Συνέβη 3 Δεκεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

3 Δεκεμβρίου 2023

Είναι η 337η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 28 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:23 – Δύση ήλιου: 17:05
– Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 42 λεπτά
🌗  Σελήνη 20.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Γλυκέριο και Γλυκερό

 

Γεγονότα

 

1854 – Εξέγερση χρυσωρύχων στην Αυστραλία, με 20 νεκρούς. Το περιστατικό, που θα μείνει γνωστό ως «Eureka Stockade», θα συμβάλει στη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης των Αυστραλών. Ο πυρετός του χρυσού στη Αυστραλία άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1850 και η Επανάσταση Γουρίκα ενάντια στους φόρους των αδειών των ορυχείων το 1854 ήταν μια πρώτη έκφραση λαϊκής ανυπακοής. Ανάμεσα στο 1855 και το 1890, οι έξι αποικίες απέκτησαν κυβέρνηση και διαχειρίζονταν μόνες τους τις υποθέσεις τους, ενώ παρέμειναν τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το αποικιακό γραφείο στο Λονδίνο διατηρούσε τον έλεγχο σε ορισμένους τομείς, όπως οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η διεθνής ναυτιλία.
Οι εντάσεις άρχισαν το 1851 με την επιβολή φόρου για την κατάληψη των κοιτασμάτων χρυσού. Οι ανθρακωρύχοι άρχισαν να οργανώνονται και να διαμαρτύρονται για τους φόρους. οι ανθρακωρύχοι σταμάτησαν να πληρώνουν μαζικά τους φόρους. Η δολοφονία ενός ανθρακωρύχου χρυσού τον Οκτώβριο του 1854 και το κάψιμο ενός τοπικού ξενοδοχείου (για την οποία οι ανθρακωρύχοι κατηγόρησαν την κυβέρνηση), τερμάτισαν τον προηγουμένως ειρηνικό χαρακτήρα της διαμάχης των ανθρακωρύχων. Η ανοιχτή εξέγερση ξέσπασε στις 29 Νοεμβρίου 1854, καθώς ένα πλήθος περίπου 10.000 ορκίστηκε πίστη στη σημαία του Εύρηκα . Ο χρυσωρύχος Peter Lalor έγινε ο de facto ηγέτης της εξέγερσης, καθώς είχε ξεκινήσει την ορκωμοσία πίστης. Το Eureka Stockade κατακτήθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις μετά από μια σύντομη πολιορκία νωρίς το πρωί που τερμάτισε τη βραχύβια ένοπλη εξέγερση στις 3 Δεκεμβρίου 1854. Μια ομάδα δεκατριών αιχμαλωτισμένων επαναστατών (χωρίς να περιλαμβάνεται ο Lalor, ο οποίος κρυβόταν) δικάστηκε για εσχάτη προδοσία στη Μελβούρνη, αλλά η μαζική δημόσια υποστήριξη οδήγησε στην αθώωσή τους.

 

1907 – Αποχή από τα μαθήματα αποφασίζουν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, διαμαρτυρόμενοι για το υποχρεωτικό του μαθήματος της Γυμναστικής («Γυμναστικά»). Πρόκειται για φοιτητική κινητοποίηση που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Νοέμβρη – αρχές Δεκέμβρη στα 1907. Οι αιτία ήταν η υποχρεωτική παρακολούθηση και εξέταση των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών στο μάθημα της γυμναστικής, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στις πτυχιακές και διδακτορικές εξετάσεις. Αφορμή των γεγονότων αποτέλεσε η άσχημη συμπεριφορά του διευθυντή του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, απέναντι στους φοιτητές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων από την πλευρά της κυβέρνησης αλλά και της Διοίκησης του Πανεπιστημίου, με πολλές ομοιότητες με το σήμερα…
Η φοιτητική κινητοποίηση δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η γυμναστική παρέμεινε υποχρεωτικό μάθημα, η σουηδική γυμναστική διατήρησε αλώβητη τη θέση της, όπως και ο διευθυντής του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου. Οι φοιτητές που είχαν υποστεί την τιμωρία της Συγκλήτου με αποβολή από το Πανεπιστήμιο ενός ή δύο ετών, «αναλογιζόμενοι ότι η δικαία αύτη τιμωρία επιφέρει θλιβερώτατα διά την τύχην ημών αποτελέσματα», ζήτησαν με αναφορά τους προς την Πρυτανεία την «επιείκειαν και συγγνώμην» της Συγκλήτου(20). Η Σύγκλητος αποδέχτηκε την αίτηση των φοιτητών και προέβη στη μείωση κατά το ήμυσι της αρχικής ποινής κάθε φοιτητή (Συνεδρία ΙΘ΄, 3/4/1908. Πρακτικά Συγκλήτου 1907–1909, σ.108–109), παρά την ύπαρξη αντίθετων φωνών, που υποστήριξαν την εμμονή της Συγκλήτου στις αρχικές της αποφάσεις, «εάν θέλη να ώσιν αύται σεβασταί και αποτελεσματικαί∙ άλλως», όπως σημειώνει ο Δημήτριος Πατσόπουλος, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, «διατρέχομεν τον κίνδυνον να καταστήσωμεν το Πανεπιστήμιον εστίαν συνεχών ταραχών» (Συνεδρία ΙΔ΄, 9/2/1908. Πρακτικά Συγκλήτου 1907–1909, σ.72).

 

1912 – Διεξάγεται η Ναυμαχία της Έλλης. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης κατατροπώνει τον τουρκικό στόλο στη θαλάσσια περιοχή των Στενών των Δαρδανελίων. Η Ναυμαχία της Έλλης ήταν η πρώτη από την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναμέτρηση του ελληνικού και του τουρκικού στόλου, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Πραγματοποιήθηκε το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912 (16 Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) στ’ ανοιχτά του ακρωτηρίου Έλλη (Ελές-Μπουρνού στα τουρκικά) της χερσονήσου της Καλλίπολης, κοντά στην είσοδο των Στενών των Δαρδανελλίων. Διήρκεσε μία ώρα και έληξε με νίκη των ελληνικών δυνάμεων.
Τους πρώτους μήνες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Υπό την ηγεσία του Υδραίου υποναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη (1855-1935), αρχικά απελευθέρωσε τη Λήμνο και εγκατέστησε στον όρμο του Μούδρου το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Άγιος Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Αντίθετα, ο τουρκικός στόλος υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των Δαρδανελίων, χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο.
Στα τέλη Νοεμβρίου υπήρχαν πληροφορίες ότι ο τουρκικός στόλος θα επιχειρούσε έξοδο στο Αιγαίο. Το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου ο ελληνικός στόλος υπό τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη απέπλευσε από το ορμητήριό του στον Μούδρο, όταν πληροφορήθηκε ότι το τουρκικό καταδρομικό «Μετζηδιέ» εθεάθη στην είσοδο των Δαρδανελλίων. Η περιπολία του ελληνικού στόλου κράτησε μέχρι το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912, χωρίς να φανεί κανένα ίχνος του εχθρού.
Στις 8 το πρωί της ημέρας αυτή κι ενώ ο ελληνικός στόλος είχε πορεία από βορρά προς νότο, έγινε αντιληπτή η έξοδος του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Λίγο αργότερα αναγνωρίσθηκαν τα θωρηκτά «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσας», ναυαρχίδα του Ραμίζ Μπέη, «Τουργκούτ Ρέις», «Μεσουντιέ», «Ασαρ -ι- Τεφίκ», το καταδρομικό «Μετζηδιέ» και μερικά αντιτορπιλλικά. Ο ελληνικός στόλος του Αιγαίου αποτελείτο από τη ναυαρχίδα «Αβέρωφ», τα τρία παλιά θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά», τα τέσσερα νεότευκτα ανιχνευτικά τύπου Λέων, τα δύο νεότευκτα αντιτορπιλλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός» και τα οκτώ παλαιότερα μικρά αντιτορπιλικά των τύπων Θύελλα και Νίκη.
Αμέσως σήμανε συναγερμός. Στις 8:55 ο Κουντουριώτης διατάσσει τα ανιχνευτικά να ταχθούν σε μια στήλη αριστερά και σε απόσταση 1000 μέτρων από τη γραμμή των ελληνικών θωρηκτών, ενώ τα υπόλοιπα αντιτορπιλικά πήραν θέσεις προς την πρύμνη των θωρηκτών. Στις 9:00 τα τουρκικά θωρηκτά στράφηκαν προς βορρά, πλέοντας κοντά στην ακτή, ώστε να εξασφαλίσουν την κάλυψη των πυροβόλων των επακτίων φρουρίων και να αυξήσουν τη δύναμη πυρός τους. Ακαριαία ήταν και η αντίδραση του ελληνικού στόλου, που άλλαξε πορεία και τέθηκε σε καταδίωξη του εχθρικού στόλου. Από τον «Αβέρωφ» εκπέμπεται τότε προς τα πλοία του ελληνικού στόλου το ιστορικό σήμα του ναυάρχου Κουντουριώτη: «Με τη βοήθεια του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν εις την Νίκην κατά του εχθρού του Γένους».
Οι πορείες των δύο στόλων άρχισαν να συγκλίνουν και στις 9:05 βρίσκονταν σε απόσταση 14 χιλιομέτρων. Ο Κουντουριώτης ανέμενε να αρχίσει πρώτος ο εχθρός το πυρ, θέλοντας να αποφύγει τη σπατάλη πυρομαχικών έως ότου η απόσταση μειωθεί, ώστε να επιτρέπει δραστική βολή. Πράγματι στις 9:22 η τουρκική ναυαρχίδα άνοιξε πρώτη πυρ από απόσταση 12.500 μέτρων. Ο «Αβέρωφ» ανταπέδωσε τα πυρά και η μάχη γενικεύτηκε. Από το ξεκίνημα της σύγκρουσης τα τουρκικά θωρηκτά συγκέντρωσαν τα πυρά τους στη νεότευκτη ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου. Το πυρ τους ήταν αρκετά ταχύ και πυκνό, δεν συνδυαζόταν όμως με την ανάλογη ακρίβεια. Αλλά και τα πυρά του ελληνικού στόλου δεν ήταν πολύ ακριβέστερα. Ο «Αβέρωφ» ρίχτηκε στη μάχη χωρίς να έχει προλάβει να εκτελέσει ασκήσεις πυρών μάχης, τα δε παλαιά θωρηκτά είχαν πανάρχαια πυροβόλα με πρωτόγονα μέσα σκόπευσης και διεύθυνσης βολής.
Στις 9:35 η απόσταση μεταξύ των δύο αντιπάλων είχε κατέλθει στα 9.500 μέτρα. Τότε ο ναύαρχος Κουντουριώτης αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που από καιρό είχε ωριμάσει μέσα του, δηλαδή να να εκμεταλλευτεί την υπεροχή ταχύτητας της ναυαρχίδας του για να υπερφαλαγγίσει από πρώρας την εχθρική παράταξη, εφαρμόζοντας τον «ελιγμό Ταυ», που πρώτος είχε εφαρμόσει ο γιαπωνέζος ναύαρχος Τόγκο κατά του ρωσικού στόλου στη Ναυμαχία της Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905). Αποφάσισε να δράσει ανεξάρτητα από τον λοιπό στόλο, υψώνοντας το σχετικό σήμα Ζ και διέταξε τον κυβερνήτη της ναυαρχίδας του Σοφοκλή Δούσμανη να αυξήσει την ταχύτητα μέχρι το μέγιστο και όρμησε ακάθεκτος κατά του εχθρού.
Ο Τούρκος ναύαρχος, αιφνιδιασμένος από τον ελιγμό του αντιπάλου του, διατάσσει διαδοχική στροφή των πλοίων κατά 180 μοίρες προς τα δεξιά. Η εξέλιξη αυτή σήμανε τη διάσπαση της γραμμής και την άτακτη υποχώρησή του προς τα Στενά γύρω στις 10:00. Η ευκαιρία ήταν μοναδική για τον «Αβέρωφ» να καταδιώξει τα υποχωρούντα τουρκικά πλοία και να πετύχει αποφασιστικό πλήγμα κατά του εχθρικού στόλου. Δυστυχώς, όμως, η ταχύτητα πυρός του είχε μειωθεί δραστικά, εξαιτίας προβλημάτων στα κλείστρα των πυροβόλων. Την ίδια ώρα, τα υπόλοιπα λοιπά ελληνικά πλοία έβαλαν κατά των υποχωρούντων τουρκικών από απόσταση 5.000 μέτρων. Στις 10:25 το πυρ έπαυσε από τα ελληνικά πλοία, καθώς τα τουρκικά χάθηκαν στα στενά των Δαρδανελλίων.
Η Ναυμαχία της Έλλης είχε τελειώσει με μία ακόμη λαμπρή σελίδα να προστίθεται στη ναυτική ιστορία της Ελλάδας. Ο ελληνικός στόλος παρέμεινε κοντά στα Στενά έως τις 14:30, οπότε αποχώρησε με πορεία προς τον Μούδρο, όπου κατέπλευσε νωρίς το βράδυ.
Η επικράτηση του ελληνικού στόλου οφειλόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στον τολμηρό ελιγμό του Κουντουριώτη, αλλά και την υπεροχή του «Αβέρωφ» έναντι των πλοίων του τουρκικού στόλου. Η ενέργεια αυτή του Έλληνα ναυάρχου είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο «Αβέρωφ» μέσα στο βεληνεκές των επάκτιων πυροβόλων και να υποστεί ορισμένες επιφανειακές βλάβες στα υπερστεγάσματα. Τα τουρκικά πλοία είχαν βαρύτερες ζημιές, αλλά και απώλειες στο έμψυχο δυναμικό τους, με 58 νεκρούς και 40 τραυματίες. Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε ένα νεκρό υπαξιωματικό, τον σηματωρό Κατζιτζάρη και τον ανθυποπλοίαρχο Μαμούρη, που πέθανε λίγες ημέρες αργότερα από μόλυνση του τραύματός του. Οι τραυματίες ανήλθαν στους επτά.
Η Ναυμαχία της Έλλης αποτέλεσε στρατηγικής σημασίας νίκη του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο έλεγχος του Αιγαίου παγιώθηκε, ενώ οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον θαλάσσιο δρόμο, ώστε να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους που μάχονταν σε Μακεδονία και Θράκη.

 

1944 – Πέφτει η πρώτη σφαίρα στα Δεκεμβριανά, μία από τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας. 28 νεκροί και περίπου 100 τραυματίες, είναι ο τραγικός απολογισμός των αιματηρών επεισοδίων που συνοδεύουν τη διαδήλωση προς το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος. Με την ονομασία Δεκεμβριανά είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη. Ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη του συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος και τελείωσε τυπικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ήταν το προανάκρουσμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946 – 1949), αν και για ορισμένους ιστορικούς η εμφύλια διαμάχη είχε ξεκινήσει πριν από την Απελευθέρωση.
Η αντιπαράθεση αυτή προήλθε από το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής τον Οκτώβριο του 1944. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καταλυτική επιρροή του ΚΚΕ και με νωπές τις αντιστασιακές δάφνες της Κατοχής, είχε ένα καλά συγκροτημένο στρατιωτικό σώμα και διεκδικούσε μερίδιο στην εξουσία, αν όχι όλη την εξουσία.
Στις 18 Οκτωβρίου 1944 έφθασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν και έξι ΕΑΜικοί Υπουργοί. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από τη συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Σκόμπι (επικεφαλής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.
Οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ναυάγησαν στις 28 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου οι Υπουργοί του ΕΑΜ αποχώρησαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Σε μία επίδειξη ισχύος, το ΕΑΜ διοργανώνει την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα και να τραυματισθούν 148.
Για το ποιος ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) ότι πυροβόλησε κάποιος από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις, β) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία και γ) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας. Χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1958, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», Άγγελος Έβερτ (πατέρας του πολιτικού και αρχηγού της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ), σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Ακρόπολις» θα παραδεχτεί ότι ήταν αυτός που διέταξε τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης βάσει διαταγών που είχε λάβει, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάλυσης του κράτους.

 

1963 – Στην Ελλάδα, αποφασίζεται ότι τα διδακτικά βιβλία θα διανέμονταν δωρεάν στους μαθητές των Δημοτικών Σχολείων και των Γυμνασίων. Από το 1836-1838 η έκδοση σχολικών βιβλίων είναι κρατική υπόθεση και όλα τα σχολεία χρησιμοποιούν τα κρατικά βιβλία τα οποία διασφαλίζουν «την φρόνιμον παιδαγωγίαν». Το 1838 καταργείται το Βασιλικό Τυπογραφείο και από το 1838 έως το 1882 επικρατεί το καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο Χ. Τρικούπης εφαρμόζει στη συνέχεια (1882-1895) μια πολιτική ενός ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού (Νόμος ΑΜΒ΄ του 1882), όπου καθιερώνεται το ένα βιβλίο για κάθε μάθημα. Το 1895 με το Νόμο ΒΤΓ΄ επανέρχεται η εκδοτική σχολική κίνηση στο εμπόριο και αυτή η πολιτική θα κρατήσει μέχρι το 1907.
Το διάστημα αυτό έχουμε μια ποσοτική έκρηξη στην παραγωγή του σχολικού βιβλίου. Έτσι, για παράδειγμα, το 1905 υπάρχουν 33 εκδότες διδακτικών βιβλίων και 540 εγκεκριμένα βιβλία μόνο για το Δημοτικό. Την περίοδο 1907-1916 η σκυτάλη περνάει και πάλι στο κράτος με το Νόμο ΓΣΑ΄. Η πολιτική επικράτηση των Φιλελεύθερων φέρνει άλλον αέρα στο σχολικό βιβλίο. Με αναγκαστικό Διάταγμα 2585/1917 αρχικά και με το Νόμο 1332/1918 αργότερα εισάγεται η δημοτική γλώσσα στην εκπαίδευση, ενώ τα βιβλία εγκρίνονται από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο.
Η δικτατορία του Πάγκαλου το 1924 θα ανακόψει την μεταρρυθμιστική άνοιξη και θα ξανα-αλλάξει τα πράγματα μέχρι το 1927. Το 1928 οι Φιλελεύθεροι επανέρχονται και με το Νόμο 5045/31 «περί σχολικών βιβλίων» επαναφέρουν τη δημοτική στην εκπαίδευση, αφήνουν τη συγγραφή των σχολικών βιβλίων στην ελεύθερη πρωτοβουλία των συγγραφέων, δίνουν τη δυνατότητα στο Σύλλογο των Διδασκόντων να επιλέγουν αυτοί τα βιβλία και προβλέπουν την ίδρυση βιβλιοθηκών στα σχολεία. Πρόκειται για ένα αρκετά ριζοσπαστικό πρόγραμμα, που φέρνει μια προοδευτική πνοή στα μορφωτικά πράγματα της χώρας.
Ωστόσο το 1932 έχουμε και πάλι συντηρητική εξέλιξη, η οποία ανακόπτει το προηγούμενο ρεύμα. Το 1937 με το Νόμο 952 ιδρύεται ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, που αναλαμβάνει και την πλήρη διαχείριση του εκπαιδευτικού βιβλίου μέχρι τις ημέρες μας. Η σύντομη πολιτική αλλαγή του 1964-65 θα επαναφέρει για λίγο τις μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις, αλλά οι συντηρητικές δυνάμεις και πάλι θα αποκτήσουν τον έλεγχο με την εφτάχρονη δικτατορία. Μάλιστα λίγο πριν στην κυβέρνηση των αποστατών ο υπουργός δε θα ζητήσει την πολτοποίηση μόνο των βιβλίων της δημοτικής αλλά θα ζητήσει και «την ποινική δικαιοσύνη για την τιμωρία των υπευθύνων»!!! Σε κάθε αλλαγή εκπαιδευτικής πολιτικής, το σχολικό βιβλίο υφίσταται τις πολιτικές κρίσεις χωρίς να αξιολογείται επί της ουσίας, επί της καταλληλότητάς του. Πρόσφατο παράδειγμα, η περιπέτεια της «Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού» που αποτέλεσε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης και απομακρύνθηκε κάθε έννοια επιστημονικής και παιδαγωγικής προσέγγισης.

 

1967 – Οι τελευταίες μονάδες της ελληνικής μεραρχίας, η οποία εστάλη στην Κύπρο επί Γεωργίου Παπανδρέου, εγκαταλείπουν το νησί και το αφήνουν ανυπεράσπιστο, σε εφαρμογή της Συμφωνίας Παπαδόπουλου – Τσαγλαγιαγκίλ.  Από τα τέλη του 1967, άρχισε σταδιακά και η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1968. Να θυμίσουμε ότι η μεραρχία, μια δύναμη 8.500 ανδρών, είχε σταλεί στην Κύπρο, που ολοκληρώθηκε στις αρχές στην Κύπρο, μυστικά από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου το 1964. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, πέτυχε να μην διαλυθεί η Εθνική Φρουρά και σταδιακά η κατάσταση εξομαλύνθηκε.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1911 – Νίνο Ρότα. Ιταλός συνθέτης, γνωστός για τη μακροχρόνια συνεργασία του με τον συμπατριώτη του σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελίνι. Γόνος μουσικής οικογένειας, o Νίνο Ρότα (Nino Rota) ήρθε στη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου του 1911, στο Μιλάνο.
Σπούδασε στο ωδείο της πόλης, ως παιδί – θαύμα, καθώς προτού καν συμπληρώσει τα 15 του χρόνια είχε συνθέσει μία όπερα κι ένα ορατόριο. Με προτροπή του διάσημου διευθυντή ορχήστρας Αρτούρο Τοσκανίνι ο νεαρός Ρότα συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ.
Με τη μεγάλη οθόνη και τον κόσμο της ήλθε σε επαφή το 1933, όταν έγραψε τη μουσική για την ταινία του Ραφαέλε Ματεράτσο «Treno Popolare». 19 χρόνια αργότερα αρχίζει η συνεργασία του με τον Φεντερίκο Φελίνι στην ταινία «Ο Λευκός Σεΐχης». Ακολουθεί μια γόνιμη και επιτυχημένη συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών, που κράτησε περίπου 30 χρόνια, με τον Ρότα να γράφει αξιομνημόνευτη μουσική για ταινίες, όπως οι «Λα Στράντα», «Ντόλτσε Βίτα» και «8 1/2».
Το 1968 έγραψε τη μουσική για την ταινία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Φράνκο Τζεφιρέλι, το μουσικό θέμα της οποίας είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα στην ιστορία του κινηματογράφου. Η καταξίωσή του έφθασε στο απόγειό της με τον «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόππολα. Το 1975 τιμήθηκε με Όσκαρ για τη μουσική του στο «Νονό ΙΙ».
Η εργογραφία του Νίνο Ρότα, εκτός από τη μουσική που συνέθεσε για περίπου 150 ταινίες, περιλαμβάνει δέκα όπερες, πέντε μπαλέτα και πολλές συμφωνικές συνθέσεις. Πέθανε στις 10 Απριλίου του 1979.

 

1930 – Ζαν Λικ Γκοντάρ. Υπήρξε σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και κριτικός κινηματογράφου, με το όνομά του να ταυτίζεται συχνά με τη νουβέλ βαγκ, ίσως το πιο σημαντικό κίνημα στην ιστορία του κινηματογράφου. Η καριέρα του επεκτείνεται πέρα από αυτήν την περίοδο, έχοντας σκηνοθετήσει πάνω από 100 ταινίες συνολικά. Ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης συστήθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1959 με το «Με Κομμένη Την Ανάσα» και έκτοτε άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην έβδομη τέχνη. Η ριζοσπαστική προσέγγιση του Γκοντάρ στους κινηματογραφικούς κώδικες, στην πολιτική και τη φιλοσοφία, τον κατατάσσουν ως σκηνοθέτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στη γαλλικό νουβέλ βαγκ.
Υπήρξε, μαζί με τον Φρανσουά Τριφό, τον Ερίκ Ρομέρ και τον Κλοντ Σαμπρόλ, πρωτεργάτης της νουβέλ βαγκ, του γαλλικού νέου κύματος που έφερε αέρα ανανέωσης και αμφισβήτησης στην κινηματογραφική τέχνη. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ έκανε ταινίες μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ μερικές από τις πιο εμβληματικές δουλειές του είναι: «Η Περιφρόνηση», «Η Κινέζα», «Alphaville», «Ο Τρελός Πιερό», «Ζούσε τη Ζωή της».
O Γκοντάρ, «νονός» της γαλλικής «νουβέλ βαγκ», άφησε το σημάδι του στον γαλλικό κινηματογράφο με μια σειρά έντονα πολιτικοποιημένων ταινιών. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ αφήνει μια καριέρα γεμάτη αριστουργήματα και παρεξηγήσεις που τον έκαναν θρύλο όσο ζούσε.
Ήταν μέλος μιας ομάδας ταινιοκριτικών του περιοδικού Cahiers du Cinema, οι οποίοι αποφάσισαν να φτιάξουν δικές τους ταινίες και να φέρουν μια επανάσταση στο μέσο, διότι ήταν δυσαρεστημένοι με την ποιότητα του Γαλλικού Κινηματογράφου εκείνη την εποχή.
Αυτή η ομάδα αποτέλεσε άλλωστε τη βάση της Νουβέλ Βαγκ.
Το 1968, ο Γκοντάρ εγκατέλειψε τη Νουβέλ Βαγκ και ίδρυσε μαζί με τον Jean-Pierre Gorin την κινηματογραφική ομάδα Dziga Vertov Group, ονομασμένη από τον γνωστό Σοβιετικό σκηνοθέτη. Επρόκειτο για μια ομάδα πολιτικά ενεργών σκηνοθετών, οι οποίοι ομαδικά και ανώνυμα δημιουργούσαν πειραματικές και πολιτικές ταινίες οι οποίες υποστήριζαν κινήματα, όπως ο Μαοϊσμός και ο Μαρξισμός. Όπως και οι σύγχρονοί του σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, ο Γκοντάρ επέκρινε το κυρίαρχο ρεύμα του γαλλικού κινηματογράφου για “Παράδοση στην Ποιότητα”, το οποίο “έδινε περισσότερο βάση στη τέχνη παρά στη καινοτομία, έδινε προνόμια σε καταξιωμένους σκηνοθέτες παρά στους νέους, και προτιμούσε τα σπουδαία έργα του παρελθόντος παρά τον πειραματισμό”. Για να αμφισβητήσει αυτή την παράδοση, άρχισε μαζί με ομοϊδεάτες του κριτικούς, να σκηνοθετούν τις δικές τους ταινίες.
Πολλές ταινίες του Γκοντάρ αμφισβητούν και τους κώδικες του παραδοσιακού Χόλιγουντ μαζί με αυτές του Γαλλικού κινηματογράφου. Αρκετές του ταινίες εκφράζουν τις ακροαριστερές πολιτικές του απόψεις. Οι ταινίες του επίσης καταδεικνύουν τη γνώση του για την ιστορία του κινηματογράφου μέσω των αναφορών του σε παλαιότερες ταινίες. Επιπλέον, οι ταινίες του Γκοντάρ συχνά αναφέρονται στον υπαρξισμό, μιας και ήταν μανιώδης αναγνώστης του υπαρξισμού και της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η ριζοσπαστική του προσέγγιση στους κινηματογραφικούς κώδικες, στην πολιτική και τη φιλοσοφία, τον κατατάσσουν ως σκηνοθέτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο γαλλικό νουβέλ βαγκ.
Το 2002 σε ψηφοφορία κριτικών του κινηματογραφικού περιοδικού Sight & Sound, του βρετανικού ινστιτούτου κινηματογράφου (BFI), κατετάγη τρίτος ανάμεσα στους δέκα καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Δέκα χρόνια αργότερα, το Sight & Sound ονόμασε την ταινία του «Με Κομμένη Την Ανάσα» την 13η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Στην ίδια ψηφοφορία, τρεις άλλες ταινίες του συμπεριλήφθηκαν στην λίστα των 50 καλύτερων ταινιών. Αυτές ήταν: Η Περιφρόνηση, Ο Τρελός Πιερό και το Histoire(s) du Cinema. Λέγεται ότι ο Γκοντάρ είχε δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα σώματα κριτικής ανάλυσης σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Το 2010 βραβεύτηκε με το Τιμητικό Όσκαρ, ωστόσο, δεν παρέστη στην τελετή απονομής των βραβείων.
Οι ταινίες του Γκοντάρ ενέπνευσαν πολλούς σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των Μάρτιν Σκορσέζε, Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ και Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 2015 κέρδισε για πρώτη φορά στην καριέρα του βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών, το οποίο μοιράστηκε μαζί με ακόμα μία ταινία. To 2018 η ταινία του Le Livre d’Image κέρδισε το πρώτο βραβείο Ειδικού Χρυσού Φοίνικα.

 

Θάνατοι

 

311 – Διοκλητιανός. Ο Γάιος Αυρήλιος Βαλέριος Διοκλητιανός ή Ιόβιος (242/245 – 311/312) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας (284 – 305).[3] Με καταγωγή από οικογένεια χαμηλής τάξης από τη Ρωμαϊκή επαρχία της Δαλματίας το αρχικό του όνομα ήταν “Διοκλής”, ανέβηκε ταχύτατα όλες τις στρατιωτικές τάξεις μέχρι που έγινε αρχηγός του ιππικού στον στρατό του αυτοκράτορα Κάρου. Όταν ο Κάρος και ο γιος του Νουμεριανός βρήκαν τον θάνατο σε εκστρατεία στην Περσία ο Διοκλητιανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματα. Τον τίτλο διεκδίκησε και ο δεύτερος γιος του Κάρου Καρίνος αλλά ηττήθηκε από τον Διοκλητιανό στη Μάχη του ποταμού Μάργου. H κυβέρνηση του Διοκλητιανού σταθεροποίησε την αυτοκρατορία μετά την Κρίση του 3ου αιώνα, ο Μαξιμιανός πήρε τον τίτλο του Αυγούστου και διορίστηκε Συναυτοκράτορας (286). Ο Διοκλητιανός κυβέρνησε την Ανατολική, τη μετέπειτα Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Μαξιμιανός τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι μεταρρυθμίσεις προχώρησαν περισσότερο όταν διορίστηκαν δύο νέοι Συναυτοκράτορες ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός με τον τίτλο του Καίσαρα, με την Τετραρχία κάθε Συναυτοκράτορας κατείχε το 1/4 της αυτοκρατορίας.
Ο Διοκλητιανός εξασφάλισε τα σύνορα της αυτοκρατορίας νικώντας τους εξωτερικούς εχθρούς, νίκησε τους Σαρμάτες και τους Καπρί (285-299), τους Αλαμαννούς (288) και σφετεριστές από την Αίγυπτο (297-298). Ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος προχώρησαν σε επιτυχή εκστρατεία απέναντι στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών παραδοσιακή εχθρό των Ρωμαίων, λεηλάτησαν την πρωτεύουσα τους Κτησιφών, τελικά έκλεισαν ειρήνη με ευνοϊκούς όρους. Ο Διοκλητιανός προχώρησε σε σημαντικές διοικητικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που στηρίχθηκαν στη Γραφειοκρατία, ίδρυσε νέα κέντρα στην Αρχαία Νικομήδεια, τα Μεδιόλανα, το Σίρμιο και το Τριρ. Η πολιτική του στηρίχτηκε στον Απολυταρχισμό, στη μεγάλη άνοδο τις εξουσίας του αυτοκράτορα που θεοποιήθηκε, συνοδεύτηκε με μεγαλοπρεπείς τελετές και αρχιτεκτονικά κτίσματα. Η συντήρηση της Γραφειοκρατίας και οι πολλές στρατιωτικές εκστρατείες ανέβασαν τους φόρους, αυτό ανάγκασε τον Διοκλητιανό να μεταρρυθμίσει το φορολογικό σύστημα ώστε να είναι πιο δίκαιο αν και υψηλότερο, οι μεταρρυθμίσεις ολοκληρώθηκαν το 297. Τα σχέδια του Διοκλητιανού δεν είχαν όλα την ίδια επιτυχία, με το “Έδικτο του ελέγχου τιμών” έγιναν προσπάθειες να γίνονται Έλεγχοι τιμών ώστε να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, σύντομα αγνοήθηκε. Οι Εμφύλιοι πόλεμοι της Τετραρχίας έφεραν την κατάρρευση από τις κληρονομικές απαιτήσεις του Μαξέντιου και του Κωνσταντίνου γιων του Μαξιμιανού και του Κωνστάντιου του Χλωρού αντίστοιχα. Οι διώξεις του Διοκλητιανού απέναντι στους χριστιανούς (303-312) ήταν οι τελευταίες και μεγαλύτερες που έγιναν στην αυτοκρατορία, στόχος να σταματήσει η εξάπλωση τους. Τους χριστιανούς θα τους κάνει ωστόσο επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας ο γιος του Κωνστάντιου του Χλωρού Μέγας Κωνσταντίνoς (324). Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού παρά τις ατέλειες τους θα δώσουν νέα ανάσα στην αυτοκρατορία που θα παραμείνει πανίσχυρη για άλλους δύο αιώνες, την εποχή που ήταν νέος ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ο Διοκληριανός παραιτήθηκε λόγω ασθένειας (1 Μαίου 305), ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που έκανε αυτή την κίνηση, αποσύρθηκε στο Παλάτι του Διοκλητιανού στις Δαλματικές ακτές που θα γίνει ο πυρήνας για να οικοδομηθεί μετέπειτα το Σπλιτ στην Κροατία.

