«Αν η υπόθεση Πολκ αποσιωπηθεί, αυτό θα αποτελέσει νίκη για εκείνους
που πιστεύουν ότι μπορούν να σκοτώσουν την αλήθεια,
σκοτώνοντας τον άνθρωπο που επιδιώκει να την αποκαλύψει»
- Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας
Ο Τζορτζ Πολκ γεννήθηκε στο Τενεσί του Τέξας το 1913. Ήταν γιος του δικηγόρου Τζέιμς Πολκ, και απόγονος του προέδρου των ΗΠΑ Τζέιμς Νοξ Πολκ. Μεγαλώνοντας εγκαταστάθηκε στην Αλάσκα, όπου άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Το 1939 πήγε στην Άπω Ανατολή σαν ανταποκριτής της εφημερίδας New York Herald Tribune. Προς το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου επέστρεψε στην πατρίδα του και κατατάχθηκε στην Αεροπορία του Ναυτικού. Μετά το τέλος του πολέμου εργάθηκε σαν ελεύθερος ρεπόρτερ στο δίκτυο CBS. Το 1947 έρχεται στην Ελλάδα, οπού γνωρίζει την αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη, την οποία και παντρεύεται.
Η κατάσταση στην Ελλάδα τον Μάιο του 1948
Με τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του ηγετικού στελέχους του Κ.Κ.Ε. Γιάννη Ζεύγου, τον Μάρτιο του 1947 και η χώρα μπαίνει πιο βαθιά στη δίνη του εμφυλίου. Στους ορεινούς όγκους της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου κυριαρχούσε ο Δημοκρατικός Στρατός με αρχηγό τον Μάρκο Βαφειάδη. Στις 10 Φεβρουαρίου 1948, οι αντάρτες «βομβάρδισαν» τη Θεσσαλονίκη με ένα ορειβατικό πυροβόλο των 75 χιλιοστών. Οι 40 οβίδες που ρίχτηκαν με στόχο την ευρύτερη περιοχή της πλατείας Αριστοτέλους, είχαν ως θύματα 6 νεκρούς και 7 τραυματίες (εφημερίδα «Εμπρός», Τετάρτη 11/2/1948).
Η αντίδραση του στρατού ήταν άμεση. Οι αντάρτες καθώς οπισθοχωρούσαν, εγκλωβίστηκαν στην περιοχή των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης. Μετά από σκληρή μάχη με δεκάδες νεκρούς, συνελήφθησαν 111 αντάρτες που διαπομπεύθηκαν στους δρόμους και παραπέμφθηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο που καταδίκασε τετράκις σε θάνατο 52 από αυτούς. Οι θανατοποινίτες εκτελέστηκαν πίσω από τις φυλακές Επταπυργίου, 15 αντάρτες καταδικάστηκαν σε ισόβια ή μικρότερες ποινές και 44 απαλλάχτηκαν ως «βιαίως στρατολογηθέντες».
Ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο αείμνηστος Γρηγόρης Φαράκος στο βιβλίο του «Μαρτυρίες και Στοχασμοί, 1941-1991», (Αθήνα 1993) ήταν μέρος ενός σχεδίου που είχαν εκπονήσει κορυφαία στελέχη του Κ.Κ.Ε., με βασικό εμπνευστή το Νίκο Ζαχαριάδη. Επρόκειτο για το λεγόμενο «Σχέδιο Λίμνες», που είχε καταστρωθεί μετά την 3η Ολομέλεια του Κ.Κ.Ε. (Σεπτέμβριος 1947) και σύμφωνα με το οποίο τα ηγετικά του στελέχη πίστευαν ότι θα πετύχουν: «…τη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στην έκταση της Μακεδονίας – Θράκης, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη».
Την Πρωτομαγιά του 1948, δολοφονήθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς, καθώς έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, ήταν ο Ευστράτιος Μουτσογιάννης, μέλος της ΟΠΛΑ (σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» στις 3/11/2007, εξιστορεί με λεπτομέρειες όλα όσα έγιναν τότε). Σε αντίποινα, μόνο την Τρίτη μέρα του Πάσχα, εκτελέστηκαν 154 οπαδοί και μέλη του ΚΚΕ που είχαν καταδικαστεί από κακουργιοδικεία. 37 στην Αίγινα, 24 στο Γουδί, 23 στη Θεσσαλονίκη, 12 στη Λαμία και άλλοι 58 σε Χαλκίδα, Σπάρτη, Τρίπολη και Καλαμάτα. Καθώς οι εκτελέσεις αυτές γίνονταν γνωστές, το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Υπουργός ανέλαβε μετά τη δολοφονία Λαδά ο Κωνσταντίνος Ρέντης), διαβεβαίωνε ότι «δεν εδόθησαν διαταγαί περί ομαδικών εκτελέσεων καταδίκων εις θάνατον» (Εφημερίδα «Εμπρός», Τετάρτη 5/5/1948, σελ.4).
Ο Πόλκ στη Θεσσαλονίκη
Ο Τζώρτζ Πόλκ, αν και 34 ετών μόνο, είναι ένας επιτυχημένος και μάχιμος ρεπόρτερ του CBS. Πολεμικός ανταποκριτής στις ευαίσθητες περιοχές της εποχής, όπως η Μέση Ανατολή και η Παλαιστίνη. Ο Πολκ όμως «δεν αρέσει». Η διαφθορά πλέκει γαϊτανάκι με την αμερικανική βοήθεια των 400.000.000 δολαρίων προς την Ελλάδα και εκείνος αναφέρει συχνά τις λαθροχειρίες των Ελλήνων πολιτικών. Οι απόψεις του για το πού φτάνει η αμερικανική βοήθεια είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. Ούτε στις ΗΠΑ είναι αρεστός, αφού είναι γνωστό σε όλους ότι είναι μια «πένα» που δεν εξαγοράζεται.
Λίγο πριν φύγει με τη γυναίκα του για μόνιμη εγκατάσταση στο Χάρβαρντ, επιθυμεί να κλείσει το κεφάλαιο της θητείας του στην Ελλάδα με μια συνέντευξη από το Μάρκο Βαφειάδη, ο οποίος στις 24 Δεκεμβρίου του ’47 έχει αναγγείλει το σχηματισμό «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης». Έτσι στις 7 Μαΐου 1948 ο Πόλκ ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, για να τον συναντήσει, μέσω συνδέσμων και να πάρει μια συνέντευξη απ’ αυτόν. Εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Αστόρια και αρχίζει να κλείνει ραντεβού και να κάνει επαφές, προκειμένου να βρει ένα σύνδεσμο που θα τον οδηγήσει στο «βουνό».
Συναντήθηκε αρχικά (8 Μαΐου), με τον Άγγλο Ράνταλ Κόουτ, προϊστάμενο του Βρετανικού Γραφείου Θεσσαλονίκης και πράκτορα της Intelligence Service στη Β. Ελλάδα και του ζήτησε να τον βοηθήσει να συναντήσει τον Μάρκο. Ο Κόουτ, του είπε ότι δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Στη συνέχεια, ο Πολκ συναντήθηκε με τον Τζέραλντ Ντριού, που ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη Βαλκανική Επιτροπή που συνεδρίαζε στη Θεσσαλονίκη. Το βράδυ της 8ης Μαΐου φεύγει από το ξενοδοχείο που έμενε και από τότε χάνονται τα ίχνη του.
Στις 11 Μαΐου, ένας φάκελος χωρίς γραμματόσημο που περιέχει την ταυτότητά του βρίσκεται στο ταχυδρομείο του Λευκού Πύργου και παραδίδεται στην Υπηρεσία Αλλοδαπών του 3ου αστυνομικού τμήματος της Θεσσαλονίκης.
Στις 12 Μαΐου έρχεται στη Θεσσαλονίκη η σύζυγός του Ρέα, η οποία διαπιστώνει ότι ο άντρας της έχει εξαφανιστεί.
