Κώστας Τριανταφυλλίδης:
«Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος
έχει μια πολύ ιδιότυπη παρουσία
στα Νεοελληνικά Γράμματα»
Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξίδεψε για τελευταία φορά με την οικογένειά του στο Μόναχο, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματά τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο «Montenegro», πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Το ημερολόγιο έδειχνε 22 Ιουλίου. Για το λόγο αυτό και για να τιμηθεί η μνήμη του, δημοσιεύουμε σήμερα, ένα κείμενο του Κώστα Τριανταφυλλίδη , που προσεγγίζει με πολύ ευαισθησία τη μουσικότητα στο ποιητικό του έργο.
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
και το πνεύμα της μουσικής
Ένα κείμενο του Κώστα Τριανταφυλλίδη
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Ο Κ. Χατζόπουλος, το ευγενές τέκνο του Αγρινίου, ο πρωτοποριακός διανοούμενος και λεπταίσθητος ποιητής και πεζογράφος και ανανεωτής των ποιητικών μας τρόπων, έχει μια πολύ ιδιότυπη παρουσία στα Νεοελληνικά Γράμματα, θ’ αποκαλούσα το στοιχείο της ιδιοτυπίας του διφυία του ποιητικού ψυχισμού: Από τη μια μεριά ο στέρεος ρουμελιώτης, ο κάθετος στις επιλογές του και ευκρινής στα αισθητικά και ηθικά του αιτήματα, και από την άλλη ο αβρός ευρωπαίος, ο σχεδόν βελούδινος, ο εραστής των χαμηλών αισθητικών τόνων και κυνηγός των αποχρώσεων —ο «διαλυμένος», πες, μέσα στα μαγικά τοπία και τους μυστικούς δρυμούς του Βορρά.1. Με τη σύντομη αυτή ανακοίνωση μας θα προσπαθήσαμε ν’ ανιχνεύσομε το ιδιάζον στοιχείο του ψυχισμού —πίσω από το οποίο, ωστόσο, υπάρχει κάτι βαθύτερο και υποστασιακότερο: το πνεύμα της Μουσικής.
Το ξεκίνημα: Ο Χατζόπουλος (γεννημένος στα 1868) διαμορφώνει την προσωπικότητά του τις τελευταίες δεκαετίες του ΙΘ’, όταν το μικρό κρατίδιο προσπαθεί να επιτύχει την εδαφική, πολιτική και πνευματική του ολοκλήρωση. Ωριμάζει μέσα στο κλίμα της αρματολικής παράδοσης του τόπου του και υπό τη σκιά του Παλαμά2 —στοιχείο πρώτο. Στα 29 του χρόνια ζει την εθνική ταπείνωση του 1897 —οδυνηρή τομή στον ψυχισμό του, αλλά και έναυσμα για μιαν εξόρμηση προς αποκατάσταση της ατομικής και εθνικής αξιοπρέπειας. Η τρίτη ιστορική συγκυρία είναι η δύση του Ρομαντισμού. Ο Ρομαντισμός —αυτή η σχολή του πάταγου και, κατά την παρατήρηση του Van Tieghem, η σχολή «της υπερτροφίας του συναισθήματος και της φαντασίας» — φαίνεται πως έχει πια εξαντλήσει τις δυνατότητες του· έχει περάσει στη φάση της παρακμής.
Ο συμβολισμός: Αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη ώρα ο ευαίσθητος δημιουργός αναζητεί ένα νέο τρόπο έκφρασης. Και τον βρίσκει στο Συμβολισμό3. Ο Συμβολισμός στη θέση των κραυγαλέων διατυπώσεων του Ρομαντισμού —που συχνά καταλήγουν στην κουφότητα και την κενολογία— υιοθετεί τους ελάσσονες τόνους. Τα φώτα χαμηλώνουν, οι σκιές μας κυκλώνουν και ένας πλούτος αποχρώσεων και υπαινιγμών κατέχει το λόγο. Κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι πια το θέμα, αλλά η υποβολή συναισθηματικών καταστάσεων. Φορέας αυτής της υποβολής γίνεται η λέξη, αυτή καθ’ εαυτή ως σύμβολο τους —γι’ αυτό και «συμβολισμός». Αλλ’ επειδή η συναισθηματικότητα υπόκειται σε συνεχή απροσδιοριστία και ρευστότητα, το ρεύμα της εκφράζει η κατ’ εξοχήν τέχνη του χρόνου, δηλ. η Μουσική. Καίριο, λοιπόν, και καθοριστικό στοιχείο του Συμβολισμού είναι η μουσικότητα:
Η πολιτεία, καταχνιασμένη,
φεύγει, διαλύεται, ξεθυμαίνει…
Στο βράδυ αυτό το νοτερό
όλα είν’ αχλύ κι όλα νερό.
Μεσ’ στα νερά πώς τρεμοσβύνει
μια κατακόκκινη σελήνη!
κι αυτά τα δέντρα στη σειρά.
κι οι εκκλησιές μεσ’ στα νερά…
(Τέλλου Άγρα: «Σπουδές»)
Στα 1898 ο Χατζόπουλος εκδίδει, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός, τις δυο πρώτες ποιητικές του συλλογές, τα Τραγούδια της ερημιάς και Τα ελεγεία και τα ειδύλλια.4 Ήδη από τα Τραγούδια της ερημιάς ακούγονται αβέβαιοι, αλλά αρκετά ευκρινείς, οι πρώτοι συμβολιστικοί τόνοι:
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια,
τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά,
όνειρο χλομό περνάς στο νου μου,
πεθαμένη αγάπη μου παλιά.
Έτσι μες στην άχνη, σαν και τώρα,
μιας φθινοπωριάτικης αυγής,
είδα να σου ανοίγουνε κρεβάτι
στην αραχνιασμένη μέσα γης.
Και την άλλη μέρα, σαν και τώρα,
όταν βγήκε ο ήλιος στα βουνά,
βρήκε δίχως λούλουδα τη χώρα,
δίχως χελιδόνια την ερμιά.
Πες πως συνοδιά σου αγαπημένη
και στης μαύρης γης την αγκαλιά
πήρες απ’ τους κάμπους τα λουλούδια
κι απ’ τα δάση μέσα τα πουλιά5.
Πρέπει να επισημάνει κανείς ένα αίσθημα απώλειας —και αναχωρητισμού— που κυριαρχεί στην πρώτη κιόλας ποιητική του συλλογή (ο τίτλος Τραγούδια της ερημιάς είναι πολύ εύγλωττος). Και δεν είναι η συνήθης στροφή της συνείδησης του νέου προς τον έσω κόσμο —που στοιχειοθετεί και μια ρήξη με τον περίγυρο — συνοδευμένη από τη γνωστή «φιλολογική» μελαγχολία” είναι κάτι βαθύτερο και υποστασιακότερο, που θα συνυφάνει ολόκληρη τη μετέπειτα δημιουργία του. Κι είναι περίεργο ότι «αναχωρεί» ένας συγγραφέας που η κοινωνική του ιδεολογία είναι «παροντική» και αντλεί τα θέματα του από το ηθογραφικό θεματολόγιο της συλλογικής ζωής. Κι ο ποιητής επιμένει:
Έλα, με ρόδα του φθινοπώρου
να στεφανώσω τα μαλλιά σου,
αυτά ταιριάζουν ομορφότερα
στη μαραμένην ομορφιά σου.
Να τα κοιτάζω που τριγύρω σου
θενά μαδούνε στον αέρα,
όπως θωρώ και την αγάπη μας
τώρα να σβήνει μέρα μέρα.
(Πρώτα Λυρικά, πρώτη γραφή στα Τραγούδια της Ερημιάς)
Στα 1900 ο ποιητής —και με την οικονομική ευχέρεια που διαθέτει— βρίσκεται στη Γερμανία. Αυτή η ευρωπαϊκή περιπλάνηση, που με διακοπές θα διαρκέσει ως το θάνατο του, υπήρξε η πιο αποφασιστική στην τελική διαμόρφωση της ποιητικής του. Εδώ ταυτίστηκε πια ολότελα με το κλίμα του Γαλλικού, αλλά και του Γερμανικού και του Σκανδιναβικού Συμβολισμού —προς τον οποίο έρρεπε από καταβολής η λεπτή μουσική ψυχή του.6 Τώρα πια «είναι γεμάτος βροχή, ομίχλη και μυστήριο, μυστικές φωνές, σκοτεινές οπτασίες, νεκρά άστρα, αραγμένα καράβια, απόκοσμα λιμάνια».7 Αυτός ο κόσμος των μουσικών νερών και των διαθλάσεων γίνεται πια η εμμονή του —και με ζήλο αναλαμβάνει να τον μεταφυτέψει στον τόπο του. Έτσι ο Χατζόπουλος γίνεται ο κύριος εισηγητής του Συμβολισμού στην Ελλάδα. Στα 1920 βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Απλοί Τρόποι και οι Βραδινοί θρύλοι, οι δυο τελευταίες ποιητικές του συλλογές. Στην πρώτη το συμβολιστικό στοιχείο είναι εναργέστατο —στη δεύτερη όμως παρατηρείται η πιο συμβολιστική συγκέντρωση του έργου του. Το πόσο προωθημένος, και κυριαρχικός, είναι πια ο μουσικός συμβολισμός στους Βραδινούς θρύλους, αρκεί να το καταδείξει και μια απλή αντιπαραβολή του ποιήματος «Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια» των Τραγουδιών της ερημιάς, που ήδη παραθέσαμε, μ’ αυτό:
Πέρασες και είχες στα μαλλιά
ρόδα και φως και είχες στο χέρι
κρίνα λευκά και στάχια απ’ τον αγρό”
και σε είδα και είπα κι έφτασε
το καλοκαίρι.
Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχια στο νερό,
τα ρόδα στον αέρα ·
και μ’ ένα κρίνο στάθηκες, ωχρή
σα φθινοπώρου μέρα. “-
Το μουσικό ρεύμα είναι ακαταδάμαστο. Στη ροή του σπάζει κι αυτήν την τονικότητα του στίχου και θολώνει την ευκρίνεια του περιγράμματος. Η συνοχή έχει πια χαλαρωθεί. Μόνο θραύσματα και υπαινιγμοί και μια μουσική άπιαστη, σχεδόν, από το κοινό αφτί. Ιδού:
Το μυστικό μου!
το μυστικό μου ποιος μου έχει πάρει;
Μια άχνα τύλιγε αυτό το βράδυ,
μια άχνα τύλιγε το φεγγάρι.
Σιγή τριγύρω και σα σκοτάδι’
και οι γρύλοι σώπαιναν τα κυπαρίσσια,
ούτε σαλεύανε τα κυπαρίσσια στο δρόμο κάτω.
Και είδανε κάτω,
κι είδανε κάτω με το φεγγάρι,
μα δεν τον γνώρισαν τον καβαλάρη
που είχε περάσει
και πάει και χάθηκε σαν άνεμος μες στα δάση.
Και δεν είναι μόνο το «χλωμό» λεξιλόγιο· είναι και η τεχνική. Στη μουσική, την τέχνη του χρόνου, η ουσία είναι ρεύμα, ρεύμα άτμητο. Το ένα στοιχείο εισχωρεί μέσα στο άλλο στοιχείο και επαναλαμβάνεται σε νέα μορφή. Έτσι οι στίχοι είναι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μιας συμφωνικής μουσικής σύνθεσης:
Γεννιούμαι απ’ τον πόνο ·
κι απλώνω κι απλώνω
κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρω
σε οχτιές και σε βύθη
συντρίμια να σπείρω.
Κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρου
και με είπανε -η άχνα.
πως είμαι του ονείρου!
Κι απλώνομαι γύρου
κι απλώνω κι απλώνω
και το όνειρο λιώνω.
3. Η πεζογραφία: Όπως είναι γνωστό, στα 1917 ο Χατζόπουλος δημοσίευσε το καθαρόαιμο συμβολιστικό του μυθιστόρημα Φθινόπωρο. Με το Φθινόπωρο ο συγγραφέας προσπαθεί να μεταφέρει στον φωτεινό ελληνικό νότο τις ομίχλες και τα σκιόφωτα των υγρών τοπίων του ευρωπαϊκού βορρά: «Ο ουρανός ήταν βαρύς και σταχτερός και η κορυφή του αντικρινού βουνού μέσα στα σωριασμένα σύννεφα φαινόταν σαν κρατήρας που σκόρπιζε καπνό. Έπειτα ο αέρας ανέμιζε τα σύννεφα και κείνα έπαιρναν σχήματα παράξενα4 φούντωναν σε δάσος με στριμωχτά πυκνά τεράστια δέντρα, γίνονταν μολυβόμαυρα ψηλά βουνά, πελώριοι όγκοι πάγων μουντόλευκων που έπλεαν σε σταχτερή, μελανή θάλασσα κ’ έσπαζαν απάνω στα βουνά κ’ έσμιγαν με τη θάλασσα και γίνονταν και κείνα θάλασσα κ’ έπειτα υψώνονταν και πάλι σε βουνά κάτασπρα σα χιονοσκέπαστα όσο που πάλι ξανάπλωναν σε θάλασσα —μια θάλασσα τώρα λευκή σαν παγωμένη. Μπροστά σ’ αυτό το αέρινο παιγνίδι ο Στέφανος σα να ξεχάστηκε. Η Ευανθία ξανάρχισε να παίζει, μα αυτός δεν άκουε το σκοπό, κοίταζε μόνο τις εικόνες που προβάλλονταν εκεί στα σύννεφα που έφευγαν αργά στο διάστημα. Μια του φάνταζαν σα χώρες άγνωστες και μαγικές και μια του θύμιζαν κόσμους που γνώρισε, τόπους που του φαινόταν πως τους είδε ή πως τους ονειρεύτηκε σ’ ένα μακρινό χειμερινό ταξίδι…». Ένα χρόνο πριν (1916) δημοσίευσε τη συλλογή Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα. διηγήματα. Εκεί και το θαυμάσιο «Ο Μπαρμπαντώνης» (διήγημα που ο Φώτος Πολίτης εχαρακτήρισε «κειμήλιον της νεωτέρας ελληνικής λογοτεχνίας»). Αναφέρομε ένα απόσπασμα, όχι τόσο για το συμβολισμό του —γιατί εδώ ο Χατζόπουλος είναι ρεαλιστής— όσο για τη («μουσική») τεχνική της επανάληψης: «Κι ο Μπαρμπαντώνης διηγότανε για τον παλιό καιρό· για την Αρβανιτιά, απόθε ήρθε, την Επανάσταση που είχε πολεμήσει, για τα ρεντιφικα και το στρατό όπου έκαμε ύστερα, για τη λίγη σύνταξη που δεν του φτάνει… Για όλα αυτά μιλούσε και ξαναμιλούσε, μιλούσε και κλαιγόταν όσο που τον βαριόταν ο παππούς και τον ξανάδιωχνε. Κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε πάλι στην καλύβα κι έπιανε και πελεκούσε κι έσκιζε και πελεκούσε κι έπειτα καθότανε πάλι στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε σα να περίμενε. Ώσπου τον ξαναφώναζε ο παππούς κι ερχόταν πάλι και ξανάρχιζε και διηγόταν πάλι για την Αρβανιτιά και τους πολέμους, για την κοκάρδα του αγωνιστή που είχε ακόμα στην καλύβα, για τη γυναίκα που δεν είχε πια και για το γιο της που ερχόταν και τον έδερνε… Και θύμωνε [ο παππούς] και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη. Κι ο Μπαρμπαντώνης γύριζε και ξανακάθιζε στην πόρτα της καλύβας. Γύριζε και κάθιζε και πελεκούσε κι έσκιζε και κοίταζε. Κοίταζε μπρος του πέρα και φαινόταν σα να περίμενε…».
4. Το κενό- η «απιστία»: Με τους Βραδινούς θρύλους ο Συμβολισμός φθάνει πια μέχρι τις ακραίες του συνέπειες —σχεδόν μέχρι την εξάντληση του. Από κει και πέρα χαίνει η άβυσσος. Ο ποιητής —κάθε esthete ποιητής — αφού δοκιμάσει την «ηδονική κατάθλιψη», με την οποία όμως «βιβρώσκει» τον εαυτό του, καταλήγει στο αισθητικό κενό. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα στα Ελεγεία και τα ειδύλλια, το γνωστό σε όλους μας «Δε γυρεύω ξένο», επισημαίνει αυτό το «σύνδρομο του κενού»:
Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,
δε γυρεύω χάρη ·
κάτι μου έχουν πάρει μες απ’ την ψυχή,
κάτι μου έχουν πάρει.
Και δεν ήταν ούτε ξωτικά
και δεν ήταν χέρια,
και ήταν ένα βράδυ, που έπαιζαν θολά
στο γιαλό τ’ αστέρια.
Κι ήρθε ένας αέρας, κι ήρθε ένας βοριάς
κι ήρθε ένα σκοτάδι —
—ω αδερφή, χαμένο κάποιο μυστικό,
που θρηνούμε ομάδι,
μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό,
δείχνει το φεγγάρι —
κάτι μου έχουν πάρει μες απ’ την φυχή
κάτι μου έχουν πάρει.
Και το αισθητικό —ή και ψυχολογικό— κενό ταυτίζεται με την «απιστία»:
Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχη,
ας ορίζη το αέρι τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί”
η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα” ας το φέρη
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.
Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν πού πύργοι, πού καλύβας καπνός’
είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξης,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξης.
(«Απλοί Τρόποι»)
5. Το μουσικό και το πλαστικό ιδεώδες: Μιλήσαμε στην αρχή για τη διφυία του ανθρώπου και του έργου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα του πάλευαν δυο ψυχές: η ψυχή του έλληνα-ρουμελιώτη και η ψυχή του ευρωπαίου. Η πρώτη (αναπόφευκτες εδώ οι γενικεύσεις) αναπαύεται σε στέρεα, ευκρινή και έμφωτα σχήματα. Η δεύτερη αναζητεί τα αχνά περιγράμματα και αναπαύεται στην αοριστία και την ασάφεια του φευγαλέου. Έτσι φθάνουμε στην αντιπαράθεση ενός «πλαστικού» και ενός «μουσικού» ιδεώδους —αν θέλετε, στη διαστολή του «κλασικού» και του «ρομαντικού» πνεύματος. Το έχομε τονίσει και άλλοτε, ευκαιρία να το επαναλάβαμε και τώρα: σ’ αυτόν τον τόπο έρχεται ο ήλιος ο ηλιάτορας και σκαλίζει τα περιγράμματα και τα κάνει σαφή. Έτσι, δεν αφήνει περιθώρια για αισθητικές και ιδεολογικές συγχύσεις —ο χώρος (και ο άνθρωπος) είναι «αντι-συμβολιστικός». Συνεπώς, ο Συμβολισμός —παρ’ όλη την ανανεωτική του συμβολή— δε ρίζωσε στα ελληνικά Γράμματα, δεν απόκτησε ποτέ ιθαγένεια. Κι αν στην ποίηση, ένα είδος από τη φύση του «μουσικό», έγινε ένα ρεύμα, στην πεζογραφία μας παρέμεινε ένα πείραμα. Στο Φθινόπωρο, το καθαυτό νεοελληνικό συμβολιστικό μυθιστόρημα, υπάρχει κάτι το πλαστό και το προσχεδιασμένο. Λες και είναι μια άσκηση για να φανούν οι «μουσικές» δυνατότητες της γλώσσας μας. Παρ’ όλ’ αυτά: Ο Χατζόπουλος, όντας ο ίδιος γερός ρουμελιώτης, παραδίνεται άφοβα στις ολισθηρές υπερβασίες της συμβολιστικής τεχνικής. Και μόνον ένας άνθρωπος με στέρεο ψυχολογικό υπόστρωμα και αντιστάσεις μπορεί να ενδίδει στον πειρασμό μιας ακραίας λυρικής μέθης. Κι όχι μόνο’ αλλά και να γίνεται εξάγγελος γόνιμων αισθητικών επιλογών.
Β. ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος υπήρξε μια πολυεδρική προσωπικότητα των Γραμμάτων μας. Ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, μεταφραστής, αλλά και θεωρητικός του Σοσιαλισμού (απέναντι στον οποίο κράτησε μια απόλυτα προσωπική στάση), εμφανίστηκε στα Γράμματα μας μ’ ένα άνοιγμα στις νέες αισθητικές και ευρύτερα, πνευματικές τάσεις της εποχής του. Εξαιρετικά ευαίσθητος, αλλά και φωτισμένος, εκόμισε ένα καινούργιο ρίγος στην ποίηση μας και ένα εντελέστερο κριτήριο του πνευματικού μας βίου. Γενικά, με όλο το έργο του, αλλά και την ανθρώπινη μαρτυρία του, αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο του νεοελληνικού πνευματικού μας πολιτισμού.
Παραπομπές:
1.Δεν είναι σπάνια, ωστόσο, αυτή η αντινομία σε κάποιους —ιδίως ρουμελιώτες— εκπροσώπους της λογοτεχνίας μας. Η περίπτωση του Ζαχαρία Παπαντωνίου είναι αρκετά εύγλωττη. Αυτός ο μοναδικός στυλίστας του λόγου μπορούσε να συνδυάζει άνετα την ψυχή του καρπενησιώτη με την ιδιοσυγκρασία του παριζιάνου και να φιλοτεχνεί τα αβρά πορτραίτα των κυριών των παριζιάνικων βουλεβάρτων παράλληλα με τις αδρές ελληνικές απεικονίσεις του «αλά παλλ’κάρ’»!
2. Ωστόσο γρήγορα αποστασιοποιείται από το διδάσκαλο. Κι όχι μόνο· αλλά ασκεί και αυστηρή κριτική του παλαμικού έργου. Τόσο που ο Παλαμάς πολύ λογάριαζε —κάποιοι λέγουν «φοβόταν»— την αισθητική κρίση του Χατζόπουλου.
3.Τον όρο επέβαλε ο ελληνογάλλος ποιητής Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Jean Μοreas, 1856-1910). Οι συμβολιστές αναγνωρίζουν ως μακρινό τους πρόγονο τον Ροε (1809-1849), με τις ιδιοφυείς του εκείνες φαντασιώσεις. Ο Ροe άσκησε ισχυρή επίδραση στον Carles Baudelaire (1821-1867), από τον οποίο, άλλωστε, χρονολογείται και η «καθαρή ποίηση». Το αποκορύφωμα όμως της νέας Σχολής είναι το έργο των δυο έξοχων γάλλων ποιητών Ρaul Verlaine (1844-1896) και Stephan Mallarme (1842-1898).
4.Την ίδια χρονιά εκδίδει το περιοδικό Τέχνη, που, αν και βραχύβιο (1898-1899), έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων ποιητικών μας πραγμάτων.
5.Το ποίημα εδώ στην οριστική του μορφή, όπως καταγράφεται σε μια χειρόγραφη επιλογή με τίτλο Πρώτα Λυρικά, που είχε καταρτήσει —προφανώς για να εκδοθεί— ο ίδιος ο ποιητής. Η έκδοση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος (1920). (Βλέπε: Κωσταντίνου Χατζόπουλου, Τα Ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Βελουδής, Αθήνα 1992, σσ. 361 και 472-3).
6.Εύστοχη η αναφορά του Νικηφ. Βρεττάκου: «Ο αγρινιώτης λογοτέχνης, κι εξαίρετος μεταφραστής του Ζαμ, Πέτρος Δήμας μ’ έκαμε να σκεφτώ μια εύστοχη παρατήρηση του. Το Αγρίνιο ζει τις περισσότερες μέρες του χρόνου κάτω από συννεφιά κι από βροχή. Φαίνεται πως η ασθενική ευαισθησία του Χατζόπουλου κράτησε το κλίμα αυτό στην ψυχή του από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι η ομίχλη του βορρά δεν τον βρήκε απροετοίμαστο. Μέσα του έγινε ένας συγκερασμός και η ντελικάτη του φύση εκδηλώθηκε…». (Περιοδικό Κόσμος, Επιστήμη και Ζωή, τεύχος 48, 1960. Βλέπε και: Φ. Στεργίου, Πρόσωπα της Λογοτεχνίας μας, Αθήνα 1979, σ. 119).
7.Αντρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ποίηση, Αθήνα 1958, σ. 136.
8.Σύστοιχη προς το ρομαντισμό του είναι και η ψυχική συνάντηση με τη φιλανδέζα Sanny Haggmann —που θα γίνει η γυναίκα του— και που ο γάμος τους στο Βραχώρι το Μάη του 1901 θα θεωρηθεί από πολλούς σαν η ποιητική μεταφύτευση ενός ευρωπαϊκού εντελβάις στο χώρο του μεσογειακού Νότου (Βλέπε και: Δημήτρη Γιάκου, Λυρικοί της Ρούμελης, Αθήνα 1958, σ. 74 κ.ε.).
Το κείμενο του Κώστα Τριανταφυλλίδη «Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και το πνεύμα της μουσικής», αποτελεί εισήγηση του συγγραφέα στο Επιστημονικό Συμπόσιο που είχε διοργανώσει Ο Δήμος Αγρινίου, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και ο φιλολογικός όμιλος Αγρινίου “Κώστας Χατζόπουλος” τον Μάϊο του 1993 στο Αγρίνιο.
Φωτογραφία: Κώστας Χατζόπουλος
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα με click στο Posted in Μαρτυρίες