Γιάννης Τσαρούχης:
«Υπήρξα πάντοτε ρέμπελος ερασιτέχνης
και η ακαδημαϊκή ζωγραφική μού προξενούσε χασμουρητό»
Επιλογή κειμένων - Επιμέλεια Λ.Τ.
Βιογραφία
«Γεννήθηκα στον Πειραιά, όπου το φως είναι αργυρό και χρυσό. (…) Στον Πειραιά έβλεπα όλη την αρχαία Ελλάδα και την Ελλάδα της Τουρκοκρατίας με τη μορφή των γυναικών που ήταν ντυμένες με τα κοστούμια τα παλαιά, όπως της Κούλουρης και του Καστελόριζου. Συγχρόνως έβλεπα και τα παριζιάνικα μοντέλα που φορούσαν οι αθεράπευτες ξενομανείς που ήθελαν να γίνουν Παριζιάνες (…) Έμαθα πολλά από πολλούς, όμως θα ήμουν ένα τίποτα αν δεν είχα δει μικρό παιδί το εξαίσιο φως του Πειραιώς…».
Ήταν δεν ήταν επτά χρονών όταν άρχισε να ζωγραφίζει με παστέλ, αντιγράφοντας τοπία, σε μεγάλες κόλλες χαρτιού. Στο δημοτικό σχολείο ζωγράφιζε εκ του φυσικού. Εκ του φυσικού ζωγράφιζε όλη του τη ζωή. «Για να πλουτίζω τα εκφραστικά μου μέσα, να διευκολύνω το έργο μου, ώστε να αποχτήσει αξίες που διαρκούν», έλεγε. Βλέπει θέατρο και Καραγκιόζη. Οκτώ χρονών, με ό,τι θυμόταν από μια σχολική παράσταση, φτιάχνει στο σπίτι του το δικό του «θέατρο». Γράφει ένα κειμενάκι, ζωγραφίζει (με χαρτί) σκηνικό, κοστούμια και τα πρόσωπα και παίζει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, με μοναδικό θεατή τον αδελφό του. Εννιά χρονών ζωγραφίζει και με ακουαρέλες. Από το 1924, αρχίζει να φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια για τις σχολικές παραστάσεις του Γυμνασίου. Περίπου ένα χρόνο μετά γνωρίζει τον καραγκιοζοπαίκτη Σωτήρη Σπαθάρη. Ίνας σπουδαίος, αυτοδίδακτος λαϊκός δημιουργός, του οποίου η ζωγραφική επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδεολογοαισθητικών αξιών του Τσαρούχη: «Είδα μια ρεκλάμα του Καραγκιόζη έξω στον ήλιο. Δεν “απέδιδε το φως” όπως λένε και όμως στεκόταν στο φως υπέροχα. Να μια ζωγραφική που πρέπει να κάνει κανείς!», έγραφε σε ένα φίλο του το 1929. Κι αργότερα έγραφε ότι οι ρεκλάμες του Καραγκιόζη θυμίζουν πανάρχαιες ζωγραφικές, της Ουρ, της Αιγύπτου, της Ετρουρίας, της προκλασικής Ελλάδας, όχι λόγω αρχαιογνωσίας αλλά λόγω «επιβίωσης ενός τρόπου να βλέπουμε τα πράγματα».
Το 1927 ο Τσαρούχης εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας. Συμμετέχει στην έκθεση «Ασπούδαχτοι ζωγράφοι», στην αίθουσα «Ασυλο Τέχνης». Πρωτοετής, σκηνογραφεί την «Πριγκίπισσα Μαλέν» για τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Μελετά τις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Από το 1929 δουλεύει με τον Φώτη Κόντογλου, σαν «μαθητής και συνεργάτης του». Ομως, ο Κόντογλου θεωρούσε «δουλειά του διαόλου» το θέατρο. Ετσι έφυγε από τον Κόντογλου. Ο Τσαρούχης διψά για γνώση. Μελετά την αρχαιοελληνική ζωγραφική, την κοπτική υφαντική, τη βυζαντινή παρασημαντική, τα φαγιούμ, τη ζωγραφική του Κωνσταντίνου Παρθένη και το 1931 εγγράφεται στο εργαστήρι του.
«Σταθμός» στην πορεία του Τσαρούχη ήταν η συνεργασία του με τον Κάρολο Κουν. Ιδρύεται η «Λαϊκή Σκηνή» και σκηνογραφεί την πρώτη της παράσταση, με την «Ερωφίλη» του Χορτάτση. Θεατρική πρωτοπορία, με όλο το «ταπεινό» μεγαλείο της ελληνικής λαϊκής τέχνης, κόντρα στη βυζαντινολογία και τον ευρωπαΐζοντα κοσμοπολίτικο μαϊμουδισμό του τότε ελληνικού θεάτρου.
Νιώθοντας «ερευνητής, που ψάχνει να βρει την αληθινή του πίστη και στα έργα του τον τρόπο που θα ήταν πιο σύμφωνος με τον εαυτό του», ο Τσαρούχης ζωγραφίζει αφηρημένους πίνακες. Ασκείται με το σουρεαλισμό – σχεδιαστικά και ποιητικά – και το 1934 πάει στο Παρίσι. Γνωρίζει όλα τα αισθητικά ρεύματα και ασκείται με όλα. Γνωρίζει μεγάλους ζωγράφους και τον συλλέκτη Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), και στο σπίτι του πρωτοβλέπει έργα του Θεόφιλου. Στην Ιταλία γοητεύεται από την Αναγέννηση και τη ζωγραφική της Πομπηίας. Εχοντας δει τόσα «θαύματα» αναρωτιόταν αν είχε το δικαίωμα να λέγεται ζωγράφος. «Πολλές φορές νόμισα πως πρέπει να μιμηθώ ό,τι μου αρέσει. Ομως, αυτό είναι σφάλμα. Τα καλά παραδείγματα στην τέχνη πρέπει να ξέρουμε να τα ερμηνεύουμε σύμφωνα με την περίπτωσή μας, αλλιώς καταντούν καταστροφικά», σκεφτόταν ο Τσαρούχης και έτσι χάραξε το δικό του, μοναδικό αισθητικά «δρόμο».
Το 1937 επιστρέφει και μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια παραστάσεις του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1937 παρουσιάζει την πρώτη του έκθεση σε ένα άδειο κατάστημα στην οδό Νίκης και το 1938 συμμετέχει στην Α’ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Εκθεση. Επιστρέφοντας από το Αλβανικό Μέτωπο, συνεχίζει τη σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά του, σε διαφόρους θιάσους, εικονογραφεί ποιήματα του Ελύτη («Ηλιος ο πρώτος») και του Σεφέρη («Οι θεατρίνοι») και ζωγραφίζει…
Μετά τον πόλεμο αρχίζει μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος για τον Τσαρούχη. Σκηνικά και κοστούμια για το «Θέατρο Τέχνης». Ιδρυση της εικαστικής ομάδας «Αρμός», με τους Χατζηκυριάκο – Γκίκα, Μόραλη, Εγγονόπουλο. Σκηνικά – κοστούμια για το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου. Εκθέσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σκηνικά – κοστούμια για ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη και του Ζυλ Ντασσέν. Συμμετοχή στην Μπιενάλε Βενετίας. Σκηνικά – κοστούμια για τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι, με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, στην Επίδαυρο (1957, 1960) και στη «Σκάλα» του Μιλάνου (1960). Τα σκηνικά – κοστούμια των «Ορνίθων» για το «Θέατρο Τέχνης» και τη «Νόρμα» του Μπελίνι, με την Κάλλας, στην Επίδαυρο. Πλουσιότατη σκηνογραφικά ήταν και η δεκαετία του 1960. «Πέρσες» με το «Θέατρο Τέχνης», «Θαΐδα» με τον Φράνκο Τζεφιρέλι για την Οπερα του Ντάλας, «Τρωάδες» με τον Κακογιάννη στο παρισινό Εθνικό Θέατρο. Εκθεση στο Παρίσι. Διδασκαλία για δύο χρόνια στη Σχολή Δοξιάδη. Και ζωγραφίζει… Ασταμάτητα. Καθημερινά, για ώρες. Κι αυτό έκανε μέχρι τέλους, θεωρώντας ότι για εκείνον «η ζωγραφική είναι ο καλύτερος τρόπος διατυπώσεως ιδεών, σκέψεων, αισθημάτων».
Λόγω της χούντας αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, όπου με την Λίλα ντε Νόμπιλι δημιουργεί «ακαδημία ζωγραφικής», διδάσκοντας δωρεάν. Σκηνογραφεί την παράσταση της Χριστίνας Τσίγκου με τις μπεκετικές «Ευτυχισμένες μέρες». Εκθέτει έργα του. Σχεδιάζει (δουλειά που δεν ολοκλήρωσε) το σκηνικό και τα κοστούμια για το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου «Φαίδρα». Με τη μεταπολίτευση επιστρέφει, και το 1975, με δική του μετάφραση (μόνος του έμαθε αρχαία ελληνικά), σκηνικό, κοστούμια και σκηνοθεσία, και ερασιτέχνες κυρίως, παρουσιάζει (σε ένα πάρκινγκ) τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Το 1982, με δική του μετάφραση, σκηνικά, κοστούμια και σκηνοθεσία, ανεβάζει τους αισχυλικούς «Επτά επί Θήβαις». Σκηνογραφεί διάφορες παραστάσεις και εκδίδει βιβλία του.
Το 1988 προετοιμάζει το ανέβασμα σε δική του μετάφραση του ευριπιδικού «Ορέστη». Πρόλαβε, όμως, ο θάνατος…
Σε πρώτο πρόσωπο
Δεν δέχομαι συνδικαλιστική οργάνωση προφητών!
Ούτε τον σπαραγμό ως επάγγελμα.
Από μικρό παιδί
«Από μικρό παιδί άκουγα ότι δε θα κάνω τίποτα στην ζωή μου κι ότι θα πεθάνω στην ψάθα! Το νανούρισμα μου από τη διπλανή κάμαρα ήταν “τι θα γίνει αυτό το παιδί”. Στα 17 μου χρόνια, ο πατέρας μου με ρώτησε αν είναι σοβαρά αυτά που έλεγα στους άλλους, ότι δηλαδή θα γίνω ζωγράφος, και πρόσθεσε: “Αν μπορείς να με βεβαιώσεις ότι έχεις ταλέντο κι ότι θα γίνεις ένας ζωγράφος σαν τον Πάνο Αραβαντινό, τότε με την ευχή μου! Αλλά αν αποτύχεις, τι θα γίνει;” Δεν μπορώ να σε βεβαιώσω ότι έχω ταλέντο, του είπα. Ένα πράγμα μπορώ να σου πω και γι’ αυτό είμαι σίγουρος: ότι θα έχω υπομονή και επιμονή.
Μαθήματα
«Στη δεύτερη τάξη πέρασα με “μέσο”!! Φοίτησα στο εργαστήρι του Παρθένη και το περίεργο είναι πως το ίδιο θέμα μας δώσανε και στις διπλωματικές εξετάσεις το 1933 και ο Παρθένης μου έβαλε Άριστα με δυο τόνους! Παράλληλα έκανα μαθήματα με τον Κόντογλου ως βοηθός του»
Σχολή Καλών Τεχνών
Οι Σχολές στη εποχή μας δεν είναι τα ιδεώδη μέσα με τα οποία η τέχνη κρατιέται σε υψηλά επίπεδα, παρά την ύπαρξη καλών καθηγητών. Η τέχνη δημιουργείται από τα μεγάλα ταλέντα, από τις μεγάλες θυσίες των καλλιτεχνών κι από τους σοβαρούς πελάτες, σοβαρούς από κάθε άποψη.
Οι ζωγράφοι
Εμείς οι ζωγράφοι, εάν είμαστε σοβαροί, προσπαθούμε να μάθουμε την τέχνη μας και να εκφράσουμε τον κόσμο μας, γιατί στα νεότερα χρόνια, όλοι οι ζωγράφοι της γης αυτό κάνουν. Θέλω να πω ότι δεν νοούνται από κείνη την εποχή μέχρι σήμερα δεξιοτέχνες που διαπρέπουν σε μια γνωστή απ’ όλους τεχνοτροπία και που εκφράζουν γνωστά και κοινά αισθήματα. Η δεξιοτεχνία στην εποχή μας έγκειται στο ν’ αρχίζεις από το Α. Στην Ελλάδα ο αγών είναι ακόμα τραχύτερος, γιατί αγνοούμε περισσότερα πράγματα από τα καθαρώς πράγματα της τέχνης. Το δυστύχημα του ότι διακόψαμε τη βυζαντινή παράδοση θεληματικά, δεν είναι η μόνη αιτία της μετριότητος στην τέχνη, κι αν ακόμη ζούσε η βυζαντινή παράδοσις τα προβλήματα θα ήταν πάντα προβλήματα. Άλλωστε, η βυζαντινή παράδοσις δεν ήταν ζωγραφική, μπορούμε να πούμε πως ήταν η άρνηση της ζωγραφικής από ανθρώπους που είχαν ταλέντο ζωγραφικής στο αίμα τους και μια θαυμάσια τεχνική. Ουσιαστικώς, το κοινό του Έλληνος ζωγράφου, οι θεαταί μας, είναι αυτοί που δεν έχουν να πληρώσουν ένα καφέ στο Ζάππειο ή να πάνε στον κινηματογράφο. Μπαίνουν στο Ζάππειο Μέγαρο, ιδίως τους χειμερινούς μήνες, χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο, ή πληρώνοντας σχεδόν τίποτα. Οι μόνοι, σχεδόν, άνθρωποι που ξέρουν τα ονόματά μας είναι αυτοί, γιατί διαβάζουν επιμελώς τον κατάλογο για να νιώσουν κάτι παραπάνω από την απλή θέα των πινάκων και να περάσει όπως όπως η ώρα τους. Το υπόλοιπο κοινό είναι οι φίλοι μας, αυτοί έρχονται όπως θα έρχονταν στο γάμο μας, στην εορτή μας, στην κηδεία μας και καμιά φορά, αν είναι λίγο πλούσιοι, αγοράζουν κανένα έργο, όπως θα έστελναν ένα δώρο ή λίγα άνθη σε μια κοινωνική περίπτωση.
Το ελληνικό κοινό
Το ελληνικό κοινό, παρ’ όλη την πλούσια διαίσθησή του, δεν έχει καμιά ιδέα από την ζωγραφική γενικά, διότι τα μόνα έργα που έχει δει στην πραγματικότητα είναι τα ολίγα παράταιρα έργα της Πινακοθήκης, τα οποία κι αυτά είναι μερικά χρόνια όπου μπόρεσε να τα δει. Αυτό που όλος ο κόσμος ονομάζει ζωγραφική και που μόνο βλέποντας πρωτότυπα έργα μπορείς ν’ αντιληφθείς, δεν έχει την ευκαιρία να το βλέπει, και ουσιαστικά το αγνοεί. Μερικοί ζωγράφοι έχουν πάει στα ξένα μουσεία, μα είναι πολύ λίγοι αυτοί. Οι πλούσιοι κι οι συλλέκτες που ταξιδεύουν, πολύ σπανίως ενδιαφέρονται για ζωγραφική. Πριν ρωτήσουμε αν το ελληνικό κοινό καταλαβαίνει τη μοντέρνα ζωγραφική, θα έπρεπε να ρωτήσουμε εάν ξέρει γενικώς τι είναι ζωγραφική κι ύστερα αν προτιμά την παλαιά ή τη νέα. Το γεγονός ότι τον πίνακα τον λέμε «κάδρο» στη σημερινή γλώσσα, δείχνει πόσο λίγο μας ενδιαφέρει η ζωγραφική.
Οι ζωγράφοι που πουλάνε
Η έκθεση στην Ελλάδα είναι ένα σαχλό κοινωνικό φαινόμενο, μια κοινωνίας αρκετά σαχλής. Λείπει το καθαρώς πνευματικό ενδιαφέρον, η μοιραία του κοινωνική συνέπεια, που είναι οι σοβαρές αγορές. Οι πιο πολλοί ζωγράφοι κάνουν ό,τι μπορούνε, πολλές φορές ρεζιλεύοντας τ’ όνομά τους και καταστρέφοντας την ευαισθησία τους, απλώς για να ζήσουν και μετά βίας.
Σπάνιοι είναι οι Έλληνες ζωγράφοι που δεν τσακίστηκαν στη βιοπάλη. Υπάρχουν βέβαια κι οι ζωγράφοι που πουλάνε, αυτοί είναι ανάπηροι τύποι, οι οποίοι κάνουν μια αδύνατη ζωγραφική, ευκολονόητη από κάτι αγράμματους νεόπλουτους, χτεσινούς πάμπτωχους, που η τρομερή προσπάθειά τους να κερδίσουν λίγα λεπτά τους αφήρεσε το προνόμιο που έχουν στην Ελλάδα μόνο οι άνεργοι, που οι πολλές ελεύθερες ώρες τους τους επιτρέπουν να διαβάσουν δυο και τρία βιβλία.
Ένας μοντέρνος καλλιτέχνης
«Το θέλω ή δεν το θέλω, είμαι ένας μοντέρνος καλλιτέχνης. Οχι λόγω της ηλικίας μόνον, αλλά κυρίως γιατί δεν είχα κανενός είδους δέσιμο στο παρελθόν με τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Υπήρξα πάντοτε ρέμπελος ερασιτέχνης και η ακαδημαϊκή ζωγραφική μού προξενούσε χασμουρητό. Δεν έδειξα κανενός είδους δουλοπρέπεια στους μεγάλους ακαδημαϊκούς, που υπήρξαν και οι δάσκαλοί μου, όπως ο Ιακωβίδης, ο Βικάτος και άλλοι. Εκείνη την εποχή που ήμουν σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών έκοβα κομμάτια από τοίχους βαμμένους με ώχρα, μάζευα ρεκλάμες του καραγκιόζη ή υφάσματα υφαντά, χωρίς κεντήματα συχνά, μόνο για την ύλη τους και το χρώμα τους. Ο Πικιώνης και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος μου είχαν γνωρίσει απ’ το ’34 , αν όχι νωρίτερα, τον Κλέε, τον Καντίνσκι και ένα σωρό άλλους μοντέρνους καλλιτέχνες. Το ’35 γνώρισα τον Τεριάντ (Ελευθεριάδης) στο Παρίσι, που εκείνη τη στιγμή περιστοιχιζόταν από ό,τι επαναστατικό υπήρχε στον κόσμο. Τότε γνώρισα και τον Μαξ Ερνστ, τον Τζακομέτι, τον Ματίς, τον Λοράνς και πολλούς άλλους ζωγράφους και γλύπτες. Οι συνομιλίες που είχα με τον Τεριάντ έδωσαν πολλές απαντήσεις, όχι στο αν επιτρέπεται να είμαι μοντέρνος ή σουρεαλιστής, αλλά αν επιτρέπεται να μην έχω τύψεις όταν καμιά φορά αισθάνομαι βαθύτατες αμφιβολίες για ορισμένα πράγματα μοντέρνα. (Συνέντευξη στον Γ.Κ. Πηλιχό, τον Ιούνιο του 1965)
Κοσμικότητα
«Σ’ ένα άλλο ταξίδι μου στο Παρίσι δίκαια με μαλώνει σοβαρά ο Τεριάντ, που παράτησα τη ζωγραφική και κατάντησα ένας κοσμικός, παρέα με τον Ωνάση, την Μπεγκούμ, την Κάλας, την Έλσα Μάξγουελ, την Γκρέις Κέλι… Οι δίκαιες παρατηρήσεις του βρίσκουν απήχηση, τα παρατάω όλα και η ζωή μου αλλάζει. Επιστρέφω στην Ελλάδα και παραιτούμαι από όλες τις προσοδοφόρες απασχολήσεις μου… Ορκίζομαι να μην ξαναφορέσω σμόκιν! Στην περίπτωση μου ήταν σαν να ήμουν γκαρσόνι σε κοσμικό κέντρο, σύμβολο “δουλείας στο Κεφάλαιο…”»
Μετασουρεαλιστές
