Οι «ζεϊμπέκηδες» της Μεγάλης Παρασκευής του Αγρινίου

Παρατηρώντας τις κινήσεις των χαλκουνάδων
μπορείς εύκολα να αντιληφθείς την ομοιότητα
της κίνησης των σωμάτων τους με το ζεϊμπέκικο

Χαλκουνάδες: οι «ζεϊμπέκηδες»
της Μεγάλης Παρασκευής του Αγρινίου

 

Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας*

 

Τα έθιμα, οι τελετουργίες και τα λαϊκά δρώμενα της λαϊκής παράδοσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο ζωντανό πεδίο της συλλογικής μνήμης του αγροτικού κυρίως χώρου, όχι μόνο γιατί καταφέρνουν να κρατάνε ενεργή την κοινωνική συνείδηση, αλλά και γιατί καταδεικνύουν ταυτόχρονα – με τον πιο εύγλωττο, μάλιστα, τρόπο – την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα και εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου που τα υιοθέτησε.

Ένα τέτοιο λαϊκό δρώμενο, απόλυτα ταυτισμένο με την ιστορική και κοινωνική μνήμη των κατοίκων του Αγρινίου είναι και η «παράσταση», που δίνει το βράδυ κάθε Μεγάλης Παρασκευής, αμέσως μετά το τέλος της περιφοράς των επιταφίων στην κεντρική πλατεία της πόλης, η ομάδα των χαλκουνάδων, η οποία με έναν φαντασμαγορικό και απόλυτα ελεγχόμενο τρόπο, κρατώντας στα χέρια τους τα χαλκούνια αναπαριστούν τον «χαλκουνοπόλεμο», που πραγματοποιούνταν από τα τέλη του 19ου αιώνα περίπου μέχρι και την έναρξη σχεδόν του ελληνοϊταλικού πολέμου – με μικρά διαλείμματα λόγω των απαγορεύσεων, που η επικινδυνότητα του δρώμενου επέβαλλε – στο κέντρο του οικιστικού ιστού της πόλης του Αγρινίου. Μετά τη γερμανοϊταλική κατοχή, το δρώμενο επέστρεψε ντυμένο με τη φορεσιά του λαϊκού εθίμου και με πιο ακίνδυνη μορφή, αφού ο «χαλκουνοπόλεμος» έδωσε τη θέση του στην επίδειξη των χαλκουνιών. Παρόλα αυτά το έθιμο απαγορεύθηκε αυστηρά κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967, ενώ με τη σημερινή του μορφή το δρώμενο επανήλθε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, όταν η Δημοτική αρχή το έθεσε υπό την προστασία της.

Το χαλκούνι

Το χαλκούνι είναι ένας χάρτινος κύλινδρος μήκους 25 – 35 εκατοστά και διαμέτρου μισής ίντσας περίπου. Η μία άκρη αυτού του κυλίνδρου είναι στουπωμένη με χαρτιά, ενώ στην άλλη κατασκευάζεται ένα στόμιο, από το οποίο πυροδοτείται. Το εσωτερικό του γεμίζεται με τριμμένο μπαρούτι υπονόμων (κούφιο), ανακατεμένη με ψιλά ρινίσματα ορείχαλκου ή σιδήρου, τα οποία με την καύση τους απελευθερώνουν την ορμή τους μέσα από το στενό στόμιο του χαλκουνιού, δημιουργώντας έναν πύρινο πίδακα, ο οποίος φτάνει σε ύψος 10-15 μέτρα περίπου.

Το όνομά του, το χαλκούνι, το οφείλει σε αυτά τα ψιλά ρινίσματα του ορείχαλκου, το οποίο ως υλικό έχει πάρα πολλές εφαρμογές, μία εκ των οποίων είναι και η κατασκευή πνευστών μουσικών οργάνων, όπως η κορνέτα, το σαξόφωνο κ.ά. που είναι γνωστά ως «χάλκινα».

Ο χαλκουνοπόλεμος

«Στην πλατεία Στράτου» (σημερινή πλατεία Ειρήνης), αναφέρει ο Θεόδωρος Θωμόπουλος[1], «συγκεντρώνονταν οι επιτάφιοι και γινόταν ο περίφημος χαλκουνοπόλεμος. Οι χαλκουνάδες της κάθε ενορίας που προπορεύονταν προσπαθούσαν να εκτοπίσουν τους αντιπάλους των και να μείνουν τελευταίοι και κύριοι της πλατείας. Αυτό το κατόρθωναν εκείνοι που διέθεταν περισσότερα και μεγαλύτερα χαλκούνια, καθώς και ψυχραιμότερους “μαχητές”. Μόλις έβαζαν φωτιά στο χαλκούνι, το άφηναν ελεύθερο για να δημιουργήσει πανικό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γρήγορα όμως αναγνωρίσθηκε η σκληρότητα αυτής της μορφής του «χαλκουνοπολέμου», και αφού θρηνήθηκαν πολλά θύματα, καθιερώθηκε να κρατιούνται στα χέρια, μέχρις ότου καεί και ο τελευταίος κόκκος της μπαρούτης».