Τα ξημερώματα της 16ης Μαΐου, ο ψαράς Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει το άψυχο σώμα του Πολκ στη θάλασσα, σε άθλια κατάσταση: πόδια και χέρια δεμένα με σκοινί και μία σφαίρα στο κεφάλι. Οι εφημερίδες της εποχής, δημοσιεύουν τη εικόνα.
Η Θεσσαλονίκη αρχίζει να «βράζει»
Η ιατροδικαστική εξέταση αποκαλύπτει ότι ο Πολκ είχε δολοφονηθεί περίπου τα μεσάνυχτα της 8ης Μαΐου. Είχε φάει αστακό με αρακά, κάτι εντελώς ασυνήθιστο τόσο για τα σπίτια, όσο και για τα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης το 1948 και ρίχτηκε στη θάλασσα ενώ ζούσε. Αποκλείστηκε επίσης η πιθανότητα της ληστείας αφού πάνω του βρέθηκαν και τα χρήματα και η βέρα του. Εκείνα που είχαν χαθεί για πάντα ήταν η ατζέντα και το σημειωματάριό του.
Η Θεσσαλονίκη αρχίζει να «βράζει» και τα σενάρια να οργιάζουν: «Ποιοι ήθελαν να σκοτώσουν τον Πολκ; Από τη μια οι Άγγλοι για να καταφέρουν ένα ρήγμα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, από την άλλη οι Αμερικανοί για παραδειγματισμό, έτσι ώστε όλοι οι δημοσιογράφοι να ακολουθήσουν την πολιτική τους στο Ψυχρό Πόλεμο, αλλά και οι Έλληνες: ακροδεξιοί, παραστρατιωτικοί, χίτες, κομμουνιστές». Όλοι είναι μέσα στο παιχνίδι. Οι πρώτες έρευνες δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.
Οι Αρχές, προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να ενοχοποιήσουν το ΚΚΕ για τη δολοφονία Πολκ και διοχέτευαν ανάλογες πληροφορίες στις εφημερίδες. Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των εφημερίδων της Τρίτης 18 Μαΐου 1948:
Ελληνικός Βορράς: «Ένα ανατριχιαστικόν κομμουνιστικόν κακούργημα». Εμπρός: «Το ειδεχθές έγκλημα φέρει την σφραγίδα της ερυθράς δολιότητας και θηριωδίας». Ανάλογοι ήταν οι τίτλοι και των άλλων εφημερίδων.
Το ΚΚΕ έσπευσε στο ημερήσιο Δελτίο Ειδήσεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που εκδιδόταν στο βουνό, να χαρακτηρίσει «Μοναρχοφασιστική προβοκάτσια» τους ισχυρισμούς των Αρχών και να αναφέρει ότι: «Η συκοφαντία όμως, είναι τόσο ανόητη και γελοία, ώστε δεν έπιασε σε κανένα και οι μοναρχοφασίστες τρέμουν τώρα και κάνουν πως αναζητούν τους δολοφόνους…».
Η αμερικανική κοινή γνώμη
Η αμερικανική κοινή γνώμη όμως και, κυρίως, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, δεν πείστηκαν από τους ισχυρισμούς των ελληνικών Αρχών. Χαρακτηριστικά, ο Μάρκις Τσάιλντς της «New York Post» θεωρούσε «εντελώς απίθανο τη δολοφονία Πολκ να διέπραξαν κομμουνιστές», αντίθετα μάλιστα «ο Πολκ είχε καταστεί δυσάρεστος εις την δεξιάν, διότι ως εκ των καλύτερων ανταποκριτών εν Ελλάδι, ηρνείτο να μεταδίδει απλώς τας κυβερνητικάς απόψεις και εζήτει πάντοτε να διερευνά την κατάστασιν κάτωθεν της απατηλής επιφανείας».
«Αν η υπόθεση Πολκ αποσιωπηθεί, αυτό θα αποτελέσει νίκη για εκείνους που πιστεύουν ότι μπορούν να σκοτώσουν την αλήθεια, σκοτώνοντας τον άνθρωπο που επιδιώκει να την αποκαλύψει», έγραψε ο Έρνεστ Χεμινγουέι.
Η διεύθυνση του ραδιοφωνικού δικτύου «Columbia», πραγματοποίησε διάβημα προς το Υπουργείο εξωτερικών καταγγέλοντας ότι για την υπόθεση Πολκ εξετάστηκαν πολλοί κομμουνιστές και ούτε ένας ακροδεξιός. Από την άλλη πλευρά ο «υπουργός εσωτερικών της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» Γιάννης Ιωαννίδης, δήλωνε ότι: «Και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει πως μόνο οι κομμουνιστές δεν είχαν συμφέρον να σκοτώσουν το δημοσιογράφο». Το παρατεινόμενο αδιέξοδο στις ανακρίσεις, υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσει στη διακοπή της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, καθώς υπήρχε μεγάλη πίεση από τις Η.Π.Α. για ανακάλυψη των δραστών της δολοφονίας.
Στις 12 Ιουνίου, έφτασε στη Θεσσαλονίκη ο Ουίλιαμ Ντόνοβαν, πρώην προϊστάμενος της OSS (την οποία διαδέχτηκε η CIA), ως εκπρόσωπος της ειδικής επιτροπής που είχε δημιουργήσει για την υπόθεση Πολκ η Ένωση Συγγραφέων και Δημοσιογράφων Εξωτερικού των Η.Π.Α.
Ένα μήνα μετά την παρακολούθηση του έργου των ελληνικών Αρχών, ο Ντόνοβαν έκανε διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για τη μονόπλευρη διεξαγωγή των ανακρίσεων. Παράλληλα, ο διακεκριμένος Αμερικανός δημοσιογράφος Σουλτσμπέργκερ που βρισκόταν στην Ελλάδα δημοσίευσε μια ανταπόκριση, σύμφωνα με την οποία, η δολοφονία μπορεί να έγινε από τρομοκράτες της άκρας δεξιάς σε συνεργασία με την Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ). Η ελληνική κυβέρνηση θορυβήθηκε και κατηγόρησε τον Σουλτσμπέργκερ για «μεμψιμοιρία». Ωστόσο, ακόμα και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες βάλλουν εναντίον του υπουργού Δημοσίας Τάξεως, Ρέντη. Το «Εμπρός» (Τετάρτη 11 Αυγούστου 1948, σελ.3), χαρακτηρίζει τον Ρέντη «αριστοτέχνη της αποτυχίας… που τα θαλάσσωσε κυριολεκτικώς», ζητά, δε, «να παραμερισθεί αυθωρεί από πάσαν περαιτέρω ανάμιξιν ο θαλασσοποιός υπουργός».
Για τρεις μήνες οι ανακρίσεις είχαν βαλτώσει. Η αμερικανική κυβέρνηση, με πρόεδρο πλέον τον Τρούμαν, ζητούσε επιτακτικά και τελεσιγραφικά να βρεθεί οπωσδήποτε κάποιος ένοχος και απειλούσε με διακοπή της βοήθειας προς την Ελλάδα, σε αντίθετη περίπτωση. Σύμφωνα με απόρρητες αναφορές του, τότε γενικού προξένου των Η.Π.Α. στη Θεσσαλονίκη Ράλεϊ Γκίμπσον, προς την κυβέρνησή του, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τους Αμερικανούς, ήταν να γίνει μια δίκη, το συντομότερο δυνατόν για να ηρεμήσει η κοινή γνώμη στις Η.Π.Α. (Περιοδικό «Επίκαιρα», Οκτώβριος-Νοέμβριος 1977).
Οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις, τα βασανιστήρια
Ως εξιλαστήριο θύμα, αρχικά είχε επιλεγεί ο δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης. Γλίτωσε όμως, λόγω των στενών δεσμών που είχε με τον πρωθυπουργό Σοφούλη και τους πολλούς Αμερικανούς δημοσιογράφους που ήταν φίλοι του.
Επικεφαλής των ανακρίσεων για τη δολοφονία Πολκ, ήταν ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Ταγματάρχης Νικόλαος Μουσχουντής, γνωστός για την αντικομουνιστική του στάση, ο οποίος κάτω από την πίεση των ΗΠΑ, αλλά και της κυβέρνησης, βρίσκει στο πρόσωπο του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου τον ένοχο που έψαχνε. Ο Στακτόπουλος εκείνη την εποχή ήταν 38 ετών, εργαζόταν ως συντάκτης της εφημερίδας «Μακεδονία» και ήταν ανταποκριτής του «Ρόιτερς» στη Θεσσαλονίκη.
Ο Στακτόπουλος συνελήφθη νωρίς το απόγευμα της 14ης Αυγούστου 1948 κοντά στην ταβέρνα «Κληματαριά». Δύο μέρες αργότερα, η 67χρονη μητέρα του Άννα, οδηγήθηκε στην Ασφάλεια. Την ίδια τύχη είχαν και οι αδερφές του Εύχαρη και Αδριανή όπως και η οικιακή βοηθός Ελισάβετ Καλαντίδου. Ο Στακτόπουλος, έπρεπε να ομολογήσει με βάση το «σενάριο» που είχαν ετοιμάσει ο Μουσχουντής, ο Ρέντης και ο Ντόνοβαν που είχε κάνει στο μεταξύ στροφή 180ο. Για τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε, ο ίδιος ο Στακτόπουλος έγραφε ότι συνήθως το «έργο» αυτό, αναλάμβανε ο ίδιος ο Μουσχουντής. Ανάμεσα στα άλλα, γινόταν ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση, άγριος ξυλοδαρμός κλπ.
Στις 19 Αυγούστου 1948, δημοσιεύεται σε εφημερίδες η είδηση ότι κρατούνται για τη δολοφονία του Πολκ, ο Γ. Στακτόπουλος, η μητέρα του και 4 υπάλληλοι του ξενοδοχείου «Αστόρια» όπου διέμενε ο Αμερικανός. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1948, με την υπ’ αριθμό 12455 απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Χρήστου Μουστάκη, απαγορεύεται τελείως η αναγραφή ειδήσεων για το θέμα.
Ωστόσο, οι αμφιβολίες για την εξιχνίαση του εγκλήματος, ήταν διάχυτες, κυρίως από αμερικανικής πλευράς. Την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1948, παρουσιάζεται μια πλήρης εκδοχή για τη δολοφονία Πολκ. Σύμφωνα με αυτή, ο Στακτόπουλος, συνάντησε τον Πολκ στις 7 Μαΐου και του είπε ότι θα τον έφερνε σε επαφή με τον Μάρκο. Δύο μέρες μετά, στις 9 Μαΐου, ο Πολκ συναντήθηκε με τον Στακτόπουλο που του είπε ότι σε λίγο, στελέχη του ΚΚΕ θα τον οδηγήσουν στον Βαφειάδη με μια βάρκα. Στις 10:00 το βράδυ, εμφανίστηκε η βάρκα στην οποία κωπηλάτης ήταν το επιτελικό στέλεχος του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης.
Οι Πολκ και Στακτόπουλος, επιβιβάστηκαν στη βάρκα και κατευθύνθηκαν προς το κέντρο «Παπαρούνα», όπου τους ακολούθησαν οι Βαγγέλης Βασβανάς κι ένας άγνωστος. Ο Πολκ δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια, τα χέρια και τα πόδια (για λόγους ασφαλείας). Τότε ο Μουζενίδης τον πυροβόλησε από πίσω. Μετά τον φόνο, ο Μουζενίδης, απειλώντας τον Στακτόπουλο, τον υποχρέωσε να πάρει τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ και μια κάρτα της «Παν Αμέρικαν» και τον διέταξε να τις ταχυδρομήσει και να μην αποκαλύψει τίποτα σε κανέναν. Τελικά, ο Στακτόπουλος, σύμφωνα πάντα με το «σενάριο», έβαλε τη μητέρα του να γράψει στον φάκελο «προς το τρίτο αστυνομικό τμήμα» και να το ταχυδρομήσει.
