοκρατικά συλλαλητήρια. Όμως, ύστερα από τέσσερα χρόνια χώρισαν. Ο τέταρτος γάμος του ήταν με την ελβετίδα Βερένα Γκάουερ. Στα πέντε χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1969 γνώρισε τη Νόνικα Γαληνέα και την ερωτεύτηκε βαθιά. Παρότι αυτή η σχέση κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Εκτός από την ιδιότητα του θιασάρχη, που ξεκίνησε το 1956 και κράτησε τουλάχιστον 35 χρόνια, ο Αλέκος Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε θεατρικά έργα, αλλά και ταινίες, όπως ο «Θρίαμβος» (1960) με τον Καρύδη-Φουκς και η «Συνοικία το όνειρο» (1961), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά η προβολή της απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής.
Συνεργάστηκε με λαμπερές πρωταγωνίστριες, όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού και τη Ζωή Λάσκαρη.
Συνολικά, πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: «Ο βαφτιστικός», «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Όμορφες μέρες», «Η κόμισσα της Κέρκυρας», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα παιδιά της Χελιδόνας» και πολλές ακόμα.
Στο θέατρο ερμήνευσε τους σημαντικότερους ρόλους. Μεταξύ των παραστάσεων στις οποίες πρωταγωνίστησε και άφησαν εποχή, είναι: «Παράξενο Ιντερμέτζο», «Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μαντάμ Μπάτερφλαΐ», «Η γυναίκα με τα μαύρα», «Τέσσερα δωμάτια με κήπο», «Έγκλημα και τιμωρία», «Τα μεγάλα χρόνια», «Ο γλάρος».
Στην τηλεόραση έπαιξε στον «Παράξενο Ταξιδιώτη», τον «Γιούγκερμαν» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες».
Το 1994 ανέβασε με τη Μιμή Ντενίση, τον «Θείο Βάνια» και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό, απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε υποκριτική στο Εργαστήρι του Διαμαντόπουλου, ενώ το 2001 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη.
Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2005, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.

 

1940 – Μπρους Λι. Ηθοποιός, συγγραφέας, θρύλος των πολεμικών τεχνών και λαϊκό είδωλο. Γεννήθηκε ως Λι Χου Φαν στο Σαν Φρανσίσκο στις 27 Νοεμβρίου 1940 και τρεις μήνες αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Χονγκ Κονγκ, καθώς ο πατέρας του ήταν διάσημος τραγουδιστής στην κινεζική όπερα. Σε ηλικία έξι ετών έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, σε μία κινέζικη ταινία, για να ακολουθήσουν πολλοί τέτοιοι ρόλοι σε μελοδραματικές συνήθως παραγωγές. Επί οκτώ χρόνια εμυείτο στα μυστικά των πολεμικών τεχνών της Ανατολής και ειδικότερα στο κουνγκ-φου, που βασίζεται στη φιλοσοφία του ταοϊσμού και του ζεν. Όταν ενηλικιώθηκε πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν έπαψε ποτέ να εξασκείται στο κουνγκ-φου. Τον απασχολούσε πολύ το αν οι σύγχρονες εκδοχές των αρχαίων κινεζικών πολεμικών τεχνών εκπλήρωναν τις αρχικές προθέσεις των ιδρυτών τους. Γι’ αυτό μελετούσε την ιστορία της τέχνης του και προσπαθούσε να προσεγγίσει την ουσία της διανοητικά. «Οι πολεμικές τέχνες είναι ενδοσκόπηση και φιλοσοφία» έλεγε.
Στο Πανεπιστήμιο του Σιάτλ γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του Λίντα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ως φοιτητής έκανε μαθήματα κινεζικών στο πανεπιστήμιο για να βγάζει χαρτζιλίκι. Σε ένα από αυτά ήρθε κι εκείνη μαζί με μια κινέζα συμφοιτήτριά της. Άρχισαν να κάνουν παρέα και μετά από πολλές εξόδους με κοινούς φίλους τη ζήτησε σε ραντεβού. Η Αμερικανίδα με τα κόκκινα μαλλιά και τα ανοιχτόχρωμα μάτια γοητεύτηκε από το όμορφο μείγμα Ανατολής και Δύσης που τέλεια ενσάρκωνε ο Λι. Εξέπεμπε την εσωτερική ευγένεια και αξιοπρέπεια των ανατολικών λαών, ενώ ταυτόχρονα είχε ένα διαπεραστικό χιούμορ, που ταίριαζε σε άνθρωπο της Δύσης. Χειριζόταν την αμερικανική αργκό τόσο άνετα όσο μιλούσε και αρκετές κινεζικές διαλέκτους.
Ο Μπρους και η Λίντα παντρεύτηκαν ένα απόγευμα του 1964 στο εκκλησάκι του πανεπιστημίου. Λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσαν να λάβει μέρος σε μια επίδειξη κουνγκ-φου στην Καλιφόρνια και εκεί συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή του. Την επίδειξη έτυχε να παρακολουθήσει ένας διάσημος κομμωτής του Χόλιγουντ και μεγάλος οπαδός των πολεμικών τεχνών. Εκείνος μετέφερε ενθουσιασμένος τα νέα για κάποιον νεαρό εν ονόματι Μπρους Λι, με μοναδικό στυλ και εμφάνιση, σε ένα φίλο του παραγωγό ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πενταετές συμβόλαιο για την τηλεόραση. Το ζεύγος Λι μετακομίζει στο Χόλιγουντ.
