Ήταν ένα «βράδυ με» τους «ήρωες» του Βασίλη

Είμαι φίλος του Βασίλη πάνω από είκοσι χρόνια.

 

Ένα εισαγωγικό κείμενο στην ποίηση του Βασίλη Νικολόπουλου

  • του Κώστα Παπάνου
    • (Το κείμενο που ακολουθεί, υπήρξε μέρος της παρουσίασης της ποιητικής συλλογής «Βραδιά με ήρωες», του Βασίλη Νικολόπουλου που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 19 Μαρτίου του 2022 στην τσαγερί – καφετέρια “Μύρτιλο”)

Από την άκρη της θάλασσας το καλοκαίρι του 99 μέχρι την άδεια πόλη και τον φετινό χειμώνα. Από την νύχτα μέχρι την αυγή και πίσω. Κυρίως πίσω. Οπότε και απόψε δεν μπορώ να μιλήσω σαν κάποιος που κρατά στα χέρια του απλά μια ποιητική συλλογή. Ποιήματα που του μιλούν και τα ακούει με την αιώνια και άγνωστη φωνή τους, γεννώντας πρόσωπα, εικόνες και συναισθήματα που απαιτούν όμως κι ένα δικό του μικρό βήμα, την απαραίτητη κίνηση για καταφέρουν αναγνώστης και κείμενο να πλησιάσουν την στιγμή της ακριβής κοινής τους δημιουργίας και όλα να φύγουν ξανά για κείνο το πολυπόθητο ταξίδι. Θεωρώ πως μέσα στα ποιήματα αυτά του Βασίλη βρίσκομαι και ζω κι εγώ και αναπνέω αυτόματα. Άλλοτε στον χρόνο τους κι άλλοτε στην σιωπή τους. Στο τσιγάρο τους το καπνισμένο σε δύο τζούρες και στην ζεστή τους μπίρα μια κρύα νύχτα. Σε τόσα κι άλλα τόσα χρόνια που παρακολουθώ την γραφή του Μπιλ να βρίσκει τον τρόπο να τρυπώνει σαν καυτό γυαλί στη χούφτα του μέλλοντος. Η αιώνια θλίψη που περπατά στις μύτες μέχρι να βρει κάπου να σκαλώσει, όπως μας λέει στο πρώτο μόλις ποίημα της συλλογής αυτής.

Αν εξαιρέσουμε τα άγρια χρόνια της νιότης μας, όπου οι αφηγήσεις περίσσευαν χάρις στην τόλμη μας και την εξαίσια και περίσσεια αδιαφορία μας για τις προσταγές ενός κόσμου που φαινομενικά τουλάχιστον συνίσταται από τέτοιες ηλίθιες πρακτικές, όλα όσα ακολούθησαν είχαν προς τιμήν τους το στίγμα της γραφής του ανθρώπου για τον οποίο βρεθήκαμε απόψε εδώ. Η πρώτη μεγάλη της έξοδος ήταν φυσικά οι στίχοι των Nobody, της garagerockμπάντας που μοιραστήκαμε για κάποια υπέροχα χρόνια. Αν θυμάμαι ακόμη κάτι από τότε που η παρούσα συλλογή μου επιβεβαιώνει είναι πως η γραφή του είναι πάντα πολύ καλά ζυγισμένη.

Βράδυ με ήρωες, το ομώνυμο ποίημα της συλλογής
Μην βάλεις το όνομά σου πουθενά
Δούλεψε σκληρά και κλότσα τα όλα
Γύρε το κεφάλι
Εκεί που κανείς δεν ακούει
Ακατόρθωτο είναι αυτό που δεν θα συμβεί
Κι όλα ταυτόχρονα θα τρέχουν
Το άπειρο εξοντώνει τις θεωρίες
Και οι τροχαλίες όλο και μικραίνουν την διαδρομή
Κανείς

Θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει με αυτό το ποίημα αλλά δύσκολα θα ισορροπούσε την γνώμη του σε κάτι εξίσου ακέραιο. Για τις τολμηρές και τους τολμηρούς που θέλουν να δοκιμάσουν ένα άλμα πάνω από την καρδιά του ποιητή ενημερώνουμε πως θα ακολουθήσει μπυροποσία, άβυσσοι και μεζεδάκια, καθώς επίσης φήμες κυκλοφόρησαν πως θα κάνουν την εμφάνισή τους και φαντάσματα μεγάλων ποιητών και ποιητριών από το παρελθόν και το μέλλον. Οι τωρινοί παραμένουν αισίως απασχολημένοι.

Εγώ και το μπαρ
οι δυο μας.
Τα μαλλιά μου ακουμπούν
τον σκούρο γρανίτη του,
σαν δύο μνημεία που συνουσιάζονται.
Κανείς δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση.

Αυτός και το μπαρ, λοιπόν. Ήμουν εκεί και όχι δεν έφερνα αντίρρηση. Παρακολουθούσα, μοιραζόμουν, βίωνα την συνουσία του ποιητή με την φωνή του. Η έμπνευση, η ανάγκη, η όρεξη, η σημασία, η νύχτα, η αλκοόλη, η φωτιά, η χαρά, η θλίψη, η τρέλα, η καύλα, η γαλήνη, η μοναξιά, η ευκαιρία, η αλήθεια, η μουσική, η γιορτή κι όλες οι άλλες πανούργες θεότητες πάνω από τα κεφάλια μας να ζητάν και να μας δίνουν πίσω την ίδια μας την ζωή. Ω, ήταν πολλές οι μπάρες και πιο πολλές οι ζωές. Η μία καλύτερη και χειρότερη από την άλλη.

 

 

Πρακτικά, το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία του προσωπικού ιστολόγιου του ποιητή με το ιδανικό όνομα «περνώντας με πορτοκαλί». Ξώφαλτσα στην αλήθεια. Από εκεί μπορούσαμε να δούμε καθαρότερα τον λόγο του να σαρκώνεται σε  ένα ολοένα και πιο δυνατό σώμα. Ποίημα το ποίημα το τοπίο διαγράφονταν ως η πατρίδα των στιγμών που εξακολουθούν να μας ανήκουν κι ας μην είμαστε πλέον παιδιά. Λίγη αγωνία για την λειτουργία του μέσου και ένας απλόχερος δρόμος για να πάρει η φωνή του κάποιες ανάσες παραπάνω. Από εκεί και το παρακάτω.

Μετά βίας λικνιζόμαστε
στον απόηχο ενός θανατερού ρυθμού.
Παράξενα παίζονται παιχνίδια
και πλεκτάνες στήνονται
σε αναζήτηση μιας χαρμόσυνης συγχορδίας.

Χάος.

Η μέρα άρχισε να χαλαρώνει
το απαλό της φόρεμα
και το χάδι της τραχύ πλέον μας ξεπροβοδίζει.
Η νύχτα, άθελά της ίσως,
ξεφορτώθηκε από πάνω της
οτιδήποτε φανταχτερό
και οι σαθρές πτυχές της τώρα
μας καταπίνουν αχόρταγες.

Ξεμένουμε από αγάπη,
σε χώματα πλέον ξένα.
Δρόμοι αχαρτογράφητοι.
Σταθμός ανεφοδιασμού στο πουθενά.
Περαστική κατάντησε η ελπίδα μας.

Σκάψτε τα μέσα σας,
για ότι μας έμεινε,
για ότι αγαπήσαμε.
Αγαπήστε,
για ότι έρχεται.

Κι ο κόσμος του ποιητή μεγάλωνε και δεν υπήρχαν πολλά που να μένουνε απέξω. Αν και το κοινό των προσωπικών ιστολόγιων ποίησης δεν είναι τόσο ευρύ όσο άλλων μέσων και άλλων φανερώσεων πάραυτα είναι άνθρωποι που αγαπάνε αυτό που κάνουν και συντροφεύονται και αλληλουποστηρίζονται. Ο ποιητής ξεκίνησε να βλέπει την φωνή του να προικίζει τα χείλη και άλλων σαν κι αυτόν κι έτσι απλά να ομορφαίνει και να εκλεπτύνεται σε κάτι ευοίωνο για τις λέξεις που όλοι μας ούτως ή άλλως φοράμε προκειμένου να είμαστε αυτό που είμαστε.Ή ότι μπορεί τέλος πάντων ο καθένας. Εκεί μέσα στο «περνώντας με πορτοκαλί» υπάρχει ένας παραπάνω Βασίλης Νικολόπουλος που οφείλει να ανακαλυφθεί και να εξορυχθεί για τις τεράστιες ανάγκες ενός αδυσώπητα μεγάλου κόσμου.

Μες στον καιρό των αναρτήσεων στο «πορτοκαλί» ήρθαν και οι πρώτες έντυπες δημιουργίες, αυτοεκδόσεις της Αγαύης, όπως ονόμασε ο ίδιος το όλο εγχείρημα. Ποίηση, σχεδιασμός και τελικό αποτέλεσμα, όλα του ίδιου. Όλοι εμείς κρατούσαμε πλέον στα χέρια μας ένα αντικείμενο που περίσσευε αυτών. Η πρώτη με το γκρι εξώφυλλο είχε τίτλο «.ξύπνα με πριν πεθάνω»και η δεύτερη με το πορτοκαλί εξώφυλλο λέγονταν «Αφανίζοντας ύπουλα τη νύχτα». Από καιρό εξαντλημένες αν δεν κάνω λάθος.

Από κει ακολούθησαν οι φιλοξενίες σε κάποια ιστολόγια που ασχολούνται με την ποίηση. Το κόσκινο του Δημήτρη Τρωαδίτη, το εξιτήριον του Σωτήρη Παστάκα και φυσικά το σινιάλο μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων μεταξύ των οποίων συμμετείχε και ο φίλος μετέπειτα του ποιητή ο Χρήστος Διαμαντής. Η γραφή του Βασίλη έχει ήδη αρχίσει να βρίσκει ρυθμό, ύφος και έρεισμα πάνω στην αληθινή και αδιαπραγμάτευτη ζωή του. Άλλοτε κοφτή και ντρόμπρα, άλλοτε αφημένη δίπλα στο βουητό της καθημερινότητας, η ποίηση του φίλου μου έχει το μερίδιό της σε όλα όσα ζούμε. Μαζί και χώρια.

Κι άλλοι φίλοι, περισσότερη αγάπη και νοιάξιμο, μια αρμαθιά ποιημάτων μας έφεραν απόψε εδώ, στην δημιουργία και κυκλοφορία της συλλογής «Βράδυ με Ήρωες» από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Από το πρώτο κιόλας ποίημα οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες. Πρόκειται για το οριστικό χτύπημα. Μέχρι το επόμενο. Η συλλογή κουβαλά βαριές λέξεις και εκφράσεις που μπορούν να αντισταθμιστούν μονάχα με την προσωπική αποδοχή του αναγνώστη να πάμε το ποίημα από την αρχή. Ειδάλλως να φύγουμε για τα καλά προς τα πίσω. Ο μόνος τρόπος για να διαβάσεις αυτά τα ποιήματα είναι με την ανάληψη της ευθύνης σου. Απέναντι στον κόσμο μας και στον εαυτό σου. Τα ερωτήματα πολλά.

Ποια έρημος είναι τούτη,
ή κόλαση,
ή παράδεισος;
Τι μουσική ακούς απόψε;
Ποιος είσαι;
Τι αγαπάς;
Ποιον;

Που γυρνάς;

Είμαι στο δεύτερο μόλις σταθμό
και θα με συναντήσεις αργά
σχεδόν από τύχη, στον παράδρομο
στα σκοτεινά
με αδειανά χέρια
και μια αόριστη συνέπεια να σημαδεύει τον κρόταφο
Με γυρεύεις αλήθεια;
Ναι, σου λέω, όπως και να χει

Ο ποιητής θα είναι εκεί, λοιπόν. Η παρουσία του στο σύνολο των στίχων αυτής της συλλογής μπορεί να θεωρηθεί αυτό το τυχαίο ραντεβού που από καιρό περιμέναμε. Στο μπαρ των ονείρων μας μια Μεγάλη Παρασκευή με τροπικό κλίμα για ένα αληθινόβράδυ με ήρωες. Διψασμένος, πνιγμένος σε κόκκινο κρασί, ακούγοντας Morrissey, γνέφοντας άπειρα σινιάλα προς τον καθένα μας ο ποιητής είναι εδώ. Μας γυρεύει. Αναρωτιέται κι ο ίδιος τι είναι αυτό που κάνει και γιατί το κάνει ακριβώς όπως κάνουμε και εμείς ακόμα κι αν δεν ακούμε συχνά τον εαυτό μας να ρωτά. Αυτή είναι όμως μια υπέροχη ευκαιρία να μην αγνοήσουμε και άλλο τις φωνές μας. Ο Βασίλης επιμένει να ρίχνει πίσω του λοξές ματιές μιας και δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ μια ηλικία. Ίσως αυτή η εγρήγορση, χάρισμα όσων αναγνωρίζουν στον εαυτό τους το άγραφο χαρτί μιας διαρκούς καταιγίδας ιστοριών και συναισθημάτων που γεννάν τον χρόνο ξανά και ξανά να είναι και το βασικό προνόμιο του ποιητή. Ακόμη κι αν αυτό απαιτεί να γίνει κομμάτια. Μας προτρέπει να κάνουμε το ίδιο. Πιθανώς, σε αυτούς τους καιρούς που όλοι διανύουμε η διάλυση να είναι όντως όπως παραθέτει και ο ίδιος η βασική μας ένωση. Αυτή η ανθρώπινη μοίρα της δημιουργίας ενός κόσμου από όλα όσα καθημερινά τινάζονται στον αέρα.

Απόσπασμα από το ποίημα με τον τίτλο Κ

Γίνε κομμάτια
Όταν σου δίνεται η ευκαιρία
Κομμάτια για σένα, για κείνη
για κείνον
Γίνε κομμάτια για κάτι
Γίνε κομμάτια για σένα
Ποτέ ξανά μια διάλυση
Δεν έφερε τον κόσμο τόσο κοντά

Συμφωνώ με όλη μου την καρδιά κι ακολουθώ. Ελπίζω να βρείτε και σεις μέσα στην ποίηση του φίλου Βασίλη Νικολόπουλου το λόγο, την δύναμη και την φαντασία να μας συντροφεύσετε. Ο αέρας φυσάει πολύ δυνατά.

 


AgrinioStories