Ο Στακτόπουλος αναγκάστηκε, μετά από φοβερά βασανιστήρια και φοβούμενος για τη ζωή της μητέρας του και των αδελφών του, να ομολογήσει. Το ίδιο και η μητέρα του Άννα Στακτοπούλου, η οποία «ομολόγησε»[1] ότι, αυτή έγραψε τα στοιχεία στον φάκελο μετά από υπόδειξη του γιου της. Για να «ομολογήσει», της δόθηκε η υπόσχεση ότι η ίδια κι ο γιος της σύντομα θα αφήνονταν ελεύθεροι.
Την επόμενη κιόλας ημέρα μετά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, το πρακτορείο του Δημοκρατικού Στρατού «Ελεύθερη Ελλάδα», κατήγγειλε ότι είναι τελείως ανυπόστατα όσα ισχυρίζεται η Αστυνομία, καθώς ο Μουζενίδης είχε σκοτωθεί στο Πάικο τον Μάρτιο του 1948 και ο Βασβανάς, όταν δολοφονήθηκε ο Πολκ, βρισκόταν στη Θράκη κι από εκεί πέρασε στη Βουλγαρία. Μάλιστα ο «υπουργός δικαιοσύνης» των ανταρτών Μιλτιάδης Πορφυρογένης, από την Πράγα όπου βρισκόταν, δήλωσε ότι αγνοούσαν παντελώς την επιθυμία του Πολκ να πάρει συνέντευξη από τον Βαφειάδη. «Είναι κρίμα. Εάν το ξέραμε, θα κανονίζαμε να γίνει η συνάντηση και θα τον δεχόμασταν με ευχαρίστηση».
Η δίκη
Θορυβημένη η κυβέρνηση, προσπαθούσε πλέον με κάθε τρόπο ν’ αποδείξει ότι οι Μουζενίδης και Βασβανάς, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη όταν δολοφονήθηκε ο Πολκ. Με συλλήψεις συγγενών και φίλων των Βασβανά και Μουζενίδη και άγρια βασανιστήρια, προσπάθησε να πείσει την κοινή γνώμη ότι τα δύο στελέχη του ΚΚΕ όχι μόνο ήταν στη Θεσσαλονίκη το επίμαχο διάστημα, αλλά κάποιοι τους συνάντησαν και συνομίλησαν μαζί τους!
Η δίκη για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ, ξεκίνησε στις 12 Απριλίου 1949, με μόνο ενοχοποιητικό στοιχείο τον φάκελο που έχουμε αναφέρει παραπάνω. Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε, ερήμην, σε θάνατο τους Μουζενίδη και Βασβανά, σε ισόβια δεσμά τον Στακτόπουλο, ενώ η μητέρα του αθωώθηκε.
Παρά την καταδίκη του σε ισόβια, ο Στακτόπουλος έμεινε για 4 ακόμα χρόνια φρουρούμενος στα κρατητήρια της Ασφάλειας (!), με εντολή του Μουσχουντή, για να μην ανακαλέσει την καθ’ απόδειξη «ομολογία» του. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του. Αποφυλακίστηκε το 1960, με αναστολή του υπολοίπου της ποινής του.
Ως τον θάνατό του, το 1998, διακήρυσσε παντού την αθωότητά του. Ο Άρειος Πάγος, απέρριψε τις 4 συνολικά αιτήσεις που είχαν υποβληθεί για αναψηλάφηση της δίκης στην υπόθεση Πολκ, αδιαφορώντας για τα νέα στοιχεία που είχαν προκύψει και από τα οποία αποδεικνυόταν πλήρως η αθωότητα του Γρηγόρη Στακτόπουλου.
Ο Αδάμ Μουζενίδης, όταν, υποτίθεται ότι δολοφόνησε τον Πολκ, ήταν ήδη νεκρός… Ο Βασβανάς, μετά το τέλος του εμφύλιου, πήγε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας. Αν και ήξερε για το έγκλημα, την εμπλοκή του ονόματός του την πληροφορήθηκε μόλις το 1965 (!), όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Γουσίδη (Δ. Γουσίδης, «Όπου Ζεις δεν Πατρίζεις», Αθήνα 1975, σ. 76-77). Από τότε, έκανε συνεχώς προσπάθειες για να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αποκατασταθεί η αλήθεια. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και ο Βασβανάς πέθανε στο εξωτερικό…