Κυριακή βραδάκι,
με πήρε από το χέρι ο μακαρίτης ο πατέρας μου
και μου είπε πως «θα πάμε να δούμε
κινηματογράφο στην αγορά»
- από το προφιλ του
Vasilis Pandieras
Ήτανε το 1956 τον Σεπτέμβρη . Είχα κλείσει τα τέσσερα χρόνια ζωής τον Ιούλιο και άρχισα να κάνω τις πρώτες γνωριμίες με τους χώρους του χωριού. Μέχρι τότε τις μόνες τοποθεσίες που ήξερα ήταν ό,τι είχε στο σχέση με τις Εκκλησίες και αυτές ειδικότερα με τις λειτουργίες , που αποτελούσαν υποχρεωτικότητα, λόγω της φιλοχριστίας της μητρός μου και ως αδελφής ιερέως. Είχανε τελειώσει τα καπνά και για το σχολείο ήμουνα ακόμα μικρός. Έτσι σιγά-σιγά άρχισα τα πρώτα “πετάγματα” πέρα από την γειτονιά μας και άρχιζα δειλά- δειλά το σεργιάνι μου στον κόσμο.
Κυριακή βραδάκι, με πήρε από το χέρι ο μακαρίτης ο πατέρας μου και μου είπε πως “θα πάμε να δούμε κινηματογράφο στην αγορά”. Μου εξήγησε ότι “κινηματογράφος” είναι ένα μηχάνημα από το οποίο περνάει μία ταινία και δείχνει φωτογραφίες πάνω σε ένα σεντόνι.
Στην αρχή μπερδεύτηκα γιατί νόμιζα ότι εννοεί παράσταση Καραγκιόζη, που όπως είχα ακούσει (δεν θυμάμαι από ποιόν), έπαιζε ο Καρακιοζοπαίχτης που έρχονταν μερικές φορές και στο χωριό. Πάντως ήμουνα ίσως από τούς λίγους συνομηλίκους μου που έκανα “άλμα” στον τομέα αυτό της διασκέδασης , γιατί χωρίς να απολαύσω Καραγκιόζη, πήγα κατευθείαν στον “κινηματογράφο”! Βέβαια, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, ούτε αυτόν απόλαυσα και περισσότερο δεν “διασκέδασα”!
Αφού περάσαμε την γέφυρα συνεχίσαμε προς το κέντρο του χωριού και φτάσαμε εκεί που σήμερα έχει το ανθοπωλείο ο Νικολόπουλος. Εκεί είχε περίπτερο ο μακαρίτης Θεμιστοκλής Μονιάς, (παραχώρηση της Πατρίδας για το τραύμα του στο πόδι από την εποχή του εμφύλιου)! Στο περίπτερο είχανε απλώσει ένα άσπρο σεντόνι, με αποτέλεσμα να έχουνε καλύψει την πρόσοψή του προς τον κεντρικό δρόμο.
Την μηχανή προβολής την εγκατέστησαν απέναντι στο σπίτι του γιατρού του Παλιούρα που η κληρονόμος του Ιουλία Παπαδημητρίου το πούλησε στον Σωκράτη τον Καψάλη λίγο αργότερα! Εκεί δίπλα είχε ένα μικρό παράπηγμα που είχε κρεοπωλείο ο Πάνος Κολοβός και που ο γιός του Χρήστος έψηνε τα απογεύματα κοκορέτσια και σπληνάντερα,φωνάζοντας με την βροντερή του φωνή την λέξη “μεζές ” και που είχε σαν αποτέλεσμα να του μείνει το παρατσούκλι “μεζές” και μετά τον διορισμό του στην Χωροφυλακή. Εκεί εγκατέστησαν την μηχανή και επειδή δεν υπήρχε παροχή ρεύματος ακόμα, είχανε μία γεννήτρια ποιό κάτω μπροστά από το σπίτι του Παντελή Καπέρδα. Οι θεατές (μεταξύ των οποίων και εγώ κρατώντας πάντα το χέρι του πατέρα μου), στέκονταν όρθιοι στον δρόμο. Αλώστε αυτοκίνητο το βράδυ σπάνια πέρναγε και έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα. Τότε ιδιοκτήτες των μηχανών αυτών ήτανε ο Χριστοδούλου, γνωστός περισσότερο σαν Ράδιο Αβωρ και ο Ρεντζέπης. Δεν θυμάμαι ποιός από τους δύο ήτανε στην συγκεκριμένη προβολή. Τέλος πάντων, πληρώσαμε εισιτήριο (βάζοντας το αντίτιμο σε ένα δίσκο που περιέφερε ο ιδιοκτήτης) και περιμένανε την έναρξη της προβολής.
Όταν άρχισε η προβολή, έδειχνε κάποια θάλασσα που με έκσταση παρακολουθούσα και με σχετικό φόβο, σφίγγοντας το χέρι του πατρός μου. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μεγάλο ψάρι (καρχαρίας, είπανε) που φαίνονταν ότι έρχεται κατά πάνω μου. Άφησα το χέρι του πατέρα μου και καταρίπτοντας το ρεκόρ ταχύτητας έτρεξα προς το σπίτι μου και κρύφτηκα στην μικρή αποθήκη που χρησίμευε και ως πολυκατάστημα της γειτονιάς.
Πίσω μου έτρεχε και ο πατέρας μου, αφενός να με ησυχάσει και αφετέρου να με “χειροτονίσει” που έγινα αφορμή να μην απολαύσει την ταινία. Τελικά έκανα μήνες να ξανακατέβω στο χωριό μην εγκαταλείποντας την σιγουριά της γειτονιάς μου.
Αργότερα οι παραστάσεις γίνονταν στα καφενεία, πότε του Σπύρου Καπέρδα (νυν κρεοπωλείο Δεληγιάννη) και του Σωτηρόπουλου (νυν ψησταριά Χρήστου Σκιαδά). Θυμάμαι ότι η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν οι προβολές γίνονταν στο καφενείο του Σωτηρόπουλου γιατί μπροστά είχε δύο μουριές που στην μία σκαρφάλωνα και από τον φεγγίτη έβλεπα την ταινία χωρίς να πληρώνω εισιτήριο.
Ωραία χρόνια με αρκετή φτώχεια, αλλά πόσο καλύτερα ήμασταν τότε! Πόση αγάπη μας έδιναν όλοι , ακόμα και όσοι μας μάλωναν ! Και ποτέ δεν νοιώθαμε την μοναξιά που νοιώθουν τα περισσότερα από τα σημερινά παιδιά. Γιατί απλά: οι γονείς μας προγραμμάτιζαν την ζωή τους σύμφωνα με τις ανάγκες τους και όχι με τις απαιτήσεις τους. Γιατί η προσπάθεια κάλυψης των αναγκών σου προϋποθέτει αγώνα! Ενώ απεναντίας η κάλυψη των απαιτήσεων, οδηγεί σε “συμβιβασμούς “!
Και οι αγώνες είναι πάντα δύσκολοι και θέλουν ψυχή!! Καληνύχτα!