Δίστομο
Το Δίστομο απέχει από το Αγρίνιο 197 χλμ.
Ο χρόνος που απαιτείται για τη διαδρομή με αυτοκίνητο
είναι 2 ώρες και 40 λεπτά περίπου ανάλογα με τις κυκλοφοριακές συνθήκες

| Με click στον χάρτη η διαδρομή
σε μεγέθυνση
Χαραγμένη Σιωπή
Το Δίστομο βρίσκεται προς τα βορειοδυτικά όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας, κτισμένο σε μία μικρή πεδιάδα που εκτείνεται ανάμεσα στα όρη Κίρφη, Παρνασσός και Ελικώνας και σε υψόμετρο 467 μέτρα. Από το 2010, είναι έδρα του δήμου Διστόμου – Αράχοβας – Αντίκυρας. Σύμφωνα με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» και την τροποποίησή του Κλεισθένης Ι, μαζί με τον Άγιο Νικόλαο την Παραλία Διστόμου και τον Καρακόλιθο, αποτελούν την Κοινότητα Διστόμου, που ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Διστόμου του Δήμου Διστόμου Αράχοβας Αντίκυρας.
Ο πληθυσμός της Δημοτικής Κοινότητας Διστόμου, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, είναι 3.085 κάτοικοι.
Το αίμα
Στις 10 Ιουνίου 1944, το Δίστομο[1] γνώρισε τη φρίκη και την ακραία βαρβαρότητα του ναζιστικού πολέμου. Εκείνη την ημέρα, ένας από τους πιο σκληρούς και απάνθρωπους στρατιωτικούς σχηματισμούς των SS, ο 2ος Λόχος του 1ου Τάγματος του 7ου Τεθωρακισμένου Συντάγματος της Αστυνομίας SS, με επικεφαλής τον 26χρονο τότε λοχαγό Φριτς Λάουτενμπαχ, έλαβε εντολή να εντοπίσει αντάρτες στη δυτική πλευρά του Ελικώνα, με κατεύθυνση προς τα χωριά Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι.
Για την επιχείρηση αυτή χρησιμοποιήθηκαν δύο επιταγμένα ελληνικά φορτηγά, γεμάτα με Γερμανούς στρατιώτες μεταμφιεσμένους σε χωρικούς που προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Παράλληλα, άλλοι δύο λόχοι από την Άμφισσα βάδιζαν προς το Δίστομο ώστε να ενωθούν με τον 2ο λόχο. Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, οι Γερμανοί δε βρήκαν αντάρτες, παρά μόνο 18 παιδιά κρυμμένα σε στάνες. Έξι από αυτά που προσπάθησαν να ξεφύγουν εκτελέστηκαν.
Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο, φοβέρισαν τους κατοίκους για να αποσπάσουν πληροφορίες. Έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο κοντινό Στείρι και κινήθηκαν προς τα εκεί. Στη θέση Λιθαράκι, οι άντρες του Λάουτενμπαχ έπεσαν σε ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρή και διήρκεσε έως τις δύο το μεσημέρι, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να αναγκαστούν να υποχωρήσουν.
Η αντίσταση αυτή στάθηκε μοιραία για τους κατοίκους του Διστόμου. Αν και στο χωριό δεν υπήρξε καμία επίθεση εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων, οι SS εξαπέλυσαν μία ανελέητη επιχείρηση αντεκδίκησης. Άοπλοι άμαχοι, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, όλοι βρέθηκαν στο στόχαστρο. Η σφαγή που ακολούθησε δεν έκανε διακρίσεις. Ο ιερέας του χωριού αποκεφαλίστηκε, βρέφη εκτελέστηκαν, γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Οι Γερμανοί σταμάτησαν μόνο όταν νύχτωσε, και επιστρέφοντας στη Λειβαδιά καίγοντας σπίτια και σκοτώνοτας όποιον άμαχο έβρισκαν στο δρόμο τους.
Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 228 νεκροί στο Δίστομο, από τους οποίους 117 ήταν γυναίκες και 111 άνδρες, περιλαμβανομένων 53 παιδιών κάτω των 16 ετών. Ο απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετός George Wehrly, που έφτασε λίγες μέρες αργότερα στο χωριό, μίλησε για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή και πτώματα που ακόμα κρέμονταν από τα δέντρα στους δρόμους γύρω από το Δίστομο.
