.
| Αφήγηση Χρήστου Χατζηαγάπη |
– Επιμ: Λ.Τηλιγάδας –
Τη νύχτα φύσαγε δυνατός αέρας, όταν γύρω στη μια η ώρα
μας ξύπνησε ένας δυνατός κρότος σα σεισμός
[ Το τέλος μιας εποχής | Η πτώση
του μεγάλου δένδρου της Ντούτσαγας ]
Το πρωί της άλλης μέρας μπήκε σ’ εφαρμογή το αρχαίο ρητό:
«Της δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται»
Εκεί που είναι σήμερα η συνοικία «Μακρή» ήταν προπολεμικά το κτήμα Σταΐκου – Μακρή, που είχε σύνορα το σημερινό πεζόδρομο (οδός Αγρίου) τα ρέματα πίσω από το ηλεκτρικό εργοστάσιο Παπαστράτου που έδινε τότε ρεύμα στην πόλη του Αγρινίου, τα παλιά σφαγεία, το μεγάλο ρέμα (Κατρουλή) και τελείωνε σ’ ένα μικρό ρέμα που κατέβαινε απ’ τα Τηλιγαδέικα (Χαρ. Τρικούπη) περνούσε από το σπίτι του Θ. Ασημακόπουλου και τα καλοφωνέικα και χύνονταν στο μεγάλο ρέμα.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κτήματος, περίπου διακόσια στρέμματα, καλλιεργούνταν με καπνά. Στο άκρο του χωραφιού αυτού, εκεί που είναι σήμερα τα φανάρια στη Χαρ. Τρικούπη και νοτιοδυτικά, σύνορο με τα καλοφωνέικα, ήταν ένας λοφίσκος που στη κορυφή του είχε ένα τεράστιο δένδρο (δρυς) και γύρω – γύρω μερικά καχεκτικά ελαιόδεντρα. Το δένδρο αυτό ήταν τόσο μεγάλο που ίσκιωνε δυο στρέμματα τόπο, ο δε κορμός του και η κουφάλα που είχε, ήταν σαν ένα δωμάτιο σπιτιού. Το μέρος αυτό δεν καλλιεργούνταν και εμείς τα παιδιά της γειτονιάς το είχαμε για τα παιχνίδια μας. Πολλές φορές, ιδίως το καλοκαίρι, κατασκήνωναν κάτω από το δένδρο και Αθίγγανοι που με τα κλαρίνα τους και τους καυγάδες τους έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Και έλεγε τότε ο πατέρας μου που είχε το μαγαζί στου Τηλιγάδα «κάτι τρέχει στα Γύφτικα…»
Έτσι ο καιρός για μας τους μικρούς περνούσε ανέμελα. Ο κόσμος ασχολούνταν με τη συγκέντρωση καυσόξυλων και το μάζεμα της ελιάς. Οι νίκες του στρατού μας στο μέτωπο της Αλβανίας διαδέχονταν η μια την άλλη. Αυτό εμείς το βλέπαμε από τους αιχμαλώτους που μεταφέρονταν με φορτηγά αυτοκίνητα και πήγαιναν για την Αθήνα. Ήταν αδύνατοι και κουρεμένοι με τη μηχανή. Όταν εμείς πλησιάζαμε μας έλεγαν: «Μπόνο γκρέκο, πόκο άκουα» και τους γεμίζαμε τα παγούρια τους με νερό.
Ο μεγαλύτερος εχθρός όμως για το στρατό μας που μάχονταν στην Αλβανία ήταν ο βαρύς χειμώνας που ήρθε εκείνη τη χρονιά πολύ νωρίς. Πολλοί στρατιώτες μας έπαθαν κρυοπαγήματα και έμειναν ανάπηροι από το κρύο. Γι’ αυτό έλεγαν οι γέροντες ο πόλεμος είναι καταστροφικός και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Ήταν, θυμάμαι, μια μέρα Σάββατο προς το τέλος Νοεμβρίου 1940. Ο δυνατός αέρας που φύσαγε έριχνε και τα τελευταία φύλλα των φυλλοβόλων δένδρων. Εμείς τα παιδιά όταν τέλειωσε το παιχνίδι μας, πριν φύγουμε για τα σπίτια μας, μαζέψαμε όλα τα ξερά φύλλα που ήταν κάτω απ’ το μεγάλο δένδρο και γύρω απ’ αυτό και τα στοιβάξαμε μέσα στη μεγάλη κουφάλα. Κάποιος απ’ τα μεγάλα παιδιά, χωρίς να τον δούμε έβαλε φωτιά στα ξερά φύλλα που σιγόκαιγε αρκετές ώρες.
Ήταν Σάββατο και ξημέρωνε Κυριακή. Τη νύχτα φύσαγε δυνατός αέρας, όταν γύρω στη μια η ώρα μας ξύπνησε ένας δυνατός κρότος σα σεισμός. Τι είχε συμβεί; Η φωτιά είχε κάψει τα στηρίγματα του μεγάλου δένδρου και αυτό απ’ το δυνατό αέρα σωριάστηκε κάτω! Αδύνατο ν’ αντέξει το βάρος του, αφήνοντας ένα μεγάλο κρότο σαν κλάμα σφαζόμενου ζώου.
Το πρωί της άλλης μέρας μπήκε σ’ εφαρμογή το αρχαίο ρητό: «Της δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Όλοι οι κάτοικοι της κάτω Ντούτσαγας -και όχι μόνο- άλλοι με τσεκούρια, άλλοι με πριόνια και άλλοι με άλλα σύνεργα (βαριοπούλες, σφήνες κ .α) επιδόθηκαν στο τεμαχισμό του σωριασμένου δένδρου. Εμείς τα παιδιά μαζευτήκαμε κοντά στη κολώνα του ηλεκτρικού που ήταν απέναντι απ’ τα Τηλιγαδέικα και βλέπαμε λυπημένοι να συντελείτε το τέλος μιας εποχής.
Πράγματι το τέλος του μεγάλου δένδρου έφερε και το τέλος μιας εποχής. Γιατί αργότερα ήρθαν οι Ιταλοί και στο μέρος αυτό φτιάξανε στάβλους για τα άλογα και τα μουλάρια τους. Μετά την απελευθέρωση το κτήμα αυτό του Στάικου – Μακρή (που είχε αποκτηθεί με τούρκικα φιρμάνια) εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης και πουλήθηκε για οικόπεδα. Μέσα σε λίγα χρόνια οικοδομήθηκε και αποτελεί σήμερα τη συνοικία «Στάικου- Μακρή».
Από τα παλιά κτίσματα υπάρχει μόνο το Παγωνέικο που είναι στη αρχή του πεζόδρομου και όταν περνάω από κει έρχονται στη μνήμη μου η βρύση που ήταν απ’ έξω με τη σκάφη της κυρά – Σοφίας από κάτω, που καταϊδρωμένοι απ’ το παιχνίδι, πηγαίναμε να ξεδιψάσουμε. Θυμάμαι και το Ρούση, τον υπηρέτη των Παγωναίων που έπιασε τον «Πίδα» στον αχυρώνα με τ’ αυγά στον κόρφο και φώναζε: «Παγώνου… έλα να δεις του σκύλου, π’ τρώει τα’ αυγά»….
Φωτογραφία: Παλιά σφαγεία Αγρινίου.
Βρίσκονταν στη θέση που σήμερα είναι το δημοτικό πάρκινγκ της οδού Καλέργη
(Πηγή: agriniomemories.blogspot.com
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν