Στην περιοχή του Βραχωριού
οι αρματολοί και οι κοτζαμπάσηδες
δεν ήταν αυτόνομοι
της Ελένης Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη*
[…] Στη Δυτική Ελλάδα, κοιτίδα του κλεφταρματολισμού, διαμορφώνεται μια στρατοκρατική κοινωνία με δρώντα πρόσωπα τους κλεφταρματολούς που εναλλάσσονται στους ρόλους κλέφτης-αρματολός, αρματολός-κλέφτης, περνώντας από την παρανομία στη νομιμότητα και το αντίθετο. Ο καπετάνιος με τους λουφέδες των Οθωμανών -ως κάτοχος σεβαστών χρηματικών ποσών παρείχε δάνεια-, τα κοπάδια αιγοπροβάτων και τους πολυάριθμους οπλοφόρους συνιστά πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα ευέλικτη στις σχέσεις με Οθωμανούς και Έλληνες[1]. Οι καπετάνιοι αυτοί ενταγμένοι στη νομιμότητα, έχοντας ως έρεισμα διαπραγμάτευσης την ισχύ των όπλων, αντιμάχονται τους προεστούς και περιορίζουν τη δράση τους. Η κοινότητα φαίνεται να υπολειτουργεί, ενώ ελλοχεύει συνεχής αντιπαλότητα μεταξύ των δύο φορέων εξουσίας. Δεν αποκλείονται όμως και οι συμμαχίες προεστών-αρματολών που εκδηλώνονται με σκευωρίες προεστών υπέρ συγκεκριμένου αρματολού[2].
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή του Βραχωριού οι ρόλοι των δύο φορέων εξουσίας, κοτζαμπάσης και αρματολός, δεν είναι αυτόνομοι, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των Μαυροματαίων στο Ξηρόμερο. Εδώ από κοτζαμπάσης περνάει κανείς στο αρματολίκι και το αντίθετο. Ο καζάς Βλοχού ήταν περιορισμένης φορολογικής απόδοσης, γι’ αυτό και η επιδίωξη για αλληλοσυμπλήρωση ρόλων (κοτζάμπασης-αρματολός). Η περίπτωση των Βλαχοπουλαίων στις παραμονές της Επανάστασης είναι χαρακτηριστική.
Οι Βλαχοπουλαίοι, κοτζαμπάσηδες του Βλοχού στο β’ μισό του 18ου αι. και αρματολοί ταυτόχρονα μέρους του αρματολικίου Καρπενησίου-Βλοχού, «παραιτήσαντες -κατά τον Κασομούλη- τ’ αρματολίκια τους εις την διάκρισιν των εχθρών τους» αναγκάστηκαν να καταφύγουν από το 1806 στα Επτάνησα και την Πρέβεζα με τις οικογένειες τους. Η συγγένεια τους με τους Κατσαντωναίους και ο συναφής προς τη δράση εκείνων ρόλος τους καθιστούσε τη θέση τους επισφαλή. Εκεί εντάχθηκαν στα ρωσικά και αργότερα στα αγγλικά συντάγματα της Επτανήσου. Οι Βλαχοπουλαίοι επανέρχονται στην Αιτωλοακαρνανία κατά το 1817. Μέσω της Αγγλικής Αρμοστείας πέτυχε μάλιστα ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος να δοθεί διαταγή από τον Ισμαήλ πασά (15 Ιαν. 1819) να επιστρέψουν στο Βραχώρι και οι πληθυσμοί που είχαν καταφύγει στον Κάλαμο.
Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ευφυής και διορατικός, αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να στεριώσει στην περιοχή μόνο με το προυχοντικό αξίωμα. Με πλεκτάνη και υποκριτική συμπεριφορά απέναντι στον Αλή πασά απέσπασε τη συγκατάθεση του να εγκατασταθούν και πάλι οι Βλαχοπουλαίοι στο αρματολίκι του Βλοχού. Έτσι, από το 1817 μοίρασε το αρματολίκι στους αδελφούς του Κωνσταντίνο και Δημήτριο. Ο Κασομούλης αναφέρει ότι ο Αλεξάκης «έλαβε το αρματολίκι ως πιστότερος θεωρούμενος… δια να φυλάττη την ησυχίαν». Κατά την τοπική μάλιστα παράδοση το αρματολίκι δόθηκε δήθεν ως προίκα επιβληθέντος συνοικεσίου από τογ Αλή.
Αλλά το αρματολίκι του Βλοχού παραμένει στους Βλαχοπουλαίους και μετά την αποκήρυξη του Αλή πασά από την Πύλη. Ο Αλεξάκης συμμαχεί με τους σουλτανικούς και διορίζεται από τον Μαχμούτ πασά Δράμαλη αρματολός. Το αρματολίκι κρατούν γερά οι Βλαχοπουλαίοι και μετά την επανάσταση του Βραχωριού (Ιούνιος 1821).
Ο Μαυροκορδάτος προσπαθεί να προσεταιριστεί κλεφταρματολούς για να στηριχθεί. Όταν ο Αλεξάκης ενδίδει προσχωρώντας στους πολιτικούς -γίνεται υπουργός πολέμου υπό τον Μαυροκορδάτο- στο αρματολίκι παραμένει ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Στο πλαίσιο αυτών των διεκδικήσεων κορυφώνονται οι έριδες ανάμεσα σε Βλαχοπουλαίους, Σταϊκαίους και Μεγαπαναίους και στα χρόνια της Επανάστασης.
Ο σφετερισμός του αρματολικιοΰ του Βλοχού από τους Σταϊκαίους στα 1824 -την ώρα που οι Βλαχόπουλοι ήταν απησχολημένοι στις ανάγκες του αγώνα- προκάλεσε τη διαμαρτυρία των Βραχωριτών. Με αναφορά τους στον Μαυροκορδάτο (1824) καταδικάζουν τη βίαιη συμπεριφορά των Σταϊκαίων ζητώντας παράλληλα καλή διοίκηση για να ησυχάσει ο δυστυχισμένος λαός από τις αντεκδικήσεις Σταϊκαίων και Βλαχοπουλαίων που επεδίωκαν, συμπαρασύροντας και τους Ντοκαίους, Κολοφωταίους και άλλους κλέφτες, ν’ αναγνωριστούν καπετάνιοι του Βλοχού. Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου ο Γιαννάκης Στάικος κάνοντας τα γνωστά «καπάκια» με τους Τούρκους επανήλθε στο αρματολίκι του Βλοχού[3].
Η στρατιωτική δύναμη είναι η προϋπόθεση επιβολής σ’ αυτή την περιοχή. Ο μεγαλύτερος γιος του Μεγαπάνου Αντώνιος -γεννήθηκε στο Βραχώρι το 1794- από μικρός συγκρότησε σώμα αρματολών με χρήματα του πατέρα του που το συντηρούσε μόνος – αργότερα ενώθηκε με τον Καραϊσκάκη[4].
Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά πόσο βαραίνει η κλεφταρματολική παράδοση στην περιοχή μας, εκεί και οι ρίζες της διαμορφούμενης νεοελληνικής κοινωνίας.
Τα τζάκια και τα καπετανάτα είναι οι δύο βασικοί πόλοι στον διαπλεκόμενο κοινωνικό ιστό. Οι απόγονοι στα πρώτα προέρχονται από την προυχοντική τάξη (π.χ. οικογένεια Μεγαπάνου) και στα δεύτερα από κλεφταρματολικές οικογένειες χωρίς, όπως προαναφέραμε, να υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός. Μετά την Επανάσταση κοινωνική επιφάνεια έχουν γενικά οι στρατιωτικοί είτε ανήκουν στις Χιλιαρχίες και στη Φάλαγγα είτε στα σώματα της Χωροφυλακής και αργότερα (1838 και εξής) της Οροφυλακής[5]. Λόγω της στρατιωτικής παράδοσης της περιοχής οπλαρχηγοί, προεστοί και απόγονοι αυτών κατέλαβαν σημαντικά αξιώματα στη διοίκηση του στρατού και του στόλου (Κωνσταντίνος, Βασίλειος Βλαχόπουλος, Γιαννάκης Στάικος, βουλευτής και Υπουργός των Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κριεζή κ.ά.)[6]. […]
1.Στεφ. Παπαγεωργίου, «Αρματολοί: Μια ένοπλη χριστιανική Ελίτ της οθωμανικής κοινωνίας. Η στάση τους απέναντι στο εθνικό πρόβλημα», Πρακτικά Συνεδρίου Παντείου Πανεπιστημίου: Η Ευρυτανία κατά τους προεπαναστατικούς και επαναστατικούς χρόνους, ό.π, σ. 27. Ελ. Γιαννακοπούλου, «Όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Ευρυτανία (Ι8ο-19ο αι.)», (Νέα αρχειακά στοιχεία), Πρακτικά Συνεδρίου Παντείου Πανεπιστημίου, ό.π., σ. 264-266. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Αρματολισμός και κλεφτουριά στην Ακαρνανία και Αιτωλία, Αγρίνιο 1997, σ. 21-34. | 2. Σπ. Ασδραχάς, «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού, ένα ακαρνανικό παράδειγμα», στο Ελληνική κοινωνία και οικονομία ιη’ και ιθ’ αι., Αθήνα 1982, σ. 232-233. Yannakopoulou, “Les communautes villageoises, ό.π. Παπατρέχας, 1997, ό.π., σ. 75-77. Του ίδιου, Ιστορία του Αγρινίου και της γύρω περιοχής από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, Αγρίνιο 1991, σ. 264. Βλ. και Κασομούλης, Στρατιωτικά ενθυμήματα, ό.π., τ. Α’, σ. 31, για τη διαμάχη Κοντογιανναίων και Χατζιοκαίων στο αρματολίκι του Πατρατζικίου. | 3. Κασομούλη, Απομνημονεύματα τ. Α, ό.π., σ. 113-115. Μιλ. Τζάνη, «Ο Αλεζάκης Βλαχόπουλος εις Αγίον Μαύραν» (ανέκδοτα έγγραφα) Εφημ. ΛΑΟΣ (Αγρινίου) της 23 Νοεμβρίου 1958. Παπατρέχας, 1997, ό.π., σ. 65-67. Του ίδιου, 1991, ό.π., σ. 162-164. Θωμόπουλος, ό.π., σ. 100-103. Δοκανάρης, ό.π., σ. 17-20, 25-27, 32-40. Για το καπετανάτο του Αλεξάκη Βλαχόπουλου, (1817;) «ως προίκα επιβληθέντος συνοικεσίου υπό του Αλή πασά»: θ. Χαβέλλα, Ιστορία των Αιτωλών, εν Αθήναις 1883, τ. Β’, σ. 56. | 5. Θωμόπουλος, ό.π., σ. 131-132. | 4. Για την οργάνωση του στρατού επί Καποδίστρια: Στεφ. Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια, Αθήνα 1986. Του ίδιου, «Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια», στο Ιωάννης Καποδίστριας, 1776-1831, ο κορυφαίος Έλληνας Ευρωπαίος, Εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια Π. Πετρίδη, Αθήνα 1992, σ. 309-320. θ. Βερέμης, «Σκέψεις γύρω από τον τακτικό στρατό και το σώμα των ελλήνων αξιωματικών 1828-1835» στο Η πολιτική στη σύγχρονη Μεσόγειο, Αθήναι 1981, σ. 610. Κ. Βακαλοπούλου, «Τρία ανέκδοτα ιστορικά δοκίμια του φιλικού Γεωργίου Λασσάνη», Το στρατιωτικών της Ελλάδος, θεσσαλονίκη (Μακεδόνικη Β/κη αρ. 41) 1937. Για τη χωροφυλακή βλ. Ν. Δοκανάρης, «Ελληνική Χωροφυλακή 1833-1975», Στρατιωτική επιθεώρηση, Αθήναι 1979. Γενικότερα, Ε. Σταοινοπούλου, Ο στρατός της πρώτης εκατονταετίας, Αθήνα 1935. Για τη φάλαγγα, χωροφυλακή και οροφυλακή σε συνάρτηση με την καταστολή της ληστείας Βλ. Κολιόπουλος, Ληστές, Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα 1979, ό.π. σ. 6-11, 30-31. | 6. Θωμόπουλος, ό.π., σ. 124-128.
*Το κείμενο «οι αρματολοί στο Βραχώρι», που δημοσιεύουμε σήμερα όπως και αυτό για τον Κοινοτικό βίο στο Βραχώρι, που δημοσιεύουμε σήμερα αποτελούν ενότητες μιας σημαντικής ανακοίνωσης της Ελένης Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη, που παρουσιάστηκε ως εισήγηση στην ημερίδα «Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων την 23-9-2000 και δημοσιεύτηκε το 2003. Ο τίτλος στην πηγή για το σημερινό κείμενο είναι «Οι αρματωλοί».