Ο Λι έγινε γνωστός στο αμερικανικό κοινό με την τηλεοπτική σειρά «The Green Hornet». Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και πολεμούσε το έγκλημα και την αδικία. Συνέχισε να εξασκείται στις πολεμικές τέχνες και άρχισε να διαμορφώνει έναν δικό του συνδυασμό κινήσεων κουνγκ-φου και μποξ, τον οποίο ονόμασε Jeet Kune Do. Του άρεσε η ευελιξία στις πολεμικές τέχνες και γι’ αυτό ποτέ δεν προτίμησε το στυλιζαρισμένο και άκαμπτο καράτε. Θωρούσε μάλιστα χαζό και ανούσιο το να σπάει κανείς τούβλα και τοίχους με το χέρι του: «Έχετε δει ποτέ κανένα τούβλο να ζητάει καβγά; Δεν έχουν νόημα αυτά τα πράγματα. Εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν πρόκειται να σταθεί ποτέ έτσι ακίνητος να περιμένει πότε θα τον χτυπήσεις».
Ο Λι, όμως, δεν ήταν γνωστός στα πλατό του Χόλιγουντ μόνο για τη συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές. Οι διάσημοι «σκληροί» του κινηματογράφου, όπως ο Στιβ Μακ Κουήν είχαν βρει στο πρόσωπό του τον τέλειο δάσκαλο. Τους δίδασκε πώς να δίνουν ένα σωστό και αληθοφανές «ξύλο» για τις ανάγκες των ταινιών τους και τους χρέωνε 150 δολάρια την ώρα.
Στην πορεία, ο Λι κατάλαβε ότι ο κινηματογράφος ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει και αποφάσισε να ιδρύσει μια εταιρεία παραγωγής. «Η ηθοποιία είναι το επάγγελμά μου, ενώ οι πολεμικές τέχνες και η εξάσκησή μου σ’ αυτές είναι κάτι προσωπικό» είχε πει. Επέστρεψε στην πατρίδα του και έκανε το Χονγκ Κονγκ έδρα των δραστηριοτήτων του.
Η πρώτη του ταινία «Το Μεγάλο Αφεντικό» ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με εισπράξεις ενός εκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε τρεις ημέρες στις αίθουσες του Χονγκ Κονγκ, κατέρριψε το ρεκόρ που ως τότε κατείχε το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας». Ακολούθησαν με την ίδια εισπρακτική επιτυχία οι ταινίες του: «Ματωμένες γροθιές του Καράτε (1972), «Ο κίτρινος δράκος του Χονγκ-Κονγκ» (1972) και «Ο κίτρινος πράκτωρ εναντίον της Μαφίας» (1973), που εκτόξευσαν τη φήμη του σε όλο τον κόσμο.
Πέθανε ξαφνικά στις 20 Ιουλίου 1973, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία του ταινία, η οποία έφερε τον ειρωνικό τίτλο «Θανάσιμο παιχνίδι». Η μυθολογία γύρω από τον θάνατο του Μπρους Λι οργιάζει ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που η επίσημη εκδοχή εξακολουθεί να είναι «εγκεφαλική αιμορραγία». Οι στενές και ενίοτε συγκρουόμενες σχέσεις του με την κινεζική μαφία κάνουν τους περισσότερους οπαδούς και φίλους του να μιλούν για δολοφονία. Αυτό το σενάριο ωστόσο δεν αφορά απλά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά τη διακύβευση μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στα πλοκάμια του κινεζικού παρακράτους.
Η λιγότερο γνωστή δράση του θρύλου των πολεμικών τεχνών αφορά στο γράψιμο. Από τα 22 ως τα 32 του χρόνια ο Μπρους Λι κατέγραφε συστηματικά τις σκέψεις του και τις εμπειρίες του. Οι σημειώσεις του έφθασαν τους επτά τόμους. Τα γραπτά του απετέλεσαν υλικό για την έκδοση ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε όσο ήταν εν ζωή και για τη συγγραφή πολλών άρθρων του πάνω στη θεωρία και στη φύση της άοπλης πάλης που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο. Οι οριστικές σκέψεις του Μπρους Λι αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του «Jeet Kune Do: Σχόλια του Bruce Lee επάνω στην πολεμική ατραπό», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Οξύ».
Ο Μπρους Λι παραμένει και σήμερα αρκετά δημοφιλής και γύρω του έχει στηθεί μια επικερδής βιομηχανία. Ό,τι φέρει την υπογραφή του μοσχοπουλιέται σε δημοπρασίες, ενώ η ιστοσελίδα του (www.bruceleefoundation.com) δέχεται εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ίνδαλμα αντιστοίχου βεληνεκούς με τον Τζέιμς Ντιν, τον Έλβις Πρίσλεϊ και τη Μέριλιν Μονρόε. Άλλωστε, το αμερικανικό περιοδικό ΤΙΜΕ το συμπεριέλαβε στους «100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα».

