Ένα «ταξείδιον» με το τρένο το 1897

Tο «ταξείδιον» εις Άρταν
και το ταξείδιον από Πατρών εις Αγρίνιον

Λίγες μέρες πριν ξεσπάσει στα βόρεια σύνορα του κράτους
ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, γνωστός στην Ελλάδα και ως Μαύρο ’97
ή Ατυχής πόλεμος, η καθημερινή εφημερίδα των Αθηνών, «Εμπρός»,
δημοσίευσε στο φύλλο της Δευτέρας 31 Μαρτίου 1897 (Έτος Α, αρ. φυλ. 140)
ένα πρωτοσέλιδο άρθρο του πολεμικού ανταποκριτή της Ανδρ. Μοσχονά
με τίτλο «Tο ταξείδιον εις Άρταν», στο οποίο ο συντάκτης του περιγράφει τις εντυπώσεις,
που αποκόμισε από τη διαδρομή που έκανε με το τρένο των  από την Αθήνα έως την Πάτρα
και από κει ως το Αγρίνιο και την Άρτα

Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύουμε σήμερα, διατηρώντας την ορθογραφία του κειμένου,
πλην του τονισμού, ο οποίος ακολουθεί τους κανόνες του μονοτονικού

 

 του Ανδρέα Μοσχονά

 

Βαρύς και στένων ο Σ.Π.Α.Π. με έφερε το εσπέρας της Κυριακής εις Πάτρας. Το ταξείδιον εκείνο, διά μέσου της θαλεράς ακτής του Κορινθιακού, είνε αληθώς θαυμάσιον: Δεν γνωρίζει κανείς τι να πρωτοθαυμάση: Την θάλασσαν ή την ξηράν: το κάλλος της πρώτης ή την μαγείαν της δευτέρας. Τι βλάστησις, τι οργώσα φύσις; Πανταχού δάση και κήποι και χλοεροί λειμώνες και ανθόσπαρτα οροπέδια. Και τα χωριά εκείνα και αι πόλεις κατά μήκος του Κορινθιακού: Η Αφνειός, η Κόρινθος, το Βραχάτι , το Ξυλόκαστρον, το Αίγιον και τόσα και τόσα άλλα. Όλα ωραία, όλα θαυμάσια, πανοραμικά. Ακούραστος ταξειδεύει κανείς.

Ακόμη και το ταξείδι από Πατρών εις Αγρίνιον, είνε κάτι τι το έκτακτον. Ένα μικρό βαποράκι σε φέρει από Πατρών εις το Κρυονέρι, ένα σταθμόν σιδηροδρομικόν επί της Στερεάς,αφ’ ου ορμάται ο σιδηρόδρομος της ΒΔ. Ελλάδος. Και ο πλους εκείνος ο μικρός, με το Ιόνιον αριστερά, τον Κορινθιακόν δεξιά είνε πολύ εύμορφος, όταν είνε μπονάτσα: διότι με φουρτούνα, τα ταξείδια δεν είνε καθόλου καλά κατά την γνώμην μου, και διά τούτο και εγώ, εκκινών εκ Πατρών δι’ Άρταν, προετίμησα  την διά ξηράς οδόν αντί της διά θαλάσσης, διότι μεγάλη θαλασσοταραχή επεκράτει εις το πέλαγος. Και έχων προ οφθαλμών, όσα άλλοτε υπέστην παρά την Λευκάδα, εις το ευλογημένον αυτό ακρωτήριον της Καλής Κεράς, απεφάσισα να διασχίσω κατά μήκος την Στερεάν, αντί να διαπλεύσω το Ιόνιον πέλαγος.

Όταν φθάση κανείς εις το Κρυονέρι και ίδη τον σιδηρόδρομον σταθμεύοντα, και ’μπη μέσα και διασχίση όλην εκείνη την έκτασιν μέχρις Αγρινίου, αναπαυτικώς εξηπλωμένος επί των εδωλίων των σιδηροδρομικών αμαξών και εν ανέσει θεάται των πέριξ, απαθής εις τον καύσωνα ή την  βροχήν, και άκων ακόμη, αναμιμνήσκεται του προ έτους εκλείψαντος μεγάλου ανδρός. Και ευγνώμων η μνήμη του φέρεται προς τον δημιουργόν της σιδηροδρομικής αυτής συγκοινωνίας, ήτις τόσα εξυπηρετεί συμφέροντα και μακαρίζει τον αποθανόντα πολιτικόν και οικτείρει τον Ελληνικόν λαόν, τον φονεύσαντα εκ της αβελτηρίας του, τον έξοχον εκείνο άνδρα, τον Τρικούπην.

Μόλον ότι βροχή και χάλαζας και κατακλυσμός έδερε την σιδηροδρομικήν αμαξοστοιχίαν, εφθάσαμεν ουχ ήττον κάλλιστα εις Αγρίνιον. Εκεί χωρίς να το θέλω, ενόμισα προς στιγμήν, ότι ήμην εις τας Αθήνας. όχι ότι το Αγρίνιον ομοιάζει προς αυτάς. άπαγε. Έχει πάθη μόνον ό,τι και αι Αθήναι εσχάτως. Κατακλύζεται από… πρόσφυγας… Αρτινούς. Διότι οι κάτοικοι της Άρτης, φεύγοντες πιθανόν βομβαρδισμόν της πόλεως των υπό των Τούρκων, εγκατέλειψαν τας οικίας των και έφυγαν πλάνητες εδώ κι εκεί. Και τους παρώρμησαν εις τούτο, αυταί αι στρατιωτικαί αρχαί της πόλεως. Να σας ΄πω, δεν ελυπήθην διά το πάθημά των. Και εις κάποιον παραπονούμενόν μοι Αρτινόν:

– Έτσι θα ΄δήτε, τι παθαίνουν οι Κρητικοί, απήντησα χαιρεκάκως.

Έως εδώ όλα καλά. απ’ Αθηνών εις Πάτρας, εξαίσια. Από Πατρών εις Κρυονέρι θαυμάσια. Από Κρυονέρι εις Αγρίνιον κάλλιστα, εξαιρέσει του μελαγχολικού καιρού και βροχής.

Αλλ΄ εντεύθεν αρχίζει η Οδύσσειά μου.

Συνεπής προς την δοθείσάν μοι διαταγήν, να ευρεθώ την πρωίαν της Τρίτης ( της περιμενομένης μεγάλης ημέρας) εις Άρταν, μόλις κατήλθον της σιδηροδρομικής αμάξης, την μεσημβρίαν της Δευτέρας, και πριν ή ακόμη φάγω τίποτε, εμίσθωσα άμαξαν ταχυδρομικήν διά την Άρταν. Είχον συνταξειδιώτην τον Sir Hamilton Catliff, ανταποκριτήν του «Morni-ng Post», πρίγκηπα ταξειδεύοντα incognito, όπως ηδύνατο να τον χαρακτηρίση κανείς εκ του ποσού και ποιού των αποσκευών του. Διότι εφόρτωσε δύο αμάξας με αποσκευάς και μαζί του κοντά στα άλλα, τρεις ντουζίνες σαμπάνιες, κιβώτιον μπισκότων, χοιρομήρια και τα ρέστα. Εν μέσω βροχής ραγδαίας, εκινήσαμεν διά την Άρταν. Δεν περιγράφονται τα συμβάντα μας. Καθ’ όλον τον δρόμον τον οποίον διήνυσα εφ’ αμάξης  και πεζός, οσάκις ο δρόμος το επέβαλλε, βρεχόμενος, λασπώνων, πίπτων εγειρόμενος, ανεμιμνησκόμην του υπό Κρυονερίου εις Αγρίνιον ταξειδίου μου. Και εσκεπτόμην εάν ο Τρικούπης δεν απέθνησκε, δε θα είχεν άραγε τελειώση αυτήν την συγκοινωνία;

Έσπασε και το αμάξι μας. Και εκεί μεταξύ Αγρινίου και Καρβασσαρά, εν μέση νυκτί, με αγρίαν θύελλαν μαινομένην, βρεχόμενοι εις το ύπαιθρον, περιεμένομεν επί δίωρον την επιδιόρθωσιν της αμάξης. Και ότε αύτη επιδιορθωθείσα και βραδέως βαίνουσα, μετ’ ου πολύ, εκεί εις τον Αχελώον και διήλθεν ακινδύνως άνωθεν του φοβερού εκείνου ποταμού, όστις μεθ’ ορμής και πατάγου πολλού εκύλιε  τα γαλακτώδη ύδατά του, κατήλθον αυτής και έκπληκτος εθεώμην το θαυμάσιον εκείνο έργον της γεφύρας του Αχελώου, το οφειλόμενον και αυτό εις τον Τρικούπην.

Τα πάντα καθ΄όλην την Ελλάδα ίσως, υπενθυμίζουσι τον μέγαν πολιτικόν. Αλλ΄η γέφυρα εκείνη, θα ίσταται εις τους αιώνας μαυσωλείον μεγαλοπρεπές διά την εκλείψασαν εκείνην ύπαρξιν την τοσαύτα υποσχομένην να πράξη.

Την 4ην της πρωίας ήμην εις Καρβασσαρά, μετά ταξείδιον 13 ωρών, εις νύκτα θυελλώδη, βρεμένος, κεκοπιακώς, ριγών.

Και εις Καρβασσαρά, διήλθον το υπόλοιπον της νυκτός εντός της αμάξης, αδυνάτου καταστάσης της εξευρέσεως στέγης προς διανυκτέρευσιν.

Και αφ’ ου εξημέρωσε και ανεπαύθησαν τα άλογα- όχι εγώ και κατά τούτο αυτά ήσαν ευτυχέστερα, εκινήσαμεν πάλιν και άνευ πολλών συμβεβηκότων, ηδυνήθημεν τέλος περί την πέμπτην μ.μ. της Τρίτης και χαιρετίσωμεν τον Άραχθον και την Άρταν.

Είχον φθάση εις τα μεθόρια.

Από της αμάξης εθεώμην των πέριξ. Τον Άραχθον, τα πυροβολεία μας, τα τουρκικά τοιαύτα. Τους στρατιώτας μας κατεσκηνωμένους καθ’ όλην την γραμμήν, τας σκηνάς των Τούρκων, τα τουρκικά χωρία απέναντι. Συνησθάνθην  ότι ευρισκόμην επί του άβακος του μεγάλου ζατρικίου. Και επί τη ιδέα ότι και εγώ θα κατεριθμούμην από τούδε εις τα τεμάχια του παιγνιδίου τούτου, συνεκινήθην βαθύτατα και εχαιρέτισα ενθουσιών  την Άρταν, όταν μετ’ ου πολύ, η άμαξα με έφερεν εντός της πόλεως.

 

Πηγή: «Εμπρός», 31.5.1897, Έτος Α, αρ. φυλ. 140, σελ. 1η
Φωτογραφία: Το τρένο στο Κρυονέρι τον 19ο αιώνα
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Μαρτυρίες