...
Νικολέτα Γερολιμίνη |
Το φαρμακείο του Γιάννη του Τσιμπουράκη
| «Ξέραμε κι οι δυο πως το ψέμα είχε ψυχή,
και πως η αγάπη δεν χρειάζεται πολλές λέξεις» |
Ήταν ένα φαρμακείο μεγάλο — όχι σε τετραγωνικά, μα σε θαύμα. Με τις προθήκες ψηλές, ασφυκτικά γεμάτες από φίλτρα, βάμματα, σκόνες και σταγόνες. Όλα με ονόματα δύσκολα, που αν τα ψιθύριζες, νόμιζες πως έλεγες ξόρκια.
Ο μπάρμπα Γιάννης, κοντός — μα με βήμα που άνοιγε δρόμο στη μνήμη. Κουτσαίνοντας πάντα λίγο, το ένα πόδι σαν να παρέσυρε το άλλο, σε έναν ρυθμό δικό του, αργό, σχεδόν τελετουργικό.
Μαλλί κατάλευκο, σαν ξασπρισμένος βαμβακόσπορος. Όλα τα έκανε αργά· όχι μόνο γιατί κούτσαινε αλλά γιατί έτσι έπρεπε. Για να προλάβει η στιγμή να πάρει το βάρος της.
Τα γυαλιά του παλιά, με μια λεπτή θαμπάδα στη γωνία, σαν ίχνος παλιών δακτύλων. Δεν ήταν φιλικός — όχι με τον τρόπο που περιμένει ένα παιδί το χαμόγελο — μα ούτε και σκληρός. Ήταν σαν ιατρική βιβλιοθήκη που στέκεται αγέρωχη· μιλούσε όταν έπρεπε.
Τα ράφια… γεμάτα απορίες. Μπουκάλια ψηλά, καφέ, διάφανα, μπλε, όλα κλειστά με τάξη. Κι εγώ να κοιτώ — κάθε φιάλη κι ένα μικρό θαύμα που δεν μου το εξηγούσε κανείς.
Μα εκείνη η κουρτίνα — αχ, η μπορντό κουρτίνα! Σαν θεατρική αυλαία ανάμεσα στον κόσμο των κοινών και το εργαστήριο των φαρμάκων. Βελούδινη, βαριά, πάντα ελαφρώς ανοιγμένη στο πλάι. Από πίσω, χανόταν. Κι εγώ περίμενα, ακούγοντας ήχους που δεν έμοιαζαν με τίποτα καθημερινό· γυαλί που αγγίζει γυαλί, μεταλλική κουτάλα που αναδεύει σκόνη και σιρόπι.
Το οινόπνευμα το παίρναμε χύμα. Κι ακόμη πιο πολύ με μάγευε το βάμμα. Ο ήχος όταν το έσταζε στο μπουκαλάκι — παφ, παφ, παφ — μου θύμιζε βροχή στο περβάζι. Δεν ήξερες τι γιατροπορεύει, μα ήξερες πως κάτι μέσα σου το ένιωθες να ησυχάζει.
Κι εγώ, παιδί ακόμη, με τις μπιμπίλες μου — ντρεπόμουν. Ήταν ένα παιχνίδι μεταξύ μας: «για ένα άλλο παιδί», έλεγα, «ένα χαζό παιδί που ακόμη θέλει μπιμπίλες». Κι εκείνος με πίστευε τάχα — μα το γέλιο του, σιγανό και βαθύ, με πρόδιδε. Κι εγώ γελούσα επίσης. Ξέραμε κι οι δυο πως το ψέμα είχε ψυχή, και πως η αγάπη δεν χρειάζεται πολλές λέξεις.
Ο μπάρμπα Γιάννης είναι από καιρό απών. Τώρα, κάθε που περνάω, ρίχνω μια ματιά στο τίποτα. Και βλέπω μια κουρτίνα – την μπορντό κουρτίνα – να σαλεύει χωρίς αέρα. Ίσως η μνήμη να έχει το δικό της ρεύμα.
————————————————————————
Στη σπουδή της μνήμης