Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι 540 Ουκρανοί αναγνώστες μου
«Δεν υπάρχει σημαία αρκετά μεγάλη για να καλύψει την ντροπή
να σκοτώνεις αθώους ανθρώπους». (Howard– Αμερικανός ιστορικός)
Οι καθημερινές τηλεοπτικές σκηνές από τον πόλεμο της Ουκρανίας για πολλούς αναλυτές απομυθοποιούν το γεγονός του πολέμου από όλα εκείνα τα στοιχεία που τροφοδοτούν την φαντασία μας όταν λειτουργούμε ως αναγνώστεςενός πολεμικού συμβάντος. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η εικόνα αδυνατίζει ή δρα ανασχετικά στην τάση του ανθρώπου να ανιχνεύει στους πρωταγωνιστές του πολέμου το παράλογο θάρρος, τον άδολο ηρωισμό και την εξυμνηθείσαπολεμικήαρετή. Άλλες, δηλαδή, σκέψεις και συναισθήματα γεννά η ανάγνωση μιας ομηρικής μάχης και διαφορετικά συναισθήματα και σκέψεις η θέαση ενός ζωντανού πολεμικού ρεπορτάζ.
Ωστόσο, η ζωντανή εικόνα στο βαθμό που κινείται σε πραγματικό χρόνο αποδίδει με σχετική ακρίβεια την αγριότητα του πολέμου και ευαισθητοποιεί περισσότερο τον θεατή από ό,τι μία ανάγνωση. Οι νεκροί, οι υλικές καταστροφές, το πλήθος των αμάχων στα κρησφύγετα και στις δομές υποδομής αλλά και το δάκρυ ή ο φόβος κάποιων παιδιών ενεργοποιούν τις άμυνές μας και συγκροτούν το πλαίσιο καταδίκης του πολέμου σε όλες τις εκδοχές του ανεξάρτητα από την αιτιολόγηση ή και δικαιολόγησή του από κάποιους. Απέναντι στην εικόνα πρώτα αισθάνεσαι κάτι έντονο και μετά σκέπτεσαι.
Καμία ανάγνωση ενός πολεμικού μυθιστορήματος ή μιας ομηρικής ραψωδίας από την Ιλιάδα δεν μπορεί να συγκλονίσει τόσο όσο η ζωντανή εικόνα ενός παιδιού που σπαρακτικά δηλώνει το «Δεν θέλω να πεθάνω» ή ενός άλλου παιδιού που μόνο του βαδίζει το δρόμο της προσφυγιάς με ένα τηλέφωνο γραμμένο στοχέρι του. Πόση αντοχή, σκληρότητα ή απανθρωπιά χρειάζονται για να μείνεις απαθής, ασυγκίνητος και ανέκφραστος απέναντι σεαυτές τις εικόνες; Πόση ντροπή μπορείς να νιώσεις βλέποντας το πλήθος των δυστυχισμένων στο σταθμό του τραίνου που αναζητούν απελπισμένα μέσο διαφυγής; Και να πάνε πού;
Όλες οι παραπάνω μορφές των παιδιών και πολλών προσφύγων μάς έγιναν οικείες μέσα από την εικόνα της τηλεόρασης ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (facebook, blog…). Η ψηφιακή αναπαραγωγή ή αποτύπωση του πολέμου μάς φέρνει πιο κοντά στο δράμα των πασχόντων, καθιστά τον πόνο τους πιο οικείο σε μάς, αφού όλοι αναλογιζόμαστε πως του «χρόνου τα γυρίσματα» μπορούν να φέρουν κι εμάς στην θέση τους. Νιώθουμε έντονα το φόβο της αβεβαιότητας και της ρευστότητας. Όλοι είμαστε «εν δυνάμει»πρόσφυγες.
Η ψηφιακή εκδοχή του πολέμου και της ζωής μας
Πολλοί ειδικοί διατείνονται πως αυτή η υπερτροφική ψηφιακή εκδοχή και προβολή του πολέμου διακονεί τα σχέδια όλων εκείνων που θέλουν τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα φοβισμένα όντα και έτοιμα για όλα τα ενδεχόμενα. Κι αυτό γιατί ο φόβος «φρονηματίζει» τον άνθρωπο και τον καθιστά περισσότερο υπάκουο και ικανοποιημένο με αυτά που έχει. Ενδόμυχα κυοφορείται – και ας μην εκφράζεται – η θεραπευτική θέση – παραδοχή «Υπάρχουν και χειρότερα». Η συμμόρφωση και ο συμβιβασμός με την νέα πραγματικότητα που σχεδιάζεται απέχει μόνον ένα βήμα. Τελικά δεν μπορούμε άκριτα να υποστηρίξουμε την επιβεβαίωση ή την απόλυτη διάψευση του Φουκουγιάμαγια το «Τέλος της Ιστορίας».
Κι αυτό γιατί ο σημερινός πόλεμος και η ψηφιακήεκδοχή του συνθέτουν καθημερινά ένα νέο πλαίσιο ζωής και πραγματικότητας στην οποία ζούμε ή θα υποχρεωθούμε να ζήσουμε. Ο άνθρωπος, δηλαδή, ζει ταυτόχρονα δύο παράλληλους κόσμους. Τον πραγματικό με τον ψηφιακό. Μπορεί πολλές φορές να αδυνατεί να διακρίνει τα όριά τους, αυτό, όμως, δεν τον ανησυχεί αφού μπορεί εύκολα ή δύσκολα να βαδίζει από τον ένα στον άλλο χωρίς κόστος. Ο ψηφιακός κόσμος για πολλούς είναι ο κόσμος των απωθημένων επιθυμιών του.
Στον ψηφιακό πλανήτη η ζωή σπάνια είναι βαρετή. Εδώ μπορείς να σκηνοθετήσεις τη ζωή σου, την επιθυμητή ζωή σου. Να γίνεις αυτό που πάντα ήθελες, αυτό που νόμιζες ότι αξίζεις αλλά σε περιόριζαν οι επιταγές της καθημερινότητας και οι αναγκαίοι συμβιβασμοί που σού επέβαλαν οι κανόνες της φυσικής πραγματικότητας. Η ψηφιακήπραγματικότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην και μία αρνητικά προσδιορισμένη προοπτική της ζωής μας. Κι αυτό γιατί διευκολύνει την διάθεσή μας για επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά μας.
Το «οικείο» δεν είναι πλέον αυτό που βρίσκεται δίπλα μας και το αναγνωρίζουμε με την βοήθεια της αφής, της γεύσης και του χρώματος. Οικείο είναι κι αυτό που είναι μακριά μας κι ας το υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει με την βοήθεια της εικόνας. Το Facebook, το twitterκαι το blog διακονούν αποτελεσματικά την επιθυμία μας να νιώθουμε κοντά και οικείοι με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά μας, κι ας έχουν στον τόπο τους πόλεμο. Η απόσταση, πλέον, δεν συνιστά εμπόδιο να μένουμε απαθείς για όσα συμβαίνουν σε ανθρώπους που βιώνουν τα δεινά του πολέμου. Ίσως κάποιοι από αυτούς να μάς διάβασαν ή να μάς είδαν με την βοήθεια του Facebookή του blog.
Προσωπική μαρτυρία
Στο πλαίσιο αυτό λειτουργίας του Facebook και ως χρήστης του blog«ΙΔΕΟπολις» και με δεδομένη την πραγματικότητα του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου θα καταθέσω την προσωπική μου εμπειρία.
Ως γνωστόν η Googleπαρέχει την δυνατότητα σε κάθε χρήστη blog, τον blogger να γνωρίζει πόσοι, για πόσο χρόνο κι από ποια χώρα διαβάζουν ή επισκέφθηκαν τα αναρτημένα κείμενα ή φωτογραφίες του. Πριν τον πόλεμο ως χρήστης του blog “ΙΔΕΟπολις” με 150.000 επισκέψεις – αναγνώσεις των άρθρων μου (400) μού έκανε ξεχωριστή εντύπωση τόσο ο μεγάλος αριθμός των αναγνωστών μου από τις Η.Π.Α. (9.500) όσο και από την Ουκρανία( 540).
Ο αριθμός των αναγνωστών από την Ουκρανία με ανάγκασε να μάθω περισσότερα για τους εκεί Έλληνες. Οι ανταποκρίσεις από την Νότια Ουκρανία (Μαριούπολη/Οδησσός) αποτύπωσαν μία πραγματικότητα. Υπάρχει εκεί μία ελληνική παροικία που μιλά ελληνικά και κρατά τη φλόγα του ελληνισμού αναμμένη.
Ελπίζω να ζουν… Τους νοιάζομαι
Περίεργα, όμως, μετά την έναρξη του πολέμου (24/2/22) αυτοί οι καθημερινοί αναγνώστες μου από την Ουκρανία έπαψαν να εμφανίζονται στα στατιστικά στοιχεία του blog μου. Η αιτιολογία αυτής της απουσίας κατανοητή και δικαιολογημένη. Οι Ουκρανοί αναγνώστες μου βιώνουν τον τρόμο του πολέμου και τις δυσκολίες της προσφυγιάς. Άλλοι πολεμούν, άλλοι κρύβονται στα κρησφύγετα και ίσως κάποιοι – απευκταίο – να βρίσκονται θαμμένοι στα συντρίμμια που άφησαν οι βόμβες. Τους νιώθω ωςδικούς μου ανθρώπους.
Τους γνώρισα τόσο λίγο και μόνον ως αριθμούς. Ίσως αυτοί να γνωρίζουν περισσότερα για μένα. Διάβασαν τα κείμενά μου, είδαν την φωτογραφία μου, συμφώνησαν ή διαφώνησαν με τις θέσεις μου. Είναι οι μακρινοί συνάνθρωποί μου κι ας γνωριστήκαμε τόσο λίγο. Είναι αυτό που εντοπίσαμε στην ψηφιακή – μαγευτική – εκδοχήτης πραγματικότητας και της ζωής μας, ακόμη και σε πολεμική περίοδο.
Ανησυχώ για όλους αυτούς και τους νοιάζομαι. Ίσως ξαναβρεθούμε πάλι κοντά μετά το τέλος του Πολέμου, σε ειρηνικές ημέρες. Κι αυτό γιατί…
«Ειρήνη ανά γηνκουροτρόφος»
(Ησίοδος: Η Ειρήνη τρέφει γιους στον κόσμο)