Το Μποτινέϊκο (Δαφνιάς) της Τριχωνίδας

Το χωριό Δαφνιάς της Μακρυνείας
δημιουργήθηκε από κατοίκους του χωριού Μποτίνο

Το χωριό Δαφνιάς της Μακρυνείας, βρίσκεται στην νοτιοανατολική παραλίμνια πλευρά της λίμνης Τριχωνίδας και έχει ζωή 170 χρόνων περίπου. Δημιουργήθηκε από κατοίκους του χωριού Μποτίνο, οι οποίοι μετοίκισαν σταδιακά μετά την σύσταση του Ελληνικού Κράτους, στον κάμπο του Μποτίνου, «το Μποτινέϊκο», όπως τον ονομάζουν ακόμη μέχρι και σήμερα. Ο Δαφνιάς σήμερα, πρώην Κάτω Μποτίνου, είναι χωριό της Δημοτικής Ενότητας Μακρυνείας του Δήμου Αγρινίου, σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Με το προηγούμενο πρόγραμμα δήμων και κοινοτήτων Καποδίστριας, ο Δαφνιάς ανήκε στο Δήμο Μακρυνείας.

Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 20 περίπου μέτρων. Το έδαφος είναι πεδινό, με συνολική έκταση 10.000 στρέμματα περίπου, από τα οποία καλλιεργήσιμη γη 7.500 στρέμματα, βοσκότοποι 1.000 στρέμματα και οπωρώνες 150 στρέμματα. Ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αλιεία στην λίμνη Τριχωνίδα.

 

 

Τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, στα σύνορα του κάμπου του Μποτίνου με τον κάμπο της Μπουρλέσιας, υπήρχε μετά την Χασάναγα, το δεύτερο Τουρκοχώρι της Μακρυνείας, το Σαμάρι1. Πολλοί Οθωμανοί, αλλά και Έλληνες Χριστιανοί υποχρεώνονταν να εργάζονταν στα χωράφια των Τούρκων. Την ίδια εποχή στο Μποτινέϊκο, ήκμαζαν και οι γαιοκτήμονες Μπαρλαίοι, οι οποίοι είχαν πολλούς ανθρώπους στην δούλεψή τους. Σε όλους είναι γνωστή, η βίαιη αντιμετώπιση και η απομάκρυνση του Κοσμά του Αιτωλού, από τους γαιοκτήμονες αυτούς, το 1763 περίπου, επειδή ο Πατροκοσμάς με τους λόγους του, καθυστερούσε τους εργάτες από την εργασία τους και τους έλεγε, την έβδομη ημέρα Κυριακή να μην εργάζονται, αλλά να την αφιερώνουν στον Θεό. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, φοβούμενος τυχόν αλλαξοπιστία των Χριστιανών, η οποία τότε είχε πάρει μεγάλη έκταση, προσπαθούσε με τα κηρύγματά του να τονώσει το θρησκευτικό συναίσθημα των υπόδουλων Ελλήνων και να τους φέρει στον δρόμο του Θεού[2].

Στα τέλη του 18ου αιώνα, στην ακρολιμνιά του κάμπου του Μποτίνου, υπάρχει ένας μικρός οικισμός , με σπίτια των Μπαρλαίων και του Γιαννούτσου,τα οποία αναφέρονται στο κτηματολόγιο της Μονής Προυσού, ως εξής : « Εις τον Κάμπον του Μποτίνο, κοντά εις το σπίτι των Μπαρλαίων προς το βασίλεμα, έχει ελιές ρίζες δύο. Έχει και άλλη μία εκεί εις το Γιαννιτσαίϊκο το σπίτι υποκάτω»[3].

 

 

 

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο κάμπος του Μποτίνου, είναι καταγεγραμμένο τσιφλίκι του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, μαζί με την Μπουρλέσια, την Μεσάριστα (κάμπος της Καψοράχης), την Γαβαλού, την Σιβίστα, τον Μπρέσιακο, το Αγγελόκαστρο, την Σταμνά, την Ντόριζα, την Αγριλιά, την Γουριά, την Μάστρο και το Κεράσοβο, στον καζά του Ζυγού[4].

Στην περιοχή αυτή, εκτός από την Μονή Προυσού, είχαν περιουσία και τα Μοναστήρια, του Αγίου Ιωάννη Δερβέκιστας[5], η Μονή Κατερινούς[6] και η Μονή Αγίου Γεωργίου Μποτίνου[7]. Η τελευταία Μονή μάλιστα, εκτός από αγρούς, αμπέλια και ελιές, είχε και ένα λιοτρίβι, για το οποίο αργότερα το 1837, ο βασιλιάς Όθων εξέδωσε διάταγμα (εφημ. ΛΙΘΟΒΟΥΝΙΏΤΙΚΑ ΝΕΑ Φύλλο 41) με το οποίο παραχωρείται με ενοικίαση στον Κ. Μακρυτασόπουλο, που το ανακατασκέυασε εκ βάθρων με δικά του έξοδα[8].

 

 

Η ονομασία Δαφνιάς, που δηλώνει τοποθεσία με δάφνες στον κάμπο του Μποτίνου, μας γίνεται γνωστή, από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όταν η περιοχή αυτή αναφέρεται σε δύο έγγραφα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Συγκεκριμένα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στο Ιστορικό του Αρχείο στις 13 Οκτωβρίου 1822, ευρισκόμενος στην Δερβέκιστα, γράφει : 1423 [1452] Προς τους Χιλιάρχους, εις Δουγρί. «Ότι έλαβον το γράμμα του καπ. Μάρκου και ενόησα τα γραφόμενά σας. Είναι ανάγκη να καταφτάσετε το ογληγορώτερον. Απόψε με το φεγγάρι να είσθε εις Δαφνιά. Έστειλα και ανθρώπους μου εμπρός, διά να εβγάλουν τους Ζυγιώτες, να πηγαίνουν εις τον Μωρελάν και Τσερπέλην, οι οποίοι έπιασαν τα Γεφύρια»[9].

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μετά την μάχη και την νίκη στο Πετροχώρι στις 8-8-1825, γράφει μεταξύ άλλων την επόμενη ημέρα στην Σεβαστήν Διοίκηση,εις Ναύπλιον: «Το βράδυ εψές πίπτοντας ντουφέκια, καβούλια (συνθήματα), φανοί πέριξ του Πετροχωρίου, φωνές πανταχόθεν και ταραχές, μόλις άρχισε να χαράζει και οι εχθροί από το Πετροχώρι, κυριευθέντες από τρομάραν, εδόθησαν εις φυγήν και επέρασαν το μέρος οπού λέγεται Δαφνιάς»[10].

 

 

Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, οι παρακάτω Αγωνιστές, οι οποίοι αργότερα μετοίκησαν στο Κάτω Μποτίνο, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην Πατρίδα : Σκίφας Κώτσος, Σκίφας Νικόλαος, Σκίφας Χρήστος, Παπαναστασίου Γεώργιος και Παπαναστασίου, με άγνωστο το μικρό του όνομα, αλλά με το παρατσούκλι «ΓΙΑΧΟΣ»[11]. Για τον τελευταίο, ο οποίος ήταν στρατιώτης της Φρουράς του Μεσολογγίου το 1825, κατά την πολιορκία από τον Κιουταχή, γράφει ο Νικόλαος Κασομούλης .«Μία βόμβα, από τις μικρές, έπεσεν πλησίον ενός στρατιώτου Γιάχου παρονομαζόμενου, ενώ στούμπιζεν την σκορδαλιάν, και έκαιγεν το φυτίλι της. Αυτός στουμπίζοντας, χωρίς να αφίσει την σκορδαλιάν, την βρίζει και την κτυπά με το ποδάρι, με όλην την αδιαφορία. Κυλίεται η βόμβα, σκάζει, δεν παθαίνει τίποτες ο Γιάχος, αλλά ξεκαρδίζεται από τα γέλια ονομάζοντάς την πουτάνα κ.λ.π. Ιδού το ατάραχον του στρατιώτου της Φρουράς»[12].

Στις 22 Αυγούστου 1820, ο Πάνος Αλεξανδρής, προεστός του χωριού Μποτίνο, του οποίου ο γιός του Μελέτης, μετοίκισε αργότερα στο Κάτω Μποτίνο, υπογράφει στην Ομολογία των Ζυγιωτών προς τον Δημήτρη Μακρή κατόπιν προτροπής του ηγεμόνα του Κάρλερι Πεχλιβάν Ιμπραήμ Μπαμπά πασά[13]. Ο Μελέτης υπογράφει ως προεστός του Μποτίνου, την αναφορά των Δημογερόντων της Επαρχίας Ζυγού, στις 10 -10 -1831, προς την Διοίκησιν, για τον θάνατο του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια[14].

 

 

Mε την σύσταση του Νέου Ελληνικού Κράτους, σιγά-σιγά, άρχισαν να κατεβαίνουν στον κάμπο, κάτοικοι του Μποτίνου και να δημιουργούν καινούριο χωριό, το Κάτω Μποτίνο, το 1850 περίπου. Στο χωριό όμως παραμένουν και φιλήσυχοι Οθωμανοί, έως τον θάνατό τους, όπως μας μαρτυρεί συμβολαιογραφικό έγγραφο του 1842 από τα ΓΑΚ, όπου ο Αθανάσιος Κουτσαύτης αγοράζει από τον Οθωμανό Ασλάνη Φ. Πουτίναι, στον κάμπο Μποτινέϊκο, αγρό έκτασης 3 στρεμμάτων, έναντι 66 δραχμών.

Σύμφωνα με τους εκλογικούς καταλόγους των ετών 1843 και 1867, οι πρώτοι κάτοικοι του νέου χωριού είναι: Ραφτογιάννης Χαράλαμπος με τους γιούς του Γεώργιο και Κωνσταντίνο, Κουνούπης Γεώργιος με τους γιούς του Δημήτριο και Κωνσταντίνο, Παπαναστασίου Γεώργιος με τους γιούς του Ιωάννη και Κωνσταντίνο, Σκίφας Νικόλαος με τον γιο του Αθανάσιο και Σκίφας Χρήστος, Καρκαλής Αναγνώστης με τους γιούς του Γεώργιο, Αλέξιο και Νικόλαο, Λιάτσος Νάσιος με τους γιούς του Δημήτριο, Κωνσταντίνο, Χρήστο και Ευθύμιο, Ανδριτσόπουλος Γεώργιος και ο αδελφός του Νάσιος, Γιαννούτσος Κώστας και Νάσιος με τους γιούς τους Αντώνιο, Βασίλειο, Μανθαίο και Χρήστο, Αλεξανδρής Μήτσος και Μελέτης με τον γιό του Παναγιώτη, Σκλαβούνος Αντώνιος με τον γιό του Κωνσταντίνο, Μπάρλας Βασίλειος, Χρήστος, Μήτρος, Σπύρος, Αντώνιος και Κώστας, με τους γιούς τους Γεώργιο, Κωνσταντίνο, Ευάγγελο, Ευθύμιο, Νικόλαο και Προκόπιο και τέλος Σιαλευρούλας Ιωάννης και ο αδελφός του Δημήτριος[15].

 

 

 

Mε το BΔ της 17-12-1835, ΦΕΚ 19,περί σύστασης των Δήμων της επαρχίας Μεσολογγίου, το Μποτίνο είναι έδρα του Δήμου Μακρυνείας ( Γ΄Τάξεως ) με 169 κατοίκους. Το 1846, το χωριό Μποτίνο του Δήμου Μακρυνείας ( Β΄Τάξεως ) με έδρα την Γαβαλού, έχει 268 κατοίκους[16]. Το 1849 για πρώτη φορά καταγράφεται το Κάτω Μποτίνο ως χωριό του Δήμου Μακρυνείας με έδρα την Ματαράγκα χωρίς να αναφέρονται κάτοικοι[17]. Το 1853 και πάλι αναφέρεται μαζί με το Άνω Μποτίνο, με 266 κατοίκους και γεωργική παραγωγή από δημητριακά, καρπούς, όσπρια, οίνος, έλαιο και απίδια[18]. Από την χρονολογία αυτή και έπειτα, το Κάτω Μποτίνο, αποτελεί ξεχωριστό χωριό. Το 1879 έχει 259 κατοίκους[19], το 1885 έχει 333 κατοίκους[20], το 1901 έχει 366 κατοίκους[21], το 1907 έχει 370 κατοίκους[22] και το 1920 έχει 440 κατοίκους[23].

Με το Διάταγμα της 12-3-1928 ΦΕΚ 81/1928 , το Κάτω Μποτίνο μετονομάστηκε σε Δαφνιάς, ενώ είχε αποσπαστεί από τον Δήμο Μακρυνείας και αποτελούσε κοινότητα με το Διάταγμα της 31-8- 1912 ΦΕΚ 261/1912. Ο πληθυσμός του μαζί με τον συνοικισμό Παλαιοζεύγαρον από τότε, σύμφωνα με τις απογραφές ήταν: 1928 κάτοικοι 49824, 1940 κάτοικοι 56425, 1951 κάτοικοι 51626, 1961 κάτοικοι 51727, 1971 κάτοικοι 625 και το 2001 κάτοικοι 31628. Σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού το 2011, ο Δαφνιάς έχει 238 κατοίκους.

 

 

Από τα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχε ένας μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην ίδια θέση με το σημερινό. Ήδη προϋπήρχε νοτιοανατολικά του χωριού, το Εκκλησάκι της Ανάληψης του Κυρίου, το οποίο τα χρόνια εκείνα, ήταν Μετόχι της Μονής της Παναγίας της Προυσιώτισσας29. Το εκκλησάκι αυτό ήταν κτισμένο πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού. Το εκκλησάκι της Ανάληψης ανακατασκευάστηκε το 1964. Πιο ανατολικά της Ανάληψης, στις όχθες της λίμνης Τριχωνίδας, υπάρχουν από τότε μέχρι και σήμερα, δύο πηγές με ζεστό ιαματικό νερό , το οποίο χύνεται στην λίμνη. Το 1920 κτίζεται καινούρια, μεγάλη Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, κτίζεται παραπλεύρως του ναού και το Δημοτικό Σχολείο. Η θέση ονομάζονταν έτσι, γιατί συνόρευε μόνο με αγρό του Μήτσου Αλεξανδρή.

To Kάτω Μποτίνο, όπως και όλα τα πεδινά χωριά της Μακρυνείας, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, τους χειμερινούς μήνες από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι το Πάσχα, δέχονταν πολλές οικογένειες από τα χωριά της ορεινής Ναυπακτίας οι οποίες παραχείμαζαν στους κάμπους μαζί με τα ζωντανά τους. Κατασκεύαζαν πρόχειρες καλύβες-ταράτσες, για την φαμελιά τους και τα ζώα τους και ζητούσαν δουλειά για ψωμί, με συνήθως χαμηλό μεροκάματο. Οι άνδρες τίναζαν ελιές, ξεχέρσωναν, άνοιγαν χαντάκια για αποστράγγιση των χωραφιών, ενώ οι γυναίκες κουβαλούσαν ξύλα, έπλεναν ρούχα, κουβαλούσαν από το δάσος κοπριές και παλούκια για το φράξιμο των κήπων, μάζευαν αγριόχορτα και λάχανα για πίτες και τα πήγαιναν στις Ζυγιώτισσες καλονοικοκυρές, που είχαν εισοδήματα από το λάδι και τον καπνό και δεν έκαναν αυτές τις δουλειές.

 

 

Χαρακτηριστικό της βασανισμένης ζωής της Κραβαρίτισσας γυναίκας, είναι το παρακάτω διαλάλημα : « Ξύλα καλά, ρίκια ξηρά. Πάρτε κυράδες, γαϊδούρι και γυναίκα – 1,10». Δηλαδή μία δραχμή και δέκα λεπτά, στοίχιζε το φόρτωμα του γαϊδουριού και η ζαλίγκα της γυναίκας[30].

Ο αείμνηστος Αραχωβίτης δάσκαλος Γεώργιος Μποσινάκος (1903-2007) παραχειμαστής και αυτός σε ηλικία μόλις 11 ετών, μαζί με την οικογένειά του στο Καλογερικό της Γαβαλούς , γράφει στο «μολόημα» μιας μικροταξιδευμένης δεκάχρονης συγχωριανής του : « Ο νουνός μου με αγαπάει, ήταν φίλοι παιδικοί με τον πατέρα μου και πάντα κάτι δίνει στη μάνα μου για φαγητό δικό μου. Αυτός μου έδινε κι αγόραζα πλακοκόνδυλα για το σχολείο. Το χινόπωρο κίνησα κοντά του. Με πήρε με τις συνομίλικες δικές του δύο κόρες, στη Μακρυνεία, σε παραλίμνιο της Τριχωνίδας συνοικισμό, που τον λένε Δαφνιά. Με τρεις άλλες οικογένειες μείναμε κοντά – κοντά σε ταράτσες. Οι άνδρες φτιάχνανε και καίγανε ασβεσταριές και πωλούν τον ασβέστη να χτίζονται γεφυράκια και μάνδρες στο νεοανοιγμένο αμάξιτο δρόμο Μακρυνείας – Μακρυνού – Θέρμο. Εμείς οι γυναίκες κουβαλούσαμε ασβεστόπετρες στην πλάτη κι άμα τις τελειώναμε κουβαλούσαμε κλαδιά σωρούς μεγάλους, να καίγονται αδιάκοπα, τρία μερόνυχτα οι ασβεσταριές. Λίγα λεπτά μας περίσσευαν από το μπομποτάλευρο, που το καλαμπόκι το αγοράζαμε από το Βραχώρι και το πηγαίναμε για άλεσμα στους Δερβεκιστιάνικους μύλους φορτωμένα, 4 ώρες μακριά, όλα εμείς τα μικρά κορίτσια…»[31].

 

 

 

Από τις οικογένειες αυτές, η οικογένεια Δάσκαλου-Δασκαλόπουλου από την Αράχωβα Ναυπακτίας, η οικογένεια Κουκόπουλου από την Περδικόβρυση και η οικογένεια Κατσιγιάννη, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Κάτω Μποτίνο.

Με το ΒΔ 325 της 28 Νοεμβρίου 1911, καθορίζεται το Κάτω Μποτίνο, ως μία ενορία, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Ο ναός αυτός ανακατασκευάστηκε το 1920. Τον Δεκέμβριο του 1924, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ναού Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, υποβάλλει αίτημα αγοράς αγρού εκτάσεως 3 στρεμμάτων στη θέση «Μητσέϊκα Ρόγγια», έναντι δύο χιλιάδων δραχμών, δίπλα και πίσω από τον Ναό, για την ίδρυση νεκροταφείου,στην Ιερά Μονή Κατερινούς, στην οποία ανήκε ο αγρός. Στις 29-1-1925 το Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον, στο οποίο είχε καταλήξει το εν λόγω αίτημα, εγκρίνει όχι την αγορά, αλλά την ενοικίαση έναντι μικρού τιμήματος, 25 δραχμών κατ’ έτος, της συγκεκριμένης έκτασης για αποκλειστική χρήση ίδρυσης νεκροταφείου του χωριού Κάτω Μποτίνο. Η θέση ονομάζονταν έτσι, γιατί συνόρευε μόνο με αγρό του Μήτσου Αλεξανδρή.

 

 

 

Το 1953 κτίζεται στον οικισμό Παλαιοζεύγαρο, το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Aπό τα μέσα του 20ου αιώνα, αλλά κυρίως μετά τους σεισμούς του 1975, λίγοι Δαφνιώτες, αλλά πολλοί κάτοικοι των ορεινών χωριών της Μακρυνείας, κτίζουν τα καινούρια σπίτια τους, κατά μήκος του επαρχιακού δρόμου Γαβαλούς – Μακρυνούς και δημιουργείται έτσι, ένας καινούριος οικισμός του Δαφνιά. Μεταπολεμικά ο Δαφνιάς είχε δύο ελαιοτριβεία, έναν αλευρόμυλο, έναν γεωργικό συνεταιρισμό, με έτος ιδρύσεως το 1920 και διθέσιο Δημοτικό σχολείο, το οποίο έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Μπάρλα , στο κλειστό Δημοτικό Σχολείο του χωριού, λειτούργησε Λαογραφικό Μουσείο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, στο χωριό λειτουργούσε και κεραμοποιείο.

 

 

Την δεκαετία του 1950-1960, ο Δαφνιάς παρήγαγε, καπνό (60.000 κιλά ετησίως ), σίτο (20.000 κιλά ετησίως), ελαιόλαδο (30.000 κιλά ετησίως) και τριφύλια (60.000 κιλά ετησίως). Από οικόσιτα ζώα είχε 600 αιγοπρόβατα και 100 αγελάδες[32].

Οι κάτοικοι του Δαφνιά, διαχρονικά, πέραν της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ασχολούνται και με την αλιεία στην λίμνη Τριχωνίδα. Παλαιότερα που δεν είχαν αναπτυχθεί τα συγκοινωνιακά μέσα, της περιοχής, από την παραλίμνια θέση του χωριού και από την Ανάληψη, γίνονταν με βάρκες η μεταφορά ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων, στην απέναντι πλευρά της λίμνης. Στα δύο αυτά πανέμορφα σημεία, εδώ και λίγα χρόνια, έχουν κτιστεί και λειτουργούν δύο σύγχρονα καταστήματα εστίασης, « το Βαένι» και « τα Όστρια», με μεγάλους και άνετους βοηθητικούς χώρους, παιδικές χαρές και πισίνα, όπου οι θαμώνες απολαμβάνουν τον καφέ τους ή το φαγητό τους, βρέχοντας κυριολεκτικά τα πόδια τους στα κύματα της λίμνης. Επίσης στο ανακαινισμένο παραδοσιακό καφενείο της πλατείας του χωριού, απολαμβάνει κάποιος τον καφέ του ή το ουζάκι του, κάτω από την μουριά.

Στον Καποδιστριακό Δήμο Μακρυνείας ( Β΄Τάξεως ),μεταξύ των ετών 1841-1855, διετέλεσε Δήμαρχος Μακρυνείας ο Χρήστος Σκίφας, ενώ το 1867 πάρεδρος του χωριού Κάτω Μποτίνο, ήταν ο Παναγιώτης Μελ. Αλεξανδρής. Με την σύσταση των Κοινοτήτων το 1912, έως και σήμερα στο Κάτω Μποτίνο και μετέπειτα Δαφνιά, Πρόεδροι της Κοινότητας διετέλεσαν : Δημήτριος Αλεξανδρής, Μελέτης Αλεξανδρής, Κωνσταντίνος Δ. Λιάτσιος, Αντώνιος Δ. Ζιόβας, Χρήστος Α. Μπαγιώργος, Γεώργιος Χ. Παπαναστασίου, Κωνσταντίνος Διον. Παπαναστασίου, Δημήτριος Γ. Ξουρίδας, Σπυρίδων Φ. Ζιόβας, Κωνσταντίνος Γ. Παπαναστασίου, Πολύκαρπος Ανδρεόπουλος, Νικόλαος Γιαννούτσος, Βασίλειος Μπάρλας, Δημήτριος Περ. Παπαναστασίου, Κωνσταντίνος Αθ. Σκλαβούνος και Γεώργιος Θ. Ανδριτσόπουλος[33].

 

 

Με τον Νέο Καποδιστριακό Δήμο Μακρυνείας, μεταξύ των ετών 1998-2006, διετέλεσε Δήμαρχος Μακρυνείας ο Κωνσταντίνος Μπάρλας. Στις πρόσφατες Δημοτικές εκλογές το 2014, Δήμαρχος του Δήμου Αγρινίου, εκλέχτηκε ο Γεώργιος Παπαναστασίου, ο οποίος κατάγεται από τον Δαφνιά.

Ο Δαφνιάς, όπως όλα τα χωριά της Μακρυνείας, πότισε με το αίμα των παιδιών του, το δένδρο της Ελευθερίας και του διαρκούς Αγώνα για Τιμή, Ισότητα, Δικαιοσύνη και για μια καλύτερη Ζωή.

 

 

Το Πάνθεον των Πεσόντων του χωριού, έχει ως εξής :

      • Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) Πεσόντες: Μπαλάσκας Βασίλειος και Ξηλωμένος Ανδρέας.
      • Μικρά Ασία (1919-1922) Πεσόντες: Βασιλείου Ιωάννης, Δανδούλης Γεώργιος και Ζιόβας Σωτήριος.
      • Έπεσαν στο Καθήκον : Μπάρλας Αν. Βασίλειος(8-4-1930), Παπαναστασίου Π. Δημήτριος (27-4-1930) και Ανδριτσόπουλος Χ. Γεώργιος(17-6-2013).
      • Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1941) Πεσόντες : Μπάρλας Π. Βασίλειος.
      • Ιταλογερμανική Κατοχή (1941-1944) Πεσόντες : Μπάρλας Βασίλειος.
      • Εμφύλιες Συγκρούσεις (1941-1944) Πεσόντες : Ανδρεόπουλος Απ. Γρηγόριος, Παπαναστασίου Δ. Λουκάς, Σκίφας Χ. Αθανάσιος και Σκίφας Χ. Δημήτριος.
      • Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949) Πεσόντες : Αλεξανδρής Δ. Στέφανος, Μακρυδήμας Ν. Χρήστος, Παπαναστασίου Δ. Ηλίας και Παπαναστασίου Ν. Λουκάς[34].

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1,2. Χαράλαμπος Δ. Βασιλόπουλος, Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, έκδοση 12η «Ορθόδοξου Τύπου» σελ. 51-53 , Αθήνα 2008.
3. Κτηματολόγιον Ι.Μονής Προυσού, χειρόγραφος Κώδικας 70 « ΠΡΟΘΕΣΙΣ » Σελ. 500 , τίτλος Κάρλερι-Ζυγός.
4. Σπύρος Π. Αραβαντινός, Η ιστορία του Αλή Πασά του Τεπελενλή σελ.609 , Αθήνα 1895.
5. Αθανάσιος Αν.Τσολοδήμος,Το Μοναστήρι της Δερβέκιστας-Απόκουρου, έκδοση 1988
6. ΓΑΚ- Δημήτρης Αλεξανδρής, Το κτηματολόγιον της Μονής Κατερινούς εφημ.«Τα Λιθοβουνιώτικα Νέα», αρ. φύλλου 38.
7,8. ΓΑΚ,Η Μονή Αγίου Γεωργίου Μποτίνου Αιτωλοακαρνανίας.
9. Μνημεία της Ελλ. Ιστορίας, Ιστορικόν Αρχείο Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Τόμος πέμπτος,Τεύχος ΙΙ, σελ.267.
10. Χρήστος Κ, Δημητρίου, Ο Καραϊσκάκης και οι μάχες στο Πετροχώρι, έκδοση «Το Ελληνικό Βιβλίο» σελ.76, Αθήνα 1980.
11. Δημήτρης Αλεξανδρής, Το Ηρώον των Μακρύνειων Αγωνιστών και Πεσόντων, σελ.114,119,120,121, Αθήνα 2012.
12.Νικόλαος Κ. Κασολούλης, Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων ,Β΄Τόμος, σελ.106.
13. Δημήτρης Αλεξανδρής, Το Ηρώον των Μακρύνειων Αγωνιστών και Πεσόντων, σελ.39, Αθήνα 2012.
14. Γενική Εφημερίς της Ελλάδος 1831.
15. ΓΑΚ- Δημήτρης Αλεξανδρής, εφημ.«Τα Λιθοβουνιώτικα Νέα», αρ.φύλλου 35.
16. Ιωάννης Δ.Σταματάκης, Πίνακας ,Χωρογραφικός της Ελλάδος , 1846.
17. Α. Χαραλάμπης, Συλλογή περιέχουσα τον πληθυσμό της Ελλάδος, 1849.
18. Ιάκωβος – Ρίζος Ραγκαβής, Τα Ελληνικά , 1853.
19. Στατιστική της Ελλάδος, πληθυσμός 1879- Αθήνα 1881.
20. Ιωάννης Εμ.Νουχάκης, Χωρογραφικός Πίνακας Αθήνα 1885.
21. Ιωάννης Εμ.Νουχάκης, Ελληνική Χωρογραφία Αθήνα 1901.
22. Γεώργιος Χωματιανός, Στατιστικά αποτελέσματα απογραφής 1907.
23,24,25,26,27,28.Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδια Τόμος 2ος Αμ-Δι,λήμμα Δαφνιάς.
29. Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδια Τόμος 2ος Αμ-Δι,λήμμα Δαφνιάς.
30.Γεώργιος Μποσινάκος, Ανοστάλγητες Ενθυμήσεις σελ 71, Αθήνα 1979.
31. Γεώργιος Μποσινάκος , Μολοήματα – Το πικρό μάνα , σελ. 20,21, Αθήνα 1993.
32,33. Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδια Τόμος 2ος Αμ-Δι,λήμμα Δαφνιάς.
34. Δημήτρης Αλεξανδρής, Το Ηρώον των Μακρύνειων Αγωνιστών και Πεσόντων, σελ.224,225,226, Αθήνα 2012.


AgrinioStories | Πηγή
Κείμενο: Δημήτρης Β. Αλεξανδρής