 

1942 – Τζίμι Χέντριξ. Τραγουδιστής, συνθέτης και βιρτουόζος της ηλεκτρικής κιθάρας. Θεωρείται ο πιο σπουδαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής και ο άνθρωπος που με την τεχνική του και τις καινοτομίες που επέφερε, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο παίζεται η ηλεκτρική κιθάρα. Γεννήθηκε ως Τζόνι Αλεν Χέντριξ στο Σιάτλ στις 27 Νοεμβρίου 1942. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας του Αλ Χέντριξ αλλάζει το όνομα του γιου του σε Τζέιμς Μάρσαλ και το νεαρό αγόρι γίνεται γνωστό στη γειτονιά του με το υποκοριστικό Τζίμι. Στα εννιά του χρόνια, οι γονείς του χωρίζουν και ο νεαρός Τζίμι ζει για μεγάλο διάστημα με τη γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, που ήταν κατά το ήμισυ ινδιάνα Τσερόκι. Στα 14 χρόνια του αποκτά την πρώτη του κιθάρα, που τη βρίσκει πεταμένη στα σκουπίδια και έχει μόνο μία χορδή. Του αρέσει να την κρεμά πίσω από την πλάτη του, όπως ο μοναχικός ήρωας του γουέστερν «Τζόνι Γκιτάρ». Ο νεαρός Χέντριξ θαυμάζει τον Έλβις Πρίσλεϊ και τον Λιτλ Ρίτσαρντ και ακούει μανιωδώς δίσκους του Μάντι Γουότερς και του Λάιτνινγκ Χόπκινς.
Στα 16 του χρόνια, ο Αλ του αγοράζει μια ηλεκτρική κιθάρα και ο νεαρός Τζίμι αρχίζει τη μεγάλη περιπέτειά του με το όργανο αυτό. Συμμετέχει σε πολλά τοπικά γκρουπάκια και τραβά αμέσως την προσοχή με το αστραφτερό του στυλ, αλλά και για το γεγονός ότι ως αριστερόχειρας παίζει με δεξιόχειρη κιθάρα.
Έχοντας μπλεχτεί σε μια κλοπή αυτοκινήτου, ο νεαρός Τζίμι ανταλλάσσει μια διετή ποινή φυλάκισης για μια ισόχρονη θητεία στο στρατό. Εκεί, γνωρίζεται με τον μπασίστα Μπίλι Κοξ και αναπτύσσουν μία δυνατή φιλία. Η θητεία του διαρκεί λιγότερο από ένα χρόνο, καθώς απολύεται λόγω κακής διαγωγής, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η απόλυσή του οφειλόταν σ’ ένα σπασμένο αστράγαλο, κατά τη διάρκεια μιας πτώσης του με αλεξίπτωτο. Στο Βιετνάμ δεν πήγε να πολεμήσει, όπως είχε εκφράσει την επιθυμία, αλλά τα τραγούδια του σιγοτραγουδιόνταν στα χείλη των φαντάρων.
Το Νοέμβριο του 1962 μπαίνει για πρώτη φορά σε στούντιο στο Νάσβιλ του Τενεσί. Παραμένει για ένα χρόνο στην περιοχή και συνεργάζεται με μουσικούς του ριδμ εν μπλουζ, όπως ο Σαμ Κουκ και ο Τζάκι Γουίλσον. Τον Ιανουάριο του 1964 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο μήνα κερδίζει ένα διαγωνισμό στο θέατρο «Apollo» για ερασιτέχνες μουσικούς. Στη συνέχεια συνεργάζεται με σπουδαία ονόματα, όπως οι Isley Brothers, ο Curtis Knight και το ίνδαλμά του Λιτλ Ρίτσαρντ, μία συνεργασία με πολλά προβλήματα. To 1966 σχηματίζει το δικό του γκρουπ, τους «Jimmy James and the Blues Flames» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη γνωρίζει τον Φρανκ Ζάππα, ο οποίος του μιλά για το «πεταλάκι» wah-wah, που μόλις είχε ανακαλυφθεί. Ο Χέντριξ το ενσωματώνει στην κιθαριστική του παλέτα, μαζί με την «παραμόρφωση» και την «ανάδραση» (feedback). Από τότε θα γίνει ο αναμφισβήτητος μετρ των μουσικών εφέ.