Όλοι οι χαλκουνάδες, φορούσαν κάπες, οι οποίες σκέπαζαν τους σάκους με τα χαλκούνια, ενώ κάποιοι άλλοι, λίγα μέτρα πιο πέρα από το «πεδίο της μάχης», κρατούσαν τον ανεφοδιασμό και το πρόχειρο νοσοκομείο που ήταν εφοδιασμένο με ντενεκέδες λάσπης και με μπουκάλια γεμάτα μελάνι για τα εγκαύματα.

Το «χρήσιμο ψεύδος»

Ως γνωστόν κατά την περίοδο που η περιοχή της Αιτωλίας ήταν σαντζάκι[2] της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην κωμόπολη του Βραχωριού ζούσε και δραστηριοποιούνταν μια σημαντική σε αριθμό μελών εβραϊκή κοινότητα, η οποία «κρατούσε στα χέρια της» το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας της περιοχής. Το γεγονός αυτό έδωσε το πλαίσιο μιας μετέπειτα μυθολογικής τεκμηρίωσης του χαλκουνόπολεμου, η οποία «μπολιάστηκε» καθοριστικά από τα αντιεβραϊκά κηρύγματα του Κοσμά του Αιτωλού.

Οι Εβραίοι, όπως υποστηρίζει το συγκεκριμένο αφήγημα, θέλοντας να εκθέσουν τους Χριστιανούς απέναντι στους Οθωμανούς, έμπαιναν στην πομπή της περιφοράς του επιταφίου και δημιουργούσαν δολιοφθορές: πετροβολούσαν τα τούρκικα αρχοντόσπιτα, έβριζαν τους Τούρκους και τις τουρκικές αρχές και μετά συκοφαντούσαν τους χριστιανούς, στην οθωμανική εξουσία της κωμόπολης, ότι αυτές οι θρησκευτικές συγκεντρώσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε επανάσταση. Για να εξαλείψουν αυτή την πρακτική οι χριστιανοί, ζήτησαν άδεια από τις οθωμανικές αρχές να χρησιμοποιήσουν τα χαλκούνια, έτσι ώστε να κάνουν μία ζώνη ασφαλείας γύρω από την πομπή της περιφοράς των επιταφίων, για να μην μπορούν τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας να μπαίνουν σ’ αυτή και να υποδαυλίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις.[3]

 

Ο παλιός ναός του Αγίου Δημητρίου. Στη θέση εκείνη χτίστηκε πολύ αργότερα ο σημερινός ναός του Αγίου Δημητρίου που βρίσκεται σήμερα στη βορειοδυτική είσοδο της πόλης. Πηγή, το Θησαυροφυλάκιο του Αγρίνιο… Γλυκές μνήμες ΕΔΩ

 

Το αφήγημα αυτό όμως, αποτελεί ένα «χρήσιμο ψεύδος», στόχος του οποίου ήταν να θωρακίσει με εθνικοθρησκευτικό περιεχόμενο το έθιμο απέναντι στις απαγορεύσεις που του επιφύλλασε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, εξ αιτίας της «άγριας» σύγκρουσης συμφερόντων για την απόκτηση των εθνικών γαιών, ανάμεσα στους εγχώριους εποίκους της μικρής κωμόπολης και τους επίληθες Σουλιώτες. Μια σύγκρουση που για πολλά χρόνια παρέμεινε ενεργή στην τοπική κοινωνία.

Ο μυθολογικός χαρακτήρας αυτής της αφηγηματικής κατασκευής για την καταγωγή του εθίμου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι:

  • Τα πυροτεχνήματα εμφανίζονται για πρώτη φορά στην επικράτεια μετά το 1850 αφού από εκείνη την εποχή και μετά αρχίζουν να υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, κυρίως στον ημερήσιο και τοπικό τύπο, για την ύπαρξή τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε τα κυρίαρχα μεγαλοβδομαδιάτικα ελληνικά έθιμα ήταν η περιφορά του επιταφίου, το «κάψιμο του Ιούδα» τη Μεγάλη Παρασκευή και οι πυροβολισμοί κατά την Ανάσταση.
  • Τα προεπαναστατικά και τα πρώτα επαναστατικά χρόνια ο μοναδικός ενεργός ναός, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ήταν ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος είχε οικοδομηθεί σε μια απόμακρη από το οθωμανικό Βραχώρι θέση και τα αρχοντικά των Οθωμανών. Ως εκ τούτου καμία θρησκευτική αναγκαιότητα δεν επέβαλλε ο επιτάφιός του να περιφερθεί ανάμεσά τους, έτσι ώστε να βρουν «πατήματα» οι Εβραίοι να συκοφαντήσουν τους χριστιανούς της περιοχής.

Οι δύο παραπάνω λόγοι αναιρούν αυτόματα την πληροφορία της έναρξης του εθίμου στην εποχή της Τουρκοκρατίας και την εμπλοκή των Εβραίων σ’ αυτό.

Η ιστορία των πυροτεχνημάτων

Ως γνωστόν η πυρίτιδα εφευρέθηκε τον 7ο αιώνα (κ.χ.)[4] στην Κίνα. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, οι Κινέζοι, τοποθέτησαν μια μικρή ποσότητα ένα μείγμα νιτρικού καλίου, θείου και κάρβουνου (πυρίτιδα) μέσα σ’ ένα καλάμι μπαμπού, το άναψαν και παρατήρησαν ένα πρωτοφανές φαινόμενο: η μεγάλη ταχύτητα καύσης του υλικού παρήγαγε μεγάλη ποσότητα αερίων σε μικρό χρονικό διάστημα και σε περιορισμένο χώρο με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αύξηση των πιέσεων και την ξαφνική τους έκρηξη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το πρώτο πυροτέχνημα με τη μορφή της κροτίδας. Αυτές τις κροτίδες, οι Κινέζοι, τις συνέδεσαν άρρηκτα με τα έθιμα και τη θρησκεία τους, αφού πίστευαν, ότι με τον κρότο και τη λάμψη έδιωχναν μακριά τα κακά πνεύματα.[5]

Από τις πρώτες καταγραφές ρήψης πυροτεχνημάτων στη Δύση, είναι η παρατήρηση του Βρετανού καλόγερου Roger Bacon[6], ο οποίος χαρακτήρισε τα πυροτεχνήματα που είδε ως «αντικείμενα με λάμψη αστραπής και γρύλισμα βροντής».

Οι πρώτοι που χρησιμοποιούν ευρέως τα πυροτεχνήματα στην Ευρώπη, και μάλιστα σε υπαίθριες εορταστικές εκδηλώσεις, είναι αρχικά οι Ισπανοί και αμέσως μετά οι Ιταλοί. Από την Ιταλία τα πυροτεχνήματα περνούν στα Επτάνησα.

Μια ιστορική απόδειξη της ύπαρξης αυτού του τύπου των πυροτεχνημάτων στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα είναι και ο πίνακας του Ζόζεφ Καρτράϊτ που δημοσιεύεται στην συνέχεια. Ο πίνακας φέρει τον τίτλο «Λιτανεία του  Αγίου Σπυρίδωνος στη Σπιανάδα της Κέρκυρας»[7], και αναπαριστά την Λιτανεία του Κερκυραίου Αγίου της χριστιανικής θρησκείας, το λείψανο του οποίου περιφέρεται στην πόλη μαζί με τον επιτάφιο το Μ. Σάββατο το πρωί.

 

 

 

Στον πίνακα, ο οποίος είναι ζωγραφισμένος πριν το 1820, φαίνεται ξεκάθαρα ένας όρθιος φουστανελάς, να «ρίχνει» ένα είδος χαλκουνιού που το κρατάει με μία μακριά ξύλινη χειρολαβή. Λίγο πιο δεξιά άλλα δύο άτομα, ο ένας με φουστανέλα και ο άλλος με βράκα, «γεμίζουν» κι άλλα χαλκούνια προκειμένου να τα «ρίξουν».

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ζόζεφ Καρτράϊτ (γεννήθηκε το 1789 και πέθανε το 1829), υπήρξε γενικός ταμίας της Βρετανικής Φρουράς στην Κέρκυρα και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εικονογράφους της ζωής και της φύσης του νησιού.

Τα πυροτεχνήματα οι κροτίδες, οι ρουκέτες, οι σαΐτες και τα χαλκούνια αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στον αθηναϊκό και τοπικό τύπο, όπως αναφέραμε και παραπάνω, από το 1850 ως το 1860 περίπου, ως φαντασμαγορικό εφέ, κυρίως κατά τις επισκέψεις των βασιλιάδων σε διάφορες πόλεις, καθώς και τις εθνικές και θρησκευτικές εορτές. Οι περισσότερες από αυτές τις ρίψεις πραγματοποιούνταν με την επιστασία Ιταλών πυροτεχνουργών, οι οποίοι θεωρούνταν οι καλύτεροι του είδους τους.[8]

Ο χαλκουνοπόλεμος
Βραχωρίτες εναντίον Σουλιωτών

Ο πολιτικός, θεσμικός και κοινωνικός «πόλεμος» ανάμεσα στους Σουλιώτες και σε όσους κατέλαβαν το Βραχώρι την 11η Ιουνίου του 1821 επιλέγοντας να το κατοικήσουν με τις οικογένειές τους ήταν μια οδυνηρή τοπική σύγκρουση με εντονότατα ταξικά στοιχεία.

Γέμιισμα χαλκουνιού

Αμέσως μετά την επανάσταση, το 1822, η πλειοψηφία των Σουλιωτών που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα επιστρέφουν στην Αιτωλοακαρνανία μετά από πρόταση του Εκτελεστικού να στόχο να εγκατασταθούν στο Ζαπάντι. Οι ντόπιοι υποκινούνται από το Γιάννη Ράγκο και το Γιαννάκη Στάικο και εναντιώνονται στην πρόταση αυτή με όλα τα μέσα.

Τα πράγματα ησυχάζουν κάπως μετά την παρέμβαση του Έπαρχου Κ. Μεταξά «που βάζει στο περιθώριο το αίτημα του Ζαπαντιού» ενόψει της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη, αλλά ήδη στο Βραχώρι έχει αρχίσει να φουσκώνει ένα έντονο κύμα δυσφορίας κατά τον ξενομεριτών.

Οι Σουλιώτες με απόφαση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης πετυχαίνουν τελικά, να δοθεί σε κάθε σουλιώτικη οικογένεια 1.600 πήχεις Βραχωρίτικης γης, η εκτέλεση όμως των αποφάσεων κωλυσιεργούσε, οι τίτλοι κυριότητας δεν δίνονταν και τα σχέδια της πόλης που πρότεινε τότε η Βαυαροκρατία δυσχέραιναν τις οριοθετήσεις. Τελικά, γύρω στα 1834 βρίσκονται εγκατεστημένες στο Αγρίνιο 157 οικογένειες Σουλιωτών και 53 οικογένειες Ηπειρωτών που αυξάνονται συνεχώς τα επόμενα χρόνια.

«Η πόλη γενικά κλυδωνίζεται από τους φατριασμούς αυτοχθόνων και ετεροχθόνων που αντανακλώνται στις αναφορές προς την κυβέρνηση. Στους ανέργους και ακτήμονες Σουλιώτες αποδίδονται ληστείες, καταχρήσεις, ανυποταξία και το ενδεχόμενο “ταραχής του κράτους”. Η κατάσταση εκτραχύνεται μετά την παραχώρηση χωραφιών του Ζαπαντιού στους Σουλιώτες, γεγονός που εξοργίζει το Γιαννάκη Στάικο και τη φατρία του. Οι τελευταίοι έκαναν λόγο για υποτέλεια των γηγενών στους νέους οικιστές και για ζημιά 2.000 ντόπιων οικογενειών προς όφελος των Σουλιωτών».[9]

Στους παραπάνω ξενοφερμένους προστίθενται μετά το 1838 και οι Φαλαγγίτες, οι οποίοι παραιτήθηκαν από το δικαίωμα του μισθού τους για να διεκδικήσουν γαίες αξίας πενταπλάσιας του ετήσιου μισθού τους, τις οποίες και εξαγοράζουν με «πιστωτικά φαλαγγιτικά γραμμάτια».

Όπως είπαμε και παραπάνω, αλλά και σύμφωνα με όσα αναφέρει η Ελένη Γιαννακοπούλου, «οι Σουλιώτες μαζί με Καλαρρυτηνούς και Κομποτιάτες δημιούργησαν το σουλιώτικο μαχαλά που εκτεινόταν από την περιοχή Βόρεια του πάρκου ως τον Άγιο Δημήτριο, ξωκκλήσι ως τότε, τον οποίο οι Σουλιώτες ανέδειξαν σε ενοριακό και κοιμητηριακό ναό. Δίπλα υπήρχε το νεκροταφείο των Σουλιωτών που διατηρήθηκε εκεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η διεύρυνση του σουλιώτικου μαχαλά με την εγκατάσταση όλο και περισσότερων Ηπειρωτών στο Αγρίνιο, όπου διέφευγαν μαζικά από την τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο, απαιτούσε τη δημιουργία μιας δεύτερης ενορίας. Έτσι, ιδρύθηκε η Ζωοδόχος Πηγή (Παναγία), γεγονός που έγινε αφορμή ρήξεως με τους Βραχωρίτες». [10]

Όλα αυτά δημιούργησαν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα στην μικρή κωμόπολη της Αιτωλίας, στην οποία τα μίση και τα πάθη είχαν ενταθεί τόσο πολύ, που ακόμα και τα παιδιά χωρίζονταν σε Σουλιωτάκια και Βραχωριτάκια για να παίξουν το γνωστό παιδικό παιχνίδι του κλεφτοπόλεμου. Όπως περιγράφεται, μάλιστα, σε διάφορες τοπικές εφημερίδες της εποχής, ο δημοτικός αστυνόμος αναγκαζόταν να κλείνει τη γέφυρα στη Δήμου Τσέλιου, πάνω από τη γέφυρα του ρέματος, που χώριζε τις δύο περιοχές, για να αποφεύγονται οι συμπλοκές. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα του τοπικού εμφυλίου, μας μεταφέρει ο Διονύσιος Μιτάκης: «Τραγική συμπλοκή διεδραματίσθη εν Αγρινίω χθες, Κυριακή 25 Ιουνίου 1863… Προσκληθείσα δε η Εθνοφυλακή εις τα όπλα, παρέστη διηρημένη εις δύο στρατόπεδα εξ ενός οι Ηπειροσουλιώται και αφ’ ετέρου οι Βραχωρίται αρξάμενοι του κατ’ αλλήλων πυροβολισμού διαρκέσαντος επί τέσσερες ώρες».[11]

Ο Ευάγγελος Παπαστράτος, ο οποίος γεννήθηκε στο Αγρίνιο, το 1884, εκτός από το γεγονός ότι περιγράφει με εξαιρετική σαφήνεια το «χαλκουνοπόλεμο» και τις προετοιμασίες του, δίνει και την πιο ορθή, κοινωνιολογικά, αφήγηση για την καταγωγή του εθίμου.

 

Στούμπωμα χαλκουνιού. Φωτογραφία Πάνος Καλτσάς

 

Από τον «χαλκουνοπόλεμο» στο δρώμενο

«Όταν έμπαινε η Μεγάλη Σαρακοστή», γράφει[12], «το βράδυ της πρώτης Κυριακής άρχιζε σε μικρή κλίμακα ο χαλκουνοπόλεμος στην πλατεία, και συνεχιζόταν κάθε Κυριακή ως τη Μεγάλη Εβδομάδα. Την Κυριακή των Βαΐων ήταν η επίδειξη των δύο ομάδων (τα Βραχωριτάκια και τα Σουλιωτάκια). Εννοείται πως αυτό γινόταν αφορμή ν’ αναγκάζεται η Φιλαρμονική Αγρινίου, που έπαιζε κάθε Κυριακή στην πλατεία να σταματά πρόωρα, γιατί ο κόσμος, από το φόβο του, έφευγε νωρίτερα, πριν αρχίσει η μάχη.

»Σε όλο το διάστημα της Μεγάλης Σαρακοστής γίνονταν οι ετοιμασίες για το χαλκουνοπόλεμο της νύχτας του Επιταφίου, από τις δύο ομάδες, που συγκέντρωναν τα πολεμοφόδια. Οι μεγάλοι ετοίμαζαν τα χαλκούνια και κατέστρωναν το στρατηγικό σχέδιο για την κυκλωτική κίνηση, κι οι μικρότεροι μάζευαν τα ξύλα, που θα χρειάζονταν για τις φωτιές που ανάβαμε στις αγρυπνίες της Μεγάλης Εβδομάδας και ιδίως το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στις εκκλησίες, όπου ξημερωνόμασταν.

»Η εκφορά των Επιταφίων γινόταν τότε τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, στις τέσσερις το πρωί. Από το βράδυ της Παρασκευής, σε κάθε ενορία, και ιδίως στην Αγία Τριάδα, τα “Βραχωριτάκια”, και στον Άη Δημήτρη τα «Σουλιωτάκια», άναβαν τις φωτιές και τις κρατούσαν όλη τη νύχτα. Όταν δεν έφταναν τα ξύλα που είχαμε μαζέψει, πηγαίναμε στις γειτονιές, ξηλώναμε φράχτες ή χαλούσαμε παλιές παράγκες ή αχυρώνες και κουβαλούσαμε την ξυλεία τους. Καμιά φορά τραβούσαμε και κανένα χαλασμένο κάρο  και το βάζαμε ολόκληρο στη φωτιά!

»Στη μία το πρωί, έβγαιναν από κάθε ενορία ομάδες παιδιά και νέοι και χτυπούσαν το σήμαντρο στις γειτονιές, για να ξυπνήσει ο κόσμος και να ετοιμαστεί να πάει στην ακολουθία. Οι καμπάνες, από πένθος, δεν σήμαιναν από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ως τις δέκα το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, που γινόταν η Ανάσταση.

»Θυμούμαι πως πήγαινα κι εγώ με το σήμαντρο της Αγίας Τριάδας. Αν και ήμουν τόσο μικρός, μου έκανε πολύ βαθιά εντύπωση, μέσα στην ησυχία που βασίλευε την ώρα εκείνη σ’ ολόκληρη την πόλη, ν’ ακούεται άξαφνα το σήμαντρο και κατόπι να ψέλνουμε όλοι μαζί το “Αι γενεαί πάσαι…”. Τα σκυλιά άρχιζαν να γαβγίζουν, μα φοβούνταν και δεν τολμούσαν να μας πλησιάσουν. Έτσι, βρίσκαμε κι εμείς την ευκαιρία, σε όσα σπίτια είχαν περιβόλια, να κόβουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο και να μαζεύουμε και ξύλα για τη φωτιά. […]
Οι Επιτάφιοι όλων των ενοριών περνούσαν από την κεντρική πλατεία, κι οι χαλκουνάδες, σαν τιμητική φρουρά, πήγαιναν μπροστά, κρατώντας στα χέρια τ’ αναμμένα χαλκούνια, που ήταν επικίνδυνα. Πολλές φορές, όταν δεν ήταν καλογεμισμένα, ή όταν το μίγμα από τις μπαρούτες δεν πετύχαινε, έσκαγαν στα χέρια τους και δεν έλειπαν τ’ ατυχήματα, καμιά φορά και θανατηφόρα.

»Πολλές φορές τύχαινε να διασταυρωθούν στην πλατεία οι Επιτάφιοι των δύο αντίθετων ομάδων. Έδειχναν πάντα τον πρεπούμενο σεβασμό μεταξύ τους, και προσπαθούσε η κάθε ομάδα να κάνει καλύτερη επίδειξη, ανάβοντας και κρατώντας στα χέρια πιο πολλά χαλκούνια.
Όταν όμως είχαν πια περάσει από την πλατεία οι Επιτάφιοι όλων των ενοριών, τότε οι δύο ομάδες έπιαναν θέσεις, από τις δύο μεριές, κι άρχιζε η μεγάλη μάχη, με επιθέσεις κι αντεπιθέσεις· κι όταν πια έφτανε σε σημείο κρίσιμο, γίνονταν και προσπάθειες κυκλωτικών κινήσεων και τότε η ομάδα που έμενε κυρίαρχη στην πλατεία ήταν νικήτρια. […]»

Από όλα τα παραπάνω, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς και την καταγωγή του σημερινού δρώμενου, και τη μετεξέλιξή του μέσα στα χρόνια, έως ότου αυτό πάρει τη σημερινή του μορφή.

Συμπεράσματα

Συνοπτικά, ο χαλκουνόπολεμος ξεκίνησε τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα,  αφού είχαν καθοριστεί οι ενορίες και διαδοθεί τα πυροτεχνήματα στον ελλαδικό χώρο. Από το σύνολο των πηγών που έχουμε υπόψη μας[13], αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε, χωρίς καμία επιφύλαξη, είναι ότι ο χαλκουνοπόλεμος άρχισε να φουντώνει ουσιαστικά μετά τον «ατυχή πόλεμο» (Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897), ο οποίος οδήγησε σε ήττα της Ελλάδας και την υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Αυτό το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης, αποτέλεσε για τις κατώτερες λαϊκές τάξεις της μικρής τότε Ελλάδας, το γόνιμο χωράφι πάνω στο οποίο σπάρθηκε η αγωνία για την αναζήτηση του χαμένου γοήτρου.

Σύμφωνα με την περιγραφή του Θωμόπουλου, όπως αυτή συμπληρώνεται από τον Ευάγγελο Παπαστράτο, οι χαλκουνάδες των ενοριών της Αγίας Τριάδας και του παλαιού Αγίου Χριστοφόρου (Βραχωριτάκια) έρχονταν σε «σύγκρουση» με τους χαλκουνάδες των ενοριών του Αγίου Δημητρίου και της Ζωοδόχου Πηγής (Σουλιωτάκια), σε έναν αγώνα γοήτρου και ανδρείας για το ποιο «στρατόπεδο» θα υπερισχύσει στο «πεδίο της μάχης», το οποίο όριζε η κεντρική πλατεία της πόλης.

Οι αστυνομικές αρχές της πόλης, από τα πρώτα κιόλας χρόνια, επιχείρησαν να εξαλείψουν αυτό το «πολεμικό» γεγονός, που έτεινε να γίνει συνήθεια, όχι μόνο για τη «διασάλευση της τάξης» που αυτό επέφερε, αλλά και για τον τρομακτικό κοινωνικό ανταγωνισμό, που το ίδιο υπηρετούσε. Για να αντιμετωπίσουν αυτή τη θεσμική εχθρικότητα και την αστυνομική καταστολή, οι χαλκουνάδες της πόλης επιχείρησαν να προσδώσουν στο γεγονός εθνοθρησκευτική βαρύτητα, «εφευρίσκοντας» το μύθο με την περιφορά των επιταφίων, τους Εβραίους του Βραχωριού και τα άλλα στοιχεία που τον αφορούν (προβοκατόρικες ενέργειες ενάντιων των οθωμανικών αρχοντόσπιτων, συκοφαντικές κατηγορίες για εξέγερση των χριστιανών κ.ά.).

Ο χαλκουνοπόλεμος ζυμώθηκε στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων της πόλης και της περιοχής με τις ηρωικές συμπεριφορές της πρόσφατης ακόμα επανάστασης του 1821, την μετέπειτα αντίσταση στο Βαυαρικό καθεστώς, η οποία είχε βαθιές ρίζες στην περιοχή μας, συνδέοντας στο φαντασιακό των λαϊκών στρωμάτων το παρόν της τοπικής κοινωνίας με το πρόσφατο «ένδοξο παρελθόν». Ο χαλκουνάς  ανάβοντας το χαλκούνι και καίγοντάς το, επιδεικνύει τη γενναιότητά του, «κάνει το δικό του» και πλαισιώνει αυτή του την ενέργεια με τη θεώρηση της υπεράσπισης του γοήτρου «των ιερών και των οσίων» της «ιδιαίτερης πατρίδας» του, εν προκειμένω, της ενορίας του· η πράξη αυτή, στο δικό του «ηρωικό» κόσμο, τον φέρνει στο κέντρο της τοπικής κοινωνίας και τον κάνει να ξεχωρίζει για την παλικαριά και τη λεβεντιά του.

Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, η θεσμική και κοινωνική αντιπαράθεση ανάμεσα στους φτωχούς επήλυδες[14] Σουλιώτες και τους «γηγενείς» Βραχωρίτες για την απόκτηση των αδιάθετων «εθνικών γαιών», ήταν η πραγματική αιτία αυτού του εθίμου.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘30, η επικινδυνότητα του χαλκουνοπόλεμου μειώθηκε σημαντικά και ο «πόλεμος» μεταμορφώθηκε σε «δρώμενο». Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και μετά, είναι ένα απόλυτα ελεγχόμενο και φαντασμαγορικό θέαμα που σε καμιά λειτουργική του παράμετρο δεν θυμίζει τον πόλεμο.

Το δρώμενο σήμερα

Μία ώρα περίπου μετά την αποχώρηση των επιταφίων από την κεντρική πλατεία Δημοκρατίας, η ομάδα των Γιωτοπουλαίων (οικογένεια πατροπαράδοτων χαλκουνάδων), οι οποίοι κρατούν ακόμα ζωντανό το έθιμο, φτάνει και με άλλους χαλκουνάδες στη μέση της πλατείας και πυροδοτούν τα χαλκούνια τους, πλημμυρίζοντας το κεντρικότερο σημείο της αιτωλικής πόλης με περιστρεφόμενους πίδακες από σπίθες, δημιουργώντας μια φαντασμαγορική και ακίνδυνη στις μέρες μας πολυεστιακή πύρινη χορογραφία.

 

Εις μνήμην Μπάμπη Γιωτόπουλου. Του πιο παλιού χαλκουνά της γενιάς μας. Φωτογραφία: Γιάννη Γιαννακόπουλου

 

Παρατηρώντας κανείς αυτή τη χορογραφία, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί και να συνδυάσει την ομοιότητα της στάσης του σώματος των χαλκουνάδων τη στιγμή που ανάβουν τα χαλκούνια και αρχίζουν τις περιστροφές τους, με τις φιγούρες του ζεϊμπέκικου, ο οποίος αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη κι αυτός (τυχαία άραγε;) του 19ου αιώνα. Όπως ο ζεϊμπέκικος χορός δεν έχει συγκεκριμένα βήματα, αλλά μόνο φιγούρες, οι οποίες υποτάσσονται σε μια κυκλική κίνηση, έτσι και οι χαλκουνάδες κρατούν λυγισμένα τα γόνατα, έχουν τα χέρια τους απλωμένα στο ύψος των ώμων και περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο το χαλκούνι. Κι έτσι όπως περιστρέφονται γυρίζουν γύρω τους όλα αυτά τα σόγια τα αγρινιώτικα που έφεραν αυτό το δρώμενο ως τις μέρες μας. (Δείτε τη στάση του σώματος του Κώστα Γιωτόπουλου στη φωτογραφία της ανάρτησης, καθώς και του Μπάμπη Γιωτόπουλο στην παραπάνω φωτογραφία)

Κι ο άνεμος που αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι, χορταίνει με τις ανάσες των Γιωτοπουλαίων, των Παπαλένηδων, των Ζυματουραίων, των Ζαβραίων, και όλων εκείνων που στάθηκαν απέναντι στο φόβο τους, για να υπηρετήσουν εκείνο που διάλεγε η ψυχή τους ως συλλογικό δρώμενο.

 

Παραπομπές
1.Θ. Θωμόπουλου, Το έθιμο των χαλκουνιών, Αιτωλοκαρνανική και Ευρυτανική εγκυκλοπαίδεια, Λήμμα: Αγρίνιο, Λαογραφία, Τόμος 1ος, σελ. 224-225.| 2. Το σαντζάκι: διοικητική διαίρεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η λέξη είναι εξελληνισμένη μορφή της τουρκικής λέξεως sancak, δηλ. στρατιωτικό λάβαρο στην αρχική της κυριολεκτική σημασία, που αρχικά έδωσε την ονομασία της σε μια στρατιωτική μονάδα (της οποίας ηγείτο ο σαντζάκ-μπέης) και στη συνέχεια στην περιφέρεια από όπου η μονάδα αυτή στρατολογούνταν. | 3. Εκτός από το συγκεκριμένο αφήγημα για την καταγωγή του δρώμενου υπάρχει και η εθνοκεντρική μυθολογική εκδοχή, η οποία θέλοντας να «χορτάσει» την εθνική υπερηφάνεια των υπηκόων του νεοσύστατου κράτους με ηρωικές πράξεις, ακόμα κι αν αυτές «χτιζόταν» με πρώτη ύλη τη φαντασία των αφηγητών τους, υποστηρίζει ότι η χρήση των χαλκουνιών ήταν ένας ευρηματικός τρόπος των Βραχωριτών για να δοκιμαστεί η ποιότητα του μπαρουτιού, πριν χρησιμοποιηθεί για τις μάχες εναντίον των Τούρκων κατακτητών, γεγονός το οποίο, είναι τελείως ατεκμηρίωτο. | 4. Ο όρος «κοινή χρονολογία» (κ.χ.) αφορά στην περίοδο που ξεκινάει από το έτος 1 και εντεύθεν. Χρησιμοποιείται για το σύστημα υπολογισμού των ετών, το οποίο είναι χρονολογικά ταυτόσημο με το λατινικό σύστημα «Anno Domini» («έτος του Κυρίου μας»), με λιγότερο, όμως, θρησκευτικό χρωματισμό. Αντίστοιχα, στην ελληνική γραμματεία είναι το ισοδύναμο της «μετά Χριστόν» (μ.Χ.) χρονικής περίοδου. | 5. Ελένη Βαλσαμάκη, Πυροτεχνήματα! Πώς άρχισαν όλα…, 26/2/2016. (Δείτε ΕΔΩ) | 6. Ο Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon, γνωστός στα ελληνικά και ως Ρογήρος Βάκων, 1219/1220 – 1292) ήταν σχολαστικός θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, αποκληθείς για την πολυμάθειά του Doctor Mirabilis (θαυμαστός δάσκαλος). | 7. Ιστορία εικονογραφημένη, μηνιαίο περιοδικό ιστορίας, τεύχος 445, Ιούλιος 2005, σελ. 96 – 101. | 8. Στις αθηναϊκές εφημερίδες της πασχαλινής περιόδου από το 1838 έως το 1892 συνήθως γίνεται αναφορά σε πυροβολισμούς και «κάψιμο του Ιούδα». Μετά το 1850 αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους τα πυροτεχνήματα και οι «ροκέτες», ενώ στο ΣΚΡΙΠ της 2ας Ιουνίου του 1898 βρίσκουμε μία από τις πρώτες απαγορεύσεις καύσης πυροτεχνημάτων στην πλατεία του Συντάγματος (Σκριπ, έτος Γ’, περίοδος Β’, φύλλο 996). Στις 3 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, η ίδια εφημερίδα, σε ρεπορτάζ για την άφιξη του Γεωργίου του Α’ στην Καλαμάτα την προηγουμένη μέρα, αναφέρει: «Τα πυροτεχνήματα των Καλαμών πολύ εύμορφα. Εν παρίστανε το στέμμα έχων πέριξ αυτού τα στοιχεία Γ Ο, τα άλλα δε διαφόρους παραστάσεις» (Σκριπ, έτος Γ’, περίοδος Β’, φύλλο 966)  | 9. Ελένη Γιαννακοπούλου, Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι (19ος – α΄ μισό του 20ού αιώνα), συλλογικός τόμος με τίτλο: Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60,  εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005, σελ. 43 | 10. Ελένη Γιαννακοπούλου, Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι ό.π. σελ. 43. | 11. Διονύσιος Μιτάκης, Εποικισμός Ηπειροσουλιωτών στο Βραχώρι, Μέρος Β’, Στερεά Ελλάς, Ιούλιος 1988, σ. 198. | 12. Ευάγγελος Α. Παπαστράτος, Η δουλειά κι ο κόπος της – Από τη ζωή μου, εκδόσεις Gema, Αθήνα 2012, σελ. 42-45. | 13. Ημερήσιος και τοπικός τύπος της εποχής (Εφημερίδες «Ακρόπολις», «Νεολόγος Πατρών» και «Πελοπόννησος» των ημερών της Μεγάλης εβδομάδας. | 14. Επήλυς: αλλοδαπός, ξένος, ξενοφερμένος, ξενόφερτος.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά με περισσότερες ποληροφορίες στο «αρχείον Αγρινίου», τεύχος 16, σελ. 3-9
Φωτογραφία ανάρτησης: Κώστας Γιωτόπουλος και Μπάμπης Γιωτόπουλος στο «στούμπωμα»
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click στο Posted in Άρθρα