Τα μουσεία και η εμπορευματοποίηση τους

Το πρόβλημα της εμπορευματοποίησης των μουσείων
το ζούμε όλοι μας στην Ε.Ε.. Δεν πρόκειται για μια ιδέα
κάποιου εγκέφαλου σε μια μόνο χώρα, αλλά πρόκειται
για ευρωπαϊκή οδηγία, ή καλύτερα οδηγίες
που κατευθύνουν τις συγκεκριμένες αλλαγές

Η σχέση μου με τα μουσεία είναι μακρόχρονη. Όταν ήμουν στο λύκειο (στα τέλη της δεκαετίας  1980) άρχισα να φαντάζομαι το μέλλον μου σαν αρχαιολόγος. Συνεργαζόμουν με τοπικό μουσείο της πόλης μας, μιας πόλης 15 χιλ. κατοίκων. Τότε, κάθε μικρό μουσείο είχε αρχαιολογική, ιστορική, εθνογραφική, γεωλογική, περιβαλλοντολογική συλλογή, έργα τέχνης, βιβλιοθήκη και αρχείο. Το κάθε τμήμα διευθυνόταν από έναν ειδικό. Τα μουσεία ήταν πολύ ζωντανοί οργανισμοί με πολλαπλή δράση, σε συνεχή διάλογο με την τοπική κοινωνία. Με μάγεψε η δημιουργική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο μουσείο. Αισθανόμουν πολύ ευτυχισμένη όταν άρχισα να εργάζομαι εκεί. Ύστερα δούλευα στο Εθνικό Μουσείο της Πράγας. Τελικά σήμερα κατέληξα σε πανεπιστήμιο αλλά συνέχεια συνεργάζομαι με τα μουσεία. Π.χ. τώρα πέρασα τρεις μέρες δουλεύοντας με τοπικά μουσεία της υπαίθρου. Δημιουργήσαμε ένα ερευνητικό πλαίσιο που σκοπεύει να ανοίξει ερευνητικές δυνατότητες στους συνάδελφους σε μικρά, τοπικά μουσεία διότι σήμερα κυριαρχεί η συγκεντροποίηση και ο υδροκεφαλισμός. Αυτό σημαίνει πως περιφεροποίηση και αποκλεισμός συσσωρεύεται από την άλλη και αυτό έχει επιπτώσεις στα μικρά μουσεία και στην ποιότητα της έρευνας. Σήμερα οι προχωρημένες ερευνητικές μεθοδολογίες και τεχνολογίες είναι άπιαστα όνειρα για τους συνάδελφους σε τοπικά μουσεία ή ιδρύματα.

Λόγω της σχέσης μου με τα μουσεία γνωρίζω τον ρόλο τους στην κοινωνία. Δεν μπορώ να μην έχω άποψη για αυτά που γίνονται στην Ελλάδα. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η Ελλάδα δεν είναι η χώρα μου και να μην ανακατεύομαι. Δεν πιστεύω όμως ότι κάποιος πολιτισμένος άνθρωπος δεν θέλει να ακούσει άποψη άλλου ανθρώπου. Ζούσα στην Κρήτη αρκετά χρόνια και τώρα κάθε χρόνο επιστρέφω με χαρά. Ένα μεγάλο μέρος της αρχαιολογικής δουλείας μου σχετίζεται με την Κρήτη. Στα μουσεία σε όλη την Ελλάδα έχω πολλούς φίλους και συνάδελφους. Επίσης η κατάσταση στην Ελλάδα συζητιέται στο εξωτερικό. Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι κάτι συμβαίνει στην Ελλάδα, σε μουσεία που πολλοί συνάδελφοι αλλά και απλοί πολίτες έχουν πολλές φορές επισκεφτεί και τα θεωρούν πολύ σπουδαία.

Το θέμα της αλλαγής καθεστώτος των πέντε μεγαλύτερων μουσείων της Ελλάδας έγινε θέμα στο ΔΣ του παγκόσμιου οργανισμού για την κληρονομιά Our World Heritage, του οποίου είμαι μέλος.

Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι το πρόβλημα της εμπορευματοποίησης των μουσείων το ζούμε όλοι μας στην Ε.Ε.. Δεν πρόκειται για μια ιδέα κάποιου εγκέφαλου σε μια μόνο χώρα, αλλά πρόκειται για ευρωπαϊκή οδηγία, ή καλύτερα οδηγίες που κατευθύνουν τις συγκεκριμένες αλλαγές. Σε κάποιες χώρες όπως στην Τσεχία, η διαδικασία έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο. Μπορώ να πω ότι το βίωσα στη δεκαετία του 1990. Σε κάθε χώρα η διαδικασία αυτή πήρε διαφορετικές μορφές αφού η παράδοση της μουσειολογίας διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα αλλά κυρίως γιατί η κάθε κοινωνία αντιλαμβάνεται ή έχει διαφορετική σχέση με το παρελθόν.

Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι η Ελλάδα εκπροσωπεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όλοι εμείς που μορφωθήκαμε στις βάσεις του εμπειρισμού του 18ου αιώνα, καταλαβαίνουμε τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό σαν μέρος της δικής μας ιστορίας. Δεν πρόκειται απλά για μια εθνική ιστορία, αλλά για μια ιδεολογία θα έλεγα που συνδέει τους λαούς της Ευρώπης στην ευρύτερη της έννοια. Ανάλογο είναι η σχέση με τον Ρωμαϊκό πολιτισμό ή την Ιταλική αναγέννηση. Στα σχολεία διδάσκεται η αρχαία ελληνική ιστορία. Θυμάμαι ότι οι Έλληνες συμφοιτητές μου στο πανεπιστήμιο ήταν εντυπωσιασμένοι, για το πόσα γνωρίζαμε για την αρχαιότητα. Το ότι προσεγγίζουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης σαν αφετηρία του σύγχρονου πολιτισμού μας είναι η κληρονομιά της αναγέννησης, που συνέχισε με τον εμπειρισμό της εποχής του κλασικισμού και πάει λέγοντας. Στην ουσία είναι μια ιδεολογία που συνοδεύει το (καλό ή κακό) πολιτισμό μας και την σχέση μας με τα οικοσυστήματα που ζούμε.

 

Μαζί με τον καθ. Jan Bouzek και δημιουργούς της έκθεσης Μυκήνες και κεντρική Ευρώπη την οποία δημιουργήσαμε στο μουσείο “Άνθρωπος” στο Μπρνό το 2014 και αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες σε επισκεψιμότητα εκθέσεις του μουσείου (Πηγή: αρχείο μου)

 

Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος να δημιουργούνται οι συλλογές αρχαιοτήτων στις ευρωπαϊκές χώρες. Ξέρω ότι πρόκειται για ένα ευαίσθητο θέμα, αλλά πρέπει να δούμε τα πράγματα μέσα από τα συμφραζόμενα της κάθε εποχής. Ας φανταστούμε τους νεαρούς αριστοκράτες του 18ου αιώνα που πήγαιναν σε εκπαιδευτικές εκδρομές στην Ιταλία και έφερναν συλλογές αναγεννησιακών πινάκων ή αρχαιότητες σαν ανάμνηση. Συνήθως αποτελούσαν μέρος μιας εκπαιδευτικής συλλογής ως παράδειγμα της απόλυτης ομορφιάς, του ιδανικού κάλους κλπ. Ακόμα ίσως και ως μια απόδειξη της ανωτερότητας των κατόχων. Αν αποφάσιζαν να πάνε στην μια ή στην άλλη πλευρά του Αιγαίου ή στην Ιταλική χερσόνησο και να φέρουν πίσω μαζί τους κάποιες αρχαιότητες, καταλάβαιναν πως ήταν εκείνοι που διέσωζαν αρχαιότητες από τους Οθωμανούς. Αυτή η αντίληψη κυριαρχούσε παρόλο που πολλές φορές έκαναν τρομερές ζημιές, π.χ. χρησιμοποιώντας πυρίτιδα για να ανοίξουν Ετρουσκικούς τάφους. Το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες, η ζήτηση δηλαδή, έφερε φυσικά και την προσφορά. Η αρχαιότητα έγινε εμπόρευμα. Από τότε λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για έγκλημα καθώς η κληρονομιά γίνεται εμπόρευμα με ότι συνεπάγεται. Π.χ. στην Πομπηία έσπαγαν τα αρχαία αντικείμενα προκειμένου να μπορέσουν να αγοράσουν περισσότεροι πελάτες.

Ας φέρουμε δυο άλλα παραδείγματα. Δύο ιστορίες. Ο William Hamilton (1730 – 1803) ήταν Βρετανός διπλωμάτης ο οποίος δημιουργούσε συλλογή αρχαίας κεραμικής, βασικά από την Ιταλική χερσόνησο. Το 1748 ξεκίνησαν οι ανασκαφές στην Πομπηία. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα δεν συνειδητοποίησαν οι αρχές του “Βασιλείου της Νεάπολης” για τι πρόκειται και όποιος ήθελε μπορούσε να πάει, να σκάψει και να πάρει ότι ήθελε. Ο Hamilton δημιούργησε έτσι μια τεράστια συλλογή, η οποία τελικά πήγε στο Βρετανικό μουσείο, δημιούργησε ειδικό κατάλογο, περιέγραψε τα αγγεία. Δημιούργησε έτσι, στην ουσία, την πρώτη επιστημονική κατηγοριοποίηση της ελληνικής κεραμικής. Μια γενιά μικρότερος ο βαρόνος František Arnošt Koller (1767 – 1826), Τσέχος διπλωμάτης της Μοναρχίας των Αψβούργων στην Νεάπολη, όλη την ζωή του δημιουργούσε συλλογή αρχαιοτήτων από την Καμπανία — αγόραζε, υποστήριζε ανασκαφές, έκανε αντίγραφα. Τότε όμως έπρεπε να έχει άδεια για την κάθε αρχαιότητα αφού ο βασιλιάς της Νεάπολης διακήρυξε τον αρχαιολογικό χώρο της Πομπηίας δικό του. Η κατανόηση του παρελθόντος μέσα σε μισή γενιά άλλαξε δηλαδή ραγδαία. Ταυτόχρονα οι πρώτοι μελετητές συνειδητοποιούσαν ότι τα αρχαία δεν πρέπει να φεύγουν σε ιδιωτικά χέρια. Ο στόχος του Koller ξεκάθαρα δεν ήταν το εμπόριο και η κερδοσκοπία. Το όνειρό του ήταν κάποιου είδους μουσείο που θα πήγαινε ο κόσμος να μορφωθεί. Για αυτόν τον λόγο εξάλλου αγόρασε ένα ολόκληρο παλάτι στην κεντρική Βοημία.

 

Το παλάτι Obříství στο οποίο σκόπευε ο Koller να δημιουργήσει το μουσείο κλασσικής αρχαιότητας για να μορφώνει και να καλλιεργεί τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. (Πηγή: commons.wikimedia.org)

Ήθελε να μορφώνει τους ανθρώπους, να τους κάνει καλύτερους, προσφέροντας μια ιδανική ομορφιά όπως καταλάβαινε τέλος πάντων αυτός την αρχαία τέχνη. Η στάση του αυτή δεν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή σήμερα. Όμως για την εποχή του και τον κυρίαρχο τότε τρόπο παραγωγής ήταν το φυσιολογικό ακόμα και αν το τότε σύστημα αξιών βίωνε βαθιά κρίση. Ως αριστοκράτης έκφραζε την ευθύνη τον τόπο αναφοράς του. Πέθανε ξαφνικά, μη προλαβαίνοντας να ολοκληρώσει το έργο του. Η σύζυγός του δεν είχε τα ίδια αξιακά ελατήρια. Ήθελε να ρευστοποιήσει, δηλαδή να κεφαλαιοποιήσει την τεράστια συλλογή και πούλησε τις περισσότερες αρχαιότητες στο Μουσείο του Βερολίνου. Επτά γεμάτα βαγόνια αρχαιότητες άψογα επιλεγμένες από τον ίδιο τον Koller κατά την αγορά τους έφυγαν για το Βερολίνο. Ότι έμεινε στην Τσεχία λήστεψαν στην ουσία διάφοροι κουτοπόνηροι που και αυτό αποτελεί τεράστιο ξεχωριστό κεφάλαιο.

 

Έχει σωθεί ο κατάλογος της συλλογής του Koller. Μαζί με τους φοιτητές μας και σε συνεργασία με το μουσείο του Βερολίνου προσπαθούμε να βρούμε όλο το υλικό που αποτελούσε την αρχική του συλλογή. Κάποια αγγεία βρήκαμε και στα μουσεία της Τσεχίας. Εδώ μελετάμε ένα αντίγραφο αρχαίου αγγείου που έφερε ο Koller από την Νεάπολη. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι καθώς δεν μπόρεσε να αποκτήσει το πρωτότυπο αγόρασε πιστό αντίγραφο. Μάλιστα αγόρασε ένα έργο ενός από τους κορυφαίους της εποχής στον τομέα αυτό: από τον Σκαπίνι. (Πηγή: αρχείο μου)

 

Αυτή η γενιά των συλλεκτών φυσικά απομάκρυνε πολλές αρχαιότητες από την Αίγυπτο, Ιταλία, λιγότερο από την Οθωμανική αυτοκρατορία και προκάλεσε ζημιές ανεπίστρεπτες. Πίστευαν όμως, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, ότι κάνουν κάτι καλό, ότι διασώζουν τις αρχαιότητες, ότι μορφώνουν. Ταυτόχρονα άρχισε να αναπτύσσεται και η λεγόμενη αποικιοκρατική αρχαιολογία που είχε σκοπό το κέρδος. Αλλά ούτε η αρχαιολογία, ούτε η μουσειολογία υπήρχαν τότε σαν οργανωμένες επιστήμες. Εξάλλου ούτε η ακαδημία των Αθηνών πίστευε ότι η ανασκαφές του Schliemann θα φέρουν κάτι καινούργιο στην γνώση για την αρχαία ελληνική ιστορία.

Σε αυτό το σημείο θα επιστρέψουμε στα Τσέχικα μουσεία. Η χήρα του Koller πρώτα πρότεινε την συλλογή στο Εθνικό Μουσείο της Πράγας που είχε τότε μόλις ιδρυθεί. Πήρε απάντηση ότι το Εθνικό Μουσείο δεν θα αναλάβει την συλλογή διότι σκοπός του ήταν η εθνική ιστορία, η ιστορία του τόπου. Τα μουσεία της Τσεχίας όπως και της Ελλάδας στην ίδια περίοδο άρχισαν να δημιουργούν συλλογές αφοσιωμένες αποκλειστικά στην εθνική, τοπική ιστορία. Δεν είχαν σκοπό να είναι “παγκόσμια” από την άποψη της δομής των συλλογών. Άρα, ούτε τα τσέχικα, ούτε τα ελληνικά μουσεία είχαν αποικιοκρατικό χαρακτήρα. Επίσης, και σε εμάς, όλες οι αρχαιότητες πήγαιναν στο κεντρικό μουσείο της μοναρχίας, στη Βιέννη. Οι αρχαιότητες από τον χώρο του Αιγαίου, κατά ανάλογο τρόπο πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη αν φυσικά δεν τα αποκτούσαν ξένοι.

Αρα εδώ μπορούμε να συγκρίνουμε τα μουσεία και των δυο χωρών. Το διαφορετικό ποιοτικά ήταν ότι τα μουσεία στην Ελλάδα έγιναν αμέσως ένα ακαδημαϊκό θέμα, ένα θέμα για τις ελίτ συνδεμένο πάντα με το αποκαλούμενο “εθνικό συμφέρον”, με την κρατική ιδεολογία αλλά μακριά από τον απλό λαό. Αντίθετα, στην Τσεχία, οι απλοί άνθρωποι ήταν εκείνοι που μάζεψαν χρήματα μεταξύ τους και εργάστηκαν για να ιδρυθεί το Εθνικό Μουσείο στην Πράγα. Έκαναν εράνους για να ανοίξουν τοπικά μουσεία και δούλευαν εκεί οικειοθελώς πολλές φορές. Άρα, τα μουσεία ήταν λαϊκοί, ζωντανοί οργανισμοί της κάθε κοινότητας, μικρής ή μεγάλης. Το ΕΜΠ ήταν το κέντρο, η καρδιά μπορούμε να πούμε αυτής της διαδικασίας. Αυτή η παράδοση έμεινε ζωντανή, ή μάλλον δυνάμωσε ακόμα περισσότερο μετά την ίδρυση της Τσεχοσλοβακίας το 1918.

Αυτή η παράδοση ήταν πολύ σημαντική. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όταν η Μουσειολογία, για πρώτη φορά, προσεγγίστηκε (από τους αρχαιολόγους πρώτα) όχι ως τεχνικός κλάδος εξειδίκευσης αλλά ως ισότιμη επιστήμη. Ένας από τους κορυφαίους αρχαιολόγους στην εποχή του, ο Jiří Neústupný, διευθυντής του τμήματος αρχαιολογίας στο Εθνικό Μουσείο, ανέπτυξε την θεωρία των τριών σκοπών του Μουσείου που είναι: Η προστασία της κληρονομιάς, ο εκπαιδευτικός κοινωνικός του ρόλος και η επιστημονική έρευνα. Τα τμήματα του ΕΜΠ άρχισαν με τρόπο συλλογικό να διαχειρίζονται, να αποφασίζουν και να δημιουργούν στρατηγικές με βαρύτητα στις συστηματικές έρευνες.

Έτσι, τώρα που έχω εμπειρία από αρκετά μέρη του κόσμου μας, δεν φαίνεται να είναι καθόλου τυχαίο που η σημερινή Τσεχία, ή καλύτερα η τότε Τσεχοσλοβακία ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου η Μουσειολογία έγινε από εξειδίκευση επιστήμη με πρόγραμμα σπουδών στο πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στο πανεπιστήμιο μας που σήμερα φέρνει το όνομα “Μάσαρυκ”. Σήμερα το τμήμα μουσειολογίας του είναι το επίσημο εκπαιδευτικό τμήμα της UNESCO.

Στην Τσεχία άλλαξε όμως η κατάσταση, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έπεσε κατακόρυφα η χρηματοδότηση των μουσείων και του πολιτισμού γενικά. Το μέτρο των πάντων έγινε το κέρδος. Πριν ακόμα από την ένταξη της Τσεχίας στην τότε ΕΕ απαιτήθηκε να εφαρμόσει Μουσειολογικές πρακτικές αλλά και γενικά στον τομέα του πολιτισμού ή των εργασιακών μας σχέσεων που σήμερα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εφαρμόζονται σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί γίνεται κάτι τέτοιο στην χώρα μου ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και στην Ελλάδα υπήρχε άλλο καθεστώς. Τώρα μπορώ να πω ότι σε εμάς στην ουσία πρωτοεφαρμόστηκε το νέο καθεστώς. Αυτό συνέβη ίσως γιατί σε εμάς δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα κοινωνικά αντανακλαστικά. Οι πολίτες όπως και οι επιστήμονες είχαν συνηθίσει να περιμένουν ότι το κάθε πρόβλημά τους θα τους το λύσει το κράτος και εμπιστεύονταν σχεδόν απόλυτα τις κεντρικές πολιτικές επιλογές μέσα σε ένα κλίμα γενικής εφορίας. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι στις περισσότερες χώρες λόγω αντιδράσεων του επιστημονικού κόσμου και των κοινωνιών η διαδικασία αυτή καθυστέρησε ή αλλού δεν ολοκληρώθηκε ακόμα. Τέτοια λχ είναι και η περίπτωση της Ελλάδας.

Τις τελευταίες δεκαετίες τα μουσεία οδηγήθηκαν πέρα από το πλαίσιο των μουσειολογικών επιστημονικών προσεγγίσεων και πρακτικών, πέρα από το καθεστώς οργανικής ενότητας με τις τοπικές κοινωνίες, και πέρα από την συστηματική έρευνα και παραγωγή νέας γνώσης. Οδηγήθηκαν σε ένα ποιοτικά διαφορετικό περιβάλλον “μουσείων ζόμπι” που ούτε τις αυστηρά δοσμένες επιστημονικές λειτουργίες μπορούν να επιτελούν, ούτε μπορούν λόγω του ίδιου του χαρακτήρα τους να παράγουν κέρδος αφού δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικά με άλλους κλάδους ή περιβάλλοντα.

Αν και κάθε δράση μετριέται μέσα από το μέτρο “κόστος – εισπράξεις” εντούτοις δεν έφεραν νέα επιστημονικά συμπεράσματα ούτε παραγωγή κερδών. Το εκ πρώτης όψης παράδοξο είναι ότι σήμερα, στην ουσία, όλα τα Μουσεία έχουν μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι το στενά οικονομικό ζήτημα που καταφέρνουν να το μεταφέρνουν στο προσωπικό και στους επισκέπτες τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το επιστημονικό. Παλιά λχ οι διευθυντές των μουσείων ήταν επιστήμονες (ιστορικοί, αρχαιολόγοι, γεωλόγοι, ανθρωπολόγοι κτλ.) με επιπλέον Μουσειολογική εκπαίδευση. Από κοινού με τους επιστήμονες του μουσείου δημιουργούσαν νέα γνώση και αυτό φαίνεται μέσα από τις δημοσιεύσεις και τις συλλογικές δουλειές. Μετά με την παρέμβαση του κράτους άρχισαν να διευθύνουν τα μουσεία οι επαγγελματίες managers ή ειδικοί στο marketing. Τα διευθύνουν με τον μόνο τρόπο που καταφέρνουν. Τον επιτελικό. Έτσι από μουσεία που υπήρχε πάντα μόνιμη έκθεση για την φυσική – πολιτιστική ιστορία του τόπου συνδεμένη άμεσα με την έρευνα και τις τοπικές κοινωνίες περάσαμε στα “μουσεία ζόμπι” που δεν μπορούν να φέρουν τίποτα νέο πέρα ίσως από θετικά συναισθήματα. Δεν διαθέτουν ούτε τους πόρους να οργανώνουν κάτι ανάλογο ούτε τους ερευνητές, καθώς δεν υπάρχει πια καμία συστηματικά οργανωμένη έρευνα.

Το λυπηρό είναι ότι σήμερα σιγά σιγά χάνεται και η εμπειρία της συλλογικής έρευνας καθώς και εντός του μουσείου το περιβάλλον είναι ανταγωνιστικό. Είναι ανταγωνιστικό και στα πλαίσια του κάθε ξεχωριστού τμήματος. Δεν έχουν την δυνατότητα για κάτι νέο. Έτσι παρά το τεράστιο χρηματικό κόστος γίνονται κυρίως αποσπασματικές θεματικά και λειτουργικά εκθέσεις που έχουν χαρακτήρα windows, εντελώς τυχαίων και “πιασάρικων” θεμάτων, με πολύ ρηχή προσέγγιση.

Στα μικρά μουσεία αυτό δεν έχει τόσο δραματική επίπτωση, ή δεν φαίνεται τόσο λόγω μιας παραπάνω εθελοντικής δωρεάν βοήθειας από τις τοπικές κοινωνίες, αλλά στα μεγάλα αυτές οι μη μουσειολογικές πρακτικές έχουν οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα που δεν τιμούν την ιστορία της χώρας μου σε αυτό τον τομέα. Π.χ. το ΕΜΠ παρουσίασε μια έκθεση για τον Tutankhamon. Τεράστια τα κόστη της διαφήμισης, αλλά ή έκθεση δεν ήταν από Αιγυπτιολόγους που παρεμπιπτόντως αποτελούν πολλές δεκαετίες τώρα παγκόσμια κορυφή αλλά από μια PR εταιρία και αποτελούνταν μόνο από φωτογραφίες και βίντεο. Ή, με αντίστοιχες υπέρογκες “επενδύσεις” στη διαφήμιση, φιλοξένησε έκθεση με μεταλλικές πεταλούδες. Αντίθετα μια φανταστική έκθεση για τους Γαλάτες της Τσεχίας για την οποία εργάζονταν οι συνάδελφοι πάνω από δέκα χρόνια δεν υποστηρίχθηκε καθόλου.

Ο εργαζόμενος του μουσείου δεν έχει πια τη δυνατότητα να έχει λόγο ούτε να δημιουργήσει έκθεση αν δεν εξασφαλίζει μόνος του χρήματα. Αυτά προέρχονται από κάποια περιφερειακά, Εθνικά ή Ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα που φυσικά δεν έχουν ούτε προοπτική ούτε σταθερότητα. Αρα, δεν μπορεί να υπάρχει κανένας προγραμματισμός, καμία μέθοδος καμία οργανική σχέση με τις τοπικές κοινωνίες. Το ΕΜΠ πολλά χρόνια τώρα παλεύει να συγκεντρώσει μια κεντρική έκθεση αλλά οι συνάδελφοι στο μουσείο δεν έχουν πια την δυνατότητα να δημιουργήσουν κάτι το νέο και πρωτοποριακό που βασιζόμενο στην έρευνα τους να μπορεί να ενσωματώσει και να αναδείξει συμφραζόμενα ή ακόμα και μια εμπεριστατωμένη ιστορικότητα. Ξοδεύεται άσκοπα ο πολύτιμος χρόνος τους στην γραφειοκρατία των αιτήσεων για χρηματοδοτήσεις και συν όλα τα παραπάνω δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε την δυνατότητα να πείθουν για το κάθε τι τους διευθυντές, τους PR, τους αρχιτέκτονες που δεν έχουν σχέση με τις επιστήμες της κληρονομιάς. Τα αποτελέσματα είναι τερατώδη!

Ειδικά για τους νέους συνάδελφους δεν υπάρχει πια η συνέχεια της λαϊκής, κοινοτικής, κοινωνικής δράσης των μουσείων. Είναι εντελώς πελαγωμένοι στην κατάσταση την οποία βιώνουν με παντελή έλλειψη χρόνου λόγω της γραφειοκρατίας. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος που από την πρώτη στιγμή των αλλαγών αυτών στο ΕΜΠ όταν διαπίστωσα ότι δεν θα υπάρχει δυνατότητα συστηματικής έρευνας και ότι αλλάζει ο χαρακτήρας των Μουσείων, πήρα μια δύσκολη απόφαση να φύγω από το αγαπημένο μου αυτό περιβάλλον. Σήμερα στον Ακαδημαϊκό χώρο αρχίζω πάλι να αισθάνομαι αντίστοιχου χαρακτήρα αλλαγές στην χώρα μου. Αναγκαζόμαστε να τρέχουμε πίσω από τυχαία προγράμματα χρηματοδοτήσεων, δηλαδή στην ουσία πίσω από τις ανάγκες και τις ιδέες των γραφειοκρατών, πολιτικών κλπ . Παράλληλα τρέχουμε πίσω από τις λογικές αξιολόγησης προσωπικού και όλων των διαδικασιών που απαιτούν πολλαπλάσιο προσωπικό, πολλαπλάσιους δηλαδή πόρους και ενέργεια, γιατί όπως και να το κάνουμε σήμερα δεν διαθέτουμε τεχνολογία ουδέτερης και δωρεάν τεχνητής νοημοσύνης για κάτι τέτοιο.

Εδώ λογικά μπαίνει το ερώτημα, του τι πρέπει να γίνει με τα μουσεία. Απαιτείται να πούμε ότι ζούμε σε μια εποχή που όλα αλλάζουν και οι περισσότερες αλλαγές όπως γνωρίζουμε εμείς οι αρχαιολόγοι είναι αποτέλεσμα των επιλογών των ανθρώπων. Σήμερα ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής μας, το κυνήγι του κέρδους για την κάθε δράση μας, έχει οδηγήσει όχι μόνο τα Μουσεία, τους επιστήμονες της κληρονομιάς, αλλά και την κοινωνία συνολικά πολύ πίσω.

Δεν πρέπει να το δούμε ως κάτι τυχαίο. Τουλάχιστον εμείς οι αρχαιολόγοι συνήθως λαμβάνουμε υπόψη τα υλικού χαρακτήρα στοιχεία και δεν μένουμε μόνο στις αισθήσεις μας. Οι γεωλόγοι και οι άλλες φυσικές επιστήμες του γήινου συστήματος έχουν αποδείξει με στοιχεία ότι από την δεκαετία 1950 ζούμε σε μια πολύ διαφορετική εποχή από την προηγούμενη. Πρέπει να πούμε πως τα στοιχεία αυτά είναι σκληρά και συγχρονισμένα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Τσεχία, στην Ιαπωνία, στην Αργεντινή, στις ΗΠΑ στην Ρωσία… Παντού. Ο ανθρώπινος πολιτισμός μας, δηλαδή κύρια οι τρόποι παραγωγής μας και οι ιδέες μας, έχουν ανατρέψει την πορεία της εξέλιξης του γήινου συστήματος- την γεωλογία, την γεωχημεία όλης της βιόσφαιρας μέσα στην οποία λειτουργούμε. Οι ποιοτικές διαφορές ελάχιστες. Μάλιστα στο σύγχρονο στάδιο παράγουμε μαζικά και με τεράστιες θυσίες σε ενέργεια και πόρους, εμπορεύματα χωρίς καμία χρηστική αξία. Αυτό είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος για αλλαγές στις μεθοδολογίες μας, στις πρακτικές μας, στις συμπεριφορές μας, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, την επιστήμη κλπ. Αν στα καινούργια συμφραζόμενα χρησιμοποιούμε μεθόδους παλιών εποχών, θα πάρουμε είτε λάθος είτε ξεπερασμένα και άχρηστα αποτελέσματα. Σε εποχή που εξελίσσεται μια τρομακτική επιτάχυνση όλων των διαδικασιών, με την χαρακτηριστική ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, δεν μένει παρά να ψάχνουμε για καινούργιες μεθοδολογίες και προσεγγίσεις, οι οποίες να είναι εδραιωμένες σε συλλογικές διαδικασίες. Σε διαδικασίες υπεράσπισης της ζωής. Αυτό στον ένα ή στον άλλο βαθμό, εν μέρει, φαίνεται να είχε μια αντανάκλαση και στο συνέδριο της ICOM στην Πράγα πρόσφατα όπου ψηφίστηκε και η νέα απόφαση για τον χαρακτήρα των μουσείων. Αυτές οι συλλογικές αποφάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν όλη την κοινωνία, τις τοπικές κοινωνίες κλπ. Αυτή την σχέση με τα οικοσυστήματα και τις τοπικές κοινωνίες υπερασπίζεται σήμερα και ο OWH.

Ακόμα πρέπει να στοχεύουν ξεκάθαρα στην δημιουργία νέων πληροφοριών και αξιών, που δεν θα σχετίζονται με δημιουργία κέρδους, που θα είναι πέρα από την κλίμακα της παραγωγής για την παραγωγή. Το μέτρο πρέπει να είναι βελτίωση των συνθηκών ζωής στον πλανήτη μας ως ενιαίας οντότητας – οικοσυστημικά και κοινωνικά. Η τεχνολογίες μας είναι αναπτυγμένες τόσο ώστε να μπορούμε να ασχοληθούμε με τις νέες προκλήσεις και ανάγκες. Η σημερινή κοινωνία, οι σύγχρονες ανάγκες συνδέονται με σύνθετα, πολύπλοκα συμφραζόμενα. Δύσκολα να τα κατανοήσει ένα μυαλό από μόνο του ή δύο ή δέκα… Αλλά όπως δείχνει η μελέτη του παρελθόντος (με την προοπτική του μέλλοντος), η προστασία της κοινής κληρονομιάς μας, είναι αναπόσπαστο μέλος αυτής της ενότητας. Τα ελεύθερα από εξωτερικές παρεμβάσεις Μουσεία σε αυτή την διαδικασία μπορούν να έχουν κεντρικό ρόλο.

 

Φωτογραφία από τα εγκαίνια της έκθεσης “Γυναικεία ιππασία στην πορεία του χρόνου” που πραγματοποιήθηκε με την συμβολή των φοιτητών Μουσειολογίας το Νοέμβρη 2022. (Πηγή: αρχείο μου)

 

Αποφάσεις για τα μουσεία δεν πρέπει να φέρνουν ούτε τα οράματά μας, ούτε οι οικονομολόγοι, ούτε γραφειοκράτες, ούτε οι πολιτικοί. Πρόκειται για λαϊκές ή καλύτερα οικοσυστημικές περιουσίες. Είναι οι κοινωνίες, οι επιστήμες της κληρονομιάς που είναι απαραίτητο στην εποχή μας να τα διαχειρίζονται.

Věra Klontza – Jaklοvá
Αρχαιολόγος
Ινστιτούτο Αχαιολογίας και Μουσειολογείας UNESCO
Πανεπιστημίου ΜΑΣΑΡΥΚ
OUR WORLD HERITAGE

 


AgrinioStories