Η καριέρα του θα πάρει την ανιούσα, όταν τον ανακαλύπτει ο Τσας Τσάντλερ, ο πρώην μπασίστας των «Animals», που ακολουθεί καριέρα παραγωγού εκείνη την περίοδο. Τον πείθει να εγκαταλείψει την Αμερική και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Γίνεται ο μάνατζέρ του και τον βοηθά να σχηματίσει το γκρουπ «The Jimi Hendrix Experience», με τον Νόελ Ρέντιγκ στο μπάσο και τον Μιτς Μίτσελ στα ντραμς. Παίζουν σε μικρά κλαμπ της βρετανικής πρωτεύουσας και γρήγορα δημιουργούν αίσθηση, με τη δεξιοτεχνία του Χέντριξ στην κιθάρα και το σόου, που προσφέρει στο κοινό. Υπογράφουν στην Track Records, δισκογραφική εταιρεία των Who, και ηχογραφούν τρία σινγκλ, που όλα μπαίνουν στο Top-10: «Hey Joe», «The Wind Cries Mary» και το εμβληματικό Purple Haze, με τις παραμορφωμένες κιθάρες, που επηρέασε όσο λίγα τραγούδια τη ροκ συνθετική των επόμενων χρόνων. Στις 12 Μαίου 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ, με τίτλο «Are you experienced», που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Μόνο το αριστουργηματικό «Sgt Peppers» των Beatles τού στέκεται εμπόδιο από το Νο1 του βρετανικού πίνακα των επιτυχιών. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 31 Μαΐου θα βάλει για πρώτη φορά φωτιά επί σκηνής σε μια κιθάρα. Τη μανία του αυτή θα πληρώσουν στη συνέχεια ενισχυτές και άλλα μηχανήματα, μέχρις ότου οι διοργανωτές θα αποφασίσουν να του βάλουν φρένο. Αλλά αυτό θα αποτελέσει μέρος του σόου του Χέντριξ τα επόμενα χρόνια.
Το καλοκαίρι του 1967 τον γνωρίζει επιτέλους και η πατρίδα του μέσα από το περίφημο Φεστιβάλ του Μοντερέι. Ο ροκ σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μπενεμπέικερ απαθανάτισε το σπάσιμο και κάψιμο της κιθάρας στο φινάλε της παράστασής του, στην ταινία του «Monterey Pop». Το 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του, με τίτλο «Axis as bold». Ακολουθεί τα χνάρια του πρώτου του άλμπουμ, αλλά είναι πιο μελωδικό και τεχνικά ώριμο. Το 1968 κυκλοφορεί το τρίτο του άλμπουμ «Electric Ladyland», το πρώτο που φέρει ολοκληρωτικά τη μουσική του σφραγίδα. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, ο Τσας Τσάντλερ απογοητευμένος από την τελειοθηρία του Χέντρικς αποφασίζει να διακόψει τις επαγγελματικές του σχέσεις μαζί του. Ο Τσάντλερ, σε αντίθεση με τον Χέντριξ, ήθελε λίγες ώρες στο στούντιο και γρήγορη διεκπεραίωση των κομματιών και όχι να ηχογραφείται ένα κομμάτι 43 φορές, όπως έγινε με το «Gypsy Eyes». Ο Τζίμι άρχισε τότε να πειραματίζεται με διαφορετικές ομάδες μουσικών, να χρησιμοποιεί νέα όργανα και ηλεκτρονικά εφέ. Τα τραγούδια του δεν είχαν τη φόρμα ενός ποπ κομματιού, είχαν μεγαλύτερη διάρκεια, μη αναγνωρίσιμη μελωδία και πολλά σόλο. Χαρακτηριστικά κομμάτια του δίσκου είναι το «Voodoo Child» και η αγνώριστη διασκευή «All along the Watchtower» του Μπομπ Ντίλαν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη μουσική του «γήινη» για τις μπλουζ, τζαζ και φανκ καταβολές της και «διαστημική» για τους ψυχεδελικούς ήχους, που δημιουργούσε με την ηλεκτρική κιθάρα του.
Το 1968 ο μπασίστας Νόελ Ρέντιγκ αποχωρεί από το συγκρότημα, επειδή ήθελε να αφοσιωθεί στην κιθάρα. Σχηματίζει το συγκρότημα «Fat Mattress» και συχνά ανοίγει τις συναυλίες του Χέντριξ. Στις 3 Μαίου του 1969 ο Χέντριξ συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τορόντο για κατοχή ναρκωτικών. Στις αποσκευές του βρέθηκαν μικροποσότητες ηρωίνης και χασίς και στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι τα ναρκωτικά τού τα έβαλε κάποιος από τους οπαδούς του. Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του και τον αθώωσε. Πάντως, ήταν τοις πάσι γνωστό ότι ο Χέντριξ φλέρταρε έντονα με τα ναρκωτικά. Ο Τζίμι Χέντριξ, παρά τη φήμη του, έπεφτε συχνά θύμα ρατσιστικών επιθέσεων, τόσο από τους λευκούς (πράγμα συνηθισμένο για την εποχή εκείνη) όσο και από τους αφροαμερικανούς. Οι ομόφυλοί του συχνά τον κατηγορούσαν ότι παίζει «λευκή μουσική», συνεργάζεται με λευκούς μουσικούς και ερωτεύεται λευκές γυναίκες. Οι πολιτικές του θέσεις ήταν αμφιλεγόμενες. Στην Αμερική συντασσόταν με το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στην Ευρώπη εκνευριζόταν όταν έβλεπε τους διαδηλωτές να καταφέρονται κατά της πατρίδας του.
Στις 29 Ιουνίου 1968 οι «Experience» διαλύονται και στη θέση τους σχηματίζονται οι «Gypsy Sun and Rainbows». Η μόνη αλλαγή είναι ο παλιός του γνώριμος Μπίλι Κοξ στο μπάσο. Με τη σύνθεση αυτή εμφανίζονται ως πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ του Γούντστοκ (18 Αυγούστου 1969) και κλέβουν την παράσταση με την εικονοκλαστική διασκευή του Εθνικού Ύμνου των ΗΠΑ «Star Spangled Banner».
Οι «Gypsy Sun and Rainbows» διαλύονται μετά το Γούντσοκ και ο Χέντριξ σχηματίζει ένα νέο τρίο τους «Band of Gypsies», με τον ίδιο στις κιθάρες, τον Μπίλι Κοξ στο μπάσο και τον Μπάντι Μάιλς στα ντραμς. Το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα λάιβ άλμπουμ το 1970 με τίτλο το όνομά τους, στο οποίο περιέχεται το εκρηκτικό δωδεκάλεπτο αντιπολεμικό έπος «Machine Gun». Ο Χέντριξ συνέχισε να ηχογραφεί με καταιγιστικούς ρυθμούς και το καλοκαίρι του 1970 πραγματοποιεί την τελευταία του περιοδεία στην Ευρώπη. Νωρίς το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου ο Τζίμι Χέντριξ βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Ο σπουδαίος κιθαρίστας πέθανε κάτω από συνθήκες που δεν έχουν διευκρινιστεί απόλυτα μέχρι σήμερα. Το τελευταίο βράδυ της ζωής του το πέρασε με τη γερμανίδα φίλη του Μόνικα Ντάνεμαν και πιθανώς πέθανε από ένα θανατηφόρο συνδυασμό αλκοόλ και υπνωτικών χαπιών. Ένα μελαγχολικό ποίημα που βρέθηκε δίπλα στο κρεβάτι του έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι αυτοκτόνησε.
Ο Χέντριξ με τις αμέτρητες σχέσεις, άφησε πίσω του δύο παιδιά, την Ταμίκα (1966) από τον δεσμό του με την αμερικανίδα Νταϊάν Κάρπεντερ και τον Τζεϊμς (1969) από τον δεσμό του με τη σουηδέζα Εύα Σούντκβιστ. Ο ίδιος δεν τα αναγνώρισε εν ζωή, το έπραξε, όμως, αργότερα ο πατέρας του Αλ, ο οποίος ήταν διαχειριστής της κληρονομιάς του.
Ο Χέντριξ άφησε πίσω του και αμέτρητες ώρες ηχογραφημένου υλικού, μεταξύ των οποίων πολλά τραγούδια σε διάφορα στάδια παραγωγής. Τα νομικά προβλήματα που υπάρχουν ακόμη και σήμερα καθιστούν περίπλοκη και μπερδεμένη τη μεταθανάτια δισκογραφία του.

 

Θάνατοι

 

8 π.Χ. – Κουίντος Οράτιος Φλάκος. Γεννήθηκε στη Βενόζα, μία κωμόπολη στα σύνορα Απουλίας και Λουκανίας, ως γιος απελεύθερου γεννημένος ο ίδιος ελεύθερος. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μεσάζοντας σε δημοπρασίες. Παρότι ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως «πτωχόν και τίμιον» αγρότη (macro pauper agello, «Σάτιρες» 1.6.71), η ασχολία του πατέρα του ήταν επικερδής για τους πρώην σκλάβους: ο πατέρας του μπόρεσε να ξοδέψει αρκετά χρήματα για την εκπαίδευση του γιου του, συνοδεύοντάς τον αρχικώς στη Ρώμη για τη στοιχειώδη μόρφωση και στέλνοντάς τον κατόπιν στην Αθήνα να μελετήσει Ελληνικά και Φιλοσοφία. Ο Οράτιος αργότερα εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του ως εξής:
«Αν ο χαρακτήρας μου βαρύνεται με λίγα μικρά ελαττώματα, κατά τα άλλα είναι τίμιος και ηθικός. Αν λίγους μόνο διάσπαρτους λεκέδες μπορείτε να δείξετε σε μια κατά τ´άλλα αγνή επιφάνεια, αν κανείς δε μπορεί να με κατηγορήσει για φιλοχρηματία, ή λαγνεία, ή ασωτίες, αν ζω ζωή ενάρετη, αμόλυντη από ακαθαρσίες (συγχωρείστε μου προς στιγμή τον αυτοέπαινό μου),κι αν είμαι ένας καλός φίλος για τους φίλους μου, στον πατέρα μου οφείλονται όλα αυτά… … Αξίζει από μένα ευγνωμοσύνη και αίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να ντρέπομαι για ένα τέτοιο πατέρα, ούτε και νιώθω ανάγκη καμιά ν’ απολογηθώ, σαν πολλούς άλλους, επειδή είμαι γιος απελεύθερου».
Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, ο Οράτιος πήγε στο στρατό, υπό τις διαταγές του στρατηγού Βρούτου. Πόλεμησε ως αξιωματικός (tribunus militum) στη Μάχη των Φιλίππων. Αργότερα ισχυρίσθηκε ότι σώθηκε πετώντας την ασπίδα του και φεύγοντας. Επειδή κηρύχθηκε αμνηστία για όσους είχαν πολεμήσει κατά του Οκταβιανού Αυγούστου, ο Οράτιος επέστρεψε στην Ιταλία, όπου όμως ανακάλυψε ότι η ακίνητη περιουσία του είχε δημευθεί και (μάλλον) ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει. Είχε πάντως τα χρήματα για να αγοράσει μία μόνιμη θέση εργασίας ως scriba quaestorius, ένα αξίωμα του Θησαυροφυλακίου, που του επέτρεψε να ζήσει άνετα και να επιδοθεί στην ποιητική του τέχνη. Αργότερα κατόρθωσε να εισέλθει σε ένα λογοτεχνικό κύκλο που περιελάμβανε τους Βιργίλιο και Ρούφο. Εκείνοι τον γνώρισαν στον Μαικήνα, φίλο και έμπιστο του Αυγούστου, που έγινε ο προστάτης του και δώρισε στον Οράτιο ένα αγρόκτημα με έπαυλη κοντά στο Tibur (το σημερινό Τίβολι). Μη έχοντας κληρονόμους, ο Οράτιος το άφησε πεθαίνοντας στον αυτοκράτορα Αύγουστο. Το αγρόκτημα διατηρείται και σήμερα ως τόπος προσκυνήματος για τους φίλους του έργου του.

 

1852 – Άντα Λάβλεϊς. Η Έιντα γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 10 Δεκεμβρίου 1815, ως το μοναδικό νόμιμο τέκνο του Τζορτζ Γκόρντον, Λόρδου Μπάιρον, και της συζύγου του, Άννα Ιζαμπέλλα “Ανναμπέλλα” Μίλμπανκ. Το ζευγάρι χώρισε τον Ιανουάριο του 1816 επειδή η Ανναμπέλλα δεν άντεχε πλέον τις απότομες αλλαγές διάθεσης του συζύγου της. Αμέσως μετά την έκδοση του διαζυγίου (Απρίλιος 1816), ο Μπάιρον έφυγε οριστικά από την Αγγλία, όπου ποτέ δεν επέστρεψε, αφού πέθανε στην Ελλάδα (Μεσολόγγι) τον Απρίλιο του 1824, όταν η Έιντα ήταν οκτώ ετών.
Την κηδεμονία της ανέλαβε η μητέρα της, η οποία φρόντισε για την μόρφωσή της στα μαθηματικά και τη μουσική. Παρόλο που τέτοια εκπαίδευση ήταν ασυνήθιστη για τις γυναίκες της εποχής, η μητέρα της Έιντα θεώρησε πως θα την κρατούσε μακριά από φιλολογικές και ποιητικές ενασχολήσεις, πιστεύοντας πως αυτές ήταν η αιτία για την δύσκολη προσωπικότητα του πρώην συζύγου και πατέρα της Έιντα. Σε ηλικία 17 ετών, η Έιντα γνωρίζει τη Μαίρυ Σόμμερβιλ, μια πολύ σημαντική γυναίκα με επιστημονικές ανησυχίες και επιτεύγματα, η οποία αναλαμβάνει τη μόρφωση της Έιντα κυρίως στα μαθηματικά. Σε ένα δείπνο στο σπίτι της Σόμμερβιλ το 1834 η Έιντα ακούει για πρώτη φορά τις ιδέες του Τσαρλς Μπάμπατζ για την Αναλυτική Μηχανή.
Το 1835 η Έιντα παντρεύεται τον Ουίλλιαμ Κινγκ-Νόελ, Κόμη του Λάβλεϊς, με τον οποίο αποκτά τρία παιδιά: τον Μπάιρον (1836), την Ανναμπέλλα (1837) και τον Ραλφ Γκόρντον (1839).
Ο Μπάμπατζ το 1841 δίνει μια διάλεξη στο Τορίνο (Ιταλία) και ο Ιταλός μαθηματικός Λουϊτζι Μενάμπρεα, κρατώντας σημειώσεις από τη διάλεξη, δημοσιεύει σχετικό άρθρο στα γαλλικά. Η Έιντα το μεταφράζει και το στέλνει στον Μπάμπατζ, με τον οποίο είχε πυκνή αλληλογραφία. Αυτός την ενθαρρύνει να γράψει παράλληλα με τη μετάφραση του άρθρου και τα δικά της σχόλια, πράγμα που η Έιντα κάνει, τριπλασιάζοντας την έκταση του άρθρου. Εκτός από τις προβλέψεις της ότι μια παρόμοια μηχανή στο εγγύς μέλλον θα μπορεί όχι μόνο να επιλύει μαθηματικά προβλήματα, αλλά και να συνθέτει πολύπλοκη μουσική και να παράγει γραφικά, στο άρθρο περιλαμβάνει ένα “σχέδιο” σχετικά με το πώς η Αναλυτική Μηχανή θα μπορούσε να υπολογίζει αριθμούς Μπερνούλλι. Αυτό ακριβώς το “σχέδιο” θεωρείται από τους ιστορικούς το πρώτο πρόγραμμα υπολογιστή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε το 1843.
