Η μάχη της Αμφιλοχίας ξεκίνησε
στις 10:00 το βράδυ της 12ης Ιουλίου του 1944
«Φ’σέκ’ τ’ς φασίστες».
Είναι ομολογουμένως
μία από τις κορυφαίες μάχες της αντίστασης
του Λευτέρη Τηλιγάδα
Η μάχης της Αμφιλοχίας είναι ομολογουμένως μία από τις κορυφαίες μάχες της αντίστασης κατά τη διάρκεια της τριπλής φασιστικής και ναζιστικής κατοχής από τις δυνάμεις του άξονα και τα Τάγματα Ασφαλείας. Την άνοιξη του 1944 έγινε φανερό ότι η νίκη θα είναι με το μέρος των συμμάχων του αντιφασιστικού μετώπου. Από το τέλος της άνοιξης εκείνης της χρονιάς τα γερμανικά στρατεύματα και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, σε μια προσπάθεια απαγκίστρωσης των δυνάμεών τους από τον ΕΛΑΣίτικο κλοιό, που όλο και πιο πολύ αύξανε μέρα με τη μέρα ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων με οργανωμένες εξορμήσεις στην ύπαιθρο, έχοντας ως κυρίαρχο στόχο, τη διάνοιξη των δρόμων προς τα βόρεια σύνορα της χώρας. Οι επιχειρήσεις αυτές των Γερμανών δημιουργούσαν δυσκολίες στην κίνηση των μονάδων του ΕΛΑΣ, οι οποίες δρούσαν κυρίως στη δυτική Μακεδονία, με αποτέλεσμα το Γενικό Στρατηγείο του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού να διατάξει την 8η Μεραρχία του, καθώς και το σύνολο των γειτονικών στο προαναφερόμενο γεωγραφικό διαμέρισμα τμημάτων του, να σχεδιάσουν και να εκτελέσουν επιχειρήσεις επιθετικού χαρακτήρα.
Αρχές Ιουλίου του 1944, αναφέρει ο Θέμης Μοσχάτος,[1] οι Γερμανοί είχαν αρχίσει μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στη Δυτική Μακεδονία. Αυτή η επίθεση των γερμανικών δυνάμεων άρχισε στις 3 Ιουλίου 1944. Στην επίθεση πήραν μέρος η Μεραρχία Εντελβάις, η 4η Μεραρχία των Ες -Ες, το 108 Σώμα Εγκληματιών και άλλες γερμανικές δυνάμεις. Αρκετές γερμανικές δυνάμεις μπήκαν και από την Αλβανία στη Δυτική Μακεδονία για το σκοπό αυτόν. Το 108 Σώμα Εγκληματιών ήταν μικρότερο από μεραρχία και το αποτελούσαν Γερμανοί εγκληματίες, βαρυποινίτες, που οι Ναζί τους έβγαλαν από τις φυλακές, για να πολεμήσουν, χαρίζοντάς τους τις ποινές.
O Σαράφης, στο βιβλίο του «O ΕΛΑΣ», έκδοση 1964, σ. 358, ανεβάζει το σύνολο αυτών των γερμανικών δυνάμεων σε 18.000 περίπου, με πυροβολικό, όλμους, τάνκς, αεροπορία με αποτέλεσμα η 9η Μεραρχία του ΕΛΑΣ στριμωχτεί αρκετά.
«Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ», συνεχίζει ο Μοσχάτος, «για να ελαττώσει τη γερμανική πίεση πάνω στην 9η Μεραρχία, διέταξε ορισμένες μεγάλες μονάδες να κάνουν ισχυρές επιθέσεις και επιχειρήσεις αντιπερισπασμού εναντίον των γερμανικών δυνάμεων στις περιοχές αυτών των μονάδων. Τέτοια διαταγή πήραμε και μεις, στην 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, στις 7 Ιουλίου 1944. Σταθμός Διοίκησης της Μεραρχίας μας, την εποχή εκείνη, ήταν το χωριό Μηλιανά, κοντά στον Αχελώο».
Η Αμφιλοχία ήταν ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις χερσαίες μεταφορές της Δυτικής Ελλάδας, αφού σ’ αυτή συναντιόνταν το σύνολο των οδικών αρτηριών που οδηγούσαν ανατολικά στο Αγρίνιο, βόρεια στην Άρτα και τα Γιάννενα και δυτικά στη Βόνιτσα την Πρέβεζα και τη Λευκάδα. Ο ΕΛΑΣ λοιπόν, για να διασφαλίσει την απόλυτη επιτυχία της ενέργειας, σχεδίασε και υλοποίησε απόλυτα συντονισμένες επιχειρήσεις στο μήκος και των τριών αυτών οδικών αρτηριών, αναθέτοντας, όπως προείπαμε το σύνολο των επιχειρήσεων αυτών στην 8η Μεραρχία, η οποία δραστηριοποιούνταν στην ορεινή περιοχή του Βάλτου και του Ξηρομέρου και είχε τη διοίκησή της στο χωριό Σταθά του Βάλτου.
Την 8η Μεραρχία αποτελούσαν η 6η Ταξιαρχία, η οποία δραστηριοποιούνταν στην περιοχή των αλβανικών συνόρων, η 7η Ταξιαρχία, την οποία συγκροτούσαν το 2/39 Σύνταγμα και 24ο Σύνταγμα, καθώς επίσης το 3/40 Σύνταγμα και το 5ο Σύνταγμα, που επιχειρούσαν στα Τζουμέρκα.
«O στρατηγός Γεράσιμος Αυγερόπουλος, διοικητής της Μεραρχίας μας», αναφέρει στη συνέχεια ο Μοσχάτος, «μου ανέθεσε να μελετήσω το θέμα και να του κάνω εισηγήσεις. Στον τομέα της Μεραρχίας μας είχαμε μόνο δύο σημαντικά αστικά κέντρα: την Άρτα και την Αμφιλοχία. Με βάση τις πληροφορίες που είχαμε για τους Γερμανούς, μελέτησα το θέμα και κατέληξα στη σκέψη πως καλύτερα θα ήταν να κάνουμε επίθεση στην Άρτα. Πήγα στο στρατηγό για να συζητήσουμε το ζήτημα. Του πρότεινα πως, για το σκοπό που επιδιώκαμε, καλύτερα θα ήταν να κάνουμε επίθεση εναντίον της Άρτας.
O στρατηγός ήταν πολύ σκεφτικός. Δεν το αποφάσιζε. Στο τέλος, μου είπε ότι προτιμά να γίνει η επίθεση εναντίον της Αμφιλοχίας. Επέμεινα για την Άρτα. Μου ζήτησε να παρουσιάσω όλα τα επιχειρήματά μου που με έκαναν να προτιμώ την επίθεση εναντίον της Άρτας. Άρχισα να αραδιάζω τα επιχειρήματά μου. […] Μετά μια ώρα περίπου, με κάλεσε. “Απεφάσισα”, μου είπε. “H επίθεση θα γίνει εναντίον της Αμφιλοχίας. Δεν επιτρέπω καμιά συζήτηση πιο πέρα. Ετοίμασε τη σχετική διαταγή και να καλέσεις το διοικητή της 7ης Ταξιαρχίας, τον Αρέθα, να ξεκινήσει αμέσως και να έλθει εδώ”. Δε μου έμενε πια τίποτ’ άλλο από το να εκτελέσω τις διαταγές αυτές.
Έστειλα κρυπτογραφικό τηλεφώνημα προς την 7η Ταξιαρχία για να έλθει επειγόντως στα Μηλιανά o διοικητής της, ταγματάρχης Στάθης Αρέθας. Καλός πολέμαρχος. Έπειτα, στρώθηκα να συντάξω τη διαταγή επιχειρήσεων. Έτσι η επίθεση στην Αμφιλοχία ανατέθηκε στην 7η ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και σ’ αυτή θα έπαιρναν μέρος τo 2/39 Σύνταγμα, το 24ο και το 3/40. Αυτά όλα έγιναν στις 7 Ιουλίου 1944.
Ο Αυγερόπουλος είχε στη διοίκηση των συνταγμάτων τους ταγματάρχες πεζικού, Κώστα Καρπουζή και Στάθη Αρέθα. Διευθυντή του Γραφείου Επιχειρήσεων το Θέμη Μοσχάτο, διευθυντή του Κρυπτογραφικού, το Γεράσιμο Πρίφτη, Λοχαγό Καταστροφών, το Λάμπρο Παναγιώτου και Διοικητή του 3ου Τάγματος 2/39, το Βασίλη Σκιαδά (Καπετάν Επαμεινώνδας), ενώ οι υπόλοιποι καπεταναίοι της μεραρχίας ήταν ο Πάνος Γιαννούλης, ο Βασίλης Τσούνης, ο Νίκος Παπαζέκος, ο Γ. Στάικος, ο Γ. Κατσαρός και ο Γ. Γκαραβέλος. Πάνος Γιαννούλης
Το 2/39 Σύνταγμα αποτελούνταν από τρία τάγματα, ένα μηχανοκίνητο λόχο, μια διμοιρία της ΕΠΟΝ και μια διμοιρία καταστροφών. Η συνολική δύναμη των ανδρών του ήταν 1.043 άνδρες και ο οπλισμός του αποτελούνταν από 597 τουφέκια, 131 υποπολυβόλα sten, 86 οπλοπολυβόλα, 12 πολυβόλα και τρεις (3) ομαδικούς όλμους. Το 24ο Σύνταγμα είχε δύναμη 430 ανδρών, 181 τουφέκια 28 υποπολυβόλα sten, 9 οπλοπολυβόλα 2 πολυβόλα και έναν ομαδικό όλμο.
Το 3/40 Σύνταγμα συγκροτούσαν δύο τάγματα, ένας ουλαμός βαθμοφόρων, μια διμοιρία της ΕΠΟΝ, μια διμοιρία καταστροφών, ένας μηχανοκίνητος λόχος και μία πυροβολαρχία. Η συνολική του δύναμη σε άνδρες ήταν 1.113, οι οποίοι διέθεταν 727 τουφέκια, 157 υποπολυβόλα sten, 69 οπλοπολυβόλα, 13 πολυβόλα, 2 όλμους και 2 πυροβόλα.
Η μάχη της Αμφιλοχίας ήταν η πρώτη τακτική μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ την περίοδο της Κατοχής της χώρας. Για το λόγο αυτό λειτούργησαν όλα τα τμήματα της 8ης Μεραρχίας και κυρίως το γραφείο πληροφοριών, το οποίο συγκέντρωσε πλήθος αναφορών για τις δυνάμεις και τις κινήσεις των γερμανικών δυνάμεων, που βρίσκονταν σ’ αυτή την πόλη του Αμβρακικού. Σημαντικό ρόλο στο στάδιο αυτό «έπαιξε» η τοπική οργάνωση του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, οι οποίες σε σύντομο χρονικό διάστημα συγκέντρωσαν και απέστειλαν στη Μεραρχία όλες τις απαραίτητες πληροφορίες όχι μόνο για τις δυνάμεις του εχθρού σε άνδρες και οπλισμό, όσο και για τις θέσεις που αυτές ήταν συγκεντρωμένες.
Επικεφαλής αυτής της επιχείρησης ορίστηκε ο υπεύθυνος του ΕΑΜ Αμφιλοχίας, Βασίλης Στραβομύτης (Κόκκινος) και οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν ανέφεραν τα εξής: Στην Άρτα υπήρχαν 400 Γερμανοί οπλίτες, 50 Γερμανοί οπλίτες βρίσκονταν στο φυλάκιο στο Κομπότι της Άρτας, 100 Γερμανοί οπλίτες στρατοπέδευαν στο χωριό Μενίδι με δύο πεδινά κανόνια, 30 έως 40 Γερμανοί οπλίτες ήταν τοποθετημένοι στο φυλάκιο του Μακρινόρους, 80 έως 90 Γερμανοί οπλίτες στο φυλάκιο του Κρίκελου σε πλήρη οχύρωση και 30 Γερμανοί οπλίτες στο φυλάκιο του Αράπη με βαριά πυροβόλα και νάρκες.
Μέσα στην Αμφιλοχία υπήρχαν 260 Γερμανοί οπλίτες οργανωμένοι σε τρία φυλάκια, στις τρεις εισόδους της πόλης, 80 Γερμανοί οπλίτες ήταν τοποθετημένοι στο ισχυρό φυλάκιο του Ρίβιου στο δρόμο Αμφιλοχίας – Αγρινίου, 200 Γερμανοί οπλίτες ήταν στρατοπεδευμένοι στην Βόνιτσα και 180 Γερμανοί οπλίτες βρίσκονταν στο Μοναστηράκι με δύο βαρείς όλμους.
Συνολικά τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ είχαν να κάνουν με 1200 περίπου άρτια εξοπλισμένους Γερμανούς τους οποίους συνεπικουρούσε μικρή δύναμη ταγματασφαλιτών και χωροφυλάκων. Μέσα στην πόλη της Αμφιλοχίας επίσης υπήρχε αποθήκη καυσίμων, στρατώνας, αποθήκες πυρομαχικών, σταθμός οχημάτων και περίπου 200 άλογα και μουλάρια. Οι Γερμανοί διέθεταν πολυβόλα, όλμους και ανεξάντλητα πυρομαχικά, καθώς και ένα άρτιο ασύρματο δίκτυο επικοινωνίας, το οποίο βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τις κατοχικές δυνάμεις όλου του νομού και κυρίως με το Αγρίνιο, στο οποίο ήταν το κέντρο των γερμανικών επιχειρήσεων στη Δυτική Ελλάδα και για το λόγο αυτό διατηρούσε τεράστια δύναμη κατοχικών στρατευμάτων. Τέλος πολλά σπίτια στον αστικό ιστό της πόλης είχαν επιταχθεί για να γίνουν στρατώνες, γραφεία και αποθήκες, μετατρέποντας ακόμα και το εσωτερικό της πρωτεύουσας του Βάλτου σε έναν ισχυρό και μεγάλο σε έκταση προμαχώνα.
Έχοντας πλήρη και σαφή εικόνα αυτών των δεδομένων η διοίκηση των ανταρτών που ανέλαβε την καταστροφή της παραπάνω γερμανικής δύναμης αποφάσισε τα παρακάτω: Ολοκληρωτική κατάληψη του Μενιδίου. Χτύπημα και απομόνωση του φυλακίου του Κρίκελου. Χτύπημα και απομόνωση του φυλακίου του Ρίβιου. Καταστροφή και φραγή των οδικών αρτηριών Αγρινίου – Αμφιλοχίας, Βόνιτσας – Αμφιλοχίας και Άρτας – Αμφιλοχίας και τέλος την ολοκληρωτική κατάληψη της Αμφιλοχίας.
Όλες οι διαταγές που εκδίδονταν ήταν σαφείς και στόχευαν σε δύο άξονες: Πλήρη αιφνιδιασμό και οικονομία δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο το επιτελείο του ΕΛΑΣ επιχειρεί να αντιμετωπίσει την αδυναμία του για εύκολο και άμεσο ανεφοδιασμό των μονάδων του καθώς και την μειονεκτική θέση του σε έμψυχο προσωπικό και πολεμικό υλικό. Είναι σίγουρο πως, αν ο αιφνιδιασμός δεν ήταν επιτυχής, η φανερή υπεροχή εξοπλισμού των Γερμανών και η ικανότητά τους για γρήγορη μετακίνηση θα κατέστρεφε την επιχείρηση.
Για το λόγο αυτό επιλέχθηκαν να γίνουν οι παρακάτω κινήσεις: Το πρώτο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος με εξαίρεση ένα λόχο, θα κινούνταν να εξουδετερώσει το φυλάκιο του Ρίβιου και να ανατινάξει και να ναρκοθετήσει το δρόμο για Αγρίνιο. Το δεύτερο Τάγμα του 2/39 θα χτυπούσε το φυλάκιο του Κρίκελου. Το 3/40 Σύνταγμα θα τοποθετούνταν αμυντικά στο δρόμο Κομποτί –Μενιδίου. Το 24ο Σύνταγμα και τα εφεδρικά της 7ης Ταξιαρχίας θα καταλάμβαναν το Μενίδι και θα ανατίναζαν το δρόμο Βόνιτσας – Αμφιλοχίας. Το τρίτο Τάγμα του 2/39 ενισχυμένο με το λόχο του πρώτου Τάγματος θα έμπαινε στην Αμφιλοχία.
Επικεφαλής του επιτελείου της επιχείρησης μπήκε ο ταγματάρχης Στάθης Αρέθας και υπεύθυνος της επιχείρησης στη γραμμή πυρός, ο διοικητής του 3ου Τάγματος του 2/39, Βασίλης Σκιαδάς (καπετάν Επαμεινώνδας). Το προσωπικό που θα πλαισίωνε το Σκιαδά ήταν εμπειροπόλεμο, ενώ αποφασίσθηκε να μην λάβει μέρος στη μάχη κανένας κάτοικος της Αμφιλοχίας (με εξαίρεση μόνο τα στελέχη), για να μην γίνουν αντίποινα στις οικογένειές τους.
Αυτός ήταν ο επιτελικός σχεδιασμός της επίθεσης και κατάληψης της Αμφιλοχίας, ο οποίος αποτυπώθηκε στο σκαρίφημα που δημοσιεύουμε στη σελίδα 15 και μοιράστηκε σε όλους τους αξιωματικούς και τους οπλίτες που θα έπαιρναν μέρος σε αυτή. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 10:00 το βράδυ της 12ης Ιουλίου του 1944 και το στρατιωτικό σύνθημα που την σηματοδότησε ήταν η φράση που ακούστηκε ως ιαχή από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ , «Φ’σέκ’ τ’ς φασίστες».
Σύμφωνα με τη διαταγή του 2/39 τάγματος, αναφέρει ο διοικητής του Βασίλης Σκιαδάς, στην περιγραφή της επίθεσης και της κατάληψης της Αμφιλοχίας, ο 10ος λόχος, η διμοιρία πολυβόλων και ο ομαδικός όλμος ξεκίνησαν από τα Καλύβια (Σαρδήνινων), ώρα 17:00 της 11ης Ιουλίου, πέρασαν το δημόσιο δρόμο Αμφιλοχίας – Αγρινίου, ανάμεσα στην Αμφιλοχία και το χωριό Στάνο και τράβηξαν πάνω στο ύψωμα Πλατό, που βρίσκεται δυτικά της πόλης. Εκεί έμειναν είκοσι τέσσερις ώρες.
Και συνεχίζει :
Ώρα 20:00: Ολόκληρο το Τάγμα (εκτός από το 10 λόχο, για τον οποίο είπαμε αμέσως πιο πάνω) βρισκόταν στα υψώματα που ζώνουν την Αμφιλοχία από τα νοτιοανατολικά. Μια αδύναμη φωτούλα στο Πλατό. 0 10ος λόχος είναι εκεί. Σε λίγο σβήνει. Ο 10ος λόχος αρχίζει να κατεβαίνει. Και οι άλλοι λόχοι αρχίζουν το κατέβασμα (κάθε διμοιρία, κάθε ομάδα), ανάλογα με τη γραπτή διαταγή και τις προφορικές διαταγές που έχουν. Οι κάπου πεντακόσιοι αντάρτες του 3ου Τάγματος πλησιάζουν προς τις θέσεις που πρέπει να καταλάβουν.
Ώρα 23:45: Δύο κόκκινες φλόγες μεταξύ Αϊ-Γιώργη και Αμφιλοχίας. Τα πολυβόλα είναι στη θέση τους. Και σε λίγο, μια πράσινη αναλαμπή στην Παναγιά. O όλμος εντάξει, στη θέση του.
Ώρα 24:00 παρά: H πόλη βυθισμένη στο σκοτάδι. Κάπου-κάπου, τα γαβγίσματα των σκυλιών και το βαρύ βήμα του κατακτητή σκοπού.
Ώρα 24:00: H αγωνία μας μεγαλώνει- αργεί να περάσει κι ένα λεπτό.
Ώρα 24:00 και: Τρομερός κρότος δονεί την ατμόσφαιρα, η διμοιρία καταστροφών χάλασε το δρόμο. Ταυτόχρονα στο Κρίκελο και στην πόλη αρχίζει η μάχη. Με τις πρώτες τουφεκιές πιάστηκαν οι σκοποί, οι γερμανικές ομάδες απομονώθηκαν, αιφνιδιάστηκαν· η διοίκησή τους δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο συναγερμού και συνεπώς ούτε το σχέδιο πυρός. Οι αντάρτες άρχισαν συστηματικά να εξοντώνουν τις αντιστάσεις τη μια κατόπι της άλλης. Οι Γερμανοί με φωνές, με φωτοβολίδες, με σφυρίγματα προσπαθούν να συνδεθούν με τη διοίκηση- είναι όμως αργά. Οι αντάρτες μας ορμούν ακάθεκτοι. Κάθε αντίσταση στο διάβα τους συντρίβεται· μέσα σ’ ένα παραλήρημα μαχητικής μέθης ξεχύνονται απ’ όλες τις μεριές στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης μ’ οδηγό τη φλογερή ψυχή τους και τις αστραπές της μάχης. Χτυπούν, εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση, ξεχύνονται στα σπίτια, στους διαδρόμους από δωμάτιο σε δωμάτιο, πρέπει να βρουν όλες τις φωλιές. Κάθε μάντρα, κάθε παράθυρο είναι και μια φωλιά πολυβόλου που ξερνάει με μανία τη γερμανική λύσσα πάνω στους αντάρτες μας, που πάντα προχωρούν· τίποτα δεν μπορεί v’ αναχαιτίσει την ορμή τους. Ούτε τα οχυρά τους ούτε τα πολυβόλα τους και τα κανόνια τους. Κάθε στενό, κάθε σπίτι μετατρέπεται σε φοβερή παλαίστρα που αναμετριέται η αντάρτικη πείρα, τέχνη και παλικαριά με τους πάνοπλους Γερμανούς, που πασχίζουν να σώσουν το τομάρι τους πίσω από τους πανικόβλητους συνεργάτες και ντόπιους πουλημένους (Ήταν γερμανοτσολιάδες-ράλληδες και ορισμένοι ντόπιοι ζερβικοί. Η χωροφυλακή δεν ανακατεύτηκε από την αρχή, στη μάχη. Είχαμε συμφωνήσει, όταν μπήκαμε στην Αμφιλοχία να μην πειράξει ο ένας τον άλλο. Στην αρχή κράτησαν τη συμφωνία, αργότερα όμως άρχισαν να μας πυροβολούν. Φυσικά απαντήσαμε).
Ώρα 3:00: Οι μαχητές μας ξεχνούν κάθε κίνδυνο, αψηφούν το θάνατο που απρόοπτα σε κάθε παράθυρο παραμονεύει, εισδύουν παντού, βρίσκουν τα κρησφύγετα, ξετρυπώνουν τους Ούννους και τους εξοντώνουν.
Ώρα 3:30: Καίεται το σπίτι ενός προδότη στον τομέα του 11ου λόχου και το σπίτι του Ευγένιου Στράτου στον τομέα του 10ου λόχου. Αρχίζει ψιχάλα, προμηνύεται θύελλα. H μάχη μαίνεται, ένα σωστό πανδαιμόνιο από αστραπές και βροντές, φωτιά και σίδερο, μουγγρητά κανονιών, κακαρίσματα πολυβόλων, ανακατεμένο με άναρθρες κραυγές τρόμου και θριαμβευτικές ιαχές νίκης απλώνεται σ’ όλη την πόλη. O κόλπος του Αμβρακικού καθρεφτίζει αυτή την τραγική μεγαλοπρέπεια του Καρβασαρά, που προβάλλει μέσα α-πό τους καπνούς και το σκοτάδι σαν πυρπολούμενη κόλαση.
Ώρα 4:00: Φτάνουν οι πρώτες αναφορές του 10ου και του 11ου λόχου. Γερμανοί σκοτωμένοι κι αιχμάλωτοι περισσότεροι από 100· τα πυρά αραιώνουν. Σύμφωνα με τις αναφορές και τις πληροφορίες που έχουμε, η μάχη πρέπει να είναι στο τέλος της. H καταιγίδα έχει περάσει για ν ‘αφήσει τη θέση της σ’ άλλη πιο δυνατή, στη νέα σύγκρουση των ανταρτών με τις νέες γερμανικές δυνάμεις για τις οποίες δεν είχαμε καμιά πληροφορία.
Αποβραδίς είχαν φτάσει στην Αμφιλοχία 7 φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα στρατό (Εννοεί τους 200 Γερμανούς που είχαν φτάσει από το Αγρίνιο το βραδάκι της 12ης Ιουλίου)· καταυλίστηκαν σε καταλύματα, δεν είχαν κανένα σχέδιο συναγερμού. Μόλις ξημέρωσε θέλησαν να συνδεθούν μεταξύ τους. Τη νύχτα δεν τόλμησαν γιατί βρίσκονταν σ’ άγνωστο έδαφος.
Από τώρα αρχίζει νέα φάση αγώνα· η τακτική αλλάζει ριζικότατα. Μόνο η πρωτοβουλία των λοχαγών και η παλικαριά των ανταρτών έχει το λόγο.
Ώρα 6:00: O ήλιος είναι ψηλά, ελπίδες για νίκη πολλές, παρ’ ότι η τακτική κατάσταση έχει αλλάξει. Οι Λευκαδίτες και οι Κεφαλλονίτες συναγωνίζονται σε ηρωισμό τους Ξηρομερίτες και τους Βαλτινούς, και τους τρεις μαζί οι Τριχωνιώτες, κι όλους μαζί οι ομάδες EΠON.
Ώρα 7:00: H μάχη φτάνει στην πιο κρίσιμη στιγμή. T’ αυτόματα, τα ολμάχια, οι όλμοι, και γενικά όλα τα όπλα βάλλουν μ’ όλο το δυνατό όριο αντοχής.
Οι διοικήσεις των λόχων Κατσαρός – Γκαραβέλος, Μυλωνάς – Γιαννούλης, Στάϊκος – Παπαζέκος, συνδυάζουν τον ενθουσιασμό του μαχητή με την πείρα του αξιωματικού. Οι καπεταναίοι περιφρονούν το θάνατο, είναι η αντανάκλαση των πόθων και της λαχτάρας ενός λαού που ζητάει τη λευτεριά του. Οι λοχαγοί κατευθύνουν τις διμοιρίες στο πιο τρωτό σημείο του εχτρού και, στην κατάλληλη ώρα, διατηρούνε με κάθε θυσία την ηθική υπεροχή, συγκεντρώνουν στην κρίσιμη, στην αποφασιστική στιγμή του αγώνα, δυνάμεις πολύ ανώτερες· οι καπεταναίοι με σιδερένια πειθαρχία ορμούν επικεφαλής των λόχων σύμφωνα με τις οδηγίες των αξιωματικών.
Οι απώλειες είναι πολλές, o ηρωισμός κι η πίστη μεγαλύτερη. O αντάρτης Αναστασίου (Οδυσσέας) σε μια έφοδο βρίσκει τον αδερφό του σκοτωμένο· σκύβει τον τακτοποιεί, τον χαϊδεύει, του φιλεί τα κρύα χείλη, του σταυρώνει τα χέρια, κάτι του ψιθυρίζει, κι εξακολουθεί με φωνές: «Πάντα μπροστά, παιδιά!»
Ώρα 8:00: Ο αγώνας μεταβάλλεται σε αγώνα θέσεων· η κατάσταση κρισιμότατη. Είναι η ώρα που και τα δύο μέρη κρατιούνται στα δόντια, κανείς δεν μπορεί να κινηθεί. Κάθε απόπειρα ισοδυναμεί με θάνατο. Φοβερός ο πόλεμος σε κατοικημένους τόπους! Την πόλη τώρα τη διασχίζουν τα διασταυρούμενα πυρά και την αυλακώνουν οι ηρωικοί σύνδεσμοι, τραυματιοφορείς, κι o ηρωικός γιατρός Νικολάου που επιδένει και πολεμά.
Τις κρίσιμες στιγμές τις μεταβάλλουν οι εφεδρείες.
H στρατηγική διεύθυνση συνίσταται στη λογική χρησιμοποίησή τους. Στη συγκέντρωσή τους στο πιο τρωτό σημείο του εχθρού για το αποφασιστικό χτύπημα και στην εκλογή της στιγμής κατά την ώρα της μάχης. H παραβίαση του κανόνα είναι κίνδυνος γιατί χάνει τη διεύθυνση. H πιο κατάλληλη στιγμή είναι όταν τα αντιμαχόμενα μέρη εξαντλήσουν όλη τη δύναμή τους. Ρίχνονται στη μάχη δυο ομάδες του 9ου λόχου, δίνουν καιρό στον καπετάνιο Παπαζέκο, που με μια ομάδα προχωρεί και βάζει φωτιά στο σπίτι του Γερογιάννη, που ήταν αποθήκη πυρομαχικών κι εκρηκτικών υλών.
Αυτό έκρινε τη μάχη. Ολόκληρη η περιοχή σείεται από τους δυναμίτες της αποθήκης. Το ηθικό των Γερμανών απ’ αυτή τη στιγμή έπεσε σημαντικά. Απέναντι από την αποθήκη είναι το σπίτι του Παπαζέκου γιομάτο Γερμανούς, φοβερή φωλιά φωτιάς. Την προσοχή τους τράβηξε η πυρπολούμενη αποθήκη. Έδωσε καιρό στο 10ο λόχο και πλησίασε. Οι Γερμανοί σκοτώθηκαν όλοι. Αυτό μετέβαλε την κατάσταση. Γιατί αυτό το σπίτι δεσπόζει στο μεγαλύτερο μέρος του τομέα του 3ου και του 10ου λόχου. H νίκη είναι δική μας. Αμέσως γίνεται επίθεση και καταλαμβάνεται ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης, το οποίο ελέγχει τον κεντρικό δρόμο. Οι αντικειμενικοί σκοποί του3ου και 10ου λόχου, με την εξουδετέρωση των αντιστάσεων στον κεντρικό δρόμο, είχαν κατά 60 % καταληφθεί.
Στον τομέα του 11ου λόχου έμενε ακόμα μια γερή φωλιά αντίστασης, που εμπόδιζε κάθε κίνηση στο δρόμο προς Άρτα και Σαρδήνινα. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξουδετερωθεί η εστία αυτή, για να μπορούν να μετακινούνται τ’ αυτοκίνητα από το κέντρο της πόλης προς Σαρδήνινα. Γι’ αυτό έπρεπε ν’ απαγκιστρωθούν δυνάμεις του 3ου λόχου για ενίσχυση του 11ου. Δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να χρησιμοποιηθούν εφεδρείες.
Αυτή την ώρα μου αφαιρεί τη διοίκηση του Τάγματος μια γερμανική σφαίρα κατάστηθα.
Τη διοίκηση του Τάγματος αναλαμβάνει ο επιτελής Τάσος Μακρής. Μετά βίας κατορθώνω μετά από την πρώτη λιποθυμία να γράψω με δυο λέξεις τις σκέψεις μου. Δεν είναι δυνατό να μιλήσω- το στόμα μου γιομίζει αίμα.
Από εδώ και πέρα σταματάει η περιγραφή της μάχης από τον «Επαμεινώντα», ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα της επίθεσης. Ο ίδιος, παρ’ όλα αυτά, συνέχισε την αφήγησή του, παραθέτοντας ένα γράμμα του μόνιμου ανθυπολοχαγού του πεζικού, Τάσου Μακρή, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία μετά τον τραυματισμό του.
Σ΄ αυτό ο Μακρής αναφέρει προς το Σκιαδά τα εξής:
«Συναγωνιστή ταγματάρχη,
Πρώτα απ’ όλα εκφράζω εκ μέρους όλων των ανταρτών τα εγκάρδια συγχαρητήρια και παράλληλα τη λύπη μας για το μεγάλο κενό που μας άφησες. Είμαι υποχρεωμένος να σου γνωρίσω σε λίγες γραμμές τι έγινε ύστερα από τον τραυματισμό σου.
Κατά τις 10:00 η ώρα πήραμε από την ταξιαρχία την παρακάτω ολιγόλογη ημερήσια διαταγή: “Ταγματάρχης σας Επαμεινώντας πολεμώντας στην πρώτη γραμμή τραυματίστηκε, κατάστασή του σοβαρά. Εκδικηθείτε το αίμα του και το αίμα των άλλων ηρώων”. H διαταγή αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα σ’ ολόκληρο το τάγμα. Ύστερα απ’ αυτή, το μίσος των ανταρτών κορυφώθηκε· κανείς δεν υπολογίζει το θάνατο. H μάχη εξακολουθεί με μεγαλύτερη λύσσα. Οι Γερμανοί καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες για να σωθούν. Οι έφοδοι των ανταρτών ακράτητοι. Οι αντιστάσεις πέφτουν η μια κατόπιν της άλλης. O σταθμός χωροφυλακής κάηκε με το περιεχόμενό του, κάηκαν επίσης άλλα τρία σπίτια με το περιεχόμενό τους.
Κατά τις 17:00 η ώρα έμειναν μόνο τρεις αντιστάσεις εξ ων μία στον τομέα του 11ου λόχου πού ΄πεσε ύστερα από άγριο βομβαρδισμό όλμου. H κυκλοφορία στην πόλη είναι ελεύθερη· δειλά-δειλά οι κάτοικοι βγαίνουν από τα σπίτια τους.
Κατά τις 18:30, ενώ ο 10ος λόχος προσπαθούσε ν’ αναρτήσει τη γαλανόλευκη στο διοικητήριο, ακούστηκε βόμβος αυτοκινήτων. Φάνηκαν ακόμα στο βάθος του Αμβρακικού τρία πλοιάρια.
18:30: Τα γερμανικά τανκς έφτασαν στη νότια παρυφή της πόλης και πλευρίζουν το δασύλλιο, ταυτόχρονα άρχισαν το σφυροκόπημα στα ΒΑ και ΝΔ υψώματα. Από την κατάσταση που δημιουργήθηκε δεν απόμεινε άλλο παρά η σύμπτυξη· οικτρό το θέαμα των κατοίκων που εγκαταλείπουν την πόλη, αποφεύγοντας τη μανία των Γερμανών και ταγματασφαλιτών.
Τάσος Μακρής»
Στη συνέχεια, ο Βασίλης Σκιαδάς προσθέτει:
«Αποτέλεσμα μάχης: Νεκροί Γερμανοί στην πόλη 270, εκτός εκείνων που αποτεφρώθηκαν· αιχμάλωτοι 57.
Λάφυρα: 300 όπλα μάουζερ και πολλά βαριά κι ελαφρά αυτόματα, 65 μεταγωγικά και ένα φορτηγό αυτοκίνητο γιομάτο τρόφιμα και πυρομαχικά. Αρκετό τηλεφωνικό υλικό, είδη ιματισμού και υπόδησης.
Απώλειες δικές μας: Δέκα έξι από τα καλύτερα παλληκάρια του τάγματος έπεσαν για τη λευτεριά της πατρίδας και του λαού στους δρόμους της Αμφιλοχίας και σαράντα δύο τραυματίστηκαν.
H αυτοδιοίκηση Αμφιλοχίας, ικανοποιώντας απαίτηση όλου του λαού, πήρε την απόφαση να στήσει αναμνηστική στήλη με τα ονόματα των ηρώων απελευθερωτών της. H απόφαση δεν πραγματοποιήθηκε ακόμα, γιατί το μεταδεκεμβριανό κράτος των δοσιλόγων και των προδοτών δεν το επιτρέπει.
Φυλακές πολιτικών κρατουμένουν Αγρινίου.
18 Φλεβάρη, 1946 Βασίλης Σκιαδάς (Επαμεινώντας) έφεδρος ίλαρχος».
Η μάχη της Αμφιλοχίας ήταν σίγουρα η σημαντικότερη και ίσως η μοναδική στη χώρα τακτική μετωπική σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Ταυτόχρονα όμως, η μάχη αυτή, αποτέλεσε ένα πολυχρησιμοποιημένο «εθνικιστικό επιχείρημα» από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κυ-ρίαρχο καθεστώς των παρακρατικών οργανώσεων -και όχι μόνο, προκειμένου να θεμελιωθεί η άποψη του αιμοχαρούς «εσωτερικού εχθρού» με τη χάλκευση των γεγονότων που εκτέθηκαν παραπάνω.
Δύο ήταν τα έγγραφα εκείνης της περιόδου, τα οποία στήριξαν και υποστήριξαν αυτή την άποψη: η «αναλυτική έκθεση του διοικητή Χωροφυλακής Ακαρνανίας, Γιώργου Τζωρτζάκη, καθώς και το έγγραφο του Αρχηγείου Χωροφυλακής, με το οποίο η έκθεση αυτή διανεμήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Σώματος, ως υπόδειγμα «πατριωτικής» και «αξιοπρεπούς» στάσης απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό». Και τα δύο αυτά έγγραφα εντοπίστηκαν για πρώτη φορά στο αρχείο του δικηγόρου Αριστ. Κουτσουμάρη και σήμερα φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο «ΕΛΙΑ».
[…] Η «εθνικιστική ρητορική» που αναπτύχθηκε, πέρα από την έκθεση Τζωρτζάκη, στηρίχτηκε και στις ψεύτικες καταθέσεις, με τις οποίες χαλκεύτηκαν οι κατηγορίες, το 1945, ενάντια σε ΕΛΑΣίτες, που πήραν μέρος στην μάχη. Συγκεκριμένα οι καπετάνιοι Τσούνης, Γκαραβέλος και Παπαζέκος καταδικάστηκαν 9 φορές εις θάνατον, ερήμην τους, για δολοφονίες αμάχων. Οι άμαχοι που έχασαν τη ζωή τους ήταν: η Ελισάβετ Τσιρογιάννη, ετών 80, η οποία πέθανε από αδέσποτη σφαίρα στο παράθυρο του σπιτιού της. Η Αγγελική Τριανταφύλλου, ετών 78, που πέθανε στην αυλή του σπιτιού της κατά την ανταλλαγή πυρών ανάμεσα σε Γερμανούς και αντάρτες. Ο Δημήτρης Φλώρος, ο οποίος πυροβολήθηκε από αντάρτη. Ο Αλέκος Βαζούρας, ετών 70, ο οποίος σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα κατά την ανταλλαγή πυρών των ανταρτών με τους Γερμανούς που είχαν οχυρωθεί στο σπίτι του και τέλος, ο Γιώργος Φίλος, ετών 75, που σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα κατά την ανταλλαγή πυρών. Ασφαλώς όλοι αυτοί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι δεν έφταιγαν σε τίποτα. Όμως η πολεμική σύγκρουση περίπου χιλίων ανθρώπων σε μια κλειστή και κατοικημένη περιοχή είναι σχεδόν αδύνατον να μην έχει στον απολογισμό της και παράπλευρες απώλειες αμάχων.
Κλείνοντας αυτή την αναφορά μας στη μάχη της Αμφιλοχίας να πούμε ότι ο Ζέρβας, πέρα από το τηλεγράφημα, που έστειλε στη κυβέρνηση του Καΐρου και το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής την επομένη ακριβώς της μάχης, έστειλε και το παρακάτω τηλεγράφημα στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ: «Απελευθερωτικός στρατός σας εισβάλων πόλιν Αμφιλοχίας έκαυσε εδήωσε και κατέσφαξε άνδρας, γυναίκας και αθώα παιδιά. Διεμαρτυρήθημεν διά απάνθρωπον δράσιν απελευθερωτικού σας στρατού εις πάντα έχοντα ανθρώπινην συνείδησιν».
Ο ΕΛΑΣ απαντώντας σ΄ αυτό το τηλεγράφημα ανέφερε μεταξύ άλλων: «Απελευθερωτικός μας στρατός μάχεται κατακτητήν και τους εντόπιους συμμάχους του. Απελευθερωτικός μας στρατός μάχεται υπέρ πατρίδος και ουχί υπέρ προδοτών, ων ευαίσθητος πάτρων εκηρύχθητε…»