Θανάσης Αλεξάκης: «Η οικογένειά μου έμεινε σε ένα σπίτι
κάτω από το γήπεδο του Παναιτωλικού, κοντά στον Άγιο Χριστόφορο
Ένα παράθυρο στην πρόσοψη του σπιτιού
απείχε από το πεζοδρόμιο μόλις 35 εκατοστά.
Κάθε βράδυ, οι ασφαλίτες
με τους παρακρατικούς της πόλης περνούσαν και το έσπαγαν»
- Μία συνέντευξη του Λευτέρη Τηλιγάδα
Φωτογραφίες Νικολέτα Γερολιμίνη
Λίγες μέρες* πριν την επέτειο της απελευθέρωσης του Αγρινίου από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες, που δρούσαν ανεξέλεγκτα στην πόλη του Αγρινίου και τη γύρω περιοχή, συναντηθήκαμε με τον Πρόεδρο του παραρτήματος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ) και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), Θανάση Αλεξάκη, για να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα της ανάδειξης του μνημείου της θυσίας των «120» Αιτωλοακαρνάνων και Κρυοπηγητών της Πρέβεζας.
Κάθε ζωντανή κουβέντα όμως, εύκολα «ξεστρατίζει» από αυτό που την προκαλεί, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που ο συνομιλητής σου έχει σηματοδοτήσει και με τη δική του δράση μια μεγάλη περίοδο της σύγχρονης τοπικής ιστορίας. Το ένα θέμα φέρνει το άλλο και όλα μαζί προσθέτουν στο πολύχρωμο μωσαϊκό της τοπικής ιστορικής και της κοινωνικής αφήγησης μια αλήθεια ακόμα, άλλες φορές περισσότερο υποκειμενική, άλλες λιγότερο, απαραίτητη και χρήσιμη όμως πάντα για να αποκτήσει το χαμένο της χρώμα η μνήμη και να ζωντανέψει ξανά τα γεγονότα που την αναδεικνύουν.
Για όσους δεν τον γνωρίζουν, ο Θανάσης Αλεξάκης, γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1941 στο Αγρίνιο, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στη πόλη και από μικρό παιδί ακόμα, βρέθηκε αντιμέτωπος με την βία του κράτους των νικητών του εμφυλίου (κατά την επίσημη ιστορική εκδοχή), ενός ένοπλου ταξικού αγώνα, που «ηττήθηκε, γιατί πάλεψε με υπέρτερες δυνάμεις», σύμφωνα με την δική του αντίληψη της ιστορίας.
«Η οικογένειά μου έμενε σε ένα σπίτι κάτω από το γήπεδο του Παναιτωλικού, κοντά στον Άγιο Χριστόφορο. Ένα παράθυρο στην πρόσοψη του σπιτιού απείχε από το πεζοδρόμιο μόλις 35 εκατοστά. Κάθε βράδυ, οι ασφαλίτες με τους παρακρατικούς της πόλης περνούσαν και το έσπαγαν, για να μας τρομοκρατήσουν, με αποτέλεσμα ο πατέρας μου να αναγκαστεί να το κλείσει με χαρτόνια. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με άλλα περιστατικά που είχαν ως στόχο την οικογένεια μας, με έκαναν να συνειδητοποιήσω από μικρό παιδί, ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, ούτε απέναντι στο νόμο, ούτε μέσα στον κοινωνικό ιστό».
Το 1957 γίνεται μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ και συμμετέχει στις κινητοποιήσεις της νεολαίας της πόλης για το Κυπριακό. Πάει φαντάρος και τον Γενάρη του 1965 απολύεται. Δυο μήνες αργότερα περίπου, αναλαμβάνει το οργανωτικό των «Λαμπράκηδων» στο Αγρίνιο.
Στις 21 Απριλίου 1967, πρώτη μέρα της δικτατορίας των συνταγματαρχών, επιχειρούν μαζί με τον Παναγιώτη Μοσχονά και τον Αντώνη Δρούγκα να οργανώσουν την πρώτη αντιστασιακή ομάδα κατά της χούντας στο Αγρίνιο, αλλά η σύλληψη του Δρούγκα και της Ελπίδας Καρέλου, η οποία είχε στην κατοχή της έναν πολύγραφο, ματαιώνει τους σχεδιασμούς.
Συλλαμβάνεται επτά μέρες αργότερα, ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά την περιφορά του επιταφίου και οδηγείται στο κρατητήριο της Χωροφυλακής Αγρινίου, που βρισκόνταν εκείνη την εποχή στη Χαριλάου Τρικούπη, λίγα μέτρα πιο κάτω από το σημείο που βρίσκεται σήμερα η Χριστιανική Ένωση. Από κει τον οδηγούν στην Παλαμαϊκή Σχολή του Μεσολογγίου, στην οποία συγκεντρώνουν κρατούμενους από όλη την Αιτωλοακαρνανία.
Μια εβδομάδα αργότερα τούς επιβιβάζουν όλους σε ένα φερυμπότ και στα ανοιχτά της Τουρλίδας τούς μετεπιβιβάζουν σε ένα αρματαγωγό που «κατέβαινε» το Ιόνιο, μαζεύοντας τους «αντιφρονούντες» και τους οδηγούν στη Γυάρο. Μεταφέρεται με άλλους νεαρούς συγκρατούμενούς του για σωφρονισμό στις φυλακές του Ωρωπού. Επιστρέφει ξανά στη Γυάρο και αργότερα μεταφέρεται στο Λακί της Λέρου. Από κει φεύγει με «πειθαρχική» στο Παρθένι. Επιστρέφει στο Αγρίνιο με την γενική αμνηστία του ’70 και από τότε μέχρι σήμερα δίνει τον δικό του αγώνα, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης εκλέγεται τέσσερις (4) φορές Δημοτικός Σύμβουλος Αγρινίου
Βρεθήκαμε στο κτήμα που ζει τα τελευταία χρόνια με την γυναίκα του Ελένη Καρέλου κι αρχίσαμε τη κουβέντα από την αναγκαιότητα ανάδειξης, όπως γράψαμε και παραπάνω, του μνημείου των «120» στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.
«Αρκετές φορές μέχρι σήμερα μπήκε το ζήτημα της ανάδειξης του μνημείου της θυσίας των 120 εκτελεσμένων από το τάγμα των γερμανοτσολιάδων του Τολιόπουλου τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Εκτός από την πρόσφατη δραστηριοποίηση προς την κατεύθυνση αυτή του Αριστείδη Μπαρχαμπά, υπήρξε παλιότερα μια αρθρογραφία πάνω σε αυτό το ζήτημα και από την κ. Κοτρώνη, η οποία ήταν δασκάλα και σύζυγος του Σωκράτη Κυλάφη. Σήμερα δεν αμφισβητεί κανείς, ότι για το συγκεκριμένο μνημείο απαιτείται μια ουσιαστική αναμόρφωση.
»Ένα βασικό μειονέκτημα του μνημείου είναι, ότι σε όλη την έκταση που καταλαμβάνει, δεν υπάρχει ούτε μια επιγραφή που να αναφέρεται στο γεγονός. Ούτε καν τα ονόματα των εκτελεσμένων δεν υπάρχουν. Η κοινωνία του Αγρινίου οφείλει να αγκαλιάσει μια προσπάθεια στην οποία πρέπει να συμμετέχουν το Παράρτημα της Εθνικής Αντίστασης, η Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία διαθέτει ένα σημαντικό αρχείο με πλούσιο υλικό, ο Δήμος, οι δημότες που έχουν ασχοληθεί με την έρευνα της συγκεκριμένης εποχής, οι ομοσπονδίες και οι σύλλογοι της πόλης, έτσι ώστε να δοθεί η πραγματική διάσταση της θυσίας και αυτή να αποτυπωθεί πάνω στο συγκεκριμένο μνημείο.
»Το υποστηρίζω αυτό, γιατί, όπως γνωρίζεις, στις μέρες μας υπάρχει μια προσπάθεια αλλοίωσης των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Κάποτε γιορτάζαμε τη νίκη ενάντια στο φασισμό. Σήμερα αυτή η γιορτή μετονομάστηκε σε «μέρα των λαών της Ευρώπης». Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή. Άλλα λόγια, για να μπορέσουν να σβήσουν από τη μνήμη την ιστορική και καταλυτική σημασία που έπαιξε ο Κόκκινος Στρατός στον αγώνα κατά του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη.
»Γνωρίζεις πολύ καλά, ότι στις μέρες μας κυριαρχεί ο αντικομμουνισμός και η λογική των δύο άκρων, η οποία ούτε τυχαία είναι, ούτε αυθόρμητη. Υπάρχει συγκεκριμένη στόχευση. Υποστηρίζουν το ένα ψέμα επάνω στο άλλο, για να μπορέσουν να καλύψουν και να αλλοιώσουν τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό είναι ένα φαινόμενο, μια μεθοδευμένη τακτική, που διακτινίζεται προς κάθε κατεύθυνση και απειλεί να αλλοιώσει το σύνολο της ιστορίας, από τα πιο ασήμαντα γεγονότα μέχρι τα πιο σημαντικά.
»Πρόσφατα στο Δημοτικό Συμβούλιο, ήρθε μια λίστα με ονόματα, για να γίνει η ονοματοθεσία δρόμων του Αγρινίου. Εκτός από την κραυγαλέα περίπτωση του αρχιμανδρίτη Βενέδικτου Πετράκη και την ιστορία του, υπάρχει σε αυτή τη λίστα και το όνομα του ιερέα Πέτρου Νικόλσκυ.
»Στις 25 Μαρτίου του 1965, ο Δήμαρχος τότε του Αγρινίου, Τάσος Παναγόπουλος, είχε καλέσει τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη να τιμήσει την 25η Μαρτίου στο χώρο του Ηρώου της πόλης, εκεί που σήμερα βρίσκεται η δημοτική βιβλιοθήκη. Το στεφάνι για την κατάθεση κρατούσαμε ο Μαρίνος Μπαρμπούτης ή Μπέμπης, ο Γεράσιμος Κυλάφης κι εγώ. Όταν κληθήκαμε για την κατάθεση, ο πυρήνας του παρακράτους εκείνης της εποχής – δεν είναι της ώρας να πούμε, ποιοι ήταν – με την υποστήριξη της χωροφυλακής, προσπάθησαν, όχι μόνο να μάς αποτρέψουν να καταθέσουμε, αλλά μάς έδειραν κιόλας.
»Ένας από τους ιερείς που τελούσαν εκείνο το απόγευμα το μνημόσυνο για την επέτειο ήταν ο Πέτρος Νικόλσκυ. Την ώρα λοιπόν, που χωροφύλακες και παρακράτος μας χτυπούσαν και γινόταν η φασαρία, άκουσα τον Νικόλσκυ να λέει: «Αν ήξερα, ότι θα είναι κι αυτοί εδώ, εγώ δε θα ερχόμουν». Κατάλαβες; Όσοι εκείνοι την εποχή αγωνιζόμασταν για ένα καλύτερο αύριο, για τον πατέρα Νικόλσκυ, ήμασταν μιάσματα και αποδιοπομπαίοι.
»Είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν στις μέρες μας ότι οι «120» της Αγίας Τριάδας, δεν ήταν όλοι κομμουνιστές. Όσοι υποστηρίζουν σήμερα κάτι τέτοιο, ξεχνούν ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι πάλευαν τους ξένους κατακτητές και τους συνεργάτες τους κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ εκείνης της εποχής. Πάλευαν για τα ίδια ιδανικά, για τα οποία πάλευε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Δεν πάλευαν μόνο για απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό. Πάλευαν ταυτόχρονα για Λαοκρατία και δικαιοσύνη. Για μια άλλη κοινωνία δηλαδή, που θα είχε κέντρο τον άνθρωπο και όχι το κέρδος του μαυραγορίτη.
»Τι θα πει, δεν ήταν όλοι κομμουνιστές; Αυτοί οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στις φυλακές της Αγίας Τριάδας είχαν συλληφθεί από το τάγμα ασφαλείας του Τολιόπουλου, επειδή ήταν «ταραχοποιά» και «αναρχικά» στοιχεία, πάει να πει κομμουνιστές, είχαν επιλεγεί να εκτελεστούν, γιατί ήταν κομμουνιστές και αφού εκτελέστηκαν, οι οικογένειές τους κυνηγήθηκαν για πάνω από 30 χρόνια, γιατί οι συγγενείς τους ή οι ίδιοι ήταν κομμουνιστές. Τι θα πει λοιπόν η φράση: “Δεν ήταν όλοι κομμουνιστές;(!)”
»Και να μην ήταν έγιναν. Ποια αποκατάσταση της μνήμης υπερασπίζονται, όσοι διατυπώνουν αυτή την ανιστόρητη φράση; Γιατί δεν κάνουν έναν κόπο να ξαναδιαβάσουν τη γερμανική ανακοίνωση εκείνης της μέρας, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Δυτικής Ελλάδας με ημερομηνία 15 Απριλίου 1944;»
Καθώς ακούω τον Θανάση να μιλάει, είμαι σίγουρος ότι όλος αυτός ο ζωντανός, χειμαρρώδης και ζωηρός λόγος δεν μπορεί να χωρέσει στα στενά όρια μιας συνέντευξης.
«Στις μέρες μας έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται μια τεράστια προπαγάνδα, η οποία, όπως σου είπα και προηγουμένως, έχει βαλθεί όχι απλά και μόνο να κάνει το άσπρο μαύρο αλλά να “μαυρίσει” και κάθε “κόκκινο” που υπάρχει. Αν δεν έχεις ζήσει στο πετσί σου μερικά πράγματα, είναι εύκολο να ταρακουνηθείς και να αρχίσεις να “κάνεις νερά”. […]
»Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Πριν μερικά χρόνια διαμέλισαν την Γιουγκοσλαβία· την ισοπέδωσαν και άρχισαν σιγά – σιγά να βάζουν αιτήματα: “Δώστε μας τον Κάραζιτς, να σας δώσουμε λεφτά, για να ανοικοδομήσετε ό,τι εμείς καταστρέψαμε… Δώστε μας τον Μιλόσεβιτς και…”.
Κι αυτοί δώσανε και τον Κάραζιτς και τον Μιλόσεβιτς, και γη και ύδωρ, για να αποδειχθεί στο δικαστήριο που οι ίδιοι έστησαν, πως ο Μιλόσεβιτς δεν ήταν εγκληματίας πολέμου, όπως τόσο ανερυθρίαστα υποστήριζαν. Για να δούμε λοιπόν, μήπως και σήμερα συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με τότε».
Πρόσφατα Θανάση, του λέω, είδα σε ένα μεγάλο site μιας κυριακάτικης αθηναϊκής εφημερίδας, μια φωτογραφία που αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι όχι μόνο τα πράγματα έχουν ξεφύγει, αλλά η προπαγάνδα του αντικομμουνισμού, με οδηγό την υπερβολή και την παραχάραξη έχει αρχίσει να μην σέβεται τίποτα πια. Στην φωτογραφία αυτή το photoshop είχε τοποθετήσει στο ίδιο κάδρο τον Μαρξ και τον Χίτλερ. Λίγη αίσθηση της ιστορίας, της σκέψης και της ζωής των συγκεκριμένων προσώπων να έχεις και εύκολα μπορείς να αντιληφθείς, ότι μια τέτοια απεικόνιση μόνο κατευθυνόμενη μπορεί να είναι. Κυρίως για την προβολή και μόνο της ίδιας της εφημερίδας και τίποτ’ άλλο.
Θα μου επιτρέψεις να κάνω για λίγο τον συνήγορο του διαβόλου. Το 1917 στη Ρωσία οι προλετάριοι πήραν την εξουσία, ανατρέποντας ένα από τα πιο σκληρά μοναρχικά καθεστώτα του τότε γνωστού κόσμου και άρχισαν να οικοδομούν τον σοσιαλισμό κάτω από την πολιτική και θεωρητική καθοδήγηση του Λένιν. Υπάρχει κάτι μέσα στη σκέψη σου, που να αμφιβάλλει ή να αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο εξελίχτηκαν τα γεγονότα στη Σοβιετική Ένωση; Μια τέτοια κοινωνία ονειρευόταν ένας κομμουνιστής Έλληνας, ο οποίος τις δεκαετίες του τριάντα, του σαράντα, του πενήντα και ούτω καθεξής, αγωνιζόταν για ελευθερία, λαοκρατία και σοσιαλισμό;
«Αυτός στον οποίο πρέπει να απαντήσω δεν είναι ο συνήγορος του διαβόλου, αλλά ο ίδιος ο διάβολος. Καταρχάς πιστεύω, πως ότι έγινε στη Σοβιετική Ένωση με την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος εκείνης της εποχής (και κάτω από τις συνθήκες τις οποίες έγινε), ήταν σωστό, αφού ο περίγυρος δεν ήταν καθόλου φιλικός. Έπρεπε αυτό το νεοσύστατο εργατικό κράτος να διασφαλίσει την οντότητα και την κυριαρχία του. Αν αυτό δεν το έκανε δεν θα επιτύγχανε το σκοπό, για τον οποίο έκαναν την επανάσταση οι προλετάριοι. Γιατί η επανάσταση έγινε για να εξαλειφθεί η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
»Αυτές τις μέρες διαβάζω την επιστολή που έστειλε στην ελληνική κυβέρνηση αυτός ο Εσθονός, ο οποίος, για να τεκμηριώσει ότι η Εσθονία είναι μια ελεύθερη χώρα, είπε, ότι στον κομμουνισμό διωκόταν το επιχειρείν και η ιδιοκτησία. Συμφωνώ και επαυξάνω. Καλά έκανε και διωκόταν. Με αυτό τον τρόπο όμως, δεν χρειαζόταν βάουτσερ το παιδί, για να πάει στον παιδικό σταθμό. Ο αγώνας του σοβιετικού λαού ήταν για να δημιουργήσει ένα κράτος που θα κάλυπτε τις βασικές καταρχάς ανάγκες των ανθρώπων. Τώρα, εάν κάποιοι εκτιμούν ότι έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος ο λαός να χρησιμοποιεί το αίτημα της ελευθερίας, για να αντιπαλεύει το σοσιαλισμό, εμένα δεν θα με βρουν σύμφωνο.
»Το κομμουνιστικό κόμμα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει ένα νεοσύστατο εργατικό κράτος δυνατό και σταθερό. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η σοβιετική επανάσταση έδωσε στις κοινωνίες όλου του κόσμου ένα όραμα υπαρκτό. Μια αίσθηση η οποία υπαγόρευε την βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, μπορεί να δημιουργήσει πολιτισμό, αθλητισμό γράμματα, τέχνες, επιστήμη και ένα σωρό άλλα αγαθά, τα οποία είναι απαραίτητα και βασικά για να παραμείνει ο άνθρωπος, άνθρωπος. Όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει ή να τα απαξιώσει, πολύ δε περισσότερο να τα υπονομεύσει.
»Αυτή η έξαρση του αντικομμουνισμού, ούτε τυχαία είναι, ούτε στο «πόδι» επιχειρείται. Υπάρχει συγκεκριμένη στόχευση. Αυτό που επιδιώκουν είναι να ξεκινήσει ο κόσμος να ξανακουβεντιάζει όλα εκείνα που η ιστορία τά έχει καταγράψει με μεγάλα γράμματα και δεν μπορούν να σβήσουν με τίποτα. Όσα ψέματα και να ειπωθούν, όσες κωλοτούμπες κι αν σκηνοθετήσουν. Κι εδώ στην Ελλάδα, μπορεί εμείς οι κομμουνιστές να χάσαμε τον πόλεμο, όμως ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά έχουμε δικαιωθεί.
»Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι οι πολιτικές, ούτε πολλές είναι, ούτε συγκεχυμένες. Δύο “πράγματα” υπάρχουν. Από τη μια ο καπιταλισμός, αυτή η ασύμμετρη βαρβαρότητα των αριθμών και του κεφαλαίου κι από την άλλη ο κομμουνισμός: ένα σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας που κυρίαρχο αξίωμά του είναι η δικαιοσύνη και μοναδική προτεραιότητά του η ευημερία του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου. Από τη μια η «ελευθερία της αγοράς» και του κεφαλαίου κι από την άλλη η αξιοπρέπεια και η προκοπή των εργαζομένων. Από τη μια ένα σύστημα που αντιλαμβάνεται τις φράσεις, “πρώτη”, “δεύτερη” και “τρίτη ηλικία” όχι με βάση τις πνευματικές και βιοτικές τους ανάγκες, αλλά με γνώμονα τη συμμετοχή τους στην παραγωγή της υπεραξίας και του πλούτου. Από τη μια η “ελευθερία” της “αγοράς¨” και η αλυσίδα της παραγωγής κι από την άλλη η αλληλεγγύη και ο αγώνας για μια αξιοβίωτη, δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Για μια κοινωνία δηλαδή που η παιδεία δεν θα είναι απλά και μόνο η εκπαίδευση του ανθρώπου για να χρησιμοποιηθεί ο ίδιος ως εργαλείο, που η υγεία δεν θα αποτελεί έναν μηχανισμό συντήρησης των εργατών μέχρι να χάσουν και το τελευταίο κομμάτι της ζωτικής τους δύναμης, που η εργασία και το μεροκάματο δεν θα καθορίζεται από την ανεργία και την απαξίωση.»
Αυτός είναι ο Θανάσης Αλεξάκης. Ένας άνθρωπος μέχρι το μεδούλι κομμουνιστής που στέκεται στον πολιτικό χώρο που ανήκει με παρρησία και πίστη, ακόμα κι όταν οι συγκυρίες ή οι πολιτικές που διαμορφώνονται στο εσωτερικό του, δεν είναι έτσι όπως αυτός θα τις ήθελε.
Τελειώνοντας αυτή τη συνέντευξη τον ρώτησα: «Υπάρχει κάτι που δεν είπαμε και θα ήθελες να το πεις;»
«Ή με τα μονοπώλια», μου απάντησε «ή με το λαό. Αυτό είναι το δίλημμα. Εγώ έχω απαντήσει για μένα. Εσύ;»