Και θυμάμαι που είχα πει τότε τη φράση: οι σουρεαλιστές φάγανε το νταμάρι τους. Είμαστε υποχρεωμένοι να γίνουμε μετασουρεαλιστές. Την ίδια εποχή είχα πει επίσης ότι πιστεύω πως ο σουρεαλισμός είναι η τελευταία μορφή που παίρνει η δυτική διστακτικότης και ντροπαλότης! Οι βαθιές αυτές αντιρρήσεις μου δεν με οδήγησαν ποτέ στο να στραβωθώ τελείως και να μη ξέρω τι μου γίνεται. Εχω μεγάλο ενθουσιασμό για ένα σωρό αφηρημένους ζωγράφους που ο κόσμος νομίζει ότι τους αγνοώ ή τους περιφρονώ. Ο,τι κάνει σήμερα το “Ποπ Αρτ” ή το “Οπ Αρτ” ήταν θέματα και συζητήσεων με τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο στο εργαστήριο του Παρθένη και αφορμές πειραματισμών. Δεν απολογούμαι, αλλά λέω μερικά πράγματα – γεγονότα χρήσιμα για τη γνώση της Ιστορίας. Ολα βγαίνουν από τη μοντέρνα τέχνη και ιδιαίτερα η ανακάλυψη της αξίας της κλασικής τέχνης. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ πως υπάρχουν και ορισμένα πράγματα, αν όχι της περασμένης μόδας, πάντως ανεπίκαιρα και χωρίς ενδιαφέρον, για όσους πιστεύουν στην επανάσταση.
Δεν μπορώ να μην ξαναπώ κάτι που είπα άλλοτε: Ολοι αυτοί οι όψιμοι θαυμαστές της μοντέρνας τέχνης που μπαίνουν σήμερα στην ουρά για να γνωρίσουν με την ησυχία τους συμπεράσματα μιας δαιμονικής και σπινθηροβόλας διαλεκτικής (που είναι η μοντέρνα τέχνη), μου δίνουν την εντύπωση καλών κομμουνιστών που κάνουν ουρά για να προσκυνήσουν το ταριχευμένο πτώμα του Λένιν. Ο Στάλιν έφυγε ήδη… Το περίεργο είναι πως σε αυτά τα μαυσωλεία, που είναι τα μουσεία της μοντέρνας τέχνης, τα πτώματα δεν λιγοστεύουν, αλλά αυξάνονται… Η ιστορία του μοντέρνου ακαδημαϊσμού είναι μια ιστορία όπως κάθε άλλη, μόνο που δεν έχει καμία σχέση (ούτε μπορεί να την αντικαταστήσει) με τη ζωντανή ιστορία της ζωγραφικής, που την έχουν πολλοί εντός τους, μα που την πραγματοποιούν ελάχιστοι μέσα στους αιώνες. Το δίκιο των μεγαλύτερων αριθμών δεν μπορεί να ενδιαφέρει την τέχνη που εκπροσωπεί το δίκιο των ελαχίστων, που κατά μία περίεργη οικονομία είναι το δίκιο όλου του κόσμου και όλων των αιώνων. Δεν δέχομαι συνδικαλιστική οργάνωση προφητών! Ούτε τον σπαραγμό ως επάγγελμα. Αυτό είναι πολύ σαφές».
Το κείμενο της ανάρτησης είναι σύνθεση αποσπασμάτων από τις συνεντεύξεις του Γιάννη Τσαρούχη στον Γ.Κ. Πηλιχό, τον Ιούνιο του 1965, στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ το Σεπτέμβριο του 1981, στη Γιολάντα Τερέντσιο τον Δεκέμβριο του 1955. Η βιογραφία είναι απόσπασμα από το άρθρο της της Αριστούλας Ελληνούδη, Γιάννης Τσαρούχης, Μεγάλος «μύθος» και ιδαλγός της ελληνικής Τέχνης, που δημοσιέυτηκε την Κυριακή 7 Φλεβάρη 2010 στο Ριζοσπάστη.