Μετά τα γεγονότα, ο Λάουτενμπαχ συνέταξε ψευδή αναφορά, ισχυριζόμενος ότι οι άντρες του δέχθηκαν πυρά από οχυρωμένους αντάρτες μέσα στο χωριό. Αντιθέτως, ο Γκέοργκ Κόχ της μυστικής στρατονομίας κατέγραψε πως στο Δίστομο δεν υπήρχαν αντάρτες κατά τη στιγμή της σφαγής. Παρά τις αντικρουόμενες εκθέσεις, καμία ουσιαστική τιμωρία δεν επιβλήθηκε. Οι γερμανικές αρχές πραγματοποίησαν έρευνα, χωρίς να καλέσουν ούτε έναν Έλληνα μάρτυρα, και περιορίστηκαν σε απλά πειθαρχικά μέτρα για τον υπεύθυνο λοχαγό.
Για χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, τα τραγικά γεγονότα στο Δίστομο βυθίστηκαν στη σιωπή. Ήταν μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας που οι απόγονοι των επιζώντων άρχισαν να διεκδικούν μνήμη και δικαιοσύνη. Το 1976 ιδρύθηκε ο Σύλλογος Μελέτης και Προβολής των Προβλημάτων και Γενικού Εκπολιτισμού της περιφέρειας Διστόμου, θεσπίζοντας την 10η Ιουνίου ως ημέρα τοπικής αργίας.
Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ περιέγραψε τη σφαγή του Διστόμου ως «μία από τις χειρότερες ωμότητες ολόκληρου του πολέμου». Μία πράξη που, παρά την προσπάθεια συγκάλυψης και λήθης, επιβιώνει ως τραγικό μνημείο της ανθρώπινης βαρβαρότητας και της δύναμης της μνήμης.

Με τον τίτλο «Η γυναίκα του Διστόμου» αναφέρεται φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται μια γυναίκα,
η Μαρία Παντίσκα, να θρηνεί με σταυρωμένα χέρια, φορώντας μαύρη μαντίλα τέσσερις μήνες μετά.
Η φωτογραφία είναι έργο του Ντμίτρι Κέσελ, ανταποκριτή του αμερικανικού περιοδικού Life (Σελίδα 21),
την οποία τράβηξε την 1η Νοεμβρίου του 1944 και το περιοδικό την δημοσίευσε στις 27 Νοεμβρίου του 1944
σε άρθρο του για τις θηριωδίες των Ναζιστών στην Ελλάδα, με τίτλο «What the Germans did to Greece»
(ελληνικά: Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα). Η φωτογραφία στο άρθρο έχει λεζάντα «Maria Padiska still weeps,
four months after the Germans killed her mother in massacre at the Greek town of Distomo»
(ελληνικά: Η Μαρία Παντίσκα κλαίει ακόμα, τέσσερις μήνες αφότου οι Γερμανοί σκότωσαν τη μητέρα της
σε σφαγή στην ελληνική πόλη του Διστόμο). Γκίνης, Γιώργος
Μαρτυρίες επιζώντων
Οι μαρτυρίες των επιζώντων
ζωγραφίζουν έναν τόπο βυθισμένο στο αίμα και τη θλίψη
Είναι 10 Ιουνίου 1944[2]. Πριν από 4 μόλις μέρες έγινε η μεγάλη απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, που σηματοδοτεί την αρχή της ήττας των ναζιστικών στρατευμάτων σε όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα, βρίσκεται υπό Γερμανική κατοχή από το 1941. To ίδιο πρωινό ξεκινάει μια διμοιρία Γερμανών από τη Λιβαδειά, υπό τον Φριτς Λάουτενμπαχ, με σκοπό να εντοπίσουν και να εξοντώσουν αντάρτικες ομάδες. Το μόνο που καταφέρνουν όμως, είναι να εκτελέσουν 6 αγρότες και να πιάσουν αιχμάλωτους άλλους 12. Την ίδια ώρα ο πατέρας του Πάνου Ασημάκη, επιλοχίας του ΕΛΑΣ. στρατοπεδεύσει με το λόχο του μερικά χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο, για να γίνουν εργασίες καθαριότητας.
Πάνος Ασημάκης – γιος αντάρτη: Πριν καλά καλά προλάβουνε να ξεκινήσουν τις εργασίες οι αντάρτες, να βγάλουνε αρβύλα, ρούχα, να πλύνουν για να τα βράσουν για τις ψείρες, να μπαλώσουν άρβυλα κλπ. έρχεται ο σύνδεσμος από το παρατηρητήριο τρέχοντας και αναφέρει στο λοχαγό, ότι στο Δίστομο κατευθύνονται μια φάλαγγα γερμανικά αυτοκίνητα
Μέσα στο Δίστομο η κυρία Φρόσω Περγαντά, έχοντας κοντά της τον μόλις 50 ημερών γιο της, ετοιμάζεται να ζυμώσει…
Φρόσω Περγαντά – επιζήσασα σφαγής: Μια στιγμή ακούω μια κυρία, …και με φωνάζει: «…«έλα κάτω στα αλώνια, …, έχουν πιάσει τον άντρα σου» Τους είχαν σε ένα ψηλό αυτοκίνητο, δεμένους πίσω τα χέρια, κι εδώ τα χείλια τους είχαν αφρίσει από τη δίψα. Λέει ο Γιώργης «Φρόσω να πας να φέρεις το παιδί να το δω τελευταία φορά. Θα με σκοτώσουνε». Πήγα, έφερα το παιδί το σήκωνα για να το φιλήσει, πού να το σηκώσω, ήταν ψηλό το αυτοκίνητο. Το φίλησε λίγο εδώ, έσκυψε έτσι τα χέρια, και το φίλησε λίγο εδώ πάνω στην κορυφή του.
Οι Γερμανοί δεν συναντούν φυσικά αντάρτες ούτε μέσα στο Δίστομο, και συνεχίζουν προς το Στείρι. Εκεί τους έχουν στήσει ενέδρα οι αντάρτες.
Πάνος Ασημάκης – γιος αντάρτη: Όταν λοιπόν η φάλαγγα φτάνει μπροστά στο χώρο της ενέδρας, ο πολυβολητής από το νεροφάγωμα εδώ ρίχνει μια ριπή πάνω στο πρώτο αυτοκίνητο, σκοτώνει τον οδηγό και τον συνοδηγό, ακινητοποιεί τη φάλαγγα και αυτομάτως εκείνη τη στιγμή και όλος ο λόχος με τα 2 πολυβόλα που διέθετε και όλα τα όπλα ατομικά αυτόματα κλπ. χτυπάει τη γερμανική φάλαγγα.
Οι Γερμανοί βλέποντας νεκρούς και τραυματισμένους τους συμπολεμιστές τους, εξαγριωμένοι επιστρέφουν στο Δίστομο. Πρώτα εκτελούν τους 12 ομήρους που είχαν πιάσει το πρωί. Σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά τους. Βάζουν φωτιά στα σπίτια του χωριού… Ο κύριος Τάκης Σφουντούρης 6 ετών τότε και η αδελφή του Μαρία μόλις 4, βρίσκονται στο σπίτι της θείας τους όταν παρακολουθούν από το παράθυρο την εκτέλεση των 12 ομήρων…
Τάκης Σφουντούρης – επιζών σφαγής: Μόλις η θεία μου είδε τα πολυβόλα που είχαν εκεί ‘πω πω’ λέει, ‘πάνε να τους εκτελέσουν’ Κάποιος από τους ομήρους είδε τα πολυβόλα και αντιστάθηκε εναντίον των Γερμανών. Μετά από λίγη ώρα βλέπουμε στο απέναντι σπίτι που ήταν πάλι συγγενείς μου, μπαίνοντας οι Γερμανοί ο παππούς μου καθόταν στην σκάλα με σκοπό κάποια κίνηση να κάνει. Βλέποντας ότι σκοτώνουν την κόρη του και την γυναίκα του επιτέθηκε εναντίον των Γερμανών, έτσι έκανε μια κίνηση κατά των Γερμανών, τον οποίο τον εκτέλεσαν και αυτόν.
Μερικά μέτρα παρακάτω, στο σπίτι της κυρίας Παγούλας, ακούνε πυροβολισμούς και ουρλιαχτά. Ξαφνικά πλησιάζει ένας Γερμανός και τους κάνει νόημα να κατέβουν στο κατώι.
Παγούλα Σκούτα – επιζήσασα σφαγής: Κάθεται στην πόρτα αφού μπήκαμε και εμείς μέσα ζιζιζιζιζιτ όσους πήρε ο χάρος, που λέει η ιστορία. Πέφτει πρώτα ο πατέρας μου, φώναζε ‘ωχ παιδιά μου βοήθεια’, ποιος να τον σώσει, ήταν έτσι ανάσκελα, και ρίχνει τον πατέρα μου κάτω και η ριπή παίρνει και το κάραφλο εδώ, όλο της νύφης μου, και φεύγει, τα μυαλά της πήγαν στον τοίχο, και πήρε και το παιδί της τον Γιάννη, 8 χρονών εκείνο ήταν. Εκείνο βογκούσε, η μάνα του αφού της πήρε το κεφάλι τι ήθελες, να ζει; Η Μαρία του Φιλλίπου, αυτή ήταν έγκυος, δεν καταλάβαινα και εγώ, αυτή ήταν νεκρή αλλά πηδούσε η κοιλιά της, ήταν έγκυος φαίνεται ήταν ζωντανό το μωρό.
Ο Γερμανός φεύγοντας ανοίγει τις κάνουλες των βαρελιών με το κρασί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τρομακτική εικόνα
Παγούλα Σκούτα – επιζήσασα σφαγής: 30 φορτώματα κρασί, αίμα και γίνεται μια κρέμα, πάγωσε, μια λίμνη μέσα στο κατώι και να μην μπορείς στεριωθείς πουθενά. Εγώ φορούσα είχε πεθάνει η μάνα μου 2 χρόνια πιο μπροστά και φορούσα μια μαύρη ρόμπα, ήταν κατακόκκινη από το αίμα και έκανα έτσι να πέφτουν οι κρέμες σαν κουρκούτι επάνω μου.
Η κυρία Παγούλα κάνει την πεθαμένη κρατώντας την αναπνοή της…
Παγούλα Σκούτα – επιζήσασα σφαγής: Όσο μπορέσαμε ο καθένας. Εγώ θυμάμαι και καμιά φορά κάνω έτσι (κάνει ότι κρατάει την αναπνοή της) βαστάω την αναπνοή μου και παίρνω με την μύτη ανάσες αλλά ούτε να κουνηθείς μπορούσες ούτε τίποτα.
Στην άλλη πλευρά του χωριού η κυρία Νίτσα Σφουντούρη, 12 χρονών τότε, βρίσκεται στο σπίτι της με τους γονείς και τις 2 μικρότερες αδελφές της, 6 και 3 χρονών, όταν ακούνε τους πυροβολισμούς από έξω…
Νίτσα Σφουντούρη – επιζήσασα σφαγής: Βλέπω έναν Γερμανό εδώ από έξω ήταν, να πυροβολεί στον αέρα με το πιστόλι. ‘Μπαμπά έρχεται πάνω’ λέω ‘ στο σπίτι μας’. Ώσπου να το καλοπώ είχε ανοίξει την πόρτα εκείνος Ο πατέρας μου προσπάθησε να του πει κάτι, ποιος ξέρει, τι να μου πει, τι να του πει. Ρίχτηκε πάνω του σαν θηρίο, σαν θηρίο ανήμερο. Να κλαίνε οι αδερφούλες μου οι μικρές, εγώ δεν έκλαιγα, εγώ είχα σχεδόν τρελαθεί δεν ήμουν καθόλου με τα καλά μου. Μέσα στην τρέλα μου και στην αλλοφροσύνη μου, σκαρφαλώνω μέσα στον νεροχύτη και λέω ‘μπαμπά να πηδήσω από το παράθυρο’, το είχα ανοίξει, ‘όχι’ μου λέει, αυτό δεν ξανάκουσα από το στόμα του τίποτα. Με το όχι ανοίγω το παράθυρο, μία δίνω και πηδάω γιατί ήταν ψηλά το παράθυρο, ήταν δυο μέτρα, παραπάνω, ούτε το σκεφτόμουνα τι έκανα.
Η κυρία Νίτσα καταφέρνει να φτάσει στο σπίτι των γειτόνων, αλλά ούτε εδώ μένει απαρατήρητη…
Νίτσα Σφουντούρη – επιζήσασα σφαγής: Όπως ήμαστε εκεί κλεισμένοι έρχονται και εκεί οι φίλοι μας οι Γερμανοί, με το πιστόλι ο ένας στην πόρτα μας σημάδευε και ο άλλος κλότσαγε ότι έβρισκε μπροστά του, σε κάθε κλοτσιά η καρδιά μου να σπάσει να φύγει. Αλλά μας έκλεισε όμως την πόρτα αυτός που μας σημάδευε με το πιστόλι του. Μας είπε να προσέχουμε να μην βγούμε έξω, μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έξω σκοτώνουν, μην βγείτε και ήταν κλειστά.
Μετά από αρκετές ώρες οι πυροβολισμοί σταματούν, και επικρατεί κυριολεκτικά νεκρική σιγή…Τα αδέλφια Σφουντούρη τολμούν να αφήσουν την κρυψώνα τους και να ψάξουν για τους γονείς τους.
Τάκης Σφουντούρης – επιζών σφαγής: Σας μιλάω ειλικρινώς δεν ακουγότανε τίποτα, δεν κουνιότανε τίποτα ψυχή, από τις πολλές σφαίρες και τα πουλιά ακόμα είχαν εξαφανιστεί.
Μαρία Παπαϊωάννου – επιζήσασα σφαγής: Στο δρόμο που πηγαίναμε χέρι χέρι με τον Τάκη, ένα παιδί έξι χρονών και ένα τεσσάρων χρονών, δεν είχαν σταματήσει ούτε τα δάκρυα από τα μάτια αλλά ούτε το κλάμα, οι φωνές από το στόμα μας, φωνάζαμε και κλαίγαμε.
Όταν φτάνουν τα μικρά παιδιά στο σπίτι αντικρίζουν ένα θέμα που μέχρι σήμερα στοιχειώνει τα όνειρά τους.
Μαρία Παπαϊωάννου – επιζήσασα σφαγής: Ανεβήκαμε εμείς επάνω, μπήκαμε στο χωλ, στο χειμωνιάτικο, είδαμε τον πατέρα μας στο κρεβάτι ξαπλωμένος και η μάνα μας ήταν δίπλα στο τζάκι, όπως είχε μέσα το δωμάτιο, και στα πόδια της ήταν το μικρό σκοτωμένο και αρχίσαμε και φωνάζαμε, μπροστά ο Τάκης πίσω εγώ, ‘μαμά, μπαμπά, Νίκο, μαμά, μπαμπά, Νίκο’, δεν μας απαντάγανε, αρχίσαμε να φωνάζουμε και όπως ήταν κάτω ο μικρός σκοτωμένος, αυτό το είχαν ανοίξει στην κοιλιά με ξιφολόγχη φαίνεται το παιδί και το αγκάλιασε και όλα τα σωθικά του βγήκαν επάνω και κυλιστήκαν κάτω στο πάτωμα. Η μάνα μας όπως ήταν ακουμπισμένη στο τζάκι εκείνη την στιγμή όπως την ακουμπήσαμε εμείς έπεσε και αυτή κάτω, κάθισε έτσι, σύρθηκε κάτω σαν να κάθισε.
Η κυρία Παγούλα ψάχνει απελπισμένη την 8χρονη αδελφή της Λουκία. Την βρίσκει λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι…
Παγούλα Σκούτα – επιζήσασα σφαγής: Και τι να δω, την αδερφούλα μου… ήταν ξαπλωμένο έτσι, μπροστά σε ένα πηγαδάκι που ήταν και μια τρύπα είχε από κάτω στο μάτι. Τώρα ποιο μέρος ήταν δεν θυμάμαι, μια μαύρη τρύπα…
Τα θύματα φτάνουν στο σύνολό τους τα 218. Ανάμεσά τους ακόμα και αβάπτιστα βρέφη…
Μετά από τη σφαγή, οι εναπομείναντες κάτοικοι του Διστόμου εγκαταλείπουν το χωριό και περνούν τη νύχτα σε σπηλιές και χωράφια της γύρω περιοχής. Τις επόμενες μέρες οι συγγενείς θάβουν όπως όπως τους νεκρούς τους, ακόμα και στις αυλές των σπιτιών τους.
Μαρία Παπαϊωάννου – επιζήσασα σφαγής: Μετά την άλλη την μέρα που αρχίσαν και θάβανε τους νεκρούς, δεν ξέρω αν έχετε ιδέα που λύνεται ο αφαλός που λένε, της γιαγιάς μου από τα κλάματα, από τις φωνές λύθηκε ο αφαλός της, και έτρεμε δεν μπορούσε να σταθεί καθόλου και έβγαλε το μαντήλι από το κεφάλι, έδεσε την κοιλιά της και έχωσε τα παιδιά της, σε ένα τάφο έχωσε την κόρη της, τον γαμπρό της και το παιδί, τον έβαλε τον αδερφό μου, το θυμάμαι, σαν να είναι τώρα δα. Φέρετρα και τέτοια δεν υπήρχαν, σανίδες βάλανε για κάσες μέσα στην μέση, και πιο δίπλα στον άλλο τον τάφο έχωσε την αδερφή της, τον πατέρα της και την αδερφή της πάλι από εκεί πέρα.
Η σφαγή έχει αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στο χωριό…
Φρόσω Περγαντά – επιζήσασα σφαγής: Βρώμα και δυσωδία το χωριό. Το αίμα στην πλατεία κάτω ήταν πλημμυρισμένο. Πάταγες κάτω και πάταγες αίμα.
Τελικά η βοήθεια στο Δίστομο φτάνει από ανέλπιστη πηγή. Στην Αθήνα ο Σουηδός καθηγητής Στούρε Λινέ, μέλος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, βρίσκεται στη δεξίωση του γάμου του, όταν φτάνει ένα απελπισμένο τηλεγράφημα από το Δίστομο, ζητώντας άμεσα βοήθεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνει τη γυναίκα του και ξεκινούν αμέσως. Συναντήσαμε τον 90χρονο σήμερα Λινέ στο σπίτι του στη Στοκχόλμη, ο οποίος διηγείται για πρώτη φορά τη συγκλονιστική του ιστορία στην ελληνική τηλεόραση.
Στούρε Λινέ – μέλος Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού: ήμουνα υπεύθυνος όσον αφορά τον Ερυθρό Σταυρό για αυτή την περιφέρεια και κοιταχτήκαμε η Κλειώ και εγώ και είπαμε εμείς φεύγουμε αμέσως μόλις έχουμε μαζέψει μερικά φορτηγά και ρούχα και φάρμακα και τέτοια για κάθε ενδεχόμενο και φύγαμε μέσα στην νύχτα.
Ο Λινέ και η μόλις λίγων ωρών σύζυγός του, οδηγούν όλη τη νύχτα για να φτάσουν στο Δίστομο. Όταν φτάνουν στο χωριό η εικόνα που βλέπουν θυμίζει σκηνές της Αποκάλυψης.
Στούρε Λινέ – μέλος Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού: τα σώματά τους τα είχαν καρφώσει απάνω στα δέντρα, είχαν βγάλει τα μάτια τους, το στήθος των γυναικών. Στα σεξουαλικά όργανα των γυναικών και των κοριτσιών είχαν βάλει χώμα, πέτρες, σπασμένα ποτήρια, είχαν ανοίξει τα σώματά τους και είχαν βγάλει τα έντερα. Στους άντρες επίσης είχαν κόψει τα σεξουαλικά όργανα και τα έβαλαν στο στόμα τους. Αυτό είναι…
Το Δίστομο βυθίζεται στο πένθος και ντύνεται στα μαύρα για πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει οικογένεια στο χωριό που να μην έχει θρηνήσει θύμα πρώτου βαθμού.
—————————————————————————————————————————————————————
Με πληροφορίες από: 1. https://el.wikipedia.org/wiki/Σφαγή_του_Διστόμου | 2. «Νέοι Φάκελοι στον ΣΚΑΪ, η σφαγή του Διστόμου» https://web.archive.org/web/20100119085924/http://folders.skai.gr/default.asp?pid=10&la=1&tID=201&tr=1
———————————————————————————————
Επιμέλεια: Lef.T