«…Όσο και να προσπαθούν οι κυβερνώντες του τόπου
να μας πείσουν ότι το Αγρίνιο κινείται μπροστά,
το αδιέξοδο της πόλης είναι πιο φανερό κι από τον ήλιο»
- του Δημήτρη Μασίκα
Πριν από λίγες μέρες είχα βγει για ποτό με έναν καλό φίλο και συνομήλικό μου. Φέτος δώσαμε Πανελλήνιες• εγώ πέρασα στην Αθήνα και εκείνος στην Πάτρα. Οι συζητήσεις μας εκτυλίσσονταν γύρω από τα σχέδιά μας για το -άμεσο και μη- μέλλον. Λίγη ώρα και λίγες μπύρες μετά, τον ρώτησα: «Πώς νιώθεις που φεύγεις από το Αγρίνιο; Θα επέστρεφες ποτέ σε αυτό;». Κοιτάζοντάς με με απογοήτευση και μελαγχολία, μου απαντά: «Δε γνωρίζω, αδερφέ μου. Θα το ήθελα, μα νιώθω πως οι νέοι δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην πόλη μας. Από την άλλη, μου φαίνεται λιγάκι θλιβερό να επισκεπτόμαστε τον τόπο που μεγαλώσαμε, τον δικό μας τόπο, μόνο στις διακοπές του Πάσχα και των Χριστουγέννων…».
Δυστυχώς, αυτή είναι η πικρή αλήθεια για την πόλη μας. Είναι μία όμορφη πόλη που έχει πολλές προοπτικές, οι οποίες, ωστόσο, μένουν μονίμως προοπτικές και ποτέ δεν γίνονται πραγματικότητα. Μία πόλη που δίνει την εντύπωση ότι είναι παράλυτη και κολλημένη στο παρελθόν, παρά τις εντατικές προσπάθειες και τον ζήλο πολλών καλοπροαίρετων πολιτών της. Όσο και να προσπαθούν οι κυβερνώντες του τόπου να μας πείσουν ότι το Αγρίνιο κινείται μπροστά, το αδιέξοδο της πόλης είναι πιο φανερό κι από τον ήλιο. Και σίγουρα, κανένα έργο “buzzer beater”στη λήξη της προεκλογικής περιόδου, όσο λαμπρό και να είναι, δε θα καταφέρει να κρύψει τον ήλιο.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και οι νέοι την ξέρουμε καλά -καλύτερα ίσως από τον καθένα. Λίγο η ενεργητικότητά μας και η έμφυτη απέχθεια προς την αδιαφορία, λίγο το νεανικό αγωνιστικό πνεύμα που δεν καταφεύγει συμβιβασμούς, λίγο τα ξάγρυπνα μάτια μας που αναζητούν επίμονα εντιμότητα και δικαιοσύνη και λίγο ακόμα τα όνειρά μας, όλοι αυτοί οι παράγοντες δεν επιτρέπουν στους νέους της πόλης -μαθητές και φοιτητές- να παρακολουθούν το Αγρίνιο να απομακρύνεται γοργά-γοργά από αυτούς. Είναι πράγματι θλιβερό. Όταν η ίδια η πόλη δεν προσφέρει στους νέους τα απαραίτητα εφόδια για το μέλλον τους, πολύ φοβάμαι πως ούτε εκείνοι θα καταφέρουν να τη βοηθήσουν, όσο κι αν την αγαπούν.
Έχω μεγαλώσει εδώ και έχω έρθει σε επαφή με πολλές από τις νεανικές “ελλείψεις” της πόλης: η υποβάθμιση του Πανεπιστημίου του Αγρινίου η οποία το έχει μετατρέψει σε αστείο, αποτρέποντας νέους ανθρώπους να επιλέξουν την πόλη για τόπο σπουδών και να συμβάλλουν στον ντόπιο εργασιακό χώρο• η παραμέληση του δημοτικού πάρκου το οποίο, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες των κατοίκων (ακόμα και σε γκράφιτι, το σύνθημα “SOSτε το πάρκο” εμφανίζεται παντού), έμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα αναξιοποίητο (πόσο χρήσιμος θα ήταν, ειδικά κατά την περίοδο της καραντίνας, ένας χώρος πρασίνου και φρεσκάδας στο κέντρο της πόλης…)• οι αδίστακτοι πλειστηριασμοί που αφήνουν φίλους μας στον δρόμο• τα άπειρα κενά δασκάλων και καθηγητών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, τα οποία καθιστούν τη μόρφωση των μαθητών θέμα τύχης• η άθλια κατάσταση του ΔΑΚ και η απουσία ή υπολειτουργία πολλών σημαντικών αθλητικών εγκαταστάσεων• η υποστελέχωση των δομών υγείας, όπως του Νοσοκομείου Αγρινίου, που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των ευπαθών και όχι μόνο… Αυτά και πολλά ακόμη… Επιλύσιμα μεν, δίχως η πολιτεία να είναι πρόθυμη να τα αντιμετωπίσει δε.
Είναι, λοιπόν, καιρός οι νέοι να εισακουστούν και να παίξουν μείζονα ρόλο στα δρώμενα της πόλης, και ας θεωρείται το Αγρίνιο, σύμφωνα με κοινή αντίληψη, μία “πόλη γερόντων”. Όπως, άλλωστε, είναι γνωστό, «οι νέοι δεν έχουν πάντα δίκιο, αλλά η κοινωνία που τους αγνοεί έχει πάντα άδικο». Για τον λόγο αυτό επέλεξα να κατέβω ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το Ανυπότακτο Αγρίνιο. Διότι είναι μία παράταξη η οποία, αν και μικρή, δε σταματά ποτέ να αγωνίζεται και να διεκδικεί τα δικαιώματα όλων των πολιτών, λειτουργώντας ως ηχώ της φωνής των νέων και όσων δεν μπορούσαν μέχρι τώρα να ακουστούν αρκετά δυνατά. Και το επιτυγχάνει, βέβαια, με ουσιαστικά λόγια καιδράσεις, όχι φανταχτερές μα ανούσιες βιτρίνες.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οφείλουμε την Κυριακή των εκλογών, φίλες και φίλοι, να κάνουμε την ψήφο μας να μετρήσει, στηρίζοντας όσους είναι ικανοί για αλλαγές.