Στρατής Τσίρκας: «Μας θέλουν γκαρσόνια»

Στρατής Τσίρκας
(10 Ιουλίου 1911 – 27 Ιανουαρίου 1980)

Το σημαντικότερο έργο του αποτελούν
οι Ακυβέρνητες πολιτείες (1960-1965),
που έφερε έναν τολμηρό
και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα

 

Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας

 

Συντομοβιογραφία

Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 10 Ιουλίου 1911, το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Κωστή Χατζηανδρέα (από την Ίμβρο) και της Περσεφόνης Σταμαράτη (με καταγωγή από τη Χίο). To 1917 γράφεται στην περίφημη Αμπέτειο Σχολή της πόλης, και αφού τελειώσει το δημοτικό της, θα εγγραφεί το 1923 στο εμπορικό τμήμα της σχολής για να σπουδάσει και παρά την επιθυμία του- ένα επάγγελμα.

Αποφοίτησε από τη σχολή το 1928 και αμέσως (17 χρονών) προσελήφθη στη “National Bank of Egypt”, στην παλαιότερη και μεγαλύτερη τράπεζα της Αιγύπτου, αγγλικών (τότε) συμφερόντων. Αυτήν την περίοδο επίσης, αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία – ενδιαφέρον που είχε από τα παιδικά του χρόνια- και μάλιστα δημοσιεύονται οι πρώτες μεταφράσεις του ποιημάτων του Χάινε, του Αλφρέ ντε Μυσσέ και του Σίλερ, στα έγκριτα ελλαδικά περιοδικά «Οικογένεια» και «Μπουκέτο», (1927) στα οποία υπογράφει με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο.

Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάσθηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Το 1937 νυμφεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο «Β΄ Διεθνές και Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και στον φασισμό». Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν.

Το 1932 εργάσθηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου. To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια και από τον επόμενο χρόνο διορίζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963. Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Μαζί με τον Αλεξανδρινό ζωγράφο Γιάννη Μαγκανάρη (1918 – Αθήνα 2007) και άλλους Έλληνες Αιγυπτιώτες δημιουργούν την δραστήριο Πνευματική Εστία Ελλήνων Αλεξανδρείας. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στην πολυεθνική οργάνωση Ligue Pacifiste, που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes και αναλαμβάνει με τον Πιερίδη, τον συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά και Ελληνικά).

 

Στο Παρίσι, το 1937, ο Στρατής Τσίρκας συμμετείχε στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Ενάντια στον Φασισμό, όπου συνέγραψε μαζί με τον αφροαμερικανό ποιητή Langston Hughes τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο γάλλος συγγραφέας Louis Aragon. Στη μεγάλη φωτογραφία, ο Louis Aragon με την Elsa Triolet στη Μόσχα το 1960 στο Β’ Συνέδριο των Ρώσων Συγγραφέων (via La Petite Mélancolie)

 

Από το 1942, μαζί τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, τον Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης «Αντιφασιστική Πρωτοπορία», της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας. Έχοντας εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο «Μπόμπα» εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.

Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι Ακυβέρνητες πολιτείες (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη Λέσχη, την Αριάγνη και τη Νυχτερίδα, τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα. Η έκδοση της Λέσχης το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας «Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ’ το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο». Λόγω της άρνησής του διεγράφη από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της, ως ολίσθημα από τα ιδεολογικά θέσφατα». Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.

Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη «σιωπή» των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων. Το μυθιστόρημα Χαμένη Άνοιξη (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο «Δίσεχτα χρόνια». Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο. Η μετάφραση των Ακυβέρνητων Πολιτειών στα Γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο των Κριτικών και των Εκδοτών του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος της χρονιάς στη Γαλλία το 1972.

Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου του 1980 σε ηλικία 69 ετών.

 

Σε πρώτο προσωπο

 

 

«Μας θέλουν γκαρσόνια, ταβερνιάρηδες, μαστροπούς, βαρκάρηδες, επιβήτορες, καμπαρετζούδες, μπουζουξήδες, χασισέμπορους, αχ αμάν αμάν και συρτάκι αμέ και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’αρμέγουν τον τόπο το κρασί, το λάδι, τα πορτοκάλια, τις ντομάτες, τα ροδάκινα, το βαμπάκι, τα μάρμαρα, το βωξίτη, το λιγνίτη, τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου.»

«Κοίτα που καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φανάρι στην πόρτα του και το όνομά του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι.» «Σε άλλες χώρες που οι πολίτες ξέρουν τα δικαιώματά τους θα είχε αλλάξει από καιρό τέτοια κατάσταση. Εδώ τα εδραιωμένα συμφέροντα, η μονοπωλιακή εκμετάλλευση, τα «κλειστά επαγγέλματα», το συνάλλαγμα που σπαταλιέται σε πολυτέλειες και αργομισθίες.»

«Τετρακόσια χρόνια σκύβαμε το κεφάλι όταν σήκωνε τη φωνή κι ο τελευταίος αγάς. Ενάμιση αιώνα τώρα ελεύθερο κράτος κι ακόμη μας δυναστεύουν αγάδες κάθε λογής.»

«Παραμερίστε διαφορές με Παπατζήδες ή Σβωλοτσιριμώκους, παράπονα και μνησικακίες για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Όλοι μαζί, όλοι μαζί, να σώσουμε τον τόπο, γιατί η Γερμανίδα λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει….»

 

 

«Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπητερό που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν, μα είναι ετούτη η κατάρα της εποχής μας που μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων, πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη και στον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα. Η φωνή, τα δάχτυλα και η καρδιά μου. Και ο Απρίλης με τις πασχαλιές γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σα ξερή πέτρα να βουλιάζει σε μια άγονη και πυρωμένη αμοθάλασσα και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια και ακρίδες και σκορπιοί και φίδια και γεράκια. Είναι και τα κίτρινα κόκκαλα της εξορίας και της μοναξιάς!»

Όρκος στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: «Στο όνομά σου Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου εμείς ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες ορκιζόμαστε εδώ πέρα πέρα όλοι μαζί πως το όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη και στο όνομά σου όσο που θα υπάρχει τυραννία και καταπίεση να τις καταπολεμούμε όχι μονάχα με το λόγο μα και με τη ζωή μας!»

 

 


AgrinioStories