1894 – Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον (Robert Louis Balfour Stevenson, 13 Νοεμβρίου 1850 – 3 Δεκεμβρίου 1894) ήταν Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, μουσικός και ταξιδιωτικός συγγραφέας. Τα πιο διάσημα έργα του είναι Το νησί των θησαυρών, το Δόκτωρ Τζέκυλ και Κύριος Χάυντ και Η Απαγωγή. Άλλα έργα του είναι Ο Άρχοντας του Μπάλαντρι και Το Μαύρο Βέλος: Μια ιστορία των Δύο Ρόδων.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον ήταν μία λογοτεχνική διασημότητα ενώ σήμερα συγκαταλέγεται στους 26 πιο μεταφρασμένους συγγραφείς στον κόσμο. Τα έργα του έχουν γίνει αντικείμενα θαυμασμού από πολλούς άλλους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαρσέλ Προυστ, Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, Χένρυ Τζέημς, Τσέζαρε Παβέζε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Τζακ Λόντον, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Τζέιμς Μάθιου Μπάρρυ.

 

1988 – Πάνος Γαβαλάς (Βατραχονήσι, 26 Νοεμβρίου 1926 – 3 Δεκεμβρίου 1988) ήταν σπουδαίος Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και μουσικός. Γεννήθηκε στο Βατραχονήσι, που είναι γνωστό σήμερα ως τη συνοικία της Αθήνας Μετς. Ο πατέρας του ήταν από τη Φολέγανδρο και η μητέρα του από την Ικαρία. Σε παιδική ηλικία πρωτοασχολήθηκε με τη φυσαρμόνικα στους προσκόπους και αργότερα με τις χαβάγιες με τις οποίες έκανε καντάδες. Στη διάρκεια της κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
Ερμήνευσε γνωστά τραγούδια όπως: «Σήκω πάνω κάτσε κάτω», «Στο σταυροδρόμι», «Δε με πονάς», «Φύγε κι άσε με», «Πήρε φωτιά μια καρδιά», «Άσε με πια», «Λαϊκό τσα-τσα», «Κάθε λιμάνι και καημός», «Όνειρο δεμένο», «Οι Γλάροι», «Άμα θες να φύγεις φύγε», «Γλυκέ μου τύραννε», «Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο». Ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρία “Σονάτα”.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories

Διαβάστε ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
περοσσότερες πληροφορίες για τη ημέρα
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί