Πέρασμα από Ακαρνανία στην Ήπειρο Χώρα [Μέρος 1ο]

Το πέρασμα από την Αμφιλοχία στην Άρτα
δε μπόρεσα ποτέ να το ιδώ με τα μάτια τη φαντασίας

 

γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας

 

Αυτό το χώμα, το κόκκινο ή σταχτί, το φλογισμένο από τον ήλιο του καλοκαιριού, το καρπερό ή το άκαρπο, αυτό το δέντρο που σημαδεύει με το θαυμαστικό του την ερημιά, το φίδι του νερού που σέρνει το αγροτικό του ειδύλλιο ανάμεσα στην πράσινη λαγκαδιά, η γυμνή πέτρα και το άγριο αγκάθι με το μενεξεδί λουλούδι που ικανοποιεί τόσο απεριόριστα την αισθητική σου περιέργεια,  είναι ο τόπος σου, η γη των πατέρων, ικανή να σου διδάξει το μεγάλο μάθημα, πως το πρώτο και κύριο χρέος σου είναι να τη γνωρίσεις και να την αγαπήσεις, για να μπορέσεις καλύτερα να αισθανθείς, πως η παράδοση, η ιστορία, τα περασμένα με τ’ ανάποδα, και με τα ευτυχισμένα τους περιστατικά δεν είναι σχήματα λόγου μονότροπα, μα δύναμη ολοζώντανη και κυριαρχική.

Ώρα πρωινή του αργοπορεμένου καλοκαιριού συμπορεύεται μαζί μας, καθώς περνούμε το μεγάλο γιοφύρι του Ασπροποτάμου, το γεφύρι του Μπάιρον ένα σίδερο ζωντανό, που συνταράσσεται σύγκορμο στο γοργό πέρασμά μας. Αφήνουμε πια τη χαμηλή Αιτωλία και προχωρούμε προς το Βοριά. Το ποτάμι πλάταινε γυμνό, γεμάτο αμμούδες, γεμάτο βότσαλα και νησάκια ρηχά, τα καλοκαιρινά του νησάκια που τα περιζώνουν μαλακά τ΄ ασημένια κλαδιά του νερού. Κατσίκια και πρόβατα κατηφορίζουν στις ακροποταμιές με νωθρή περπατησιά, πλανιούνται ανάμεσα στις αμμούδες και ξεδιψούν χωρίς βιάση.

Το πέρασα και το ξαναπέρασα το μεγάλο ποτάμι πολλές φορές. Κ’ είταν πάντα καινούρια η παρουσία του, μ΄ ένα νόημα, με μια αίσθηση άλλη την κάθε φορά. Τώρα το ‘χει δαμάσει ολότελα η ατέλειωτη μέρα του ελληνικού καλοκαιριού, αυτός ο κατακόρυφος ήλιος. Και μόλις που αναδεύεται μουδιασμένο, βραδυπορώντας προς την ιόνια θάλασσα, τη θάλασσα του προαιώνιου μύθου. Το κοιτάζω, καθώς χάνεται πέρα, με τα κατσίκια του, με τα πρόβατά του, με την πυρπολημένη του χλόη, κ’ είναι βαρύς ο στοχασμός που περιπατεί στη καρδιά μου.

Ο θεός μας έπλασε με πολύ περίεργο τρόπο. Μας φύτεψε την αιωνιότητά του, την πολλαπλότητά του και την απληστία του και μας στέρησε τη δύναμη, που θα μας έκανε ικανούς να τη ζούμε αδιάκοπα την πολλαπλότητα και την απληστία να τη χορταίνουμε κάπως και την ομορφιά του κόσμου τούτου ολάκερη να τη γευόμαστε χωρίς τη θλίψη της ματαιότητας και χωρίς τον κάματο της ανημποριάς. Μα ίσως και να΄ναι σωστότερο τούτο. Και να πρέπει και το ποτάμι τον Ασπροπόταμο να τον αγαπούμε καθώς αγαπούμε την αιχμάλωτη ομορφιά με σπαραγμό ατελεύτητο, και να το χάνουμε πίσω από το παραπέτασμα των μακρινών οριζόντων και να  το θυμόμαστε μόνο – μακάρι όσοι μπορούν να μεταμορφώνουν τη θύμηση σε μια δεύτερη πραγματικότητα, και πιο ζωντανή και πιο μεθυστική από την πρώτη, κι ας είναι λιγότερο χαρούμενη από την πρώτη ή δεύτερη.

Η Ακαρνανία είν΄ ένας τόπος γυμνός. Βουνά ατελεύτητα, οι δύο λίμνες, ο Όζηρος κ’ η Αμβρακία, γαλάζιες ανεκύμαντες θάλασσες, αριοί οικισμοί, κ’ ερημιά, ερημιά . Ένας κόσμος που τη ζει τη ζωή του με μόχθο, που παιδεύεται ανελέητα νύχτα και μέρα και που έχει το πόδι του γοργό και τη ματιά κοφτερή. Κάμποι λιγοστοί και στενοί, όλα λιγοστά, να τη σκληραίνουν την καρδιά του ανθρώπου, καθώς βρίσκεται αναγκασμένος ν’ ασφαλίζει την ύπαρξή του και την προκοπή του μέσα σε μια φύση αντίμαχη. Κι ωστόσο, είναι μια χώρα με κάποιο νόημα η Ακαρνανία. Και στον περαστικό, που δεν κατόρθωσε να ξεσκολίσει την αριθμητική, το όραμα της προσφέρει αλλόκοτη αναγάλλια.

Πέτρα και λειψή φυτεία και ακινησία και σιγαλιά μέσα στη μέρα την αργοκίνητη του καλοκαιριού. Και κάπου κάπου ένας τσοπάνος να περισκεπάζει με την άγρυπνη προσοχή του το φτωχό του κοπάδι και μια μάντρα ερημική κ’ ένα χαμόσπιτο σφαλισμένο και το τείχος το αρχαίο  σταχτί, απομεινάρι μιας βιοτικής περιπέτειας εξίσου σκληρής – εκεί πέρα και το ελάχιστο κατέχει τη σημασία του, καθώς μια μύγα παραπλανημένη μπορεί να γίνει ποθεινή συντροφιά στο μοναχικό φυλακισμένο. Η Ακαρνανία έχει την πέτρα βαριά και το χώμα φτενό και το ήθος αφίλιωτο. Άνθρωποι που γεννιούνται σε μονωμένα χωριά και τον κόσμο τον άλλο, όσοι δε ζούνε σιμά στη θάλασσα, στη χάση και στη φέξη τον απανταίνουν και που τους δέρνουν οι βοριάδες κ΄ οι βροχές οι απανωτές στα μακρινά χειμαδιά, έχουν και το λόγο κοφτό και τη σκέψη πυκνή και την καρδιά μονοκόμματη. Βουνίσιοι και καμπίσιοι διαφεντεύουν με πείσμα το έχει τους. Κ’ είναι κατακόρυφοι και στις αγάπες τους και στις αμάχες τους.

Στενή λαγκαδιά πυκνοχτισμένη, με τα δύο χέρια τεντωμένα κατάγιαλα είναι το κατατόπι το γραφικό της Αμφιλοχίας. Από κει και πέρα ξανοίγεται ο κόλπος της Αμβρακίας, μια μεγάλη θαλασσινή αγκαλιά, με τη γεωμετρία της σφυρηλατημένη στο μαγικό εργαστήρι των γύφτων που πλάθουν τα όνειρα, κάτου από το δασωμένο βουνό το Μακρυνόρος από τη μια μεριά, χαμηλώνοντας ίσαμε που να λειώνει μέσα στο μεθυσμένο Ιόνιο του καλοκαιριού από την άλλη. Άνθρωποι της Ακαρνανίας και την Αμφιλοχία την κατοικούν. Μα εκεί υπάρχει η θάλασσα το γαλάζιο νερό τ΄ολοφώτεινο, υπάρχει το δέντρο που κατηφορίζει ίσαμε την απόκρημνη ακτή, υπάρχει το φως, ένα άλλο φως, που μετουσιώνει τα πάντα σε καθάρια λυρική ουσία.

Το πέρασμα από την Αμφιλοχία στην Άρτα δε μπόρεσα ποτέ να το ιδώ με τα μάτια τη φαντασίας. Ακόμα και τη χειμωνιάτικη Άρτα. Που την  αντίκρισα κάποτε, ανήμερα Πρωτοχρονιά, χιονισμένη, με τις χιλιάδες τις πορτοκαλιές της φορτωμένες καρπούς χρυσοκόκκινους κ’ οι καρποί να βαραίνουν τους πολύφυλλους κλάδους και να πέφτουν, καθώς τα σκοτωμένα πουλιά, στην ακροποταμιά του Αράχθου, πανου στο χιόνι. Και νάναι κ’ η εκκλησία η μεγάλη, η Παναγία η Παρηγορήτισσα, χιονισμένη, κ’ η πένθιμη κι άξεστη προτομή  του Κρυστάλλη και το γεφύρι φορτωμένο λάσπη και χιόνι και κείνο. Που να βρισκόταν  την ώρα εκείνη η γυναίκα του μυθικού Πρωτομάστορα; Την ένιωθα ν’ ανηφορίζει μέσα στο φως του χειμώνα, έτσι καθώς την έπλασε η τρυφερή φαντασία του τραγουδιού, μια μικροπαντρεμένη γεμάτη γλυκύτατη ομορφιά γεμάτη ανημποριά και θλίψη.

Παρουσίες ανάερες οι τρεις αδελφάδες, που γεφύρωναν τα τρία ποτάμια, το Δούναβη, και τον Ευφράτη και τον Άραχθο, σιγοπερπατούσαν, με πασουμάκια, καμωμένα από αγάπη και ποίηση, απάνου στο χρυσοκόκκινο χιόνι – κι ανάμεσά τους η πιο μικρή, η πιο σπιτική, η πιο καλόβολη, ετούτη η πολυαγαπημένη του Πρωτομάστορα! Είναι των αδυνάτων αδύνατο να ιδώ μ’ άλλα μάτια την Άρτα. Ακόμα και σε τούτο το ζεστό καλοκαίρι, ανάμεσα στη σκόνη, στο αποκάρωμα του μεσημεριού, στη βρώμα και στην εγκατάλειψη. Κάτι που μυρίζει πολύ «επαρχία» – και με τούτον τον όρο, έτσι, σε εισαγωγικά, μπορούμε φυσικά να νοήσουμε ώρες ώρες και την Αθήνα! Η Παναγία η Παρηγορήτισσα και το γεφύρι που το αχρήστεψαν οι νέοι καιροί κι ο Κρυστάλλης, που ήρθε να πεθάνει στα χώματά του, ν’ αγγίξει χώμα λεύτερο της γενέθλιας γης και να πεθάνει ο άμοιρος!

 

Δείτε και τα δύο μέρη στο link που ακολουθεί:
Από την Ακαρνανία στην Ήπειρο

 

Φωτογραφία: Το τουριστικό περίπτερο
και το βενζινάδικο στη Στράτο,
αμέσως μετά τη νέα γέφυρα του Αχελώου.