Σπύρος Ζαγοραίος | Εντελαμαγκέν ντε Βοτανίκ


.

Σπύρος Ζαγοραίος

Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας

Ο δημιουργός και ερμηνευτής του αθάνατου «Αλήτη»
υπηρέτησε με συνέπεια για δεκαετίες το λαϊκό τραγούδι

[ Εντελαμαγκέν ντε Βοτανίκ ]

Παρέμεινε ενεργός και μάχιμος στο κλασικό λαϊκό τραγούδι
στο «κάστρο» του, το λαϊκό κέντρο «Εντελαμαγκέν» στον Βοτανικό

Η ιδιότυπη φωνή του και ο τρόπος που ερμηνεύει τον κάνουν μοναδικό. Δεν χρειάζεται να είσαι μυημένος στο λαϊκό τραγούδι για να ξεχωρίσεις τον Σπύρο Ζαγοραίο από το πρώτο κιόλας άκουσμα. Σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός επιτυχιών, ο Σπύρος Ζαγοραίος υπηρέτησε με συνέπεια για δεκαετίες το λαϊκό τραγούδι, διαπρέποντας στη δισκογραφία και στα πάλκα. Πιστός και αμετανόητος λειτουργός του, μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγραψε με χρυσά γράμματα το δικό του σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του κλασικού λαϊκού τραγουδιού.

Γεννήθηκε στις 23 του Ιούνη 1928, στον Άγιο Αρτέμη (Γούβα) Παγκρατίου. Όπως τα περισσότερα παιδιά στην Κατοχή, έζησε δύσκολα χρόνια. Σε ηλικία 13 ετών, το 1941, μια χειροβομβίδα την οποία «σκαλίζει» σκάει στα χέρια του την ώρα που παίζει με συμμαθητές του σε μια αλάνα, με αποτέλεσμα να χάσει το χέρι του.

Τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια θα σταθούν καθοριστικά για την μετέπειτα πορεία του. Μεγαλωμένος σε οικογένεια ερασιτεχνών κανταδόρων, από παιδί θ’ αγαπήσει τη μουσική και το τραγούδι. Ο πατέρας του έπαιζε ερασιτεχνικά κιθάρα και τραγουδούσε, το ίδιο και άλλοι συγγενείς και ξαδέλφια του που μαζεύονται παρέες στις αυλές των σπιτιών τους, στον Άγιο Αρτέμη, παίζοντας κιθάρες και τραγουδώντας.

Έφηβος ο Σπύρος Ζαγοραίος τραγουδάει καντάδες και παίζει φυσαρμόνικα, αλλά γρήγορα θα τον κερδίσει το λαϊκό τραγούδι. Θα ξεκινήσει τη δική του πορεία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και λίγα χρόνια αργότερα, με τη σύντροφό του στη ζωή και στο πάλκο, Ζωή Ζαγοραίου, θα δημιουργήσουν αχώριστο ντουέτο, ένα από τα πιο δημοφιλή του λαϊκού τραγουδιού.

Θα κολλήσει το «μικρόβιο» του λαϊκού τραγουδιού στο θρυλικό «μπαράκι του Μάριου (Καφέ – Μπαρ «Μάριος»), όπου σύχναζαν συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές, μουσικοί και άλλοι συντελεστές του λαϊκού τραγουδιού, έπαιζαν και τραγουδούσαν, άκουγαν νέους δίσκους, γνώριζαν νέα ταλέντα και έκλειναν δουλειές. Ο νεαρός Ζαγοραίος που συχνάζει στου Μάριου, περνώντας απαρατήρητος, μαγεύεται στο άκουσμα των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Σταύρου Τζουανάκου και άλλων σπουδαίων δημιουργών του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Με τον καιρό αρχίζουν οι πρώτες εμφανίσεις του ως τραγουδιστής.

Το 1952 τον ακούει να τραγουδά ο σπουδαίος λαϊκός στιχουργός Χρήστος Κολοκοτρώνης, και τον γνωρίζει στον Βασίλη Τσιτσάνη. Σύντομα μπαίνουν στο στούντιο και ηχογραφούν το «Κουρμπέτι», ένα τραγούδι που χωρίς να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία βάζει σε πολλά σπίτια τη φωνή του Ζαγοραίου. Η ώθηση που του δίνει ο Βασίλης Τσιτσάνης υπογράφοντας το πρώτο του τραγούδι, και βέβαια το ταλέντο του ανοίγουν στον Σπύρο Ζαγοραίο τον δρόμο που αναζητούσε.

Σε κάποιο από τα λαϊκά κέντρα όπου εργάζεται δίπλα σε μεγάλα ονόματα της εποχής, τον ακούνε ο λαϊκός συνθέτης πολλών επιτυχιών Γεράσιμος Κλουβάτος, και ο σπουδαίος συνθέτης του ρεμπέτικου Απόστολος Χατζηχρήστος. Ο Ζαγοραίος συνεργάζεται μαζί τους στο πάλκο με μεγάλη επιτυχία, όμως από καιρό αναζητά και ένα δίσκο με τον οποίο θα έκανε τη διαφορά και θα επιτάχυνε τη μέχρι τότε σταθερά ανοδική πορεία του.

Αυτή την ευκαιρία του την προσφέρει ο Γεράσιμος Κλουβάτος με ένα από τα πιο δημοφιλή λαϊκά τραγούδια, το διαχρονικό «Άναψε το τσιγάρο» (στίχοι του Χαράλαμπου Βασιλειάδη – Τσάντα). Η τεράστια επιτυχία του δίσκου ανοίγει διάπλατα πια τον δρόμο στα τραγούδια-επιτυχίες που διαδέχονται το ένα το άλλο και ο Σπύρος Ζαγοραίος καταξιώνεται δίπλα στα μεγάλα ονόματα της χρυσής εποχής του λαϊκού τραγουδιού. «Ε ντε λα μαγκέν ντε Βοτανίκ», «Ντόλτσε βίτα», «Θα πεθάνω γλυκιά μου αγάπη», «Προσευχή», «Στης Λαρίσης το ποτάμι», «Κατηγόρα με», «Έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου», «Ο αλήτης», «Οι γαρυφαλλιές», «Όταν ήμουν παιδί» («Όλες είσαστε ίδιες»), «Άδικα χάρε καρτερείς», «Η κούκλα», «Πάρτε κύριε λαχεία», «Ο ανάπηρος», «Ερωτιάρης», «Τον χάρο τον αντάμωσαν» είναι μερικά από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του που ακούγονται μέχρι σήμερα.

Στην πολύχρονη διαδρομή του, εκτός από τη δισκογραφία και τα λαϊκά πάλκα, ο Σπύρος Ζαγοραίος έδωσε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα, και στις εστίες της ομογένειας ανά τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πάλεψε με πολλά προβλήματα υγείας, ενώ δέχτηκε μεγάλο χτύπημα όταν έχασε για πάντα τον αγαπημένο του γιο.

Αυθεντικός, σεμνός, λαϊκός παλιάς κοπής, ο Σπύρος Ζαγοραίος αντιμετώπισε με στωικότητα αλλά και πίκρα τις αλλαγές που επέφερε η αλλαγή των εποχών και στο λαϊκό τραγούδι. Ο δημιουργός και ερμηνευτής του αθάνατου «Αλήτη», παρέμεινε ενεργός και μάχιμος υπερασπίζοντας το κλασικό λαϊκό τραγούδι στο «κάστρο» του, το λαϊκό κέντρο «Εντελαμαγκέν», που είχε δημιουργήσει κάτω από το σπίτι του στο Αιγάλεω, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Σε Πρώτο Πρόσωπο

Στη Γούβα, στο Παγκράτι. Εκεί μεγάλωσα. Το χόμπι μας ήταν ο πετροπόλεμος. Βύρωνας με Παγκράτι και Γούβα. Μας κυνηγάνε οι μεγάλοι και την κοπανάγαμε. Φτωχά αλλά όμορφα χρόνια. Για να βγεις ραντεβού έπρεπε ίσως να είσαι πολύ δυνατός για να το κατορθώσεις αυτό. Σε κάναν τ’ αδέρφια της μαύρο. Η Κατοχή με βρήκε στην Αγ. Παρασκευή όπου έχασα το χέρι μου. Μας είχε πάρει ο πατέρας μου και μας πήγε εκεί που έβγαζε ξόβεργες να πιάνει πουλιά να τρώμε και είχα την ατυχία να βρεθώ μ’ ένα πραγματάκι με την εντύπωση ότι μπορεί να γίνει μελανοδοχείο. Είχα μεγάλη μανία και με τα γράμματα. Το σκάλισα λοιπόν αυτό το πράγμα και εξερράγη και μου’ κοψε το χέρι. Οπλοβομβίδα ήταν. Τρεις Νοεμβρίου του ’41 στα δεκατρία μου χρόνια.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος ήμουν μικρός και πούλαγα πάγο με καροτσάκι κι ένα χέρι, αλλά όμως τραγουδώντας όλα αυτά. Μετά γνώρισα δύο αδέρφια στη γειτονιά που έπαιζαν κιθάρες και εγώ φυσαρμόνικα και κάναμε ένα τρίο. Λίγο – λίγο μπήκα στο πετσί του επαγγέλματος, του τραγουδιστή. Ήθελα να γίνω τρανός και το κατόρθωσα με την υπομονή μου. Ήμουν και καλό παιδί. Δεν έγινα ψηλομύτης αν και έκανα επιτυχίες την μια πίσω απ’ την άλλη. Κυνήγησα την επιτυχία και ακόμα την κυνηγάω και πάντα τραγουδούσα πρώτα για μένα.

Το ’47 άρχισα να τραγουδάω σαν επαγγελματίας ως Σπύρος. Μετά το ’52 που τραγούδησα το δίσκο του Τσιτσάνη, «Το Κουρμπέτι», τότε άρχισε να εμφανίζεται το Ζαγοραίος λίγο – λίγο ως το ’56 που τραγούδησα το Άναψε το Τσιγάρο Δωσ’ Μου Φωτιά, εκεί βγήκε στην επιφάνεια πια το Ζαγοραίος.

Η συνεργασία με τον Τσιτσάνη και τη Νίνου | Ο Κολοκοτρώνης, ο στιχουργός, είχε έρθει ένα βράδυ σ’ ένα κέντρο που δούλευα, είχα τον αδερφό του κιθαρίστα στο συγκρότημα, και με άκουσε. Μου λέει : Θες να σε πάω στον Τσιτσάνη; Με πήγε, με άκουσε ο Τσιτσάνης, του άρεσα και είχαμε αυτή την όμορφη κατάληξη με το δίσκο του. Έχω τραγουδήσει πολλά τραγούδια και δικά μου και ξένα. Έχω γράψει πολλά, έχω κάνει αρκετά μεγάλες επιτυχίες και είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος μέχρι εδώ. Χτυποκάρδι ! Να’ χεις ένα Τσιτσάνη δίπλα σου, τη Νίνου από εδώ, ο άλλος από εκεί, ορισμένοι έκαναν σεκόντα…ένα μικρόφωνο όλοι μαζί. Το γράψαμε με τα κεριά. Δίσκος εβδομηνταοκτώ στροφών στην Odeon – Parlophone. Το χειρότερο να κάνει ένας λάθος στο τέλος του τραγουδιού, ουαί κι αλίμονό του. Πριν να τραγουδήσω Τσιτσάνη δούλευα σ’ ένα κέντρο, Θηβών και Καβάλας, ήταν μαρμαράδικο την ημέρα και το βράδυ το έκαναν μπουζουξίδικο.

Επιρροές | Ξεκίνησα με καντάδες. Είμαι από Πλακιώτικια οικογένεια. Και ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήταν Πλακιώτες και τραγουδούσαν καντάδες στο σπίτι. Το πηγάδι που είχε αυλή ήταν γεμάτο κιθάρες. Μοιραίο ήταν να ακολουθήσω κι εγώ αυτή την τακτική. Τραγούδησα πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κληματαριά, ένα κέντρο φίρμα τότε. Ένα εικοσάρικο το βράδυ και ήθελε το ταξί εβδομήντα δραχμές να με πάει σπίτι στη Χαραυγή. Πήγαινα με τα πόδια, αλλά και μ’ ένα ποδήλατο. Αγαπούσα πολύ το λαϊκό τραγούδι, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μάρκο, όλοι αυτοί οι παλιοί ήταν τα ινδάλματά μου. Ο Στράτος ο Παγιουμτζής ο τραγουδισταράς. Ήθελα ν’ ακολουθήσω το λαϊκό τραγούδι. Το’ βαλα στόχο και το πέτυχα.

Δάσκαλοι | Στη δουλειά μου ήταν ο Γεράσιμος Κλουβάτος, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, δούλεψα πολύ μαζί τους, ο Στράτος Παγιουμτζής, όλοι με αυτοί με διδάξαν, αλλά εγώ ήμουν άνθρωπος που έπαιρνα από διδαχή γιατί πολλοί συνάδελφοί μου τότες ήθελαν να κάνουν του κεφαλιού τους και τους πήρε το ποτάμι. Προσπαθούσα να πάρω από αυτούς που ξέρουν για να μπορέσω να δώσω σε αυτούς που δεν ξέρουν. Από τους σημερινούς τραγουδιστές αυτός που με σκαλίζει είναι ο Πασχάλης Τερζής. Πιο λαϊκός από τους άλλους. Τώρα οι τραγουδιστές τραγουδούν το ίδιο. Είναι μεγάλο λάθος. Εκείνα τα χρόνια όταν πέρναγες από κάπου και τραγούδαγε κάποιος ήξερες ποιος είναι. Οι νέοι πρέπει να μιμούνται αλλά να κάνουν δικό τους νταραβέρι για να βγουν στην επιφάνεια. Το μαγαζί γεμίζει ασφυκτικά γιατί έχω δικό μου εμπόρευμα.

Μετά τη δουλειά | Πηγαίναμε στην Ομόνοια να πιούμε κάνα καφεδάκι κάνα γάλα το πρωί, να ξαποστάσουμε και από εκεί για ύπνο. Είχαμε κάνει δυο σπίτια με το Γκούνη για να’ μαστε δίπλα – δίπλα. Μόλις ξυπνάγαμε πιάναμε το μολύβι, το μπουζούκι και γράφαμε τραγούδια. Το πρωί τα γράφαμε και το βράδυ στο πάλκο κατευθείαν. Ένα βράδυ ψιλόβρεχε και είχαμε πάει να πιούμε και μπήκαμε στο ζαχαροπλαστείο Ολύμπια στην Ομόνοια και έρχεται ένας πιτσιρίκος και του λέει: πάρτε κύριε λαχεία. Έ, το κάναμε τραγούδι. Σε δεκαπέντε μέρες το κυκλοφορήσαμε ! Έτσι γραφόντουσαν και τα τραγούδια την εποχή εκείνη. Το κάθε τραγούδι έχει και τη δική του αληθινή ιστορία. Δεν μας κατέβαινε το τραγούδι, το ακούγαμε στο λεωφορείο, στο κουρείο, στο καφενείο, στο δρόμο…μια λέξη και την κάναμε τραγούδι.

Εντελαμαγκέν Ντε Βοτανίκ |  Το γράψαμε στο Καβούρι με τον Γκούτη. Το βράδυ πήγαμε στο μαγαζί και το τραγούδησα. Έγινε ο χαμός του χαμού. Είχαμε την τύχη να βρίσκονται μέσα ο Μάτσας και ο υιός. Μόλις το τελειώσαμε, ξανά το ίδιο και ξανά το ίδιο, δέκα φορές. Με πλησιάζει ο ίδιος ο γερό – Μάτσας και μου λέει ότι θα περιμένει στην Columbia ότι ώρα σχολάσω. Το περάσαμε σε δίσκο με την ίδια την ορχήστρα μου το ίδιο βράδυ. Ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί…

 

 

Η σχέση με την τεχνολογία | Κομπιουτεράκιας ! Επειδή το μαγαζάκι είναι μικρό και έχω συνηθίσει με ορχηστράρες, δεν μπορώ να τραγουδώ με ένα μπουζούκι και μια κιθάρα και έτσι έχω δύο κομπιούτερ που έχει από εκατό όργανα ο καθένας. Τα έχω περάσει όλα τα τραγούδια μου εκεί και έχω μια ορχήστρα, πλήρη. Στο κομπιούτερ γράφω τα τραγούδια μου με ένα δάκτυλο τα βάζω σε χαμηλή ταχύτητα και μετά στην κανονική και έρχεται στη σειρά του. Ειδικά εμένα η τεχνολογία με βοήθησε πάρα πολύ γιατί δεν έχω το χέρι μου να παίξω ένα όργανο να σαμπλάρω ένα τραγούδι στο κομπιούτερ, το βάζω στη μνήμη και μένει.

 

————————————————————————————————————
«…υπήρχε κάποιο μέτρο στην τραγουδίστρια. Κατ’ αρχή έπρεπε να τραγουδά καλά,
κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα. Όταν θέλαμε να κάνουμε ένα σχήμα για μια σεζόν, διαλέγαμε καλές τραγουδίστριες.
Έπαιζαν τον ίδιο ρόλο που παίζουν και σήμερα, με τη μόνη διαφορά ότι δεν ήταν γδυτές, ήταν ντυμένες.»

Πηγή: ogdoo.gr/ | Τα αποσπάσματα της ενότητας σε Πρώτο Πρόσωπο
από τη συνέντευξη του Σπύρου Ζαγοραίου στον Γιάννη Αλεξίου


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *