Μάνος Ελευθερίου: «Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους και πολλά καθάρματα»

Μάνος Ελευθερίου:
«Γεννήθηκα το 1938 στην Ερμούπολη της Σύρας
Έγραψα ποιήματα, διηγήματα και πολλούς στίχους τραγουδιών
Διάβασα πολλά βιβλία, άκουσα πολλή μουσική, είδα τόπους»

«Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους
και πολλά καθάρματα»

«…Και οι δύο κατηγορίες είναι χρήσιμες για ένα συγγραφέα.
Αλλά μόνο η πρώτη έχει θέση στον παράδεισο»
*

Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη, στις 12 Μαρτίου του 1938 και πέθανε στην Αθήνα, 22 Ιουλίου του 2018. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του από τη Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια έζησε στο Χαλάνδρι. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 η οικογένεια μετακόμισε στο Νέο Ψυχικό και την ίδια χρονιά βρέθηκε στα Ιωάννινα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. Στα Ιωάννινα έγραψε και τα πρώτα του τραγούδια, όπως το: «Το τρένο φεύγει στις 8:00», καθώς και άλλα που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το 1962, σε ηλικία μόλις 24 ετών, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.

Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκίνησε να εργάζεται στο Reader’s Digest όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965), για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.

Εξέδωσε μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία (2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του O καιρός των χρυσανθέμων (METAIXMIO, 2004). Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους έλληνες συνθέτες. Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές (2006), Ο άνθρωπος στο πηγάδι (2008), Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα (2011), Φαρμακείον Εκστρατείας (2016), καθώς και η συλλογή διηγημάτων του Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ (2007). Επίσης το 2010 κυκλοφόρησαν η ποιητική του συλλογή Ο νοητός λύκος, καθώς και ο θεατρικός μονόλογος Ο γέρος χορευτής. Το 2013 εκδόθηκαν η συγκεντρωτική έκδοση των στίχων του Τα λόγια και τα χρόνια: 1963-2013 – Τα τραγούδια, καθώς και το χρονικό Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το σύνολο του έργου του. Το 2018 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή Τα ομοιοκατάληκτα. Πέθανε στις 22 Ιουλίου του 2018.

Μεταξύ των μεγάλων επιτυχιών του Μάνου Ελευθερίου περιλαμβάνονται τα τραγούδια: «Το παλληκάρι έχει καημό» (Μίκης Θεοδωράκης), «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» (Γιάννης Σπανός), «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» (Σταύρος Κουγιουμτζής), «Άμλετ της Σελήνης» (Θάνος Μικρούτσικος), «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Σταύρος Ξαρχάκος), «Έρημοι σταθμοί» (Διονύσης Τσακνής), «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» (Ηλίας Ανδριόπουλος), «Η διαθήκη» (Χρήστος Νικολόπουλος), «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό» (Λουκιανός Κηλαηδόνης) και «Ατέλειωτη εκδρομή» (Θανάσης Γκαϊφύλλιας).

 

 

 

«Πολλές φορές βλέπω στον ύπνο μου σκηνές από την παιδική μου ηλικία. Είμαι καθισμένος στην τάξη και με σηκώνει ο δάσκαλος να πω μάθημα και, βεβαίως, δεν ξέρω. Αυτός ο τρόμος τού να μην ξέρω το μάθημα, με ακολουθεί πάντα. Όπως και ο τρόμος των μαθηματικών. Ως παιδί, στο δημοτικό διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Την εφημερίδα που παίρναμε καθημερινώς τη μάθαινα απ’ έξω. Το ίδιο και το αναγνωστικό, αλλά καλός μαθητής δεν υπήρξα ποτέ. Άργησα να μάθω ότι υπήρχαν βιβλία λογοτεχνίας.

Η Σύρος, όπου γεννήθηκα, δεν είχε καμία αίγλη, παρά μόνο απόλυτη φτώχεια. Ειδυλλιακές στιγμές θυμάμαι ελάχιστες, από εκδρομές που πηγαίναμε στα χωριά. Μου ‘ρχεται στη μνήμη η εικόνα απ’ όταν βγάζαμε αχινούς από τη θάλασσα, τους ανοίγαμε με προσοχή, ρίχναμε λεμόνι και τους τρώγαμε. Η αστική τάξη είχε αποδράσει προ πολλού στην Αθήνα και αλλού. Τα αρχοντικά τους έρεβαν. Στην Κατοχή ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού πέθανε από την πείνα. Κατηγορούσαν τους Καθολικούς που είχαν τα χωράφια και τα καλλιεργούσαν, αλλά η σοδειά τους πήγαινε στους Γερμανούς και τους Ιταλούς.»

«Ποτέ δεν είχα καμιά φιλοδοξία. Υπάρχει μια φράση εκπληκτική του Τόμας Έλιοτ για τον Βαλερί, που είπε στον Σεφέρη και αυτός τη γράφει σε ένα από τα ημερολόγιά του. Κατ’ εμέ ο Βαλερί είναι θεός. Ο Έλιοτ έλεγε λοιπόν για τον Βαλερί ότι ήταν τόσο έξυπνος , που δεν είχε καμία απολύτως φιλοδοξία. Κι εγώ δεν είχα ποτέ καμιά απολύτως φιλοδοξία, αλλά ήμουν τόσο βλαξ. Αλήθεια. Ποτέ δεν είχα καμία φιλοδοξία. Καμία απολύτως. Φιλοδοξία μου ήταν να γράψω καλά πράγματα»

«Κατάλαβα ότι είμαι συγγραφέας, ότι θα αφιερωθώ σε αυτό, όταν πήγα στρατιώτης. Ιδίως από τον Αύγουστο του 1960 που βρισκόμουν στα Γιάννενα. Είχα ένα καλό πόστο σε γραφείο και είχα πάρα πολλές ώρες ελεύθερες. Μου είχαν παραχωρήσει και μια γραφομηχανή σε μια μικρή αποθήκη που είχα σαν δικό μου δωμάτιο κι έγραφα ακατάπαυστα, θεατρικά έργα και ποιήματα. Τα περισσότερα τα έσκισα μετά το τέλος της θητείας μου και σώθηκαν μόνο τρία που είχα ξεχάσει μέσα στον Τοίχο του Σαρτρ, τον οποίο μού έστειλε η αδελφή μου να τον διαβάσω. Νόμιζα ότι τα είχα καταστρέψει, αλλά αυτά επέζησαν από αυτή την παραξενιά της τύχης. Δεν ήταν της προκοπής. Δεν χρειαζόταν να μου το πεις κάποιος, το καταλάβαινα. Έκανα παρέα τότε με τον Αλέξη Δαμιανό, ο οποίος τα έβρισκε πολύ «ποιητικά».

«Όταν ξεκινάω να γράψω ένα νέο τραγούδι, λέω από μέσα μου έναν στίχο: «Στης ερημιάς την πόρτα». Σκέφτομαι μια πόρταστο αέρα και ξεκινάω να γράφω. Θα μπορούσα να μην ανοίξω την πόρτα. Πρώτο μεγάλο μου σουξέ ήταν το «Ο χάρος βγήκε παγανιά» με τον Μητροπάνο το 1971. Έβγαλα πάρα πολλά λεφτά, αν και θα είχα βγάλει ακόμα περισσότερα, αν έγραφα ερωτικά. Θα είχα πάρει ένα σπιτάκι, ώστε να μην είμαι τώρα στο ενοίκιο. Πάντως, τα λεφτά έπιασαν τόπο, αγοράζοντας έργα τέχνης και σπάνια βιβλία, τα οποία μπορούν να πουληθούν σε δύσκολες εποχές.»

«Καθιερώθηκα με τη “Θητεία” το 1974, αν και είχε γίνει μεγάλο άνοιγμα ήδη από το 1971 με τον “Άγιο Φεβρουάριο” και μετά με τα “Τροπάρια για φονιάδες” το 1977. Ιδανικό ερμηνευτή των τραγουδιών μου θα έλεγα τον Γιώργο Νταλάρα στο “Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια”. Ιδανικά, επίσης, είπε η Βίκυ Μοσχολιού τη “Μαρκίζα”. Πολλά από τα τραγούδια που έδινα μού τα επέστρεφαν και με το δίκιο τους. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθέτες έχουν μυαλό και δεν είναι τα ζώα που λένε. Το να γράφεις τραγούδια είναι εντελώς διαφορετικό από την ποίηση ή τα πεζά. Πρόσφατα τόλμησα ορισμένα νέα πράγματα με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και κατάλαβα ότι ανάλογα θα μπορούσα να έχω γράψει και στο παρελθόν.»

 

 

«Ποιο είναι, όμως, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία; Όσα μας συμβαίνουν είναι απείρως πιο σημαντικά από όσα γράφουμε – αλλά δεν τα υπολογίζουμε. Όταν γράφω για ένα ζήτημα που με καίει, νομίζω πως θα βγει κάτι καλό -μια μπαλάντα, ας πούμε-αλλά σιγά-σιγά αρχίζω να αρρωσταίνω. Έχω εδώ και πολλά χρόνια την εντύπωση πως γράφω μέσα σε μιαν ομίχλη. Χωρίς να με κυνηγάει κανενός το αίμα, όποτε γράφω, ζω τις νύχτες του Μακμπέθ. Κακά, όμως, τα ψέματα: γράφω γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου».

«Η επιτυχία μού άνοιξε πολλές πόρτες, αλλά μου έκλεισε άλλες. Άρχισα να γράφω μυθιστορήματα και άλλα βιβλία. Έτσι, επανήλθα στην παλιά μου αγάπη, το θέατρο, με την Εποχή των Χρυσανθέμων, για μια πρωταγωνίστρια του 19ου αιώνα, και τη Γυναίκα που πέθανε δυο φορές, όπου μέσα από τη ζωή της Ελένης Παπαδάκη θίγω την ανθρωποθυσία που έγινε στην Ελλάδα. Πήγαν χιλιάδες άνθρωποι και από τις δύο πλευρές, τζάμπα και βερεσέ.»

«Αν μετάνιωσα για κάτι, είναι που δεν έγραψα λαϊκά – ερωτικά τραγούδια, ενώ μπορούσα. Ιδιαίτερα με τον εξαίσιο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος ήταν και στενός μου φίλος. Κάποτε θέλησε να του διαβάσω ένα – δυο τραγούδια που είχε μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. “Για να δούμε τι άλλα τραγούδια γράφεις;”, μου είπε. Του διάβασα ένα μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι, απ’ αυτά που ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτηρίζει ποιήματα – ποταμός. Ήταν τα «Μαλαματένια λόγια». Το άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσε μού είπε: “Βρε Μάνο μου, είναι ωραία αυτά που γράφεις, αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο”. Ο Ζαμπέτας αδικήθηκε, δεν τον θεωρούσαν εξίσου μεγάλο όπως άλλους. Έφταιγε και ο ίδιος. Με την παιδεία που είχε, θεωρούσε καταξίωση να υπάρχει στο ακροατήριό του ο Ωνάσης να σπάει πιάτα. Δεν του αρκούσε να έχει τη γνώμη του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη ή του Ξαρχάκου που τον θεωρούσαν “θεό”».

 

*Αυτοβιογραφικό σημείωμα βρίσκεται στο οπισθόφυλλο ενός παιδικού του παραμυθού με τίτλο: «Ένα αστέρι από ασημόχαρτο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Eλευθεροτυπία με εικονογράφηση του σκιτσογράφου Στάθη. Πηγές: https://www.lifo.gr/proswpa/athenians/otan-o-manos-eleytherioy-afigithike-ti-zoi-toy-sti-lifo | https://www.in.gr/2023/03/12/moments/manos-eleytheriou-pote-den-eixa-kamia-filodoksia/ | https://www.imerodromos.gr/manos-eleutheriou-kai-phres-tou-kairou-t-alfavhtari/ | https://www.kathimerini.gr/opinion/interviews/873076/manos-eleytherioy-eggamos-vios-50-chronon-me-ti-stichopoiia/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *