«Του παρόν διν αποτιλεί προυϊόν μυθουπλασίας.
Τα πρόσωπα, τα ονόματα κι οι καταστάσεις είναι 100% αληθινά
και ουποιαδήπουτι ουμοιότητα διν είνι συμπτουματική
αλλά ανταπουκρίνεται στου έπακρου ζμπραγματικότητα».
- γράφει ο provocatorας
Η στήλη έλαβε και δημοσιεύει επιστολή από έναν αναγνώστη (υπαρκτό πρόσωπο), ο οποίος, επειδή θεωρεί ότι «στη ρουφιανιά είμαστε μανούλες», θέλει να προφυλάξει τα νώτα του και την υπογράφει με ψευδώνυμο. Ας γνωρίζει ο υπογράφων ότι, ο provocatorας ξέρει ακόμα και που «κατουράει» ο συγκεκριμένος ψευδώνυμος… και σε περίπτωση που χρειαστεί «να τον δώσουμε», «θα τον δώσουμε» στο πίτσ φυτίλι». Άλλωστε μια προβοκάτσια θα είναι κι αυτή.
Ιδού, λοιπόν, ολόκληρη η επιστολή* του κ. Ναπολέοντα Σπολαητιώτη (και καλά).
Γράφει ο Ναπολέων Σπολαητιώτης
Τόλμησε ο φίλος μ’ ου Λιφτέρς να ρωτήσ’ μέσα στου Δημοτικό Συμβούλιου για τ’ μπιρατσάδα και τα σούρτα-φέρτα των αστυνομικών μι περιπολικά, μι μηχανές… μι τανκς και μι τζιπ, θάλεγα,αν ίμνα υπιρβουλικός, στου πιζόδρουμου ικεί στ’ Βότσ’. Του ‘χα ζητήσ’ κι ιγώ, να ρωτήσ’ να μάθ’ για ένα περιστατικό π΄ συνέβηκι και θα σας του που παρακάτ, κι ιπειδί αυτοίν ικεί στου Ανυπότακτου είναι κι φιλότιμα πιδιά, άμα σ’ πουν ότ’ θα ρωτήσνι, θα ρωτήσνι ου κόσμους να χαλάσ’… πήγι κι ρώτσι.
Διν απάντσι ου Δήμαρχους. Διν ασχολείτι μ’ αυτά ου Δήμαρχος. Αυτά κόβουντι παρακάτ’. Ανέλαβι ο πρόεδρους τ’ οργάν’ και του πε: «Η αστυνουμία πάντα έχ’ άδεια. Μπουρεί και μέσα απ τα σπίτια μας να πιρνάει αμα θελ’»!
Μου κανι εντύπωσ η θέσ’ τ’ Προέδρου τ’ Δημοτικού Συμβουλίου. Πως τουν έκοψι έτσ’ τον αέρα τ’ Λευτέρ’!; Παραλίγου να τουν συλλάβ’!!! Δι πρόκειται να τ’ που να ξαναρωτήσ’ τίπουτα! Κι όχ τίποτ’ άλλο, είνι κι δημοκράτς, ο Πρόεδρος, Όχ’ παλιός διμοκράτς, αλλά νέους διμουκράτς, απ’ αφνούς π’ άμα σι κ’ταξινι αφστηρά, ούλα μέσ’ σ’ κάνι ένα κρατς κι σπάνι.
Καθίστι τώρα να σας που, από πού ξικίν’σαν ούλα αυτά.
Παρασκεβή βράδ’, ικεί στ Βότσ’., Καθόμτανε στου ποτάδικου τ’ Κριτ’ κι έπ’να του πουτό μ’ με του φίλου μ’ το Γιάνν’ (αφτόν μι τα δυο νι, όχ’ εκνού μι του ένα) κι αφού έχνε περάσει τα περιπολικά μέσα απ΄ τουν πιζόδρουμου πάνω από 20 φορές, πετάγεται ένας πότης απ’ του μαγαζί και φωνάζει δυνατά: «τι θέλνε οι μπατσ’ και πιρνάνι απάν’- κατ’ του μπιζόδρουμο συνέχεια;»
Σέρν’ μια χειροφρενιά του περιπουλικό… ήρθι κι έσκουξι η νύχτα!!!
Βάν τ’ν όπισθεν, όχ του περιπουλικό, του όργανου π’ οδήγαε του περιπολικό κι έρχιτι κι σταματάει δίπλα από του τραπέζ’. Γυρίζ’ κι κ΄τάει τουν πότ’ στα μάτια!!!
Τι να σ΄ που… Αφτό διν ήταν βλέμμα… ήταν ου ράμπο του πρώτου αίμα.
«Εμάς βρίσατε, κύριε», τον ρωτάει ούλου θυμουμέν’ ιβγένια του όργανου τς τάξιως.
Ου πότ΄ς τα χρειάστ’κι.
«Ώπα», είπι απού μέσα τ’. «Κάτσι καλά γιατί ιτούτο το τουμπανιασμένο δι ξέρω τι αναβολικά παίρν’. Θα τ’ γυρίσ’ του μυαλό… Κρατάει κι όπλου… Γι’ αφτό τουμπικί ψιλουκουμένου».
«Όχ… Στου φίλου μ’ ίλεγα, ότ’ θέλ’ μπάτσες»
Πατάει μια γκαζιά τότε του περιπολικού και σκώνετι και φέβγ.
Μετά από λίγου έρχοντι δύο περιπολικά και στίνι μπλόκο σ’ν αρχή στου πιζόδρουμο…
Για να πιάσνε του Σορίν Ματέι τ’ Αγρινίου; Για να νι σπάσνι τ’ πότ, π’ ταπνι; Γιατί αφτήν είν’ η δλεία τ’ς;
Τι να που!!! Δι ξέρου!!!. Ξέρω μόνου, ότι στήθ’καν τα πιροπολικά ικει μπρουστά που ‘ταν του περίπτιρου τ’ Αχιλλέα, κι ανοίξαν ούλες τς πόρτες ορθάνοιχτα, κλείνοντας ούλο του πεζόδρουμου. Βγήκαν όξο πέντι όργανα τ’ς τάξης και επί μια ώρα ούλου του ποτάδ’κο είμασταν τιμουρία.
Άμα θέλ’ς κνίς.
Μες στα μάτια μας κοίτααν ουλνούς.
Ιφτυχώς ου πότ’ς δι κατάλαβι τίποτα κι συνέχισι να πίν’ ατάραχους.
Αυτά π’ λες γίνανε τ’ Παρασκεβή του βράδι, παναΐτσα μου, π’ λέει κι ο Καζαντζίδης, proυvoυcatoυrα.
Να μας φλάει ο θεός, πες τ’ κυρ Νίκ’, να μη μπεράσ’ η αστυνομία μέσα απ’ του σπίτι μας, γιατί μέσα απ΄ τον πεζόδρομο περνάει. Τώρα.. άμα αγριουκ΄τάξ κι κανένα μιθυσμένου… δλειά τς είνι.
Κι μι ξιχνάς. Του παρόν διν αποτιλεί προυϊόν μυθουπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα κι οι καταστάσεις είναι 100% αληθινά και ουποιαδήπουτι ουμοιότητα διν είνι συμπτουματική αλλά ανταπουκρίνεται στου έπακρου στη μπραγματικότητα.