Το Κωσταλέξι της Ελλάδας


...

| Ένα γεγονός |

Το Κωσταλέξι της Ελλάδας

| Mια ιστορία φρίκης, για μια γυναίκα
που έγινε σύμβολο της συλλογικής ενοχής μιας χώρας
που δεν ήξερε πώς να δει την ψυχική ασθένεια |


Όταν το τρένο περνά από τις βορειοανατολικές πλαγιές της Οίτης, λίγο πριν φτάσει στο Λιανοκλάδι, ο ταξιδιώτης μπορεί να διακρίνει ένα ταπεινό χωριό πνιγμένο στα πλατάνια. Είναι το Κωσταλέξι. Ένα όνομα που από τον Νοέμβρη του 1978 δεν δηλώνει έναν τόπο και μια ιστορία-στίγμα. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που βρέθηκε κλεισμένη για δεκαετίες σε ένα σκοτεινό αχούρι μιας κοινωνίας που προτίμησε να σωπάσει ή να διασκεδάσει το δράμα της με όρους λαϊκού θεάματος.

Ήταν 7 Νοεμβρίου 1978 όταν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα ενημέρωσε τις Αρχές πως σε ένα σπίτι του χωριού μια γυναίκα κρατείται αιχμάλωτη. Οι χωροφύλακες που έφτασαν στο σημείο ήρθαν αντιμέτωποι με μια σκηνή σχεδόν απάνθρωπη: μια 47χρονη γυναίκα, γυμνή, ρακένδυτη, φοβισμένη, καθισμένη στο χώμα, μέσα στη δυσωδία και στα άχυρα. Ήταν η Ελένη Καρυώτη. Είχε μείνει εκεί, σε αυτό το μισοσκότεινο δωμάτιο, επί 29 χρόνια.

 

 

Η υπόθεση προκάλεσε φρίκη. Οι φωτογραφίες της Ελένης έγιναν πρώτο θέμα, η ιστορία της τροφοδότησε δεκάδες «εκδοχές» και σειρά ρεπορτάζ εφημερίδων. Άλλοι μίλησαν για μια νέα γυναίκα που φυλακίστηκε επειδή ερωτεύτηκε έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ, άλλοι για μια οικογένεια βουτηγμένη στη δεισιδαιμονία και την ντροπή. Το Κωσταλέξι έγινε τίτλος, έγινε σύμβολο εξαθλίωσης. «Κωσταλέξι ήταν το σπίτι που ζούσε», έλεγαν στα χρόνια που ακολούθησαν, για να περιγράψουν κάθε τόπο ανθρώπινης εγκατάλειψης.

Η Ελλάδα του 1978 όμως δεν ήταν η Ελλάδα του 1948. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, η χώρα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά τη δικτατορία, να ανακαλύψει ξανά την έννοια της δημοκρατίας και της κοινωνικής ευαισθησίας. Κι όμως, πίσω από τα πρωτοσέλιδα και τα τηλεοπτικά συνεργεία που συνέρρεαν στο Κωσταλέξι, κρυβόταν μια άλλη, πιο σκοτεινή πραγματικότητα: εκείνη της ψυχικής ασθένειας, της άγνοιας και του φόβου.

Όπως φάνηκε αργότερα, η Ελένη δεν ήταν θύμα ενός απαγορευμένου έρωτα, αλλά μιας βαθιάς ψυχικής νόσου που εκδηλώθηκε στα χρόνια του εμφυλίου. Ο πατέρας της την είχε οδηγήσει αρχικά σε γιατρούς στη Λαμία και στην Αθήνα, αλλά στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 η ψυχιατρική περίθαλψη ήταν κάτι μεταξύ φιλανθρωπίας και φυλάκισης. Όταν οι ειδικοί του Δαφνιού είπαν πως δεν μπορούσαν να την κρατήσουν, ο πατέρας την πήρε πίσω στο χωριό, κι εκεί άρχισε η αργή εξορία της από τον κόσμο.

 

 

Η οικογένεια, κουβαλώντας το στίγμα της «τρελής», απομονώθηκε. Τα αδέλφια της Ελένης, ανύπαντρα, δέσμια μιας κατάρας και μιας ντροπής που δεν τολμούσαν να μοιραστούν, έκλεισαν τις πόρτες. Κι όταν, δεκαετίες αργότερα, η υπόθεση ήρθε στο φως, ολόκληρη η χώρα βρήκε πάνω τους τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο. Συνελήφθησαν, διαπομπεύθηκαν, κινδύνεψαν να λιντσαριστούν.

Στη δίκη που ακολούθησε, το δικαστήριο αποφάσισε την αθώωσή τους. Οι Καρυώτηδες δεν ήταν βασανιστές, αλλά άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο χωρίς γνώσεις και βοήθεια, σε μια εποχή όπου η ψυχική νόσος ήταν ντροπή και όχι πάθηση. Η ετυμηγορία αυτή ήρθε σαν καθυστερημένη δικαίωση, όχι μόνο για εκείνους, αλλά και για μια κοινωνία που έπρεπε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Η ιστορία της Ελένης Καρυώτη έγινε μύθος, τηλεοπτική αφήγηση, σκηνή συγκίνησης και τρόμου. Το Κωσταλέξι μετατράπηκε για χρόνια σε τουριστικό αξιοθέατο της φρίκης: τηλεοπτικά συνεργεία, φωτογράφοι, περίεργοι. Μια χώρα που μόλις είχε γνωρίσει την τηλεόραση, ανακάλυπτε και τη δύναμη του σκανδάλου.

Κι όμως, πίσω από τις επικεφαλίδες, η υπόθεση άφησε ένα βαθύτερο αποτύπωμα. Ανέδειξε τις ανοιχτές πληγές της ελληνικής επαρχίας, την κοινωνική απομόνωση, τη θέση της γυναίκας, αλλά κυρίως τη σιωπή γύρω από την ψυχική υγεία. Έδειξε πώς ο φόβος, η φτώχεια και η άγνοια μπορούν να γίνουν κελιά πιο ασφυκτικά κι από το υπόγειο της Οίτης.

Η Ελένη Καρυώτη εξαφανίστηκε το 1998 και δεν βρέθηκε ποτέ. Κανείς δεν έμαθε αν χάθηκε ή αν απλώς διάλεξε να φύγει οριστικά από τον κόσμο που την πρόδωσε. Το Κωσταλέξι έμεινε στη μνήμη σαν πληγή και σαν μεταφορά. Ένα σύμβολο της συλλογικής μας αδυναμίας να καταλάβουμε, να συμπονέσουμε, να σταθούμε δίπλα στον «άλλο».

 

—————————————————————————————————-
Επιμέλεια Lef.T.. Mε πληroφορίες από ethnos.gr, vice.com, menshouse.gr