Πέρασμα από Ακαρνανία στην Ήπειρο Χώρα [Μέρος 2ο]

Το πέρασμα από την Αμφιλοχία στην Άρτα
δε μπόρεσα ποτέ να το ιδώ με τα μάτια τη φαντασίας

γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας

Από την Άρτα και παραπάνου, από τη Φιλιππιάδα και πέρα το τοπίο αλλάζει μορφή. Που πηγαίνουμε; Φυσικά, προς τους προγόνους τους Πελασγούς, προς το Δία της Δωδώνης και τη Διώνη τη σύνναό του θεά. Πηγαίνουμε και την κυρά Φροσύνη και το λιοντάρι που θρέψανε τα σιδερένια σπλάχνα της Χάμκως. Αλλιώτικη γίνεται εδώ πέρα η φύση.

Πιο αρσενική, πιο αντρίκια. Ακόμα και τα ειδυλλιακά κατατόπια της είναι γυμνά από γλυκασμό και χαλαρή τρυφερότητα. Τα Τζουμέρκα στέκονται πανύψηλα, να φωλιάζουν αετοί, γεμάτα στερεότητα και μεγαλοπρέπεια σκυθρωπή. Και το ποτάμι ο Λούρος σχηματίζει μικρούς καταρράχτες και παφλάζει και τραγούδι στο σκοπό του τραγουδιού της λεβεντιάς, που δεν απόκαμε να καμαρώνει τη μπόρεσή της. Κ’ είναι η κοίτη του κ’ οι ακροποταμιές του γεμάτες πλατάνια, γιγαντόκορμα δέντρα και ισκιερά, μια κοιλάδα κατάφυτη και στενή, ένα πέρασμα, που δεν κατορθώνει να το χωρέσει η αίσθησή σου, τόσον όμορφο είναι.

Καταμεσήμερο του καλοκαιριού και νιώθεις στη φρυγμένη σου ύπαρξη τη χλώρη και τη δροσιά, κάπου να πλαγιάσεις, σιμά στα κοπάδια, απάνου στα βότσαλα και να κουβεντιάσεις με τα νερά, με τα δέντρα, να μην κουβεντιάσεις με τους ανθρώπους, γιατί μικραίνει πολύ το ανάστημά τους σε τούτους τους τόπους. Αυτό είναι το μεγάλο αγαθό που σου προσφέρει ευθύς εξ αρχής η γη της Ηπείρου: η ανάγκη να μεγαλώσεις, να φαρδύνεις την ανάσα σου, να καθαρίσεις το στοχασμό σου, για να μπορέσεις να ισομετρηθείς με το θέαμα κάπως. Δεν κερδίζεις, κερδίζεσαι. Έτσι καθώς παίρνει τη γυναίκα ο άντρας. Χωρίς παραχώρηση, χωρίς επιφύλαξη, με την αρρενωπή τρυφερότητα, που είναι όλη επιμονή κι αμετάθετο πείσμα.

Το ηπειρωτικό τοπίο δεν υποτάσσεται. Το νιώθεις, πως από στιγμή σε στιγμή γίνεται πιο επιβλητικό, πιο βαρύ, και πιο θελκτικό. Είναι το θέλγητρο της φυσικής ρώμης, μια αιώνια εφηβεία, γεμάτη πίστη στον εαυτό της, γεμάτη χυμούς ζωής και μυστική αναγάλλια. Τα βουνά να διαχέονται τα βουνά κ’ οι κορφές να πυργώνονται σε ύψη απρόσιτα και να γίνεται ο κατάφωτος ουρανός ένα ποτάμι γαλάζιο ανάστροφο και ν΄ ανεβαίνει κι ο περαστικός με συντροφιά το ποτάμι, με συντροφιά τα πλατάνια και να μη μπορεί καμιά παρακμή και καμιά φθορά να στοχασθεί, ακόμα κι από τη σάρκα του, εννοώ την απληστία του, να γυμνώνεται και να κατακάθεται μέσα του καθάριο το φως κι ο αγέρας δροσάτος.

Δεν είναι δύσκολο να νοήσουμε, γιατί πλάθονται έτσι ξεροκέφαλοι οι άνθρωποι της Ηπείρου, σα λάχει και βρεθούμε στα χώματά τους, στις πέτρες τους κάλλιο. Γιατί πλάθονται  πεισματάρηδες και δουλευταράδες και νοικοκύρηδες, να το συνάζουν το βίος στις πιο απίστευτες ξενιτιές και να το διαφεντεύουν με πρόβλεψη  κ’ ύστερα ν΄ ανοίγουν τα κεμέρια τους και να το σκορπίζουν απλόχερα. Υπάρχει κάποιος ρομαντικός ιδεαλισμός μια βέβαιη ανάγκη αυτοθυσίας, μια συνείδηση της πιο άμεσης πραγματικότητας μπολιασμένη με κείνο που άλλοτε τ’ ονομάζαμε ιδεώδες και που σήμερα δεν ξέρουμε πια πώς να το πούμε, γιατί τα ξεφτίσανε όλα τα ιδεώδη οι δημοκόποι κ’ οι φωνασκοί του αιώνα.

Κ’ επιτέλους είναι ο λόγος του λόγος! Μια κατάχτηση που ανεβαίνει από γενιά και που κρατιέται με αλύγιστη σιγουριά. Αυτό σημαίνει τόπος αρσενικός. Ναχει «λόγο». Να χει στόχαση πυκνή και καθάρια διάθεση και συλλογισμένη αγάπη και λόγο. Φαίνεται πως σε κείνα τα βουνά απομένουν ακόμα κάποιες αποικίες ανθρώπων τέτοιας λογής. Πως απομένει κάποιο υπόλοιπο αρχοντιάς. Και πως ο Ζευς, όχι μονάχα ο Δωδωναίος, ο Πελασγικός, μα και ο Ξένιος, δεν έχει πεθάνει.

 

Δείτε και τα δύο μέρη στο link που ακολουθεί:
Από την Ακαρνανία στην Ήπειρο

 

Φωτογραφία: Η Αμφιλοχία του 30