Η Έιντα, εκτός από τον Μπάμπατζ, διατηρούσε επίσης επαφές με τον Ουίτστοουν, τον Φάραντεϋ, τον Ντίκενς και τον Μπρούστερ. Παρά την ενασχόλησή της με τις επιστήμες, τη μουσική, την ανατροφή των παιδιών της, η υγεία της δεν είναι καλή. Το 1852 και ύστερα από υπόδειξη των γιατρών της, υφίσταται αφαίμαξη, από την οποία τελικά και πεθαίνει (η πραγματική αιτία ήταν καρκίνος της μήτρας). Ήταν μόνο τριάντα έξι ετών. Η σορός της, με δική της επιθυμία, ενταφιάζεται στο Νότιγχαμ, πλάι σε αυτή του πατέρα της.
Η συνεισφορά της αναγνωρίστηκε όταν το 1980 το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ παρουσίασε μια γλώσσα προγραμματισμού, την οποία και ονόμασε Ada προς τιμή της. Επίσης, η Βρετανική Εταιρεία Πληροφορικής απονέμει κάθε χρόνο μετάλλιο με το όνομά της.

 

1895 – Αλέξανδρος Δουμάς (υιός). Ο Αλέξανδρος Δουμάς γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1824 στο Παρίσι, ως νόθο τέκνο του συγγραφέα Αλέξανδρου Δουμά και της Μαρί-Λωρ-Κατερίν Λαμπαί (Marie-Laure-Catherine Labay, 1794-1868), μιας γειτόνισσάς του μοδίστρας. Το 1831, όταν ήταν σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας του τον αναγνώρισε νομικά και εξασφάλισε ότι ο γιος του θα λάμβανε την καλύτερη δυνατή μόρφωση στο Ίδρυμα Γκουμπώ (Institution Goubaux) και στο Κολλέγιο Μπουρμπόν (Collège Bourbon). Εκείνη την εποχή ήταν που έλαβε χώρα η δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του, η οποία κατέληξε σε απόφαση του δικαστηρίου να την αναλάβει ο πατέρας του. Ο χωρισμός από τη μητέρα του και το μαρτύριο της στέρησης από το παιδί της, ήταν που τον ενέπνευσαν να γράψει σχετικά με τραγικούς γυναικείους χαρακτήρες. Σχεδόν σε όλα τα γραπτά του, έδωσε έμφαση στον ηθικό σκοπό που οφείλει να έχει η λογοτεχνία, και στο έργο του Ο νόθος γιος (Le Fils naturel, 1858) ενστερνίζεται την πίστη ότι αν ένας άνδρας γίνει πατέρας ενός νόθου παιδιού, έχει την υποχρέωση στη συνέχεια να το αναγνωρίσει και να παντρευτεί τη μητέρα. Οι πρόπαπποι του Δουμά από την πλευρά του πατέρα του ήταν ένα Γάλλος ευγενής και μια Αϊτινή. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, στα εσωτερικά σχολεία όπου μαθήτευσε, γινόταν συνεχώς ο στόχος λοιδορίας από τους συμμαθητές του, γεγονός το οποίο επέδρασε έντονα στις σκέψεις, τη συμπεριφορά και το συγγραφικό ύφος του.
Σε ηλικία 17 ετών παράτησε το κολέγιο και μετακόμισε στο Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λεΐ (Saint-Germain-en-Laye) για να ζήσει μαζί με τον πατέρα του. Εκεί παραδόθηκε σε μια αργόσχολη και έκλυτη ζωή εξασφαλίζοντας τα χρήματα από αυτόν. Το 1844 συνάντησε στο Παρίσι τη Μαρί Ντυπλεσί (Marie Duplessis), μια νεαρή εταίρα, με την οποία σύναψε σχέση μέχρι τον Αύγουστο του 1845. Αυτή η κοπέλα, η οποία πέθανε το 1847, αποτέλεσε την έμπνευση για τη ρομαντική νουβέλα του Η κυρία με τις καμέλιες (La Dame aux Camélias).[16] Το έργο του διασκευάστηκε από τον ίδιο για να παρουσιαστεί στη θεατρική σκηνή, και αποτέλεσε τη βάση για την όπερα Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι. Αν και παραδέχθηκε ότι έκανε τη διασκευή εξαιτίας της ανάγκης χρημάτων, με το έργο αυτό γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε την καριέρα του ως θεατρικός συγγραφέας, και όχι μόνον απόκτησε μεγαλύτερη φήμη από τον πατέρα του καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά κυριάρχησε στη σοβαρή γαλλική θεατρική σκηνή για το μεγαλύτερο διάστημα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ύστερα από αυτήν την επιτυχία του, ουσιαστικά εγκατέλειψε τη συγγραφή μυθιστορημάτων, αν και το ημι-αυτοβιογραφικό του έργο Η υπόθεση Κλεμανσώ (L’Affaire Clemenceau, 1867) γνώρισε κάποια επιτυχία. Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να θίξει, με την εκθαμβωτική του πένα, θέματα αμφιλεγόμενα για την εποχή του, όπως η κοινωνική θέση της γυναίκας, το διαζύγιο και η απιστία. Τα πιο αξιομνημόνευτα έργα του αυτής της περιόδου είναι Le Demi-Monde (1855), L’Ami des femmes (1864), Les Idées de Mme Aubray (1867), La Femme de Claude (1873), και Francillon (1887).
Στις 31 Δεκεμβρίου 1864, ο Δουμάς παντρεύτηκε τη Ναντιέσντα φον Κνόρινγκ (Nadjeschda von Knorring, 1826-Απρίλιος 1895), κόρη του Γιόχαν Ράινχολντ φον Κνόρινγκ (Johan Reinhold von Knorring) και χήρα του Αλεξάνδρου, πρίγκιπα Ναρίσκινε (Alexander, Prince Naryschkine), στη Μόσχα. Το ζεύγος απόκτησε δύο κόρες: τη Μαρί-Αλεξαντρίν-Εριέτ Δουμά το 1860, και τη Ζανίν Δουμά το 1867. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, παντρεύτηκε την Εριέτα Ρενιέ ντε λα Μπριέρ (Henriette Régnier de La Brière, 1851–1934), τον Ιούνιο του 1895 λίγους μήνες πριν τον θάνατό του.
Ο Δουμάς έζησε τη ζωή του σαν ένας από τους θεατρικούς ήρωές του, μεταξύ ταραγμένων ερώτων και φανταστικών περιπετειών. Ήταν μεγάλος θαυμαστής της Γεωργίας Σάνδη, την οποία αποκαλούσε “αγαπημένη μαμά”. Πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι της και φρόντισε για τη θεατρική διασκευή τού ρομάντσου της Ο μαρκήσιος του Βιλμέρ (Le Marquis de Villemer). Το 1874 έγινε δεκτός ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie française) και το 1894 τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής (Legion d’Onore). Πέθανε στις 27 Νοεμβρίου 1895 στο σπίτι του στο Μαρλύ-λε-Ρουά του Ιβλίν (Marly-le-Roi, Yvelines) και κηδεύθηκε στο κοιμητήριο της Μονμάρτης στο Παρίσι. Ο τάφος του, ίσως τυχαία, βρίσκεται μόλις 100 μέτρα από αυτόν της Μαρί Ντυπλεσί.

 

2014 – Π. Ντ. Τζέιμς. Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, από τις κορυφαίες του είδους. Κεντρικό πρόσωπο των περισσοτέρων έργων της είναι ο ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιαρντ Άνταμ Νταλγκλίς, ένας συνηθισμένος αστυνομικός με ποιητικές ανησυχίες. Σε δύο μυθιστορήματά της πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η νεαρή ιδιωτική ντετέκτιβ Κορντέλια Γκρέι.
Η Φίλις Ντόροθι Τζέιμς (Phyllis Dorothy James) – γνωστή ως P.D. James στον αγγλόφωνο κόσμο και Π. Ντ. Τζέιμς στην Ελλάδα – γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου 1920 στην Οξφόρδη. Στα 16 της εγκατέλειψε το σχολείο κι άρχισε να δουλεύει για να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειάς της. Ο πατέρας της Σίντνεϊ Τζέιμς, εφοριακός το επάγγελμα, συναίνεσε στην επιλογή της κόρης του και για έναν άλλο λόγο. Πίστευε ότι οι ανώτατες σπουδές δεν ταιριάζουν σ’ ένα κορίτσι.
Αρχικά η Τζέιμς εργάστηκε σ’ ένα φοροτεχνικό γραφείο και στη συνέχεια ως βοηθός ενός θεατρώνη. Το 1941 παντρεύτηκε τον στρατιωτικό γιατρό Έρνεστ Γουάιτ, με τον οποίο απέκτησε δύο κορίτσια, την Κλερ (1942) και την Τζέιν (1944). Στα μέσα της δεκαετίας του ‘40 σπούδασε διοίκηση νοσοκομείων και από το 1949 έως το 1968 εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος σε νοσοκομείο του Λονδίνου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 άρχισε να γράφει και το 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Cover Her Face» με ήρωα τον αστυνομικό και ποιητή Άνταμ Νταλγκλίς. Δύο χρόνια αργότερα ο σύζυγός της, που αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα από τη συμμετοχή του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέθανε και η Τζέιμς το 1968 ξεκίνησε καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στο τμήμα εγκληματολογίας του βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών, στο οποίο παρέμεινε έως το 1979.
Το 1980 γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το μυθιστόρημά της «Αθώο Αίμα» («Innocent Blood»), που εκτόξευσε τη φήμη της διεθνώς. Το 1991 χρίστηκε βαρόνη από τη βασίλισσα Ελισάβετ και κατέλαβε θέση στη Βουλή των Λόρδων υπό τη σημαία του Συντηρητικού Κόμματος. Τον Αύγουστο του 2014 υπέγραψε την έκκληση 200 προσωπικοτήτων της Μεγάλης Βρετανίας κατά της ανεξαρτησίας της Σκωτίας.
Πολλά από τα μυθιστορήματα της έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση. Στο μυθιστόρημά της «Τα Παιδιά των Ανθρώπων» («The Children of Men», 1992) βασίζεται η ομώνυμη ταινία επιστημονικής φαντασίας του Αλφόνσο Κουαρόν, που προβλήθηκε το 2006 με πρωταγωνιστές τον Κλάιβ Όουεν, την Τζουλιάν Μουρ και τον Μάικλ Κέιν.
Η Π. Ντ. Τζέιμς πέθανε στη γενέτειρά της Οξφόρδη στις 27 Νοεμβρίου 2014, σε ηλικία 94 ετών.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories