- Επιμέλεια κειμένου: Λευτέρης Τηλιγαδας
Τάσος Τσέλλος (1920 – 1986): «Έβαλε πλάτη» για να γίνουν τα σκοτάδια φως
«Ήτανε θυμάμαι το Δεκέμβρη του 1963 όταν πρωτογνώρισα τον Τσέλλο», γράφει ο Παναγιώτης Μοσχονάς στο «αντί πρόλογου» εισαγωγικό του σημείωμα για το βιβλίο του Τάσου Τσέλλου «Πολιτιστική ζωή και δραστηριότητα του Στρατοπέδου Πολιτικών εξορίστων του Αϊ -Στράτη (1950-1962)» που με δική του ευθύνη και επιμέλεια εξέδωσαν οι εκδόσεις «Πάραλος» το Σεπτέμβρη του 2002.
«Είχε έρθει στο βιβλιοπωλείο μου», συνεχίζει «και αγόρασε βιβλία για δώρα αλλά και δικά του. Αμέσως διέκρινα έναν άνθρωπο που γνώριζε το βιβλίο και ήταν ενημερωμένος. Έκτοτε γνωριστήκαμε καλύτερα και περίμενα πότε θα ξανάρθει για να κουβεντιάσουμε τόσο για τα βιβλία όσο και για την πολιτική ζωή του τό-που μας. Ανταλλάσσαμε απόψεις για το μέλλον της Αριστεράς και του μετέφερα απόψεις και κρίσεις του κόσμου από την επαρχία».
Οι συναντήσεις των ανθρώπων ούτε τυχαίες είναι, ούτε μοιραίες. Αν εξαιρέσει κανείς τους συγγενείς και τους γείτονες, όλοι οι άλλοι, φίλοι, εχθροί, γνωστοί, ακόμα και οι δικοί μας άγνωστοι, έρχονται κοντά μας, γιατί με κάποιο τρόπο η ζωή τους, τα ενδιαφέροντά τους, η καθημερινότητά τους συναντάει τη δική μας και ορίζει ανάλογα με τη δυνατότητα του καθένα το πεδίο της κοινωνικής μας αναφοράς. Αυτό συνέβη και με τον Παναγιώτη Μοσχονά και τον Τάσο Τσέλλο. Τόπος συνάντησής τους το βιβλίο και ο πολιτισμός.
Κι όταν τα χρόνια πέρασαν, η στιγμή που ντύθηκε τη δική τους συντροφιά, δεν πέρασε άκαρπη και στείρα. Δημιούργησε ένα βιβλίο για τον πολιτισμό την αγωνίας και του αγώνα των ανθρώπων που κυνηγήθηκαν και αποκλείστηκαν στα ξερονήσια του κόσμου, γιατί είχαν την ηθική υπόσταση εκείνη, που ήθελε αυτόν τον κόσμο δίκαιο, με τον ορίζοντα ανοικτό και τη θάλασσα χωρίς συρματοπλέγματα.
«Όταν τις πρώτες μέρες μετά τη δικτατορία που ήρθε η μακαρίτισσα Γεωργία Ξανθάκου και μου έδωσε την πληροφορία ότι “ο Τάσος Τσέλλος δεν πιάστηκε αλλά κρύβεται στο Αγρίνιο”. Χάρηκα τόσο πολύ διότι θα είχαμε ένα άτομο με πείρα να μας βοηθήσει στο άπλωμα του αντιδικτατορικού αγώνα, που ήδη είχαμε αρχίσει να συζητάμε. Όταν βεβαιώθηκα ότι η Γεωργία Ξανθάκου γνώριζε αρκετά, κι αφού διασταύρωσα την πληροφορία ότι είναι σωστή, έγινε ο ενδιάμεσος κρίκος για την πορεία και ετοιμασία του αντιδικτατορικού μετώπου που ήδη είχαμε ιδρύσει στο Αγρίνιο. Η πόλη μας μικρή και το παραμικρό λάθος στους συνωμοτικούς κα-νόνες αποβαίνει μοιραίο. Γι’ αυτό το λόγο και πιαστήκαμε και νωρίς. Μέσα στις φυλακές που μαζί γυρίσαμε όλα τα χρόνια κουβεντιάζαμε πολλές φορές για το ημερολόγιο που κρατούσε ο Τάσος στις παλαιότερες δοκιμασίες του στους τόπους εξορίας.
»Όταν αποφυλακιστήκαμε τον Αύγουστο του 1973 και μετά την πτώση της Χούντας, του ζήτησα να ξανασχοληθεί με το χαμένο ημερολόγιο που κρατούσε για την πολιτιστική ζωή στο στρατόπεδο του Αϊ- Στράτη. Δυστυχώς, το πέρασμα του χρόνου, ο καθημερινός αγώνας ο δικός του και ο δικός μου για το ψωμί και τις άλλες ασχολίες μας, δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Η μνήμη εξασθενημένη από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, αλλά και η βιοπάλη, είχαν επιπτώσεις στην υγεία και των δυο μας, κι έτσι δεν μπορέσαμε να κουβεντιάσουμε αναλυτικά για το ημερολόγιο, το οποίο λίγο καιρό νωρίτερα μου είχε παραδώσει».
Ας δούμε όμως το βιογραφικό του Τσέλλου, έτσι όπως το διατύπωσε στην παραπάνω έκδοση, ο Περικλής Ροδάκης
Σεμνός, δραστήριος και ακαταπόνητος αγωνιστής και πνευματικός άνθρωπος σ’ όλη του τη ζωή. Γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1920 στον Αϊ- Βλάση της Τριχωνίδας. Εκεί τελείωσε το δημοτικό σχολείο και ύστερα πήγε στο γυμνάσιο στο Αγρίνιο. Θεωρήθηκε από τους καθηγητές του και την κοινωνία μαθητής υψηλής στάθμης, με σπάνια αντιληπτική ικανότητα και επινόηση. Παράλληλα ήταν πρακτικός άνθρωπος, μαστοράντζα σ’ όλα, όπως λέει ο λαός. Αρκούσε να δει κάτι και να το φτιάξει. Είχε ιδιαίτερη κλίση στα θετικά μαθήματα. Και από πολύ νωρίς έκανε φροντιστήριο στους μαθητές των κατώτερων τάξεων. Μετά το τέλος του γυμνασίου έδωσε στην Ιατρική και πέρασε, αλλά δεν μπόρεσε να την τελειώσει γιατί μας ήρθε ο πόλεμος.
Στον Πόλεμο του 1940-1941 με τους Ιταλούς βρέθηκε στο στρατό και πήγε στο μέτωπο ως τηλεγραφητής διαβιβαστής. Ανήσυχος όπως ήταν πάντα, δεν αποδέχθηκε την παράδοση της χώρας μας στις χιτλεροφασιστικές δυνάμεις. Οι κινήσεις του από την αρχή της Κατοχής ανησυχούν τους Ιταλούς που κατέχουν το Αγρίνιο και τον καλούν συχνά σε ανάκριση και σε μερικές περιπτώσεις τον θέτουν υπό κράτηση.
Με την πρώτη κίνηση για Εθνική Αντίσταση ο Τσέλλος μπαίνει πρώτος στις γραμμές της. Χωρίς κανένα δισταγμό περνάει στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και κινείται δραστήρια. Όταν δημιουργείται η ΕΠΟΝ ο Τσέλλος γίνεται πρωταγωνιστικό της στέλεχος στην περιοχή του. Και δόθηκε σ’ αυτό τον αγώνα με όλη του την ψυχή. Πίστεψε στην αρχή και στους σκοπούς αυτού του αγώνα και του έδωσε τα πάντα.
Στην Κατοχή ο Τσέλλος ως δραστήριο στέλεχος της ΕΠΟΝ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα πολιτιστικά. Οργάνωσε θεατρική ομάδα και έδινε θεατρικές παραστάσεις στα χωριά. Από τότε ακριβώς έδειξε τις ικανότητές του στα πολιτιστικά.
Μετά την ήττα της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά το 1944 και την υπογραφή της περίφημης συμφωνίας της Βάρκιζας αρχίζει η άγρια δίωξη της Αριστεράς στη χώρα μας. Η συμμετοχή στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση χαρακτηρίστηκε έγκλημα. Και οι αγωνιστές της Αντίστασης σέρνονται στις φυλακές και στα κρατητήρια στην αρχή, για να προστεθεί και η εξορία από το 1946 και μετά. Από τους πρώτους που διώκονται στην περιοχή του Αγρινίου είναι ο Τάσος ο Τσέλλος.
Για μια περίοδο θα ζήσει ημιπαράνομη ζωή, αλλά το 1946 μετά τις περίφημες εκλογές της 31/3/1946 ο Τσέλλος παίρνει το δρόμο της εξορίας. Οι πρώτοι τόποι εξορίας του είναι τα νησιά του Ιονίου Οθωνοί, Παξοί και Λευκάδα. Οι Επιτροπές Ασφαλείας τον μετακινούν στα νησιά αυτά. Αργότερα τόπος εξορίας του είναι η Ικαριά και ο Αϊ- Στράτης. Από κει το 1948 θα μεταφερθεί για « αναμόρφωση» στο Κολαστήριο του Μακρονησιού. Βασανίζεται, όπως όλοι όσοι μεταφέρθηκαν εδώ, πολύ σκληρά για να κάνει «δήλωση μετανοίας». Αν έκανε τη δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ- ΕΠΟΝ- ΕΛΑΣ αφηνόταν ελεύθερος. Διαφορετικά ξύλο και βασανιστήρια που μόνο η διεστραμμένη φαντασία της Ασφάλειας μπορούσε να επινοήσει. Βασανίζουν ελπίζοντας να σπάσουν τον πολιτικό κρατούμενο.
Στο Μακρονήσι έσπασαν (έκαναν δήλωση) πάρα πολλοί. Ο Τσέλλος αντιστέκεται. Και θα αντισταθεί ως το τέλος. Ήταν και είναι ένας θαρραλέος αγωνιστής, που δε λύγισε μπροστά στους βασανιστές του. Είναι από τους λίγους εκείνους αγωνιστές που βγήκε αλώβητος από την τρομερή αυτή δοκιμασία στην οποία είχαν λυγίσει πολλές δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές.
Το 1950 όσοι από τους εξόριστους είχαν μείνει όρθιοι μεταφέρονται στον Αϊ- Στράτη, εκτός από τις γυναίκες που κι αυτές είχαν μεταφερθεί για αναμόρφωση στο Μακρονήσι, που θα επιστρέψουν αρχικά στο Τρίκκερι, όπου είχαν μείνει και πριν από το 1948. Θα μεταφερ-θούν και αυτές λίγο αργότερα στον Αϊ- Στράτη. Εδώ στην εξορία ο Τσέλλος θα αναπτύξει έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, για την οποία μιλάει στο κείμενο που δημοσιεύουμε.
Απολύεται από τον Αϊ- Στράτη με τη διάλυση του στρατοπέδου (1962)σε ηλικία 42 χρονών και επιστρέφει στο Αγρίνιο. Είναι ελεύθερος ύστερα από δέκα και πάνω χρόνια εξορίας και «αναμόρφωσης» στο Μακρονήσι. Έπρεπε να προσαρμοστεί πια στη νέα ζωή. Ήταν μια ανάπαυλα που δεν κράτησε και πολύ- από το 1962 ως το 1967. Ύστερα ήρθε η Χούντα των συνταγματαρχών και όλα ανατρέπονται για άλλη μια φορά. Και θ’ αρχίσουν άλλες διώξεις για κάθε αριστερό και ιδιαίτερα για τον Τσέλλο, που βγήκε αλώβητος από την πρώτη τρομερή δοκιμασία και δουλεύει δραστήρια ως στέλεχος της ΕΔΑ.
Η Χούντα των συνταγματαρχών (21/4/1967) τον έχει πρώτο στις διώξεις στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα αρχεία της Ασφάλειας Αγρινίου τον έχουν χρωματίσει κατάλληλα. Με τα αρχεία της Ασφάλειας Αγρινίου η Χούντα διατάσσει συλλήψεις και στο Αγρίνιο, όπως σ’ όλη την Ελλάδα, από το ξημέρωμα της 21/4/1967.
Η κουστωδία των Ασφαλιτών κατευθύνεται στο σπίτι του Τσέλλου. Στο δρόμο τους περνούσαν από το καφενείο του Σωτήρη του Πύργου, που ήταν κι αυτός στον κατάλογο των συλλήψεων. Μπήκαν μέσα πρώτα σ’ αυτόν. Κάποιος που είδε τη σκηνή στο καφενείο του Πύργου, ειδοποίησε τον Τσέλλο και διέφυγε. Οι Ασφαλίτες έφτασαν σε λίγο, αλλά στο σπίτι του Τσέλλου υπήρχε μονο η γυναίκα του. Εκείνη την ημέρα, εκτός από το Σωτήρη Πύργο πιάστηκαν και αρκετοί άλλοι στο Αγρίνιο. Τον Ιούνιο του 1967 απολύθηκαν πολλοί από τους συλληφθέντες. Ο Τσέλλος πέρασε στην παρανομία. Εκείνοι που επανήλθαν στο Αγρίνιο φαίνεται να έρχονται σε κάποια επαφή με τον Τσέλλο.
Στις 16/8/1967 η Ασφάλεια του Αγρινίου εντοπίζει τον Τσέλλο και τον Παναγιώτη Μοσχονά που δούλευαν παράνομα για το ΠΑΜ9 Πανελλήνιο Αντιφασιστικό Μέτωπο),μια οργάνωση που άρχισε αμέσως αντιχουντική δράση και απλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα. Ακολουθούν συλλήψεις. Τότε πιάνονται και εκείνοι που είχαν αφεθεί ελεύθεροι τον Ιούνιο του 1967. Ένας απ’ αυτούς, ο Νώντας Μπαρχαμπάς, πιάστηκε γιατί είδε στο δρόμο τη σύζυγο του Τσέλλου, την Τούλα, και τη χαιρέτησε. Πιάστηκαν συνολικά 18 άνθρωποι, ενώ μερικοί από εκείνους που είχαν επισημανθεί διέφυγαν. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν της φιλολόγου Γεωργίας Ξανθάκου, της Γεωργίας Πετρίδη και άλλων.
Γρήγορα- γρήγορα η Ασφάλεια Αγρινίου σχηματίζει δικογραφία και τους παραπέμπει στο Στρατοδικείο Τρίπολης, όπου ορίστηκε δικάσιμος στις 20/9/1967. Στο Στρατοδικείο ακολουθεί τον Τσέλλο και η σύζυγός του, συγκατηγορουμένη του.
Ο Βασιλικός Επίτροπος πρότεινε θάνατο για τον Τσέλλο και τον Παναγιώτη Μοσχονά και άλλες μικρότερες ποινές για τους άλλους. Την Τούλα, σύζυγο του Τσέλλου, την απάλλαξαν. Οι στρατοδίκες, που δέχτηκαν το κατηγορητήριο του Βασιλικού Επιτρόπου, επέβαλαν την ποινή των Ισοβίων δεσμών για τους δύο που όριζαν αρχηγούς και οκτώ μήνες. Τώρα τι νόημα είχαν οι οκτώ μήνες όταν υπήρχαν τα Ισόβια, δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Για τους άλλους έδωσαν μικρότερες ποινές. Του Πύργου 12 χρόνια, του Μπαρχαμπά, που ο Βασιλικός Επίτροπος πρότεινε έξι μήνες με αναστολή, το δικαστήριο του επέβαλε 12 χρόνια , του Πολύζου 10 χρόνια, του Κουρούκλη 6 χρόνια, του Παπαδάτου 3 χρόνια και στους υπόλοιπους ακόμα πιο μικρές ποινές, ενώ αθώωσαν την Τούλα, σύζυγο του Τάσου.
Μετά την καταδίκη οι δικασμένοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας , βασικά και σε άλλες όσοι είχαν μικρότερες ποινές. Από την Αίγινα όπου είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν αργότερα στις φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας και από εκεί το 1969 στις φυλακές Κορυδαλλού. Το Μοσχονά, που έκανε αίτηση να μεταφερθεί σε φυλακή που να έχει ξηρό κλίμα τον πήγαν στην Κέρκυρα, στο πιο υγρό κλίμα της Ελλάδας!
Ο Τσέλλος αποφυλακίστηκε με την περίφημη «αμνηστεία» του Γ. Παπαδόπουλου και Σπύρου Μαρκεζίνη, που έγινε πρωθυπουργός της Χούντας στις 22/8/1973. Και γύρισε και πάλι στο Αγρίνιο για να συνεχίσει την πολιτική του δραστηριότητα. Είναι από τους βασικούς παράγοντες στην ανασυγκρότηση της ΕΔΑ όταν θα ανατραπεί η Χούντα (Ιούλιος 1974) και δουλεύει δραστήρια για το μεγάλωμα της επιρροής της. Παράλληλα θα γράψει το θεατρικό έργο «Κλεομένης», που το είχε σχεδιάσει στις φυλακές Κορυδαλλού.
Όμως η υγεία του Τσέλλου δεν ήταν στο καλύτερο επίπεδο. Η ταλαιπωρία στις εξορίες και τις φυλακές, τα βασανιστήρια στο «αναμορφωτήριο» του Μακρονησιού, έχουν κουράσει το σώμα του και προπάντων την καρδιά του. Το 1984 εκδηλώνεται δυνατή καρδιοπάθεια, που τον οδηγεί σε εγχείρηση μπάι- πας, που έγινε στον Ευαγγελισμό. Η εγχείρηση δεν πέτυχε απόλυτα. Ύστερα από λίγο εμφανίζεται και πάλι φύσημα στο μπάι- πας. Ο Τσέλλος κινδυνεύει, αλλά δε σταματάει να εργάζεται. Είναι μια εποχή που γίνεται μια ευρεία σύσκεψη στα γραφεία της ΕΔΑ στην Αθήνα και ο Τσέλλος συμμετέχει. Όταν ήρθε στην Αθήνα επισκέφθηκε τον καρδιοχειρουργό Ν. Ιωάννου, που του συνιστά να μπει άμεσα στο νοσοκομείο. Ο Τσέλλος δεν ακούει. Πρέπει να παραβρεθεί στη σύσκεψη. Παρά τις συμβουλές όλων των γνωστών του και ιδιαίτερα της γυναίκας του, ο Τσέλλος επιμένει να παρακολουθεί τη σύσκεψη της ΕΔΑ. Ο Ιωάννου ειδοποιεί για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει όλους τους γνωστούς του Τσέλλου. Δυστυχώς δεν άκουσε και πάλι. Και όταν πάει στο νοσοκομείο μετά το τέλος της συνόδου της ΕΔΑ, η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Από τον Ευαγγελισμό, ο γιατρός που τον χειρούργησε δίνει εντολή να γίνει καθετηριασμός αρτηρίας. Και πάνω σ’ αυτόν ο Τάσος Τσέλλος θα πεθάνει.
AgrinioStories
Πηγή: Απόσπασμα από το ομότιτλο αφιέρωμα του
«αρχείον Αγρινίου» (Φεβρουάριος 2018, τεύχος 2ο, σελίδες 18-25)