Η δράση των ιταλικών μεραρχιών
Brennero και Casale στο Αγρίνιο (1941 – 1943)
- του Μανώλη Πεπόνα*
Η τετραετής σχεδόν αντίσταση εναντίον του Άξονα στην περιοχή του Αγρινίου ήλθε ως αποτέλεσμα της απόφασης χιλιάδων ανδρών και γυναικών διαφόρων ηλικιών να αγωνιστούν για τα ατομικά ή συλλογικά ιδανικά τους. Συχνά μάλιστα η στάση αυτή δεν διέθετε προκαθορισμένη οργάνωση, περιοριζόταν δε σε πράξεις όπως οι δολιοφθορές και οι μικροκλοπές οπλισμού. Σε τέτοιες ενέργειες πρωτοστάτησαν νεαρά παιδιά, γνωρίζοντας την τιμωρία που πιθανότατα θα τους επιφυλασσόταν. Ως απόληξη του γενικότερου κλίματος απείθειας στις επιβουλές των κατακτητών, η ανάπτυξη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ επέφερε την κορύφωση των αντιστασιακών αγώνων μέσω της συγκρότησης ένοπλων ομάδων ανταρτών. Στη Γουρίτσα (Μυρτιά), το Μακρυνόρος και την Αμφιλοχία, οι εν λόγω άνδρες πέτυχαν να απασχολήσουν σημαντικό αριθμό των δυνάμεων κατοχής, επιφέροντας σε εκείνες σημαντικά πλήγματα. Έως την απελευθέρωση της χώρας το 1944, οι ελληνικές οργανώσεις διατράνωσαν το πνεύμα του μέχρις εσχάτων αγώνα, μη αποφεύγοντας ωστόσο τις μεταξύ τους έριδες. [1]
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις του Άξονα δεν ήταν κάτι το ενιαίο. Η διαφορά μεταξύ των Ιταλών και των Γερμανών για παράδειγμα στιγματίστηκε στη συλλογική μνήμη των κατοίκων, όπως αυτή αποτυπώνεται στις προφορικές μαρτυρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα του «σκληρού πλην πειθαρχημένου» Γερμανού αντιπαραβάλλεται με αυτή του εύθυμου και κάποτε σπλαχνικού Ιταλού. Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τελευταίοι έδρασαν με σκληρότητα. Στο Δομένικο Ελασσόνας για παράδειγμα, η 24η Μεραρχία Πεζικού Pinerolo προέβη στην εκτέλεση 194 ατόμων το 1944.[2] Στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας ωστόσο τέτοια εγκλήματα εξέλειπαν: η εκτέλεση των 120 στην Αγία Τριάδα Αγρινίου και ανάλογες περιπτώσεις στα Καλύβια, το Ζαπάντι ή το Παναιτώλιο, είχαν ως δράστες τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Μοιραία λοιπόν, οι ευνοϊκές αφηγήσεις των ανθρώπων της περιοχής έχουν μια ιστορικά αποδεδειγμένη βάση.
Οι δύο ιταλικές Μεραρχίες
11η Μεραρχία Πεζικού Brennero
Η 11η Μεραρχία Πεζικού Brennero σχηματίστηκε επίσημα το 1934, αναλαμβάνοντας αρχικά καθήκοντα στην ιταλική ενδοχώρα. Κατά τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελείτο από το 231 και το 232 Σύνταγμα Πεζικού, καθώς επίσης το 9ο Σύνταγμα Πυροβολικού. Η μονάδα ανέλαβε πολεμική δράση τον Ιούνιο του 1940 στην περιοχή των Άλπεων, όπου οι ιταλικές δυνάμεις αδυνατούσαν να υπερκεράσουν τον -ήδη ηττημένο από τους Γερμανούς- Γαλλικό Στρατό. Δίχως να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία, η Brennero μεταφέρθηκε στην Αλβανία το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, φτάνοντας στο ελληνοϊταλικό μέτωπο με αρκετή καθυστέρηση. Η μεραρχία πολέμησε στον τομέα Τεπελενίου, λαμβάνοντας συνεχώς ενισχύσεις και μη αποδίδοντας τα αναμενόμενα. Ιδίως κατά την επίθεση των ελληνικών δυνάμεων το τριήμερο 9-12 Φεβρουαρίου 1941, η Brennero υφίστατο σημαντικές απώλειες. Συμμετέχοντας στην απέλπιδα Εαρινή Επίθεση του Μουσολίνι και λαμβάνοντας τις δάφνες του νικητή χάρις τη γερμανική επέμβαση, οι άνδρες της εισήλθαν τελικά στην Ελλάδα ως δυνάμεις κατοχής τον Απρίλιο του 1941. Το επόμενο έτος έλαβε μηχανοκίνητα μέσα, με τη σύστασή της να μεταλλάσσεται και να μετασταθμεύει τμηματικά στην Αλβανία. Έως το Σεπτέμβριο του 1943 στη μονάδα υπηρετούσαν 4.000-6.000 άνδρες.
Τη διοίκηση της Brennero την περίοδο 1939-1944 ανέλαβαν διαδοχικά οι στρατηγοί Arnaldo Forgiero, Paolo Berardi, Mario Marghinotti, Licurgo Zannini και Aldo Princivalle. Εξ αυτών, ο Forgiero και ο Marghinotti αιχμαλωτίστηκαν το 1943 από τους Γερμανούς και κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου, ενώ ο Princivalle και ο Berardi ανέλαβαν καίρια θέση στο μουσολινικό καθεστώς της Δημοκρατίας του Σαλό. Οι περισσότεροι είχαν υπηρετήσει στο δύσκολο μέτωπο της Βορείου Αφρικής, συνέχισαν δε τη σταδιοδρομία τους μεταπολεμικά.[3]
56η Μεραρχία Πεζικού Casale
Η έτερη ιταλική στρατιωτική δύναμη που έδρασε στη Δυτική Ελλάδα ήταν η 56η Μεραρχία Πεζικού Casale με έδρα το Forlì και έτος ίδρυσης το 1939. Η Casale αποτελείτο αρχικά από τα 11ο και 12ο Συντάγματα Πεζικού και το 56ο Σύνταγμα Πυροβολικού. Σε αντίθεση με τη Brennero, δεν συμμετείχε στις εχθροπραξίες εναντίον της Γαλλίας, παρέμεινε αντίθετα στρατοπεδευμένη στην Ιταλία έως τις 14 Μαρτίου 1941. Τότε, μεταφέρθηκε διά θαλάσσης στην Αλβανία, με σκοπό να συμμετάσχει με τη σειρά της στις επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας. Πράγματι, στις 20 Μαρτίου βρέθηκε στο μέτωπο του Τεπελενίου, δίχως όμως να λάβει άμεσα μέρος στις συγκρούσεις. Ουσιαστικά, η πρώτη της ενέργεια σημειώθηκε στον ποταμό Δρίνο μόλις στις 16 Απριλίου, διήρκεσε δε για τρεις μόνο ημέρες. Έπειτα, ήρθε σε επαφή με γερμανικές περιπόλους στο Χάνι Δελβινάκι, λαμβάνοντας οδηγίες να κατέλθει στον κόλπο της Άρτας. Το 1942, η μεραρχία μεταφέρθηκε νότια και εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο, την Αμφιλοχία και το Μεσολόγγι. Σύμφωνα με τις ιταλικές πηγές, την ίδια περίοδο συμμετείχε στις πρώτες επιχειρήσεις κατά των “παρτιζάνων” στο Αγρίνιο, την Κατοχή, τη Χρυσοβίτσα και τη Σκουτερά. Η μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή έως τη συνθηκολόγηση του φασιστικού καθεστώτος, όντας υπό τη διοίκηση του στρατηγού Mario Maggiani.[4]
Αντίσταση κατά των ιταλικών δυνάμεων
Στην περιοχή του Αγρινίου η είδηση για την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων συνοδεύτηκε από την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής τον Απρίλιο του 1941. Οι Γερμανοί όμως δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη Δυτική Ελλάδα, παρά προτίμησαν να αναλάβουν τη διοίκηση στρατηγικών τμημάτων της χώρας, όπως η Κρήτη. Έτσι, στις μεγαλύτερες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας εγκαταστάθηκαν ιταλικές φρουρές αποτελούμενες από άνδρες της μεραρχίας Casale. Οι αξιωματικοί της τελευταίας έσπευσαν να διατάξουν την επίταξη κτιρίων εντός του Αγρινίου με σκοπό το στρατωνισμό, απέφυγαν όμως τα λάβουν μέτρα που ενδεχομένως θα προκαλούσαν τη λαϊκή αγανάκτηση.[5]
Παρά ταύτα, ήδη το καλοκαίρι του 1941, δημιουργήθηκε στο Αγρίνιο ο πρώτος αντιστασιακός πυρήνας από μέλη κυρίως της μεσοαστικής τάξης με αριστερά φρονήματα. Η πλειοψηφία αυτών των ατόμων επρόκειτο να ενταχθούν έπειτα στο ΕΑΜ, λαμβάνοντας μέρος σε ένοπλες συγκρούσεις. Για την ώρα ωστόσο, η τοπική αντίδραση προς τον Άξονα εκ-δηλώθηκε με την αναγραφή συνθημάτων σε τοίχους, τη διανομή προκηρύξεων και εν τέλει τη διοργάνωση μιας μαζικής πορείας στις 25 Μαρτίου 1943 με αφορμή την επέτειο της επανάστασης του 1821.[6]
Λίγο νωρίτερα, στις 15 Αυγούστου 1942, το ΕΑΜ διακήρυξε την έναρξη του ένοπλου αγώνα του στην περιοχή κατά την «Παναιτωλοακαρνανική Συνδιάσκεψη» που έλαβε χώρα στο Λιγοβίτσι. Ακολούθως, στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε σε Έλληνες χωροφύλακες και ιταλικές μηχανοκίνητες πομπές με σκοπό την αρπαγή οπλισμού. Απαντώντας, οι Ιταλοί διεξήγαγαν επιδρομές στα χωριά Μαχαιρά, Πρόδρομος, Αγριάμπελο και Χρυσοβίτσα.[7]
Παράλληλα, το καλοκαίρι του 1942 εμφανίστηκε στα βουνά του Βάλτου ο απόστρατος βενιζελικός αξιωματικός Ναπολέων Ζέρβας, ο ο-ποίος ίδρυσε εκεί τις Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών του ΕΔΕΣ και εφοδιάστηκε από τους Βρετανούς. Η παραμονή του Ζέρβα σύντομα έγινε αντιληπτή από τις κατοχικές Αρχές, πράγμα που προκάλεσε το φόβο των παραγόντων της περιοχής για αντίποινα. Έτσι, στις 13 Σεπτεμβρίου, κάτοικοι των γύρω χωριών επισκέφθηκαν τον Έλληνα αξιωματικό στη Σβάρνα, ζητώντας του να εγκαταλείψει τον τόπο. Πράγματι, μια σειρά από λόγους οδήγησαν σύντομα το Ζέρβα να μεταφέρει το κέντρο δράσης του στη γειτονική Ήπειρο, αφήνοντας όμως στο Βάλτο το γιατρό Στυλιανό Χούτα. Στο απόγειο της ακμής του, ο τελευταίος έφτασε να διοικεί πάνω από 1000 άνδρες, ενώ ανάλογες ομάδες του ΕΔΕΣ αναπτύχθηκαν στην Τριχωνίδα, το Ξηρόμερο, τη Ναυπακτία, το Μεσολόγγι και τη Μακρυνεία.[8]
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ βρέθηκαν στα πρόθυρα της σύγκρουσης μόλις τον Ιανουάριο του 1943, όταν τμήματα του πρώτου αφοπλίστηκαν από τον Χούτα. Λίγους μήνες αργότερα, οι Έλληνες αντάρτες συγκρούστηκαν με τους Ιταλούς στην περιοχή του Θέρμου και η ήττα των κατοχικών δυνάμεων κατά το διήμερο 22-23 Απριλίου οδήγησε στην απελευθέρωση της κωμόπολης. Εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία, ο Άρης Βελουχιώτης έσπευσε να απευθυνθεί στον τοπικό πληθυσμό που κατέκλυσε τους δρόμους, υπογραμμίζοντας με την παρουσία του τη ση-μασία της περιοχής για την οργάνωσή του. Όταν λοιπόν ο ΕΔΕΣ Τριχωνίδας του γιατρού Παπαϊωάννου στρατοπέδευσε στην περιοχή, δέχθηκε επίθεση από τον ΕΛΑΣ στις 7 Μαΐου και διαλύθηκε προσωρινά με απώλειες δύο ανδρών. Την ίδια περίοδο, ανάλογες επιθέσεις δέχθηκαν ο ΕΔΕΣ Ξηρομέρου και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του ταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού.[9]
Στις 5 Ιουλίου 1943, Ιταλοί στρατιώτες που φρουρούσαν αποθήκες σίτου στο χωριό Λυσιμαχία δέχθηκαν επίθεση από άνδρες του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Επαμεινώνδα (έφεδρος ίλαρχος Βασίλειος Σκιαδάς), ενώ παράλληλα αντιμετώπισαν τον ΕΔΕΣ στη γέφυρα του Αχελώου. Ακολού-θως, οι δύο οργανώσεις συμμετείχαν στην επιχείρηση “Animals” (20 Ιουνίου – 20 Ιουλίου 1943), η οποία σχεδιάστηκε από τους Συμμάχους και είχε ως στόχο την παραπλάνηση του Άξονα σχετικά με τον τόπο της απόβασής τους. Μεταξύ των διαφόρων συγκρούσεων, ξεχωρίζει η επίθεση του ΕΛΑΣ στη Ρίζα η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός Γερμανού αξιωματικού και τεσσάρων στρατιωτών, τα χτυπήματα που δέχθηκε διερχόμενη ιταλική δύναμη από τον ΕΔΕΣ και τον ΕΛΑΣ κοντά στη γέφυρα του Αχελώου, η μάχη που δόθηκε από τις δύο οργανώσεις εναντίον ενός ιταλικού λόχου στη Ρουβέλιτσα και η ενέδρα του ΕΛΑΣ στο Δαφνιά Μακρυνείας. Το ίδιο καλοκαίρι, η έλευση της 104ης Μεραρχίας Ορεινών Κυνηγών του 47χρονου στρατηγό Hartwig von Ludwiger κατέδειξε πως ο κύριος αντίπαλος των ανταρτών έμελλε να μην είναι οι ιταλικές, μα οι γερμανικές δυνάμεις. Αυτές εξάλλου υπέστησαν μια πρώτη οδυνηρή έκπληξη στη Γουρίτσα (Μυρτιά), όπου ο ΕΛΑΣ διεξήγαγε μια άκρως επιτυχημένη ενέδρα στις 13 Ιουλίου 1943. Οι Σύμμαχοι εκδήλωσαν την ευαρέσκειά τους για τις εν λόγω ενέργειες.[10]
Στις 14 Ιουλίου 1943 ήρθε η σειρά του ΕΔΕΣ, ο οποίος έθεσε στο στόχαστρό του τη Brenero. Η εν λόγω μεραρχία μεταφερόταν στην Ιταλία εσπευσμένα, καθώς οι Σύμμαχοι είχαν διενεργήσει απόβαση εκεί λίγες ημέρες πριν. Γνωρίζοντας την πορεία της, ο Χούτας διέταξε επίθεση εναντίον της στο Μακρυνόρος· από τις νάρκες και τα πυκνά πυρά των ανταρτών σκοτώθηκαν αρκετοί αντίπαλοί τους, ενώ ο ΕΛΑΣ ολοκλήρωσε την καταστροφή οργανώνοντας συνεχείς ενέδρες στην οδό Αμφιλοχίας – Άρτας – Ιωαννίνων. Παράλληλα, συμμαχικά βομβαρδιστικά έπληξαν τον Αστακό, το Μεσολόγγι και στόχους επί της οδού Αγρινίου – Αμφιλοχίας, οδηγώντας τους Ιταλούς να υπερεκτιμήσουν τις δυνάμεις των αντιπάλων τους.[11]
Τελικά, η απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία και η προέλασή τους προς Βορρά προκάλεσε την πτώση του φασιστικού καθεστώτος το Σε-πτέμβριο του 1943. Ο Μουσολίνι βέβαια διατήρησε για δύο περίπου χρόνια ένα μικρό προμαχώνα, τη Δημοκρατία του Σαλό, η οποία όμως στηριζόταν αποκλειστικά στις Γερμανικές δυνάμεις και δεν διέθετε καμία πολιτική υπόσταση. Εν τέλει, ο Ιταλός δικτάτορας συνελήφθη από τους παρτιζάνους και εκτελέστηκε τον Απρίλιο του 1945, λίγες δηλαδή ημέρες πριν την αυτοκτονία του Χίτλερ.
Το τελευταίο επεισόδιο της ιταλικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή του Αγρινίου ήταν η νομή του οπλισμού τους. Προς αυτό το διόλου ευκαταφρόνητο θήραμα έγειραν αξιώσεις τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και ο ΕΔΕΣ, με τον πρώτο να αποκτά τη μερίδα του λέοντος έπειτα από αρκετές διαμάχες. Αρκετοί μάλιστα Ιταλοί εντάχθηκαν εθελοντικά στην αριστερή οργάνωση, παραδίδοντάς της επιπρόσθετα πυρομαχικά, ιματισμό και υγειονομικό υλικό. Για τους εν λόγω άνδρες οι πηγές είναι ιδιαίτερα ισχνές, οπωσδήποτε όμως ελάχιστοι εξ αυτών παρέμειναν στην Αιτωλοακαρνανία μετά την απελευθέρωση.
Κρίσεις
Το 2014, η Θ. Δ. από το Τριχώνιο Μακρυνείας περιέγραψε μια ευρύτατα διαδεδομένη άποψη του τοπικού πληθυσμού με το τον εξής σαφή τρόπο: «Οι Ιταλοί ήτανε πολύ καλοί. Έδινανε ψωμί και έτρωγανε οι Έλληνες. Καλός κόσμος και αυτό το έλεγαν και οι πιο μεγάλοι ακόμα. Οι Γερμανοί ήτανε πιο βάρβαροι».
Παρά τα νέα ευρήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας, η εν λόγω εικόνα ουδέποτε κλονίστηκε σοβαρά. Πιθανότατα, τα μετέπειτα εγκλήματα των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους συνέβαλλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για το ένα εκ των δύο μερών των κατακτητών, παραμένει όμως αναμφισβήτητο γεγονός η μη διεξαγωγή ευρέων επιχειρήσεων αντίποινων στο Αγρίνιο από τους Ιταλούς.
Στο τακτικό πεδίο, η ιταλική κατοχή του Αγρινίου περισσότερο ευνόησε παρά κατέπνιξε τη δημιουργία αντάρτικων ομάδων: εφαρμόζοντας περιστασιακά και αναιμικά μέτρα καταστολής, οι Ιταλοί εμφανίστηκαν ανέτοιμοι να περιορίσουν ένα παλλαϊκό κίνημα αντίστασης. Εξάλλου, αρκετοί εξ αυτών ανέπτυξαν σχέσεις με τον τοπικό πληθυσμό, εκφράζοντας ορισμένες φορές αντιφασιστικά αισθήματα. Ο Θανάσης Κακογιάννης για παράδειγμα, σημαίνον στέλεχος του ΕΑΜ και συγγραφέας, καταγράφει αρκετές περιπτώσεις τέτοιων αξιωματικών, η πλειοψηφία των οποίων δεν επέζησε του πολέμου. Εν κατακλείδι, οι δύο ιταλικές μεραρχίες που έδρασαν στη Δυτική Ελλάδα επλήγησαν σημαντικά από τη δράση των ανταρτών, υπηρετώντας τις επιθετικές επιβουλές του φα-σιστικού καθεστώτος.