Ο γιατρός των ληστών, στο Βραχώρι του 19ου αιώνα


.

Λευτέρη Τηλιγάδα

Ο γιατρός των ληστών

Στις αρχές της δεκαετίας του 1830
ζούσε στο Βραχώρι ένας Γερμανός γιατρός, ονόματι Μίλερ
ή «ο κλεφτογιατρός», όπως τον αποκαλούσαν οι Βραχωρίτες


Στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος επιχειρούσε ακόμη να οργανωθεί διοικητικά και να επιβάλει τη νομιμότητα σε μια κοινωνία που επί δεκαετίες ζούσε μέσα στη σύγκρουση, η ύπαιθρος της Στερεάς Ελλάδας αποτελούσε ένα μωσαϊκό μικρών αυτόνομων κοινοτήτων, ορεινών καταφυγίων και περιοχών που ουσιαστικά δεν ελέγχονταν από καμία αρχή. Σ’ αυτό το περιβάλλον η ληστεία δεν συνιστούσε αποκλειστικά μορφή εγκληματικότητας, αλλά έναν τρόπο επιβίωσης που συνδέθηκε με την παράδοση της ένοπλης αντίστασης και με την απουσία σταθερής κρατικής παρουσίας. Οι ομάδες των ληστών δρούσαν στα όρια του κοινωνικού ιστού, διατηρώντας σχέσεις με τους χωρικούς, οι οποίοι άλλοτε τους προμήθευαν τροφή και πληροφορίες κι άλλοτε τους απέφευγαν, ανάλογα με τις συνθήκες και τον φόβο των αποσπασμάτων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ένας Γερμανός γιατρός, ονόματι Μύλλερ, εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο —τότε γνωστό ως Βραχώρι— όπου άσκησε το επάγγελμά του για αρκετά χρόνια. Είχε έρθει στην Ελλάδα με το βαυαρικό εκστρατευτικό σώμα που συνόδευσε τον βασιλιά Όθωνα, όμως, σε αντίθεση με πολλούς συμπατριώτες του, δεν ακολούθησε στρατιωτική ή διοικητική καριέρα. Επέλεξε να παραμείνει ως ελεύθερος επαγγελματίας, να ανοίξει ιατρείο και να ζήσει ανάμεσα στους κατοίκους της μικρής πόλης, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, ζούσαν από τη γη και τη μικρεμπορική δραστηριότητα. Από την πρώτη στιγμή κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, καθώς έδειχνε συνέπεια, πραότητα και επαγγελματισμό, στοιχεία που σπάνιζαν εκείνη την εποχή, όταν η ιατρική ασκούνταν συχνά από εμπειρικούς ή στρατιωτικούς χωρίς σταθερή παρουσία.

Η δράση του Μύλλερ δεν περιορίστηκε στους κατοίκους της πόλης. Καθώς οι πληροφορίες για την ιατρική του δεινότητα διαδόθηκαν στα γύρω χωριά και στα ορεινά, όπου δρούσαν οι ένοπλες ομάδες των ληστών, άρχισαν να τον επισκέπτονται άνθρωποι που ζούσαν κυνηγημένοι ή εκτός νόμου. Οι περισσότεροι από αυτούς υπήρξαν πρώην αγωνιστές του ’21 που, απογοητευμένοι από την πολιτική κατάσταση ή στερημένοι από κάθε μέσο βιοπορισμού, κατέφυγαν στα βουνά. Οι τραυματισμοί, οι κακουχίες και οι επιδημίες τους ανάγκασαν να αναζητούν γιατρό, κι έτσι ο Μύλλερ βρέθηκε, χωρίς να το επιδιώξει, να περιθάλπει ανθρώπους που οι αρχές θεωρούσαν επικίνδυνους. Παρότι γνώριζε ότι θα μπορούσε να κατηγορηθεί για συνεργασία ή υπόθαλψη, ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά του. Θεωρούσε ότι η ιατρική πράξη δεν υπόκειται σε πολιτικά ή ηθικά κριτήρια, αλλά αποτελεί υποχρέωση απέναντι στον πάσχοντα, ανεξαρτήτως ταυτότητας ή ιδιότητας.

Η στάση αυτή προκάλεσε απορίες και υποψίες μεταξύ των Γερμανών στρατιωτικών που υπηρετούσαν ακόμη στη Δυτική Στερεά. Ένα βράδυ, ο λοχαγός Στράσσερ, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του για φιλική συνάντηση και του χτύπησε την πόρτα.

Μία παχουλή και ψηλή Γερμανίδα, τριάντα περίπου ετών, εμφανίστηκε στο κατώφλι. Όταν της έδωσε το χέρι για να τη χαιρετήσει, εκείνη το έσφιξε τόσο δυνατά με το δικό της, που του προξένησε έντονο πόνο. Πονώντας, μπήκε στο σπίτι ο λοχαγός, και η γυναίκα τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο όπου ο «κλεφτογιατρός» προσπαθούσε να τεμαχίσει έναν φρέσκο λαγό.

– Τι; ρώτησε έκπληκτος ο Στρέσσερ. Είστε κυνηγός; Πού ξετρυπώσατε αυτόν τον λαγό;

– Εγώ δεν πιάνω λαγούς, παρά μόνο ψημένους, του απάντησε εκείνος. Έχω όμως φίλους που μου φέρνουν κυνήγι. Στην κουζίνα έχω άλλους δύο ακόμα. Μαγδαληνή —έτσι έλεγαν τη γυναίκα του— φέρε έναν να τον δώσουμε στον κύριο λοχαγό.

– Καταλαβαίνω ότι είναι δώρα των φίλων σου των ληστών, του είπε ο Στράσσερ, αλλά εγώ, ως λοχαγός, δεν έχω εντολή από την κυβέρνηση να σε εμποδίσω να παίρνεις δώρα. Πρόσεχε μόνο τον έπαρχο, τον κυρ Δημητράκη, ο οποίος δεν χωρατεύει μ’ αυτά.

– Ναι», είπε η Μαγδαληνή. «Ο έπαρχος είναι περίεργος άνθρωπος. Δεν μας αφήνει ήσυχους να κάνουμε τη δουλειά μας. Μας κατασκοπεύει διαρκώς και “ψάχνεται” πολύ με την πελατεία μας· αλλά εγώ δεν τον φοβάμαι. Στο κάτω-κάτω της γραφής, κανένας νόμος δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να βοηθήσουμε έναν άνθρωπο πληγωμένο ή άρρωστο, όταν μας ζητάει την ιατρική μας βοήθεια, ακόμη κι αν είναι ληστής. Αυτό είναι το καθήκον μας. Αν κάναμε το αντίθετο, θα ήμασταν άνθρωποι χωρίς τιμή και χωρίς συνείδηση».

– Εκτός αυτού», πρόσθεσε ο Μίλερ, «ο κυρ Δημητράκης είναι έπαρχος και τον προστατεύουν οι στρατιώτες· το να καταδώσω εγώ όμως έναν ληστή θα είχε σαν συνέπεια να με δείτε καμιά μέρα κρεμασμένο στον πλάτανο της αγοράς. Γιατί οι κλέφτες δεν παίζουν με αυτά τα ζητήματα και με το δίκιο τους. Είναι ζήτημα αυτοσυντήρησης.

Έτρωγαν και οι τρεις τον καλοψημένο λαγό και τον πότιζαν κόκκινο κρασί Δοβραίνης. Πάνω στο αποκορύφωμα όμως του φαγητού συνέβη κάτι περίεργο: ξαφνικά ξεπήδησαν από παντού δέκα γάτες κι ανέβηκαν στο τραπέζι και στους ώμους του γιατρού και της γυναίκας του. Ο λοχαγός στην απροσδόκητη αυτή εισβολή των νέων θαμώνων τρόμαξε.

– Μη φοβάσαι, του είπε η γιατρίνα είναι τα παιδιά μου. Με τη φροντίδα τους παίρνω τις ώρες μου εδώ, σε αυτό το μονότονο χωριό.

Οι γάτοι πήραν το μερίδιο που τους αναλογούσε από το λαγό και με μία βραχνή κραυγή της κυρίας Μαγδαληνής αποχώρησαν κανονικότητα και με στρατιωτική πειθαρχία. Τόσο πολύ ήταν διαπαιδαγωγημένοι. Συνέβησαν όμως κατά το γεύμα αυτό και άλλα πιο περίεργα πράγματα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος φώναξαν τον Μίλερ κατ’ επανάληψη οι ληστές, οι οποίοι είχαν την ανάγκη φαρμάκων ή την εξέταση κάποιου δικού τους. Ο λοχαγός αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε αλλά δεν ήθελε να παραβιάσει την ιερότητα της φιλοξενίας, ούτε να έρθει σε σύγκρουση με τους άρρωστους ληστές, οι οποίοι συνοδεύονταν από συντρόφους τους οπλισμένους σαν αστακούς. Έτσι ενώ η στρατιωτική εξουσία έτρωγε το λαγό της, οι ληστές έμπαιναν στο διπλανό δωμάτιο και συμβουλευόταν το γιατρό, χωρίς να δίνουν καμία προσοχή στην παρουσία του καταδιωκτικού αποσπάσματος.

Το γεγονός αυτό κυκλοφόρησε στην περιοχή και ενίσχυσε τον σεβασμό που ήδη απολάμβανε ο Μύλλερ. Παρά τις επιφυλάξεις της στρατιωτικής διοίκησης, ουδέποτε ελήφθη μέτρο εναντίον του, καθώς ήταν γνωστό ότι η στάση του προερχόταν από καθαρή επαγγελματική συνείδηση και όχι από κάποια μορφή συνεργασίας.

Ο «κλεφτογιατρός» έζησε πολλά χρόνια στο Βραχώρι. Η κυρία Μαγδαληνή είδε να ασπρίζουν τα μαλλιά της και ο γιατρός την πελατεία του να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Έμαθαν όλους τους ληστές της περιοχής, και τα βουνά της Ακαρνανίας δεν έπαψαν να τους τρέφουν με λαγούς, οι οποίοι αποτελούσαν το αγαπημένο φαγητό του Γερμανικού ζευγαριού και των δέκα γάτων τους.

 

————————————————————————————————————————————-
Βιβλιογραφική σημείωση: Το κείμενο αποτελεί ανασύνθεση ενός αφηγήματος του Θεόδωρου Βελλιανίτη που δημοσιεύτηκε στο ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της Κυριακής 15 Μαΐου 1927) με τίτλο: Ο γιατρός των ληστών. Η παρούσα ανασύνθεση επιχειρεί να αποδώσει το περιεχόμενο σε σύγχρονη γλώσσα, εντάσσοντας το περιστατικό στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της μετεπαναστατικής περιόδου.
Φωτογραφία: Μάχη μεταξύ ληστών και διωκτικών αποσπασμάτων
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν